Από τον εναγκαλισμό των Αποστόλων Πέτρου & Παύλου στον ασπασμό αγάπης Αθηναγόρα & Παύλου Στ’

Από τον εναγκαλισμό των Αποστόλων Πέτρου & Παύλου στον ασπασμό αγάπης Αθηναγόρα & Παύλου Στ’

Σήμερα , 29 Ιουνίου2023, η Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση τιμά,  όπως κάθε  χρόνο, την μνήμη των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Δεν πρόκειται περί μίας απλής γιορτή , διότι στον εναγκαλισμό των δύο αποστόλων, όπως φαίνεται στη γνωστή εικόνα τους, η Εκκλησία πρόβαλε τη σύζευξη της πίστεως και των έργων, με άλλα λόγια είδε τους αποστόλους αυτούς ως σύμβολο και τύπο της παραδόσεώς της.

Υπήρξε, και υπάρχει ακόμη σε ορισμένους αιρετικούς, η άποψη ότι οι πρωτοκορυφαίοι απόστολοι ακολουθούν διαφορετικές παραδόσεις και εκφράζουν διαφορετικές θεολογίες: ο απόστολος Πέτρος –λένε– τονίζει τα έργα ως δρόμο σωτηρίας, γεγονός που τον σχετίζει περισσότερο με την Ιουδαική παράδοση, και ο απόστολος Παύλος τονίζει κυρίως την πίστη, άρα είναι ο ρηξικέλευθος και ο αληθινός χριστιανός. Τον Πέτρο είδαν πολλοί ως πρότυπο της θεολογίας του Ρωμαιοκαθολικισμού, η οποία πράγματι υπερτονίζει τα καλά έργα εις βάρος συχνά της πίστεως και τον Παύλο από την άλλη σχέτισαν με τον Προτεσταντισμό, ο οποίος υποβαθμίζει τα έργα υπέρ της πίστεως.

Για τους ορθοδόξους, όμως, μία τέτοια διασπασμένη κατανόηση της θεολογίας των αποστόλων αυτών αποτελεί μεγάλη πλάνη. Και τούτο γιατί και οι δύο απόστολοι εκφράζουν την ίδια τελικώς θεώρηση της πίστεως, όπως γράφει το ekklisiaonline.gr.

Δεν προβάλλει άλλον Χριστό ο Πέτρος και άλλον ο Παύλος. Και οι δύο καταθέτουν την ίδια εμπειρία, την εν Χριστώ σωτηρία, για την οποία και οι δύο έδωσαν με μαρτυρικό τρόπο τη ζωή τους. Το Πνεύμα του Θεού άλλωστε που τους φώτιζε, ήταν και είναι πάντοτε το ίδιο.

Όταν ο απόστολος Παύλος, για παράδειγμα, τονίζει την πίστη ως προϋπόθεση της σωτηρίας, εξαγγέλλει την κοινή μαρτυρία και των άλλων αποστόλων, προεξάρχοντος του Πέτρου, κατά την οποία, «ναί μεν ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται», αλλά η πίστη αυτή εκφράζεται με τα έργα της πίστεως, με τη μετάνοια δηλαδή του ανθρώπου, και με τον καρπό της πίστεως, την αγάπη. «Πίστις δι αγάπης ενεργουμένη» κατά τη συνοπτική διατύπωσή του, που σημαίνει ότι τότε η χριστιανική πίστη ζωντανεύει και ενεργοποιείται, όταν ακολουθεί τον δρόμο της αγάπης. Πρόκειται για διαφορετική διατύπωση της διδασκαλίας και του αποστόλου Ιακώβου, κατά την οποία «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι».

Διαφορετικά, η πίστη μόνη μπορεί να θεωρηθεί και ως δαιμονική, «αφού και τα δαιμόνια πιστεύουσιν και φρίττουσι». Έτσι πίστη και έργα (πίστεως) συμπορεύονται στη χριστιανική παράδοση, ενώ οποιαδήποτε διάσπαση της πίστεως από τα έργα ερμηνεύεται ως το αποτέλεσμα της συγχύσεως της ψυχής και του διασπασμένου νου των αιρετικών. Η εσωτερική δηλαδή διάσπαση, την οποία ζουν οι αιρετικοί, λόγω της ενεργούσας μέσα τους αμαρτίας, τους οδηγεί και στο να βλέπουν διασπασμένη τη θεολογία των αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Με άλλα λόγια και στο σημείο αυτό επιβεβαιώνεται η ψυχολογική αρχή, σύμφωνα με την οποία ο κάθε άνθρωπος για την κατανόηση του κόσμου προβάλλει στην πραγματικότητα τον ίδιο του τον εαυτό: αυτό που ζει, το προεκτείνει και προς τα έξω.

Στην πιθανή ένσταση ότι ιστορικά υπήρξε κάποια σύγκρουση των πρωτοκορυφαίων –όταν ο απόστολος Παύλος τότε που ήρθε ο Πέτρος στην Αντιόχεια, του αντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Γιατί πριν έρθουν μερικοί άνθρωποι του Ιακώβου, έτρωγε στα κοινά δείπνα μαζί με τους εθνικούς.

Σαν ήρθαν όμως, υποχωρούσε και διαχώριζε τη θέση του, επειδή φοβόταν τους Ιουδαίους –η απάντηση δεν είναι διαφορετική: η διαφωνία ήταν για την τακτική του Πέτρου απέναντι στους εθνικούς και όχι για την πίστη και την αλήθεια που ζούσε.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία πρόβαλε και προβάλλει συνεχώς την ενότητά τους μέσα και από την εικόνα της εορτής τους, όπου τους τοποθετεί σε εναγκαλισμό.

