Βαρθολομαίος: «οι αριθμητικές υπεροχές δεν ήταν ποτέ η πεμπτουσία του ορθόδοξου ήθους»

Βαρθολομαίος: «οι αριθμητικές υπεροχές δεν ήταν ποτέ η πεμπτουσία του ορθόδοξου ήθους»

*ΚΑΤΑΠΕΛΤΙΚΗ ΤΡΙΣΕΛΙΔΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΜΜΑΝ

*ΣΥΜΠΑΓΝΙΑ ΜΟΣΧΑΣ –ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΓΙΑ  ΑΝΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε επιστολή του στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλο, ο οποίος φιλοξένησε σήμερα  στο Αμμάν της Ιορδανίας «αδελφική ή οικογενειακή» , όπως την ονόμασε , συνάντηση Προκαθημένων τονίζει ότι οι ενέργειες του δεν είναι βλαπτικές μόνο για την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και για την ίδια την Σιωνίτιδα Εκκλησία ( Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), όπως και για την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολο της.

Στην επιστολή , με ημερομηνία 25.2. 2015, δηλαδή μια μέρα πριν από την  συνάντηση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημειώνει: « «Αδυνατούμε να κατανοήσουμε πως παραθεωρείτε ή και αγνοείτε το μέγεθος των αρνητικών αποτελεσμάτων αυτής της πρωτοβουλίας, η οποία μοναδικό στόχο έχει την ανατροπή όλων των καλώς εχόντων στην Ορθόδοξη Εκκλησία την αλλοτρίωση των εκκλησιολογικών θεμελίων της».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης καθιστά σαφές στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων πως οι πραγματικοί σκοποί της πρωτοβουλίας του είναι προφανείς και εξηγεί:
«Το επιδιωκόμενο, αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί με τους εαυτούς μας και συνεπείς προς τον Θεό, είναι η εξυπηρέτηση της πεισματικής άρνησης μιας τοπικής Εκκλησίας να ακολουθήσει τα εδώ και αιώνες αποδεκτά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έχοντας στο πλευρό της την πολιτεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας».

Μάλιστα, ο κ. Βαρθολομαίος τονίζει ότι «οι αριθμητικές υπεροχές δεν ήταν ποτέ η πεμπτουσία του ορθόδοξου ήθους». Την θέση αυτή είχε υποστηρίξει το 2014 στην σύναξη των Προκαθημένων στο Φανάρι και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’, απευθυνόμενος στον Μόσχας Κύριλλο.
Στην τρισέλιδη επιστολή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης δηλώνει ότι «Εάν η κατ᾿ Ανατολάς Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία ενδώση εις τας πιέσεις, τας απειλάς, αλλά και την πραγματιστικήν θεώρησιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων, μακράν του ασφαλούς υποβάθρου αυτής, ήτοι της ιεράς και αγίας παραδόσεώς της, τότε η Ορθόδοξος Εκκλησία θα έχη απολέσει την αλήθειαν…» . Επίσης, αποσαφηνίζει ότι «επ᾿ ουδενί λόγω η Συνοδικότης επιτρέπεται, όπως συγκρίνηται προς τον κοινοβουλευτισμόν, πολλώ δε μάλλον, ίνα εκτρέπηται εις άκρατον λαικισμόν προς ανάδειξιν -φεύ!- εν τη καθ᾿ ημάς Εκκλησία ακραίων φαινομένων, τα οποία διαχρονικώς απετέλουν απευκταίας εκφράσεις της αγίας ημών πίστεως».

  • Αυτούσιο το πλήρες κείμενο της επιστολής:

Ἀριθμ. Πρωτ. 190

Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Πατριάρχα Ἱεροσολύμων καί πάσης Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος κύριε Θεόφιλε, τήν Ὑμετέραν γερασμίαν Μακαριότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι, ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.

