Η Κ. Σακελλαροπούλου για τη σύγχρονη Δημοκρατία

Η Κ. Σακελλαροπούλου για τη σύγχρονη Δημοκρατία

Στις 23 Ιουλίου 1974 η επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου, υπό το βάρος της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, κατέρρευσε.

Λίγες ώρες πριν από την σημερινή  49η επέτειο για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα  και την καθιερωμένη δεξίωση στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου, η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα ΝΕΑ» των Αθηνών, αναφερόμενη στις προκλήσεις της σύγχρονης Δημοκρατίας, το μεταναστευτικό, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η ίδια την εξουσία και την πολιτική, την ανάγκη για διαρκή επιμόρφωση του σύγχρονου ανθρώπου μέσα από το διάβασμα και την επαφή με τη λογοτεχνία, καθώς και μία σειρά άλλων θεμάτων, όπως την κλιματική αλλαγή, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και την ανάγκη συμπερίληψης, καθώς και στις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και την έμφυλη βία.

Ειδικότερα, η κ. Σακελλαροπούλου σημείωσε ότι «η Δημοκρατία μας έχει ιστορικό βάθος, εδραιώθηκε και έγινε βίωμα αξεπέραστο και ορίζοντας για όλους μας από τη Μεταπολίτευση και μετά. Ωστόσο, δεν εφησυχάζουμε, γιατί η Δημοκρατία είναι μια συνεχής διεκδίκηση». «Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, η Δημοκρατία στην Ελλάδα έμεινε αλώβητη, τα αντανακλαστικά τής κοινωνίας λειτούργησαν, η κοινωνία επέδειξε αντοχή και είμαι βέβαιη πως θα επιδείξει και στο μέλλον», πρόσθεσε και τόνισε: «Η εμπιστοσύνη του λαού, ωστόσο, δεν είναι ποτέ δεδομένη. Κερδίζεται».

Μιλώντας για το μεταναστευτικό, έκανε λόγο «για μία ανοιχτή πληγή, ένα πρόβλημα που φέρει εντός του άλλα πολλά, τις αντιφάσεις και τις μεγάλες αδικίες του κόσμου μας», ενώ επεσήμανε πως «η προστασία των συνόρων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εθνική μας ασφάλεια και η κυριαρχία μας είναι πέρα από κάθε διαπραγμάτευση». Ωστόσο, υποστήριξε ότι «η διαχείριση αυτή πρέπει να γίνεται με σεβασμό στις ανθρωπιστικές αξίες», υπογραμμίζοντας ότι «τραγικά γεγονότα, όπως το ναυάγιο στην Πύλο, είναι ντροπή για τον πολιτισμό μας».

Αναφερόμενη στην κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σημείωσε ότι «το Περιβάλλον είναι ευθύνη όλων μας» και υπενθύμισε πως «ως Προεδρία έχουμε προσπαθήσει να το θέσουμε στην ατζέντα και διοργανώσαμε συζήτηση με τους ειδικούς, καθώς η ενημέρωση είναι το πιο κρίσιμο βήμα για την ευαισθητοποίηση της Κοινωνίας των Πολιτών».

Κληθείσα να σχολιάσει την εξαγγελία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για τη δυνατότητα γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «η παράδοση είναι συνεκτικός ιστός για μία κοινωνία και δημιουργεί μία κοινότητα συναισθήματος γύρω από κοινές αξίες και συνήθειες». «Όμως, οι κοινωνίες εξελίσσονται, είναι δυναμικοί οργανισμοί. Την εξέλιξη αυτή της κοινωνίας, την πρόοδό της και τη συμπερίληψη υπηρετεί ο σεβασμός στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+κοινότητας και στις υπαρξιακές επιλογές της», συμπλήρωσε.

Σε ερώτηση πόσο την απασχολεί τι θα κάνει μετά τη θητεία της, «αυτή εδώ ή και μια ακόμη;» απάντησε: «Δεν είμαι δέσμια της “καρέκλας”. Το νιώθω βαθιά αυτό και μου εξασφαλίζει μια αίσθηση ελευθερίας».

Περιγράφοντας αυτό που λαχταρά πιο πολύ, έκανε λόγο για «μία αυθόρμητη βόλτα», γιατί, όπως εξήγησε, κάθε της κίνηση, τώρα, απαιτεί μεγάλη οργάνωση και ο χρόνος της είναι πολύ περιορισμένος.

Ακολούθως, η κ. Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στην αγάπη της για τα βιβλία και τη λογοτεχνία, στην ανάγκη για απλότητα, που μπορεί να διδαχθεί μέσα από τα παραδείγματα και επικαλέστηκε την εικόνα του Προέδρου της Ουρουγουάης, Χοσέ Μουχίκα, που κυκλοφορούσε με έναν παλιό σκαραβαίο.

Όπως είπε, «χρειάζεται ενσυναίσθηση και κατανόηση στην ανθρώπινη επικοινωνία, ακόμα περισσότερο όταν κάποιος ασκεί δημόσιο αξίωμα. Για να προσφέρουμε στους άλλους και στο γενικό συμφέρον, πρέπει οι πολιτικοί να αντιλαμβάνονται ότι ζουν μέσα στην κοινωνία, όπως όλοι, και δεν βρίσκονται σε θέση υπεροχής».