Ο μακαριστός παπα Γιώργης Δορμπαράκης έχει γράψει: “Ο μήνας Ιούνιος λαμπροφορεί τις μεγάλες μορφές των αγίων πρωτοθρόνων αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου), για των οποίων την εορτή μάλιστα η Εκκλησία μας προετοιμάζει με ξεχωριστή νηστεία.
Πρόκειται περί μεγάλης εορτής κατά την οποία καλούμαστε να ακολουθήσουμε κι εμείς την εν αγάπη προς τον Κύριο πορεία τους, αλλά επίσης να προκληθούμε να αναμετρηθούμε και στο θέμα της εν Χριστώ ενότητάς μας, όπως αυτό προβάλλεται με έντονο τρόπο από την εικόνα του ασπασμού-εναγκαλισμού τους – η πιο γνωστή εικόνα των πρωτοκορυφαίων είναι ακριβώς ο ένας να αγκαλιάζει τον άλλον.
Κατά τον μακαριστό Φώτη Κόντογλου μάλιστα υπάρχει κι ένα επίγραμμα( εικόνα επάνω) που την συνοδεύει : «Ποθών ο Πέτρος την σεβασμίαν θέαν του συμμαθητού, προς συνάντησιν τρέχει. Ιδών δ’ ο Παύλος όνπερ επόθει λίαν, χείρας εκτείνας, δεξιούται τον Πέτρον» (Ποθώντας ο Πέτρος τη σεβάσμια όψη του συμμαθητή του τρέχει προς συνάντησή του. Βλέποντας κι ο Παύλος αυτόν που τόσο πολύ ποθούσε απλώνει τα χέρια και τον αγκαλιάζει)”
Η κλήση ν’ ακολουθήσει κανείς τους αγίους είναι αυτονόητη για την Εκκλησία. Δεν τους προβάλλει χάριν φιλολογικού μνημοσύνου, αλλά για να τους υποδείξει ως οδοδείκτες και αδελφούς, οι οποίοι προσανατολίζουν στον μόνο Σωτήρα Ιησού Χριστό κι ενισχύουν τον δικό μας πνευματικό αγώνα προς μίμησή τους. Άλλωστε «τιμή μάρτυρος μίμησις μάρτυρος». Κι αυτό σημαίνει ότι όπως οι μεγάλοι αυτοί απόστολοι αγάπησαν με απόλυτο τρόπο τον Χριστό μέχρι θυσίας της ζωής τους, κατά τον ίδιο τρόπο οφείλουμε κι εμείς αντιστοίχως να πορευτούμε. Το ξεχωριστό στην εορτή που αξίζει σχολιασμού είναι ο εναγκαλισμός τους. Γιατί στον εναγκαλισμό βλέπουμε το όριο της πίστης μας, αυτό που ο καθένας πρέπει να κάνει με κάθε συνάνθρωπό του.
Τι εννοούμε; Μπορεί καταρχάς η εικόνα να προϋποθέτει μία «απολογητική» διάθεση του αγιογράφου – ιστορικά γνωρίζουμε ότι είχε υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των δύο αποστόλων (ο απόστολος Παύλος όταν «ήρθε ο Πέτρος στην Αντιόχεια, του αντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Γιατί πριν έρθουν μερικοί άνθρωποι του Ιακώβου, έτρωγε στα κοινά δείπνα μαζί με τους εθνικούς.
Οι εκόνες είναι του αγιογράφου Γεώργιου Γεωργίου από το Πατρίκι της κατεχόμενης Αμμοχώστου. Ο Γεωργίου σπόυδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και είναι ο μόνος Κύπριος μαθητής του σπουδαίου Κυδωνιέα (Αϊβαλί Μ. Ασίας) αγιογράφου  Φώτη Κόντογλου)
Σαν ήρθαν όμως, υποχωρούσε και διαχώριζε τη θέση του, επειδή φοβόταν τους Ιουδαίους»: Γαλ. 2,11εξ.) -, όμως αυτό που κυριάρχησε και τότε και μετέπειτα ήταν ακριβώς η εν Χριστώ ενότητά τους, ο εναγκαλισμός τους. Γιατί τελικά αυτό ισχύει στη χριστιανική πίστη: μπορεί να διαφωνώ με τον συνάνθρωπό μου (όταν πρόκειται μάλιστα για θέματα που δεν άπτονται του πυρήνα της πίστεως), δεν παύω όμως να τον αγαπώ και να χαίρομαι από την παρουσία του και την ύπαρξή του. Κι αυτό γιατί η αγάπη ως αποδοχή του άλλου, και μάλιστα σε σημείο να τον θεωρώ κομμάτι δικό μου και κρυμμένη παρουσία του Χριστού, είναι το διαρκώς ζητούμενο και το άκρως επιθυμητό.
Ο Κύριος αυτό έθεσε ως προϋπόθεση για να είναι μαζί μας και εμείς μαζί Του. «Αυτή είναι η εντολή μου με την οποία θα δείχνετε ότι με αγαπάτε: να αγαπά ο ένας τον άλλον». Για να συνεχίσει: «Έτσι θα νιώσετε κι εσείς την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική μου και θα κάνουμε κατοικητήριό μας την ύπαρξή σας».
Οπότε στην εικόνα του εναγκαλισμού των αποστόλων με τη διευκρίνηση του επιγράμματος έχουμε την εποπτική παράσταση της σχέσεως των χριστιανών μεταξύ μας: τρέχουμε με βαθιά αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, γιατί μας έλκει το σεβάσμιο της μορφής του∙ κι εκείνος αντιστοίχως με τον ίδιο πόθο προς εμάς ανοίγει την αγκαλιά του για να μας περικλείσει μέσα του. Και το βάθος που δεν φαίνεται στην εικόνα: και οι δύο είναι μέσα στην αγκαλιά του Χριστού.
Κάθε διαφορετική εικόνα σχέσεως, έστω κι αν χαρακτηρίζεται χριστιανική, δεν είναι. Γιατί πάντα θα λείπει η παρουσία του Χριστού”.