Δεχθέντες ἔναγχος καί μετά χαρᾶς τήν Ὑμετέραν ἐξ Ἀρχιερέων ἀντιπροσωπείαν εἰς τάς αὐλάς τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἔσχομεν τήν εὐκαιρίαν τῆς διεξοδικῆς μετ᾿ αὐτῆς συνεργασίας, παρουσίᾳ τῶν μελῶν τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, καθ᾿ ἥν, σύν τοῖς ἄλλοις, ἀνεγνώσθησαν καί ἐπεξηγήθησαν ὑπό τῶν ἐκπροσώπων Ὑμῶν τά ὑπ᾿ ἀριθμ. Πρωτ. 93 καί ἀπό 31ης Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. ἀδελφικά πρός ἡμᾶς Γράμματα τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Μακαριότητος.
Διά τῶν μετά χεῖρας Γραμμάτων ἡμῶν, ἐπί πλέον τῶν μετ᾿ ἀδελφικῆς εὐθύτητος κατατεθέντων εἰς τά ὑπ᾿ ἀριθμ. Πρωτ. 900 καί ἀπό 26ης Δεκεμβρίου παρελθόντος ἔτους ὅμοια, σπεύδομεν ἐν ἀφελότητι καρδίας, ἵνα ἐκθέσωμεν Ὑμῖν τά ὡς κάτωθι:
Τυγχάνει ἐμφανής, καίτοι ἀνομολόγητος καί ἐν τοῖς δυσίν Ὑμετέροις Γράμμασι, τόσον ἡ οὐχί αὐτοπροαίρετος διάθεσις Ὑμῶν διά τήν σύγκλησιν μιᾶς, κατά τό δυνατόν, πανορθοδόξου συσκέψεως ἐν Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας, ὅσον καί ὁ σκοπός αὐτῆς, παρ᾿ ὅλην τήν προσπάθειαν ἐμφανίσεώς της μετ᾿ εὐρυτέρου δῆθεν θεματολογίου. Πέραν τοῦ ἀνιστορήτου καί ἱεροκανονικῶς ἀμαρτύρου πλαισίου τῆς, μακράν τῆς εὐχαριστιακῆς, ἀφετηρίας μιᾶς τοιαύτης προσπαθείας, τυγχάνει, ὡς καί προεσημειώσαμεν, ὅλως προβληματική ἡ ἐκκίνησις τηλικαύτης διαδικασίας ἄνευ τῆς στοιχειώδους ἐξετάσεως τοῦ κόστους καί τοῦ ὀφέλους τοῦ ἐγχειρήματος εἰς τό Σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἀδυνατοῦμεν νά κατανοήσωμεν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης παραθεωρεῖ, ἤ καί ἀγνοεῖ, τό μέγεθος τῶν ἀρνητικῶν ἀπορροιῶν τῆς ἐν λόγῳ πρωτοβουλίας, ἐμμένουσα εἰς τήν ἀρχικήν σκέψιν περί πραγματοποιήσεως «μιᾶς οἰκογενειακῆς συναντήσεως», ἥτις μοναδικόν στόχον ἔχει τήν ἀνατροπήν τῶν καλῶς ἐχόντων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καί τήν ἀλλοτρίωσιν τῶν Ἐκκλησιολογικῶν θεμελίων αὐτῆς. Ἐάν ὁ ἀληθής προβληματισμός τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος ἦτο γενικῶς «περί τῶν προκλήσεων, τάς ὁποίας ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν κοινωνίᾳ εἰς τούς κρισίμους καιρούς», τότε ἔδει Αὕτη, κατ᾿ ἀκολουθίαν τῶν ὁμοφώνως ἀποφασισθέντων ἐν τῇ προσφάτως συνελθούσῃ Ἁγία καί Μεγάλῃ Συνόδῳ, ὅπως ἀπευθύνῃ συγκεκριμένως πρός ἡμᾶς τά ἐπί πλέον καί μή συμπεριληφθέντα κατ᾿ αὐτήν νέα καί ἐπείγοντα θέματα, πρός κοινήν κατ᾿ ἀρχήν ἄτυπον διαβούλευσιν καί ἐπεξεργασίαν αὐτῶν, καί πιστεύομεν ἀκραδάντως ὅτι, ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς, ὡς καί πάντοτε, ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν ἡμετέρων ἱερῶν θεσμῶν, θά ὑπῆρχε κοινή καί λυσιτελής ἔκβασις.
