Ουκρανίας Αυτοκέφαλο

Ουκρανίας Αυτοκέφαλο

Toυ Ιωάννη Μ. Κονιδάρη*

Λόγος πολύς γίνεται τελευταίως, από επαΐοντες και μη, ενόψει της μελετώμενης χορηγήσεως, υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθεστώτος Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία. Το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό δεν ξενίζει. Σε όλες σχεδόν τις ανακηρύξεις αυτοκεφαλίας προηγήθησαν τριβές και προβλήματα, οιονεί ως ωδίνες ενός τοκετού…
Εντύπωση προκαλεί, όμως, αυτή τη φορά, η οξύτητα που προσδίδεται από την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία κάνει λόγο για «εισπήδηση» σε ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, με τον ισχυρισμό ότι η Ουκρανία αποτελεί «κανονικό έδαφος» του Πατριαρχείου Μόσχας…
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει απαντήσει ήδη ενδελεχώς και επί τη βάσει κειμένων αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια όσον αφορά τη σχέση της Εκκλησίας της Ουκρανίας με την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Θα πρέπει προσθέτως να τονισθεί ότι το Πατριαρχείο Μόσχας δεν μετέσχε στην, έπειτα από προετοιμασία πολλών δεκαετιών, Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που έλαβε χώρα στην Κρήτη (2016), προκαλώντας τεχνηέντως και την απουσία «δορυφόρων» με αυτό Ορθόδοξων Εκκλησιών, μία Σύνοδο στην οποία είχε αρχικώς σχεδιασθεί να συζητηθεί και το ζήτημα των προϋποθέσεων χορηγήσεως του Αυτοκεφάλου, που τελικώς αποσύρθηκε από τα προς συζήτηση θέματα.
Άξιο ιδιαίτερης σημειώσεως είναι, επίσης, το γεγονός ότι η Ουκρανία βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Ρωσία, έπειτα από τη βίαιη από την τελευταία κατάληψη της Κριμαίας, και εν τούτοις η Εκκλησία της Ρωσίας επιμένει ότι υπάγεται σε αυτήν η Εκκλησία της Ουκρανίας, παρά την εκπεφρασμένη επιθυμία μεγάλου μέρους των ουκρανών ορθοδόξων και της εκλεγμένης κυβερνήσεως της χώρας, να ζητήσουν αρμοδίως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη χορήγηση Αυτοκεφαλίας, διοικητικής δηλαδή αυθυπαρξίας, στην Εκκλησία τους, όπως έχει ήδη συμβεί με σειρά άλλων εθνικών Εκκλησιών.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι κατά τους πρώτους αιώνες, ήταν σαφώς προσδιορισμένα τα όρια δικαιοδοσίας των λεγόμενων πρεσβυγενών Πατριαρχείων, δηλαδή, μετά το σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, κατά τάξη πρεσβείων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ενώ από Οικουμενική Σύνοδο δόθηκε το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Κύπρου (431 μ.Χ.).
Όταν έπαυσαν να συνέρχονται Οικουμενικές Σύνοδοι, ενόψει και της όλως συγκεκριμένης εδαφικής δικαιοδοσίας των λοιπών Πατριαρχείων της Ανατολής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, φύσει και θέσει, είχε και έχει την αρμοδιότητα να απονέμει την Αυτοκεφαλία στα όρια της δικαιοδοσίας του. Τούτο άλλωστε έπραξε, το πρώτον μάλιστα, ήδη τον 16ο αιώνα, και στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην οποία ακολούθως, και πάλι με απόφαση του Οικουμενικού Θρόνου, αποδόθηκε η Πατριαρχική Αξία.
Ακολούθησε, στους νεότερους χρόνους, με τη δημιουργία των εθνικών κρατών και την έκρηξη του εθνοφυλετισμού, η χορήγηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Αυτοκεφαλίας στις Εκκλησίες της Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας και Σλοβακίας, ενώ ως Αυτόνομες Εκκλησίες υπάγονται σε αυτό η Αρχιεπισκοπή Φινλανδίας και η Εκκλησία της Εσθονίας.

 

Ο Μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ (Ο.Π) προσφωνεί τον Μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο κατά την ενθρόνιση του (Αύγουστος 2014)

Προκαλεί ασφαλώς πολλές απορίες η στάση εμπερίστατων πρεσβυγενών Ελληνορθόδοξων Πατριαρχείων, τα οποία μάλιστα κινδυνεύουν να παύσουν, σε ορατό χρόνο, να είναι «Ελληνορθόδοξα», απέναντι στην επεκτατική πολιτική της ρωσικής Εκκλησίας.
Βεβαίως, η στάση αυτή δεν είναι δυσεξήγητη. Το Πατριαρχείο της Μόσχας, πέραν των εκατομμυρίων πιστών, διαθέτει πρωτίστως τεράστια οικονομική ισχύ, αλλά και σθεναρή πολιτική στήριξη από το καθεστώς Πούτιν, όπως άλλωστε συνέβαινε και επί της εποχής του κομμουνιστικού καθεστώτος, καθώς δεν έπαυσε να αποτελεί, διαχρονικώς, την μακρά χείρα της εκάστοτε ρωσικής πολιτικής εξουσίας…
Ως εκ τούτου είναι η ώρα των καθαρών τοποθετήσεων από μέρους όλων των Ορθόδοξων Εκκλησιών, άρα και εκείνης της Ελλάδος.
Στώμεν καλώς!

Ι.Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Αθηνών “ΤΑ ΝΕΑ”, 29.9.2018

Share this post