Άγγελε σκληρέ…

Άγγελε σκληρέ…

Του Άντη Ροδίτη*

ΚΑΤΙ ΑΚΟΥΣΑ, κάτι έπιασε το μάτι μου, κάτι είδα για βραβεία λογοτεχνίας, κάτι για το Μηδέν και το Εγώ που κυριάρχησαν, κάτι για το δεν κατάλαβα καλά και τίποτε για το αλλιώς μας τα είπαν κι αλλιώς τα βρήκαμε, ναι, κάτι έπιασε το μάτι μου… ένα πήδημα βουβό -φασματικό λέει- πάνω απ’ όσα μάς καθόρισαν και μας δρομολόγησαν σέκους στο νεκρό σημείο, αυτό που τώρα τού γυρίζουμε πλάτη ψάχνοντας αλήθειες σ’ όλα τα μακρινά πλάτη και τα μήκη του ορίζοντα, που μπήκαν μες στα σπίτια μας για να πάμε μπροστά, λέει.

Θυμίζω στους νέους ποιητές και λογοτέχνες, «έμφυλους» πλέον ή όχι που αυξάνονται δραματικά τις τελευταίες μέρες, ότι εδώ υπήρξαν ποιητές που κατέγραψαν τον ηρωισμό του τόπου αλλά και την προδοσία του:

ΑΓΓΕΛΕ ΟΡΚΙΣΜΕΝΕ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΝΙΩΤΕ…

“…κι ανοίξανε τα έγκατα της γής μου κι ανέβηκε πιτσιλισμένος από λάβα” ή κατακαμένος από τη φωτιά που άναψε το πετρέλαιο “αγριωπός λεβέντης ο γιός μου Ιλαρίων” ή ο αδελφός μου ο Γρηγόρης “φορτωμένος βουνά και δέντρα στους ώμους του, να χαιρετά κατά το βοριά τη θάλασσα, να μας βλέπει μικρούς κατά τη Λευκωσία, και να χωράει στην αγκαλιά του τον ουρανό”.

Στάθηκα μπροστά του σαν το μυρμήγκι να τον εξευμενίσω τάχα, να τον καθησυχάσω, να του κόψω τη φόρα, μήπως και βάλει καμιάν αγριοφωνάρα κι ο αέρας απ’ τα πλεμόνια του μας ρίξει σαν χάρτινα κοψίδια στη θάλασσα… Βάλθηκα να του ξεφουρνίζω το απόσταγμα της ανθρώπινης σοφίας:

– Δέν πρέπει να γελούμε, του είπα, ούτε να κλαίμε, ούτε να μισούμε, μα να κατανοούμε.

Και μέσα μου τραγουδούσε η ψυχή μου και τα μάτια μου τον ικέτευαν: “Σκληρέ άγγελε, εσύ που ξέρεις να ματώνεις την καρδιά μου, εσύ που βαδίζεις πάνω σε χυμένο αίμα, για να καταλήξεις στο διαμάντι και την αληλούια, άγγελε ορκισμένε και αμετάνιωτε, μάτωσε μου ξανά, μάτωσε μου τα σπλάχνα”.

– Mή μας περιφρονήσεις, του φώναξα, μην αποστρέψεις το πρόσωπο από τ’ αδέλφια σου και τα παιδιά σου, η περιφρόνηση σου θά ΄ναι η περιφρόνηση της ψυχής μας για τον εαυτό της.

Κι έπιασα το στόμα με τη χούφτα να μήν αφήσω το τραγούδι να ξεμπουκάρει, την ικεσία να γονατίσει μπροστά του:

“Άγγελε σκληρέ, μάτωσε, μάτωσέ μου τα σπλάχνα κι οδήγησε, οδήγησέ με ξανά στο δύσκολο δρόμο, στο μαρτύριο, στις εκβολές, στο θαύμα. Ειδεμή η ψυχή μου πεθαίνει”, ειδεμή θα φέρουν τις μπουλντόζες να ισοπεδώσουν τους βράχους του κρησφυγέτου σου, που σαν αιώνια καιόμενη βάτος, αστραποβολεί αόρατες φλόγες καίοντας τα σπλάχνα ανύποπτων συνεργών…

– “ Άγγελε σκληρέ, δώσε μου το κουράγιο να λογχίζω τα σπλάχνα μου, δώσε μου το κουράγιο να πονώ, δώσε μου το κουράγιο να περπατήσω γυμνός πάνω στα καρφιά”, ειδεμή οι έμποροι και οι χρηματιστές θα κάψουν το Μουσείο για να εισπράξουν την Ασφάλεια, θα κόψουν οικόπεδα το κοιμητήριο του Τύμβου, θα βάλουν εισιτήριο στα φυλακισμένα μνήματα ή θα τα κάμουν υπαίθριο εστιατόριο για να κοκορεύονται οι νεόπλουτοι την επομένη πως έφαγαν ένα σουβλάκι εξαίσιο με το τραπεζάκι τους πάνω στην ταφόπλακα του ελευθερωτή τους.

– “ Άγγελε σκληρέ, σκότωσέ με στο σκληρό δρόμο, χτύπησέ με, μάτωσέ με, κάνε την ψυχή μου να κλάψει” πριν να κάψουν όλα τα βιβλία που αναφέρουν το όνομά σου, πριν να κάψουν το ομοίωμα και τον ανδριάντα σου που ξεπετάχτηκε μέσα από τις φλόγες που έκαψαν το κορμί σου. Κάνε γρήγορα κι άναψε το κυπαρίσσι σου πριν να μας πάρουν τις ταυτότητες, προτού μας ξαπλώσουν αναίσθητους για την πλαστική εγχείρηση της ψυχής μας, πυρπόλησε Γρηγόρη το κυπαρίσσι σου προτού να βάλουν το χέρι μας να υπογράψει, δεν υπάρχει πια καιρός, ο μαύρος δείχτης του κυπαρισσιού σου πρέπει να χοροπηδήσει ολόλαμπρος, φωτιά και φλόγα.

(Σε εισαγωγικά στίχοι του Παντελή Μηχανικού από το ποίημα ΗΜΙΧΡΟΝΙΟ)

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post