Ὅμως, ἐν τῇ προκειμένῃ ἱστορικῇ συγκυρίᾳ τό ἐπιδιωκόμενον, ἐάν θέλωμεν νά εἴμεθα ἀληθεῖς καθ᾿ ἑαυτούς καί συνεπεῖς πρός τήν ἀπό Θεοῦ δεδομένην Ὑμῖν τε καί ἡμῖν διακονίαν, τυγχάνει ἡ ἐξυπηρέτησις τῆς πείσμονος ἀρνήσεως τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας νά συνταυτισθῇ καί νά ἐναρμονισθῇ πρός τά ἀπ᾿ αἰῶνος ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ἀποδεκτά, συνεπικουρουμένη, ἄν μή καί ὠθουμένη, εἰς τοῦτο ὑπό τῆς πολιτείας τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας. Ὅσον καί ἐάν φαινώμεθα ἐκ τῆς προχείρου θεωρήσεως τοῦ θέματος αὐστηροί, ἤ μετ᾿ ἐμμονῶν, εἴμεθα ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι κατανοεῖτε τί τό ἐπιδιωκόμενον καί ποῖαι αἱ ἀρνητικαί συνέπειαι διά τήν καθόλου Ἐκκλησίαν. Ἐάν ἡ κατ᾿ Ἀνατολάς Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐνδώσῃ εἰς τάς πιέσεις, τάς ἀπειλάς, ἀλλά καί τήν πραγματιστικήν θεώρησιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, μακράν τοῦ ἀσφαλοῦς ὑποβάθρου αὐτῆς, ἤτοι τῆς ἱερᾶς καί ἁγίας παραδόσεώς της, τότε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θά ἔχῃ ἀπολέσει τήν ἀλήθειαν, καθώς θά ἔχῃ ἐκτραπῆ εἰς περιφερειακήν συνιστῶσαν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἥτις θά προσαρμόζηται εἰς τάς καιρικάς ἀπαιτήσεις, ἄνευ ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς.
Μετ᾿ ἄλγους, ὅθεν, οὐ σμικροῦ διεξερχόμεθα τό ζήτημα τοῦτο, καί τό ἄλγος ἡμῶν μεγενθύνει, ἔτι πλέον, ἡ διαφαινομένη σύμπραξις τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος μετά σκοπῶν καί στόχων βλαπτικῶν, οὐχί μόνον διά τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἀλλά καί δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν Σιωνίτιδα Ἐκκλησίαν καί συλλήβδην διά τήν καθόλου Ὀρθοδοξίαν. Ἡμεῖς ἐπιταγήν ἡγούμεθα ἀπό Κυρίου τό «κράτει ὅ ἔχεις» (Ἀποκ. 3, 11) καί οὐ δυνάμεθα, ἵνα ἀπομειώσωμεν τάς ἀπό τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀνατεθείσας ἡμῖν σταυροσχήμους εὐθύνας.
Κατανοοῦμεν ἐν μέτρῳ τινί τήν δυσκολίαν ὡρισμένων ἐκ τῶν νεωτέρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἀποδεχθοῦν τήν πρωτεύθυνον θέσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά τό τοιοῦτον οὐ βαρύνει ἡμᾶς, καθώς ἀποτελεῖ ἁγιοπνευματικόν προϊόν τῶν παρελθουσῶν Ἁγίων Συνόδων ἐκπεφρασμένον, καί διά τῆς ἀδιασαλεύτου πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμεμαρτυρημένον. Ἐνίας, ἐκ τῶν κατά τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, ἀπασχολεῖ ἐπ᾿ ἐσχάτων ζωηρῶς ἡ «ἔκκλητος» θυσιαστική εὐθύνη ἡμῶν, ἡ ὁποία ἐκδηλοῦται πληθωρικῶς καί ποικιλομόρφως ἐν τῷ ὀρθοδόξῳ σώματι. Ἐλάχιστον δεῖγμα καί ἔκφανσις αὐτῆς τῆς πτυχῆς τῶν διακονικῶν εὐθυνῶν τοῦ κατά καιρόν Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τυγχάνουν καί αἱ Αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ. Ἐάν τίθηται, λοιπόν, ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ ὑπεύθυνος θέσις ἡμῶν, κατανοεῖτε, Μακαριώτατε ἀδελφέ, τάς σχετικάς συνεπείας.