Ο θεολόγος καθηγητής Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος , σε άρθρο του το 2021 , έγραψε:

“Το βαθύτατο χάσμα που προκλήθηκε στους κόλπους της χριστιανοσύνης με το Σχίσμα του 1054, επιχείρησε να γεφυρώσει ύστερα από εννέα αιώνες ο μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.

Οι πρωτοβουλίες του Πατριάρχη Αθηναγόρα αποσκοπούσαν στην άμβλυνση των αντιθέσεων μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσω της οικοδόμησης κλίματος αμοιβαίας κατανόησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας, με σκοπό την έναρξη θεολογικού διαλόγου.

Έτσι, στις 5 Ιανουαρίου 1964 οι Προκαθήμενοι των δύο Εκκλησιών, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, συναντήθηκαν στο Όρος των Ελαιών, στα Ιεροσόλυμα, και αντάλλαξαν τον ασπασμό της αγάπης και της ειρήνης.

Μια νέα σελίδα άρχισε να γράφεται για τον Χριστιανισμό στον 20ό αιώνα, με γεγονότα που σημάδεψαν και τις δύο Εκκλησίες.

Ο πρώτος καρπός της ιστορικής εκείνης συνάντησης του Ιανουαρίου 1964 ήρθε λίγους μήνες μετά, στις 26 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανταποκρίνεται σε σχετικό αίτημα της Πάτρας και επιστρέφει την Κάρα του πολιούχου των Πατρών, Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, η οποία φυλασσόταν στη Ρώμη, από τότε που την μετέφερε (1462) ο ηγεμόνας Θωμάς Παλαιολόγος για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.

Η Ρώμη, λοιπόν, που έχει ως ιδρυτή της τον Απόστολο Πέτρο, εναγκαλίζεται την Πάτρα, την πόλη του Πρωτοκλήτου, του αυταδέλφου του Πρωτοκορυφαίου. Έχει προηγηθεί ο εναγκαλισμός των δύο Προκαθημένων, Αθηναγόρα και Πάπα Παύλου ΣΤ’, που αποτελεί τον πρώτο ασπασμό των δύο Αποστόλων, καθώς Πάπας και Πατριάρχης έχουν τις έδρες τους εκεί που μαρτύρησαν οι αυτάδελφοι Απόστολοι, εκεί από όπου πηγάζει η αποστολικότητά τους. Ο Πάπας στη Ρώμη του Πέτρου και ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη του Ανδρέου.

Η Πάτρα, ως η πόλη του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου, δέχεται την δροσοβόλο αύρα αυτού του αποστολικού εναγκαλισμού.

Μέχρι τότε ο Χριστιανισμός ήξερε τον εναγκαλισμό Πέτρου και Παύλου, οι οποίοι, άλλωστε, γιορτάζουν και μαζί στις 29 Ιουνίου, ημέρα της Θρονικής Εορτής της Εκκλησίας της Ρώμης.

Τώρα, οι Χριστιανοί φοιτούν στον εναγκαλισμό των αυταδέλφων Πέτρου και Ανδρέου, των κατά σάρκα αδελφών, που σαρκώνουν τη νέα πραγματικότητα του διαλόγου και της καταλλαγής, της πορείας προς την ενότητα των δύο Εκκλησιών.

Μετά τον ασπασμό, λοιπόν, Πατριάρχη και Πάπα, η Πάτρα δέχεται τον θησαυρό της, την Κάρα του Αποστόλου Ανδρέου από την Ρώμη, που σηματοδοτεί τη νέα εποχή στις σχέσεις Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Παρά το γεγονός ότι η Μητρόπολις Πατρών και η τοπική κοινωνία δεν αφουγκράζεται, στην πραγματικότητα, την σημαντικότητα του γεγονότος σε επίπεδο διαχριστιανικό, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προβαίνει σε έναν ακόμη εναγκαλισμό.

Στις 19 Ιανουαρίου 1980 επέστρεψε στην Πάτρα τον Σταυρό του Μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου, που φυλασσόταν στον Ι. Ναό του Αγίου Βίκτωρος στη Μασσαλία. Ο Απόστολος Ανδρέας, ως οικουμενικός Απόστολος, φωτίζει και πάλι τις σχέσεις Δύσης και Ανατολής.

Αλλά, ο εναγκαλισμός Ρώμης και Πάτρας συνεχίζεται το 2002, όταν από την Μονή Hautecombe της Γαλλίας, επέστρεψε η Κάρα της Αγίας Ειρήνης, η οποία αποθησαυρίστηκε στον Ι. Ναό της Αγίας Ειρήνης στο Ρηγανόκαμπο Πατρών.