Τέλος, μιλώντας για το ζήτημα των καθημερινών διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, τάχθηκε κατά της έμφυλης βίας, καθώς και της μη αναγνώρισης των γυναικών στον εργασιακό χώρο, σύμφωνα με την αξία τους, ενώ αναφορικά με την πιθανότητα να υπάρξουν και στην Ελλάδα γυναίκες ιερείς, υποστήριξε ότι «πρόκειται για ζήτημα εσωτερικό της Εκκλησίας, που δεν αφορά την Πολιτεία». «Είναι βέβαια σημαντικό και η Εκκλησία να παρακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις. Κατά το δυνατόν», πρόσθεσε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η πτώση της χούντας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα

Στις 23 Ιουλίου 1974 η επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου, υπό το βάρος της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, κατέρρευσε. Οι στρατιωτικοί παρέδωσαν την εξουσία στους πολιτικούς και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός της χώρας, επικεφαλής της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου. Από την ημέρα αυτή αρχίζει η εποχή της «Μεταπολίτευσης», η λαμπρότερη, ίσως, περίοδος της πολιτικής ιστορίας του ελληνικού κράτους.

Η γενική επιστράτευση που κηρύχτηκε στις 21 Ιουλίου, μία ημέρα μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν χαώδης και ανοργάνωτη και κατέδειξε την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός, μετά από επτά χρόνια δικτατορίας. Η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, που ήταν υποχείριο του «αόρατου δικτάτορα» Δημητρίου Ιωαννίδη, ήταν ανίκανη να πάρει σοβαρές αποφάσεις. Έτσι, η προσφυγή στους πολιτικούς ήταν μονόδρομος για τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας.

Το πρωί της 23ης Ιουλίου, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος και οι αρχηγοί του Στρατού, αντιστράτηγος Ανδρέας Γαλατσάνος, Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και Αεροπορίας, αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε σύσκεψη με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη διατύπωσαν την άποψη ότι είναι επιτακτική ανάγκη η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας στους πολιτικούς. Στη συνέχεια, ο Γκιζίκης κάλεσε τον Ιωαννίδη και του ανακοίνωσε την απόφαση της ηγεσίας του στρατεύματος, χωρίς αυτός να αντιδράσει.

Στις 2 μετά το μεσημέρι κλήθηκαν σε σύσκεψη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες της προδικτατορικής περιόδου. Στη σύσκεψη συμμετείχαν οι αρχηγοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», καθώς και οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Γαρουφαλλιάς και Ξενοφών Ζολώτας. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου είχε ήδη καταρρεύσει.

Στη σύσκεψη αποφασίστηκε ο σχηματισμός πολιτικής κυβέρνησης υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος έλαβε προθεσμία έως τις 8 το βράδυ να ανακοινώσει τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου. Εν τω μεταξύ, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που προέκρινε τη λύση Καραμανλή, ήλθε σε επαφή με τον πρώην πρωθυπουργό, που ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1963, και του ζήτησε να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό στην Ελλάδα. Στις 6:30 το απόγευμα, ο Αβέρωφ, με υπόδειξη του Γκιζίκη, τηλεφώνησε στον Κανελλόπουλο και του ανακοίνωσε την άρση της εντολής που του είχε ανατεθεί.
Στις 8 το βράδυ επαναλήφθηκε η σύσκεψη με τους πολιτικούς αρχηγούς και επικυρώθηκε η απόφαση για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ντ’ Εστέν διέθεσε πάραυτα το προσωπικό του αεροπλάνο για την άμεση επιστροφή του Καραμανλή, ο οποίος αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου κι έγινε δεκτός από ένα τεράστιο πλήθος πολιτών, που τον χαιρετούσε κυριολεκτικά ως ελευθερωτή. Στις 4 το πρωί, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του, αποτελούμενο από πολιτικά πρόσωπα της δεξιάς και του κέντρου. Ο Καραμανλής δίσταζε να συμπεριλάβει στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» πολιτικούς της Αριστεράς, για να μην προκαλέσει τους σκληροπυρηνικούς χουντικούς, που κατείχαν ακόμα καίρια πόστα στον κρατικό μηχανισμό. Στις 26 Ιουλίου συμπληρώθηκε η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, με την ορκωμοσία του δευτέρου κλιμακίου της κυβέρνησης.

Αμέσως μετά ανακοινώθηκαν τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος: κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου, απόλυση όλων των κρατουμένων, αμνήστευση όλων των πολιτικών αδικημάτων και απόδοση της ιθαγένειας στους πολίτες από τους οποίους την είχε στερήσει η δικτατορία του 1967. Στις άμεσες επιδιώξεις της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας συμπεριλαμβάνονταν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας και η διαμόρφωση κλίματος εθνικής ενότητας, η αποδιοργάνωση του πλέγματος εξουσίας της δικτατορίας και η αποκατάσταση του πολιτικού ελέγχου στο στράτευμα, η προετοιμασία για τη διενέργεια εκλογών και η αντιμετώπιση της κρίσης στην Κύπρο.

Πηγή: sansimera.gr

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/801?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2023-07-23

© SanSimera.gr

Share this post