Φρονοῦμεν καί στεντορείως ὁμολογοῦμεν ὅτι κωλυόμεθα ἐκ τῆς θέσεως ἡμῶν νά ἀποδεχθῶμεν ἔκπτωσίν τινα ἐκ τῶν ἱερῶν ἡμῶν εὐθυνῶν, ἀλλά καί τήν κατηγορίαν ἐναντίον τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὅτι δῆθεν παραθεωρεῖ τό συνοδικόν πολίτευμα τῆς κατά Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἐκτοξευομένην ὑπό τῶν κατ’ ἐξοχήν καταλυόντων τό τοιοῦτον ἱερόν σύστημα. Ὅμως, οὐδένα ἐξ ἡμῶν διαφεύγει ὅτι ἡ Συνοδικότης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ δέν τυγχάνει παραπλήσιόν τι τῶν πολιτειακῶν δομῶν, καί πᾶσα μετ᾿ αὐτῶν ἐξομοίωσις ἤ παρομοίωσις ἤ καί παραλληλισμός πρός αὐτάς ἀποτελεῖ ἐκτροπήν, ἡ ὁποία ὀφείλει νά προβληματίσῃ πάντας ἡμᾶς. Τῷ ὄντι, ἡ ἐν Συνόδῳ ἔκφρασις τῆς Ἐκκλησίας ἀπετέλεσε τό ἀσφαλές θεμέλιον καί διά τήν διαμόρφωσιν τῶν θεσμῶν καί τῶν ἐπί μέρους δομῶν αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ ἡ Συνοδικότης ἐπιτρέπεται, ὅπως συγκρίνηται πρός τόν κοινοβουλευτισμόν, πολλῷ δέ μᾶλλον, ἵνα ἐκτρέπηται εἰς ἄκρατον λαϊκισμόν πρός ἀνάδειξιν -φεῦ!- ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ ἀκραίων φαινομένων, τά ὁποῖα διαχρονικῶς ἀπετέλουν ἀπευκταίας ἐκφράσεις τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως.
Μή ἐντρεπώμεθα νά ὁμολογήσωμεν ὅτι αἱ ἀριθμητικαί ὑπεροχαί δέν ἀπετέλεσαν ποτέ τήν πεμπτουσίαν τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους καί ὅτι τό τοιοῦτον ὑπάρχει ποιοτικόν, καί οὐχί ποσοτικόν μέγεθος. Βεβαίως καί ἀπασχολεῖ ἡμᾶς πλέον παντός ἑτέρου τό ζήτημα τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος, ἀλλ᾿ ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀδόμητον καί ἀθεσμοθέτητον σύνολον. Ἑνότης ἄνευ ὑγιοῦς βιώσεως τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καταλήγει εἰς βαθεῖαν διαίρεσιν ἐν τοῖς πράγμασι. Χρέος πάντων ἡμῶν καί μάλιστα τῶν ἐλέῳ Θεοῦ Πατριαρχῶν τῆς ἱερᾶς τετρακτύος τῶν Πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν, ὧν ἡ παρακαταθήκη ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία τυγχάνει ἔντονός τε καί ἔγκοπος, ἀσφαλῶς καί ὑπάρχει ἡ ἔγκαιρος καί ἀποτελεσματική ἀντιμετώπισις τῶν ἀπασχολούντων τήν διορθόδοξον κοινωνίαν θεμάτων, ἀλλά τά μείζονα τοιαῦτα τά καί ὑπερβαίνοντα τήν ἐμβέλειαν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί χρήζοντα, ὡς ἐκ τούτου, καιρίας ἀντιμετωπίσεως δέν δύνανται νά ἐπιλύωνται ἄνευ τῆς οὐσιαστικῆς βουλήσεως καί συμμετοχῆς ἡμῶν.
Δέν δυνάμεθα νά συμμερισθῶμεν τήν καινοφανῆ ἀποδοχήν ἐκ μέρους Ὑμῶν εὐθυνῶν, ἅς οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀνέθεσε τῷ Ὑμετέρῳ Πατριαρχικῷ Θρόνῳ, ὡς ἐκείνην τῆς «Μητρός Ἐκκλησίας» καί τῆς, ὡς ἐν τῷ πρώτῳ πρός ἡμᾶς Γράμματι λέγετε, «γεφύρα[ς] διά τάς ἀδελφάς ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ὅπως βαδίσουν καί σταθοῦν ἀπό κοινοῦ εἰς τούς πειρασμικούς τούτους καιρούς». Πᾶσα παρέκκλισις ἐκ τῶν παραδεδομένων καί ἀναλογουσῶν ἑκάστῳ τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχῶν εὐθυνῶν γεννᾶ μόνον κινδύνους διά τήν Ἐκκλησίαν.