Έτσι, η Πάτρα καθίσταται η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΟΛΗ της Ελλάδας, στην οποία επιστρέφονται από την Πρεσβυτέρα Ρώμη, σε διάστημα σχεδόν σαράντα ετών, τρία εκκλησιαστικά κειμήλια, που αποτελούν πλέον τον πνευματικό Θησαυρό της πόλεως: Η Κάρα του Πρωτοκλήτου, ο Σταυρός του μαρτυρίου του και η Κάρα της Αγίας Ειρήνης.

Δυστυχώς, η Πάτρα αδιαφόρησε γι’ αυτόν τον πνευματικό εναγκαλισμό της με την Ρώμη, που περνάει φυσικά και μέσα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Μητρόπολη και η πόλη δεν προώθησε τις διαχριστιανικές σχέσεις, παρά το γεγονός ότι υπάρχει και ιστορική Κοινότητα Καθολικών στην Πάτρα, με ναό του Αγίου Ανδρέου.

Δεν έγινε άνοιγμα προς τον δυτικό χριστιανισμό. Προτιμήθηκε από όλους μια βολική εσωστρέφεια, που αντίκειται στην οικουμενικότητα του Ευαγγελίου και των καιρών.

Ο Πάπας Φραγκίσκος έρχεται στην Ελλάδα το διήμερο 4-6 Δεκεμβρίου 2021. Θα επισκεφθεί Αθήνα και Λέσβο. Όμως, θα ήταν απολύτως λογικό και επιβεβλημένο, υπό άλλες συνθήκες, να επισκεφθεί την πόλη του Πρωτοκλήτου, στην οποία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέστρεψε τρία λείψανα και η σχέση Πατρών και Ρώμης είναι ιστορικά ισχυρή και αδιαμφισβήτητη, ακόμα κι αν οι σύγχρονοι κλείνουν τα μάτια τους σε αυτήν.

Ο εναγκαλισμός των αυταδέλφων Αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου, Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, Ρώμης και Πάτρας, υφίσταται ως πνευματική κατάσταση. Μένει να διανοιχθούν οι οφθαλμοί μας για να τον κατανοήσουμε ως Ανάσταση.

Πάντως στην Αμερική, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ο εναγκαλισμός των αυταδέλφων Αποστόλων, έγινε αφορμή και για Πανεπιστημιακή Έδρα!

Η οικογένεια του επιχειρηματία και Άρχοντα του Οικουμενικού Θρόνου Μιχάλη Ψαρού, καθιέρωσε Εδρα προς τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο επιφανές πανεπιστήμιο Georgetown University.

Σε συνέντευξή του στον «Εθνικό Κήρυκα» και στον Θεόδωρο Καλμούκο, απαντώντας στην ερώτηση πώς σκέφθηκε να δημιουργήσει την Εδρα προς τιμήν του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο κ. Ψαρός είπε πως «πριν από πέντε χρόνια το Πανεπιστήμιο Georgetown University, το αρχαιότερο και το επιφανέστερο Ρωμαιοκαθολικό Πανεπιστήμιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, μου ζήτησε να αναλάβω το κόστος για την δημιουργία εικονοστασίου με τις νέες εικόνες στον ιερό τόπο της Κρύπτης Copley στο κτίριο Copley. Τα κτίρια Healy και Copley δημιουργήθηκαν πριν τη δημιουργία του District της Columbia».

Ο κ. Ψαρός πρόσθεσε πως «συγκινήθηκα από την οικουμενική πρόταση του Πανεπιστημίου προς την Ορθόδοξη Κοινότητα και κατά συνέπεια αυτή τη συμβολική οικουμενική προσέγγιση από την Εκκλησία της Δύσης προς την Εκκλησία της Ανατολής. Δάκρυσα όταν έλαβα το τηλεφώνημα, αλλά δεν με εξέπληξε διότι αυτό είναι το Πανεπιστήμιο Georgetown, ένα από τα πρώτα παγκόσμια και διεθνή Πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες και το πρώτο Πανεπιστήμιο που έχει Σχολή Εξωτερικής Διπλωματίας, το πρώτο που έχει Σχολή Επιχειρήσεων με διεθνές επίκεντρο και το σπουδαιότερο είναι ένα Πανεπιστήμιο στην Πρωτεύουσα του Έθνους μας».

Τις εικόνες φιλοτέχνησε ο αγιογράφος Γεώργιος Φιλιππάκης τον οποίον μου σύστησε ο μέντορας και φίλος μου π. Αλέξανδρος Καρλούτσος. Η πιο συμβολική εικόνα είναι του Απόστολου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου που αγκαλιάζει τον αδελφό του Πέτρο. Εμπνεύσθηκα αυτή την εικόνα διότι είχα την ευλογία να είμαι μέλος της συνοδείας της ‘Μεγάλης Συνάντησης’ του Παναγιωτάτου με τον Πάπα Φραγκίσκο στα Ιεροσόλυμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Πάπας χαιρέτησε ο ένας τον άλλον με το ‘Αδελφέ μου Ανδρέα, Αδελφέ μου Πέτρε’. Η εικόνα αυτή συμβολίζει εκείνη τη στιγμή και την αδελφική τους αγάπη και τον σεβασμό».

Είπε ακόμα, πως «αυτή η Έδρα θα συνεχίσει την παρουσία της Ορθόδοξης Μαρτυρίας εις το διηνεκές. Το Πανεπιστήμιο Georgetown είναι σχεδόν 300 ετών κι αυτή η Έδρα θα είναι η συνεχής μαρτυρία της Αγίας μας Ορθοδοξίας για τους επόμενους τρεις και περισσότερο αιώνες».