Ἐπισημειωθήτω δ᾿ ἐνταῦθα μετ᾿ ἐμφάσεως ὅτι ἡ πολυπόθητος ἐκκλησιαστική ἑνότης καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κοινωνία τῶν ἑκασταχοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπαιτεῖ θυσίας καί μετά διακρίσεως ἐνάσκησιν τῆς οἰκονομίας χάριν τῆς τῶν πολλῶν σωτηρίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἐθεράπευσε πληγάς καί προβλήματα ἐν τῷ ἁγίῳ Σώματι αὐτῆς μετ᾿ αὐστηρότητος καί αἰσθήματος ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν πεπλανημένων τέκνων αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἐν βαθείᾳ συναισθήσει τῆς ἀποστολῆς της, ἥτις ταυτίζεται ἐν παντί μεθ᾿ ὅλης τῆς Δεσποτικῆς Θείας Οἰκονομίας ἕως Σταυροῦ καί Ταφῆς ἐπί τῇ βεβαιότητι τῆς Ἀναστάσεως.
Ἰδιαιτέρως δέ, ἀπευθυνόμενοι πρός Ὑμᾶς, Μακαριώτατε ἅγιε ἀδελφέ, ἐπί τῇ μή εὐφροσύνῳ ἀφορμῇ ταύτῃ, ἀναγκαζόμεθα, ἵνα ὑπενθυμίσωμεν Ὑμῖν, οὐχί ἐν ματαίᾳ ἐγκαυχήσει, ἀλλά μετά ταπεινώσεως καί πραείας διαθέσεως, τάς ὅσας θυσίας καί τάς ἐγκόπους ἐξαντλητικάς προσπαθείας τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διά τήν περιφύλαξιν καί διατήρησιν καί ἐπαύξησιν καί ἀνάδειξιν τοῦ καθ᾿ Ὑμᾶς ἱεροῦ θεσμοῦ ἐπί αἰῶνας πολλούς καί τήν ἀδιατάρακτον συνύπαρξιν, ἕως συνταυτίσεως, τῶν ἀοιδίμων Προκατόχων Ὑμῶν τε, ὧν κορωνίδες ὑπῆρξαν Θεοφάνης, Δοσίθεος καί Χρύσανθος, καί ἡμῶν.
Οὐδείς ἐκ τῶν μακαρίων Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων ᾐσθάνετο ὅτι ἀπομειοῦται, ὅταν ἐξεζήτει ἀπό τούς κατά καιρούς Οἰκουμενικούς Πατριάρχας τήν ἐπιβεβαίωσιν τῶν προνομίων καί τῶν κεκτημένων δικαιωμάτων ἐπί τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων καί τῶν ἀνά τήν Οἰκουμένην ἱερῶν Ἱεροσολυμιτικῶν σεβασμάτων. Καί, τἀνάπαλιν, οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχαι ἡγοῦντο χρέος, εὐθύνην καί τιμήν τήν περικράτησιν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, καί οὐχί ἔκφρασιν ὑπεροχῆς καί καθυποτάξεώς των. Ἡ πρό ἡμῶν Ἱστορία γέμει τοιούτων ἁγίων πράξεων. Εἴμεθα, ὅμως, ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι καί σήμερον τά δάκρυα, αἱ ἀγωνίαι, οἱ στεναγμοί καί αἱ ἀδιάλειπτοι προσευχαί αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου θέλουσιν ὁδηγήσει τά βήματα ἀμφοτέρων τῶν Ἱερῶν καί τιμαλφῶν ἡμῶν Πατριαρχικῶν Θεσμῶν εἰς ὁδούς σωτηρίους.
Ταῦτα τά ἀκροθιγῶς ἐπισημανθέντα ἀποτελοῦσι μόνον νύξεις πρός προβληματισμόν τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Μακαριότητος καί εἴμεθα ἀκλινῶς βέβαιοι ὅτι Αὕτη θέλει ἀρθῆ εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων πρός ἀποφυγήν πάσης δυσαρέστου καί ἀρνητικῆς συνεπείας, ἐπί ζημίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί χαρᾷ τῶν νοερῶν καί αἰσθητῶν ἐχθρῶν αὐτῆς.
Ἐπί δέ τούτοις, πρόθυμοι διά πᾶσαν μεθ᾿ Ὑμῶν περαιτέρω συνεργασίαν καί ἀποσαφήνισιν πλευρῶν τοῦ προκύψαντος ἐκ τῆς Ὑμετέρας πρωτοβουλίας θέματος ἀποδίδομεν Αὐτῇ τόν ἐγκάρδιον ἐν Χριστῷ ἀδελφικόν ἀσπασμόν καί διατελοῦμεν μετά τῆς ἐν Αὐτῷ ἀγάπης καί ἐξιδιασμένης τιμῆς.