Ο εναγκαλισμός των Αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου είναι ο φωτεινός οδοδείκτης στην πορεία προς την Ενότητα των Εκκλησιών.

Ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας όταν πληροφορήθηκε την απόφαση επιστροφής της Τιμίας Κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα, έγραψε:

«Σύμπασα η Ορθοδοξία αγάλλεται. Ημείς προσωπικώς εκφράζομεν αδελφικάς ευχαριστίας και δεόμεθα του Κυρίου όπως, διά των πρεσβειών των Αποστόλων Αυτού Πέτρου και Ανδρέου, ευλογή τας αδελφάς ημών εκκλησίας επιθυμούσας την ενότητα».

Κατά την παράδοση των λειψάνων του Αγίου Ανδρέα ο Καρδινάλιος Μπέα μεταφέροντας το μήνυμα του Πάπα Παύλου ΣΤ’ και απευθυνόμενος προς τον Άγιο εκζητούσε την πρεσβεία του προς τον Κύριο για αύξηση αμοιβαίας αγάπης των χριστιανών Ανατολής και Δύσεως: «Άγιε Ανδρέα Πρωτόκλητε, ο εις το υψηλότατον αποστολικόν αξίωμα αναδειχθείς και Σίμωνα τον συναίμονα καλέσας, του Κυρίου μαθητά και Πέτρου σύγγονε, συναπόστολε και συμμάρτυς, ικέτευε Χριστώ τω Θεώ ημών, όπως το πολύτιμον τούτο λείψανον το παρά τον τάφον του αδελφού καταφυγήν ευρόν, αποβή σύμβολον και προτροπή αδελφοσύνης εν μια εν Χριστώ πίστει και ευλαβεία, και αμοιβαία αγάπη. Νυν δε, επαναπατριζόμενος τη πατρίδι σου, τη υπό του μαρτυρίου σου λαμπρυνθείση, και της αυτής απολαύων τιμής, ης εν τη πόλει του Πέτρου εύρες, είθε τον της αγάπης δεσμόν να σφυρηλατή».

Στις 4 Δεκεμβρίου 1975 ο  Πάπας Παύλος ΣΤ’ γονάτισε και ασπάστηκε  τα πόδια του Μητροπολίτη ( μακαριστού πλέον)  Χαλκηδόνος Μελίτωνος. Ένδειξη τιμής, σεβασμού και αναγνώρισης. ’ επί τη δεκαετηρίδι της άρσεως των αναθεμάτων. 

Αρχείο Αριστείδη Πανώτη

Φραγκίσκος -Βαρθολομαίος στα Ιεροσόλυμα το 2014

Σε θερμή ατμόσφαιρα πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα, 26 Μαΐου 2014, η τρίτη συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τον Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο, τη Δευτέρα στο ησυχαστήριο του εκάστοτε Πατριάρχη Ιεροσολύμων στη Μικρή Γαλιλαία, του Όρους των Ελαιών στα Ιεροσόλυμα. Ήταν η ανταποδοτική επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με την ένθερμη και εγκάρδια φιλοξενία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφίλου.

           Η συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πάπα προσέφερε μια συγκλονιστική σκηνή. Συγκεκριμένα με την ολοκλήρωση της ομιλίας του Οικουμενικού Πατριάρχη και κατευθυνόμενος προς το θρόνο του, ο Πάπας Φραγκίσκος έπιασε το δεξί χέρι του και το ασπάσθηκε. Τότε ο Πατριάρχης αγκάλιασε και ασπάσθηκε σταυρωτά τον Πάπα.

 

          Ιδιαίτερη δε συγκίνηση προκάλεσε το γεγονός όταν οι δυο Προκαθήμενοι εισήλθαν στον Πανάγιο Τάφο και προσευχήθηκαν επί της μαρμάρινης πλάκας που καλύπτει το κενό μνήμα του Αναστηθέντος Χριστού.

ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Μάλιστα λίγο πριν ολοκληρωθεί το προσκύνημά τους ανήλθαν στο Γολγοθά, όπου προσευχήθηκαν στο σημείο της Σταυρώσεως του Κυρίου.

         Εν κατακλείδι με την συνάντηση αυτή ολοκληρώθηκαν και οι επαφές των Προκαθημένων της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε ανάμνηση της πρώτης – των προκατόχων τους Αθηναγόρα και Παύλου Στ΄ – πριν από πενήντα χρόνια στα Ιεροσόλυμα.

 

Η Κοινή Δήλωση του Πάπα Φραγκίσκου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στα Ιεροσόλυμα

“Ὡς οἱ ἀείμνηστοι προκάτοχοι ἡμῶν Πάπας Παῦλος Ϛ΄ καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, οἱ ὁποῖοι συνηντήθησαν εἰς Ἱεροσόλυμα πρό πεντήκοντα ἐτῶν, οὕτω καί ἡμεῖς, Πάπας Φραγκῖσκος καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀπεφασίσαμεν νά συναντηθῶμεν εἰς τήν Ἁγίαν Γῆν, «ὅπου ὁ κοινός ἡμῶν Λυτρωτής, Χριστός ὁ Κύριος ἡμῶν, ἔζησεν, ἐδίδαξεν, ἀπέθανεν, ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὅθεν ἀπέστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐπί τῆς πρώτης Ἐκκλησίας» .

1. Ἡ συνάντησις ἡμῶν, μία εἰσέτι συνάντησις τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἱδρυθεισῶν ὑπό τῶν δύο αὐταδέλφων Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἀνδρέου, εἶναι πηγή  πνευματικῆς χαρᾶς δι᾽ ἡμᾶς. Παρέχει μίαν εὐκαιρίαν ὑπό τῆς Θείας Προνοίας νά σκεφθῶμεν ἐπί τῆς βαθύτητος καί αὐθεντικότητος τῶν ὑφισταμένων δεσμῶν, καρποῦ μιᾶς πλήρους χάριτος πορείας, εἰς τήν ὁποίαν μᾶς ὡδήγησεν ὁ Κύριος ἀπό τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ἡμέρας πρό πεντήκοντα ἐτῶν.

2. Ἡ ἀδελφική ἡμῶν συνάντησις σήμερον εἶναι ἕν νέον καί ἀναγκαῖον βῆμα εἰς τήν πορείαν πρός τήν ἑνότητα, πρός τήν ὁποίαν μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα δύναται νά μᾶς ὁδηγήσῃ, ἐκείνην τῆς κοινωνίας ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ. Ἀναλογιζόμεθα μετά βαθείας εὐγνω-μοσύνης τά βήματα, τά ὁποῖα ὁ Κύριος μᾶς ἐνίσχυσεν ἤδη νά πραγματοποιήσωμεν. Ὁ ἐναγκαλισμός ὁ ὁποῖος ἀντηλλάγη μεταξύ τοῦ Πάπα Παύλου Ϛ΄ καί τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἐδῶ εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, μετά ἀπό αἰῶνας σιωπῆς, ἤνοιξε τόν δρόμον διά μίαν ἱστορικήν χειρονομίαν, τήν ἐξάλειψιν ἀπό τήν μνήμην καί ἀπό τοῦ μέσου τῆς Ἐκκλησίας τῶν πράξεων τῶν ἀμοιβαίων ἀναθεμάτων τοῦ 1054. Τοῦτο ἀκολούθησεν ἡ ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων μεταξύ τῶν ἀντιστοίχων Ἑδρῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ἀλληλογραφία καί, ἀργότερον, ἡ ἀπόφασις, ἡ ὁποία ἀνηγγέλθη ὑπό τῶν ἀοιδίμων Πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ καί Πατριάρχου Δημητρίου, ὅπως ἀρχίσῃ θεολογικός διάλογος ἀληθείας μεταξύ Ρωμαιοκαθολι-κῶν καί Ὀρθοδόξων. Κατά τά ἔτη ταῦτα, ὁ Θεός, ἡ πηγή πάσης εἰρήνης καί ἀγάπης, μᾶς ἐδίδαξε νά σεβώμεθα ἀλλήλους ὡς μέλη τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας, ὑπό τόν ἕνα Κύριον καί Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν καί νά ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὥστε νά δυνηθῶμεν νά ὁμολογήσωμεν τήν πίστιν μας εἰς τό ἴδιον Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως παρελήφθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί ἐξεφράσθη καί μετεδόθη εἰς ἡμᾶς ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῷ γνωρίζομεν πλήρως ὅτι δέν ἔχομεν φθάσει εἰς τόν σκοπόν τῆς πλήρους κοινωνίας, ἐπιβεβαιοῦμεν σήμερον τήν δέσμευσίν μας νά συνεχίσωμεν βαδίζοντες ἀπό κοινοῦ πρός τήν ἑνότητα, διά τήν ὁποίαν προσηυχήθη  ὁ Κύριος πρός τόν Πατέρα «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17,21).

3. Ἐν πλήρει συνειδήσει ὅτι ἡ ἑνότης ἐκδηλοῦται ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ καί τῇ ἀγάπῃ τοῦ πλησίον, προσβλέπομεν ἐν ἐντόνῳ προσδοκίᾳ εἰς τήν ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν θά μετάσχωμεν, τελικῶς, ἀπό κοινοῦ εἰς τό εὐχαριστιακόν δεῖπνον. Ὡς χριστιανοί, καλούμεθα νά ἑτοιμασθῶμεν νά λάβωμεν τό δῶρον τοῦτο τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, συμφώνως πρός τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου τοῦ Λουγδούνου , διά τῆς ὁμολογίας τῆς μιᾶς πίστεως, ἐμμένοντες ἐν τῇ προσευχῇ, τῇ ἐσωτερικῇ μετανοίᾳ, τῇ ἀνακαινώσει τῆς ζωῆς καί τῷ ἀδελφικῷ διαλόγῳ. Διά τῆς κατορθώσεως τοῦ ἐλπιζομένου τούτου στόχου, θά φανερώσωμεν εἰς τόν κόσμον τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ἀναγνωριζόμεθα ὡς ἀληθινοί μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Ἰωάν. 13, 35).