‚βκ’ Φεβρουαρίου κε’
Τῆς Ὑμετέρας γερασμίας Μακαριότητος
ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός

 

Η συνάντηση

Η συνάντηση στο Αμμάν ολοκληρώθηκε αργά με κοινό ανακοινωθέν.  Σε αυτή συμμετείχαν  , εξαιρουμένων του Μόσχας (την επεδίωξε) και του Ιεροσολύμων( την συγκάλεσε και φιλοξένησε) ο Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος και ο Αρχιεπίσκοπος Τσεχίας Ρατσισλάβος, ενώ οι Εκκλησίες Ρουμανίας και Πολωνίας συμμετέχουν όχι όμως με τους Προκαθημένους τους. Αρνητικές ήταν οι απαντήσεις στην πρόσκληση των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας ( έκανε ιδιαίτερη αίσθηση η στάση του), Γεωργίας, Βουλγαρίας και των Αρχιεπισκόπων Κύπρου, Αθηνών και Αλβανίας.   Στην συνάντηση πήρε μέρος , ως μέλος της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας Ρωσίας ο εν Κιέβω Μητροπολίτης του Πατριαρχείου Μόσχας Ονούφριος , ο οποίος είναι δεύτερος στην ιεραρχία της Εκκλησίας Ρωσίας. Επίσης, συμμετείχε και ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων. Ωστόσο, στην «οικογενειακή» φωτογραφία ο Ονούφριος (δεύτερος από αριστερά κάθεταιθεται στην πρώτη σειρά μαζί με τους Προκαθημένους και τους εκπροσώπους του Ρουμανίας και Πολωνίας. Αυτό εκκλησιαστικοί κύκλοι το σχολίασαν ως κίνηση των κυρίων Κύριλλου και Θεόφιλου, που παραπέμπει σε «προσυνεννοημένα παιχνίδια», γεγονός που ενδέχεται να προκαλέσει μείζον ζήτημα, διότι ο κ. Ονούφριος δεν είναι και ούτε ήταν Προκαθήμενος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας.
 

Η συνάντηση στο Αμμάν ξεκίνησε  το πρωί στο ξενοδοχείο Fairmont Amman. Το μεσημέρι διακόπηκε, επαναλήφθηκε το απόγευμα και ολοκληρώθηκε  το βράδυ. 

Στην ανακοίνωση , που εκδόθηκε μετά το πέρας των εργασιών της συνάντησης γίνεται αναφορά στο ζήτημα της Ουκρανίας, της Βόρειας Μακεδονίας και του Μαυροβουνίου. Πιο συγκεκριμένα για την εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία, αναφέρεται ότι ένας «πανορθόδοξος διάλογος είναι απαραίτητος για την επούλωση και τη συμφιλίωση».
Στο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας, οι αντιπροσωπείες δήλωσαν ότι το θέμα αυτό πρέπει να επιλυθεί μέσω διαλόγου εντός της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και με πανορθόδοξη υποστήριξη. Για το Μαυροβούνιο, οι συμμετέχουσες αντιπροσωπείες κάλεσαν τις αρμόδιες αρχές να σεβαστούν και να υποστηρίξουν το θεμελιώδες δικαίωμα ιδιοκτησίας περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης της ιδιοκτησίας της Εκκλησίας.


Στην ανακοίνωση , η οποία είναι στα αγγλικά, αναφέρεται ότι «Οι αντιπροσωπείες συμφώνησαν ότι πρέπει να συγκεντρωθούν ως αδελφοί, κατά προτίμηση πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, να ενισχύσουν τους δεσμούς της ειρήνης μέσω της προσευχής και του διαλόγου. Οι συμμετέχοντες ελπίζουν ότι η Παναγιότητά του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που κατέχει τα πρεσβεία τιμής, θα συμμετάσχει σε αυτόν τον διάλογο μαζί με τους αδελφούς του Προκαθημένους.»
Από τις πιο πάνω θέσεις προκύπτει ότι οι συνελθόντες στο Αμμάν προσβλέπουν και σε άλλη παρόμοια συνάντηση εντός του έτους, αλλά και στην συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Και αυτό, παρόλο που το Πατριαρχείο Μόσχας έχει τερματίσει την μνημόνευση, λόγω της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, την μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχη, του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Το ίδιο ισχύει, λόγω του προβλήματος του Κατάρ , μεταξύ Ιεροσολύμων και Αντιοχείας.

Εκκλησιαστική πηγή σχολίασε ότι πρόκειται για «εμπαιγμό». Αύριο, Πέμπτη , οι Προκαθήμενοι και οι εκπρόσωποι αυτών, που πήραν μέρος στην συνάντηση, θα προσευχηθούν στο ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα.
Το πλήρες κείμενο της Ανακοίνωσης έχει ως εξής:
«On February 26, 2020, a meeting of Primates and representatives of Local Orthodox Churches was held in Amman, Jordan, with the primary view of unity and reconciliation within Holy Orthodoxy. The participants noted their understanding of the anguish of the Patriarchate of Jerusalem for the imminent danger of schism within our Orthodox Communion.
Participating in the meeting were delegations of: the Orthodox Church of Jerusalem led by His Beatitude Patriarch Theophilos of Jerusalem, the Russian Orthodox Church led by His Holiness Patriarch Kirill of Moscow and All Russia, the Serbian Orthodox Church led by His Holiness Patriarch Irinej of Serbia, the Romanian Orthodox Church led by His Eminence Metropolitan Nifon of Targoviste, the Polish Orthodox Church led by His Eminence Archbishop Abel of Lublin and Chełm, and the Orthodox Church of the Czech Lands and Slovakia led by His Beatitude Metropolitan Rastislav of the Czech Lands and Slovakia.
The participants expressed their gratitude to His Majesty King Abdullah II, King of the Hashemite Kingdom of Jordan and Hashemite Custodian of the Christian and Muslim Holy Places in the Holy Land and to the people of Jordan for facilitating the hosting of this gathering in their capital city, Amman, noting His Majesty’s outstanding work in promoting interfaith dialogue internationally.
The participants also thanked the Patriarchate of Jerusalem and His Beatitude Patriarch Theophilos for all the relentless efforts aimed at paving the way for dialogue and bringing brothers together in the precious spirit of unity, noting that the light that emanates from Jerusalem stands as a witness to that Holy City which continuously proclaims its multi-faith and multicultural tapestry rejoicing in its existence as the warm home for the three Abrahamic faiths, Christianity, Judaism and Islam.
The delegations declared that this gathering was to strengthen the fraternal bonds between brothers and their churches, to promote the bonds of peace in Christ among them, to advocate for the unity of the Orthodox churches, and to renew dialogue in the prayerful hope of bringing reconciliation where there has been discord.
In the atmosphere of fraternal love, those gathered for the meeting agreed that decisions concerning issues of Orthodox-wide importance, including the granting of autocephaly to particular Churches, should be finalised in a spirit of pan-Orthodox dialogue and unity, and with pan-Orthodox consensus.
Concerning the current ecclesiastical situation in the Ukraine the participants also recognised that a pan-Orthodox dialogue is necessary for healing and reconciliation.
In the matter concerning North Macedonia, the delegations stated that this matter is to be solved through dialogue within the Serbian Orthodox Church and with pan-Orthodox support.
Regarding Montenegro, the participating delegations urged the relevant authorities to respect and uphold the fundamental right of ownership of property including that of the Church.
The delegations agreed that they should gather as brothers, preferably before the end of this year, to strengthen the bonds of fellowship through prayer and dialogue. The participants hope that His Holiness the Ecumenical Patriarch Bartholomew with his known seniority of honour (πρεσβεια τιμήs) will join this dialogue along with his brother Primates.
The delegations embraced the call of their brother Patriarch Theophilos III to hold a prayer for the world, for an end to war, sickness and suffering, and for all the Christians as well as for the unity of the Orthodox Church. This prayer is to be held in the Mother Church, the Church of the Resurrection (Holy Sepulchre) in Jerusalem, before the Holy Tomb of Christ, from which He rose and proclaims peace to the world».

Share this post