4. Πρός τόν σκοπόν αὐτόν, ὁ θεολογικός διάλογος, τόν ὁποῖον ἔχει ἀναλάβει ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή, προσφέρει θεμελιώδη συμβολήν εἰς τήν προσπάθειαν διά πλήρη κοινωνίαν μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων. Κατά τήν διάρκειαν τῶν χρόνων, οἱ ὁποῖοι ἠκολούθησαν, ἐπί τῶν Παπῶν Ἰωάννου Παύλου Β´ καί Βενεδίκτου ΙϚ΄, καί Πατριάρχου Δημητρίου, ἡ πρόοδος τῶν θεολογικῶν συναντήσεων ὑπῆρξεν οὐσιαστική. Σήμερον ἐκφράζομεν τήν ἐγκάρδιον ἐκτίμησιν διά τά μέχρι τώρα ἐπιτευχθέντα, καθώς καί διά τάς τρεχούσας προσπαθείας. Ταῦτα οὐδόλως ἀποτελοῦν ἁπλῆν θεωρητικήν ἄσκησιν, ἀλλ᾽ ἄσκησιν ἐν τῇ ἀληθείᾳ καί τῇ ἀγάπῃ, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ διαρκῶς βαθυτέραν γνῶσιν τῶν παραδόσεων ἑνός ἑκάστου, διά νά κατανοήσωμεν αὐτάς καί νά μάθωμεν ἐξ αὐτῶν. Οὕτω, βεβαιοῦμεν διά μίαν εἰσέτι φοράν ὅτι ὁ θεολογικός διάλογος δέν ἐπιζητεῖ ἕνα ἐλάχιστον κοινόν παρανομαστήν, ἐπί τοῦ ὁποίου νά ἐπιτευχθῇ συμβιβασμός, ἀλλά πρόκειται μᾶλλον περί τῆς ἐμβαθύνσεως εἰς τήν κατανόησιν συνόλου τῆς ἀληθείας, τήν ὁποίαν ὁ  Χριστός παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, μιᾶς ἀληθείας, τήν ὁποίαν οὐδέποτε παύομεν νά κατανοῶμεν καλλίτερον καθώς ἀκολουθοῦμεν  τάς ὁδηγίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὕτω, βεβαιοῦμεν ἀπό κοινοῦ ὅτι ἡ πιστότης μας εἰς τόν Κύριον ἀπαιτεῖ ἀδελφικήν συνάντησιν καί ἀληθῆ διάλογον. Μία τοιαύτη ἀναζήτησις δέν μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀλήθειαν· μᾶλλον, διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν δωρεῶν, διά τῆς καθοδηγήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν (πρβλ. Ἰω. 16, 13).

5. Παρά ταῦτα, καθώς πορευόμεθα πρός τήν πλήρη κοινωνίαν ἔχομεν ἤδη τό καθῆκον νά προσφέρωμεν κονήν μαρτυρίαν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους συνεργαζόμενοι εἰς τήν ὑπηρεσίαν τῆς ἀνθρωπότητος, ἰδιαιτέρως διά τῆς ὑπερασπίσεως τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἰς ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς καί τῆς ἁγιότητος τῆς οἰκογενείας τεθεμελιωμένης ἐπί τοῦ γάμου, τῆς προωθήσεως τῆς εἰρήνης καί τοῦ κοινοῦ καλοῦ, καί διά τῆς ἀνταποκρίσεως εἰς τήν ὀδύνην, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νά πλήττῃ τόν κόσμον μας. Ἀναγνωρίζομεν ὅτι ἡ πεῖνα, ἡ πτωχεία, ἡ ἀμάθεια, ἡ ἄνισος διανομή τῶν ἀγαθῶν πρέπει συνεχῶς νά ἀντιμετωπίζωνται. Ἀποτελεῖ καθῆκον μας νά ἐπιζητῶμεν τήν οἰκοδόμησιν ἀπό κοινοῦ μιᾶς δικαίας καί ἀνθρωπίνης κοινωνίας, εἰς τήν ὁποίαν κανείς δέν θά αἰσθάνεται ἀποκλεισμένος καί περιθωριοποιημένος.

6. Εἶναι βαθεῖα πεποίθησίς μας ὅτι τό μέλλον τῆς ἀνθρωπίνης οἰκογενείας ἐξαρτᾶται ἐπίσης ἀπό τό πῶς προστατεύομεν -μετά συνέσεως καί συμπαθείας καί μετά δικαιοσύνης- τό δῶρον τῆς κτίσεως, τό ὁποῖον ὁ Δημιουργός μᾶς ἐνεπιστεύθη. Οὕτως, ἀναγνωρίζομεν ἐν μετανοίᾳ τήν ἐσφαλμένην κακομεταχείρισιν τοῦ πλανήτου μας, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ πρός ἁμαρτίαν εἰς τά ὄμματα τοῦ Θεοῦ. Βεβαιοῦμεν τήν εὐθύνην μας καί τήν ὑποχρέωσίν μας νά ἀναπτύξωμεν αἴσθημα ταπεινότητος καί ἐγκρατείας, ὥστε ὅλοι νά δύνανται νά αἰσθάνωνται τήν ἀνάγκην νά σέβωνται τήν δημιουργίαν καί νά τήν προστατεύουν μέ φροντίδα. Ἀπό κοινοῦ ὑποσχόμεθα τήν δέσμευσίν μας νά καλλιεργήσωμεν τήν συνείδησιν τῆς φροντίδος διά τήν δημιουργίαν καί τήν μέριμναν διά τήν προστασίαν της, ἐν ὄψει τῆς ἀρνήσεως καί τῆς ἀγνοίας· ἀπευθυνόμεθα πρός πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως νά σκεφθῇ τρόπους διαβιώσεως ὀλιγώτερον σπατάλους καί περισσότερον λιτούς, ἐπιδεικνύοντες μικροτέραν πλεονεξίαν καί περισσοτέραν γενναιοδωρίαν διά τήν προστασίαν τοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ καί πρός ὄφελος τοῦ λαοῦ Του.

7. Ὑπάρχει ἐπίσης ἐπείγουσα ἀνάγκη δι᾽ ἀποτελεσματικήν καί δεσμευτικήν συνεργασίαν τῶν χριστιανῶν πρός τόν σκοπόν τῆς ἐξασφαλίσεως παντοῦ τοῦ δικαιώματος τῆς δημοσίας ἐκφράσεως τῆς πίστεως καί τῆς δικαίας μεταχειρίσεως κατά τήν προώθησιν ἐκείνου, τό ὁποῖον ὁ Χριστιανισμός ἐξακολουθεῖ νά προσφέρῃ εἰς τήν σύγχρονον κοινωνίαν καί τόν πολιτισμόν. Ἐπ᾽ αὐτοῦ, καλοῦμεν ὅλους τούς χριστιανούς νά προωθήσουν αὐθεντικόν διάλογον μετά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Ἰσλάμ καί ἄλλων θρησκευτικῶν παραδόσεων. Ἀδιαφορία καί ἄγνοια δύνανται νά ὁδηγήσουν μόνον εἰς ἔλλειψιν ἐμπιστοσύνης καί δυστυχῶς ἀκόμη καί εἰς σύγκρουσιν.

8. Ἀπό τήν ἁγίαν ταύτην πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ ἐκφράζομεν τήν κοινήν μας βαθεῖαν ἀνησυχίαν διά τήν κατάστασιν τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καί τό δικαίωμά των νά παραμένουν πλήρεις πολῖται τῶν χωρῶν καταγωγῆς των. Ἐν ἐμπιστοσύνῃ στρεφόμεθα πρός τόν παντοδύναμον καί φιλεύσπλαχνον Θεόν προσευχόμενοι διά τήν εἰρήνην εἰς τήν Ἁγίαν Γῆν καί τήν Μέσην Ἀνατολήν ἐν γένει. Ἰδιαιτέρως προσευχόμεθα διά τάς Ἐκκλησίας εἰς τήν Αἴγυπτον, τήν Συρίαν καί τό Ἰράκ, αἱ ὁποῖαι ὑπέφεραν περισσότερον σοβαρῶς ἐξ αἰτίας τῶν προσφάτων γεγονότων. Ἐνθρρύνομεν ὅλας τάς πλευράς ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων νά συνεχίσουν ἐργαζόμενοι διά τήν καταλλαγήν καί τήν δικαίαν ἀναγνώρισιν τῶν δικαιωμά των τῶν λαῶν. Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι δέν εἶναι τά ὅπλα, ἀλλά ὁ διάλογος, ἡ συγχώρησις καί ἡ καταλλαγή, τά μόνα δυνατά μέσα διά τήν ἐπίτευξιν τῆς εἰρήνης.

9. Εἰς μίαν ἱστορικήν συγκυρίαν χαρακτηριζομένην ἀπό βίαν, ἀδιαφορίαν καί ἐγωϊσμόν, πολλοί ἄνδρες καί γυναῖκες σήμερον αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν χάσει τόν προσανατολισμόν των. Ἀκριβῶς διά τῆς κοινῆς μαρτυρίας μας πρός τήν καλήν ἀγγελίαν τοῦ Εὐαγγελίου θά ἠδυνάμεθα νά βοηθήσωμεν τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας νά ἀνακαλύψουν τόν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀλήθειαν, τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην. Ἡνωμένοι εἰς τάς προθέσεις μας καί ἀναμιμνησκόμενοι τό παράδειγμα πρό πεντήκοντα ἐτῶν ἐδῶ εἰς τήν Ἱερουσαλήμ τοῦ Πάπα Παύλου Ϛ΄ καί τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, καλοῦμεν ὅλους τούς χριστιανούς, καθώς καί πιστούς κάθε θρησκευτικῆς παραδόσεως καί ὅλους τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως, νά ἀναγνωρίσουν τό ἐπεῖγον τῆς ὥρας ταύτης, τό ὁποῖον μᾶς ὑποχρεώνει νά ἐπιζητήσωμεν τήν καταλλαγήν καί ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης οἰκογενείας, μέ πλήρη σεβασμόν πρός τάς νομίμους διαφοράς, διά τό καλόν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος καί τῶν γενεῶν τοῦ μέλλοντος.

10. Ἀναλαμβάνοντες τό κοινόν  προσκύνημα εἰς τόν τόπον ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐσταυρώθη, ἐτάφη καί ἀνέστη, πάλιν, ταπεινῶς παραθέτομεν εἰς τήν μεσιτείαν τῆς Παναγίας καί Ἀειπαρθένου Μαρίας τά μελλοντικά ἡμῶν βήματα εἰς τήν ὁδόν πρός τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας, ἐμπιστευόμενοι ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπίνην οἰκογένειαν εἰς τήν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ.

«Εὐλογήσαι ὑμᾶς Κύριος καί φυλάξαι ὑμᾶς· ἐπιφάναι Κύριος τό πρόσωπον αὐτοῦ ἐφ᾽ ὑμᾶς καί ἐλεήσαι ὑμᾶς καί δώῃ ὑμῖν εἰρήνην (Ἀριθμ. 6, 25-26)».

Ὁ Πάπας Ρώμης                                                    Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης

Φραγκῖσκος                                          Ὁ Κωνσταντινούπολεως Βαρθολομαῖος

 

Εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου

26 Μαΐου 2014, 18:06

*Διαβάστε και στον σύνδεσμο αφιέρωμα για τους δύο Αποστόλους

Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (apostoliki-diakonia.gr)

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Διαχριστιανικές σχέσεις στον 20ο και 21ο αιώνα [Read-Only]

Share this post