Ο βετεράνος δημοσιογράφος Αλέκος Παπαδόπουλος αναθυμάται το παρελθόν στη γενέτειρα του, την Πόλη

Ο βετεράνος δημοσιογράφος Αλέκος Παπαδόπουλος αναθυμάται το παρελθόν στη γενέτειρα του, την Πόλη

Σε ηλικία 18 χρονών πήρε συνέντευξη από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος, Στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα.- Για την αρθρογραφία του στο πάντοτε φλέγον θέμα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων τιμήθηκε με το βραβείο Αμπντή Ιπεκτσή.  

Του  Δρα. Θανάση Ν. Καραγιάννη*

 

Αντιστροφή των ρόλων. Αφύσικο μου φαίνεται, ασφαλώς και σ’ εσάς, κάπως έτσι θα σας φαινόταν, αν συνηθισμένος από χρόνια πολλά, από αμούστακο παιδί, να παίρνετε συνεντεύξεις από διάφορα πρόσωπα. Ακόμη και από Πρωθυπουργό και από Πατριάρχη, από Αρχιεπισκόπους και Δεσποτάδες, από σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές και ηθοποιούς. Να τους υποβάλεις όποιες ερωτήσεις θέλεις και σήμερα να καλείσαι να απαντήσεις στις ερωτήσεις κάποιου άλλου. Τις δικές σας εννοώ κ. Καραγιάννη, ο οποίος πρώτιστα με καλείτε σε μια μακρινή αναδρομή στο παρελθόν μου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, θέλετε στη σημερινή μου ηλικία, με λευκά μαλλιά και γένια, να φορέσω πάλι τη μαύρη μου μπροστέλα, όπως την ονομάζαμε στην Πόλη, με το άσπρο γιακαδάκι, ακριβώς όπως ντυνόμασταν όλοι τότε στα σχολεία μας. Πότε;

To 1940-41. Πω, πω χρόνια που έχουν περάσει. Ειλικρινά ζαλίζομαι, όταν τα υπολογίζω. Να βρεθώ δηλαδή ξανά στις γειτονιές του Ζωγραφείου. Συμμορφώνομαι όμως και προχωρώ. Απέναντι μου, υφίσταται ακόμη ο λουτρώνας του Γκαλατασαραϊ, όπου στα αριστερά της εκεί κατηφόρας ήταν κάποτε το σχολείο μας, η Αστική Σχολή Ταρσής Βαρίδου μετ’ Οικοτροφείου, που ατυχώς δεν έμαθα τι απέγινε εδώ και δεκάαδες χρόνια, χωρίς να αναφέρεται σήμερα κάτι το σχετικό ούτε και σε αυτό το Google, που υποτίθεται, γνωρίζει τα πάντα και απαντά σε όλα. Διαγραμμένο από παντού, ως ποτέ να μην υπήρξε. Και όμως πόσο αξιόλογο ήταν το έργο που επιτελούσε και πόσο σημαντική η προσφορά του στην κοινωνία. Διευθύντρια της ιδιωτικής αυτής Σχολής ήταν, στην εποχή μου, η ματμαζέλ Φωφώ και υποδιευθύντρια η αδελφή της η κυρία Λουκία. Μη μου ρωτήσετε τώρα, γιατί τη μία την αποκαλούσαμε ματμαζέλ και την άλλη κυρία, γιατί όπως τότε δε ρωτούσαμε πολλά, το ίδιο και εσείς δεν πρέπει νομίζω να με προβληματίζετε τώρα, με παρόμοιες …άτοπες και άσκοπες ερωτήσεις!!

Παρένθεση… Επιτρέπεται υποθέτω. Πόσο πολύ λοιπόν, θα το ήθελα, τώρα στα γεράματα, να… αντάμωνα κάπου για να της πω ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ… Απίθανο βέβαια, γιατί εφόσον εγώ διανύω τα 87, εκείνη… αν ζούσε, πώς να ζει όμως, παρότι πολύ θα το ήθελε, όπως όλοι μας άλλωστε, σήμερα θα ήταν τουλάχιστον 150 χρόνων!.

Η συγκεκριμένη παρένθεση αφορά την κυρία Αικ. Σταματιάδου. Μια κυρία με τα όλα της. Αξιοπρεπέστατη. Μια δασκάλα σπάνια και τότε, πόσο μάλλον σήμερα που γενικά έχει αλλάξει η στάθμη. Αυτή λοιπόν μας έμαθε να λέμε σαν από μηχανάκι την πρόσθεση, την αφαίρεση και σαν νεράκι την προπαίδεια. Αυτή μας έμαθε ορθογραφία. Αυτή μας έμαθε ελληνικά. Αυτή μας έμαθε να μη ξεχνάμε το μαντήλι, τη γομολάστιχα και το μολύβι και ποτέ να μην αφήνουμε άκοπα τα νύχια μας. Αλλά και άλλα… πάρα πολλά!! Αυστηρή αλλά και δίκαιη. Θα την αδικούσε κατ’ εμέ ασυζητητί, αν θα τολμούσε κάποιος για λόγους οπωσδήποτε υποκειμενικούς να με διαψεύσει και να ισχυρισθεί σήμερα τα αντίθετα.

Επανέρχομαι όμως στο ερωτηματολόγιο του κ. Καραγιάννη ώστε να μη συνεχίσω να μονολογώ. Γεννήθηκα λοιπόν το 1934 στο Πέρα. Από το Χάσκιοϊ ο πατέρας μου, το άλλοτε Πικρίδιο, που είχε γνωρίσει δόξες μεγάλες επί Βυζαντινής εποχής, με ρίζες από τη Σινασό, η δε μητέρα μου από το Μέγα Ρεύμα. Μοναχογιό με ήθελαν… αλλά και εγώ!! Αν …με είχαν ρωτήσει, με τα σημερινά κριτήρια και την αντίστοιχη εμπειρία, θα επαναλάμβανα ότι δεν θα ήθελα αδελφό, γιατί από παιδί ως τώρα, χωρίς ποτέ μου να έχω μετανοήσει, έδινα και δίνω μεγάλη αξία στη φιλία. Σημασία μεγαλύτερη από ό,τι στη συγγένεια οιουδήποτε βαθμού και αν είναι αυτή, συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού, δεδομένου ότι στη μεν περίπτωση του συγγενούς δεν έχεις τη δυνατότητα της επιλογής, ενώ απαράβατη προϋπόθεση για να θεωρήσω τον άλλο φίλο μου, αλλά και για να με παραδεχθεί και εκείνος ως φίλο του, είναι η πολύχρονη αμφίπλευρη σφυρηλάτηση αυτής της σχέσης, εννοείται χωρίς την διαπίστωση σημείων τρωτών.

Ο Αλέκος Παπαδόπουλος (α) πριν μερικά χρόνια σε ένα ταξίδι του στην Πόλη. Η φωτογραφία είναι στην πλατεία Ταξίμ, πίσω διακρίνεται η Αγία Τριάδα

Από τους συμμαθητές μου του Δημοτικού θυμάμαι μόνον εκείνους, που άφησαν ανεξίτηλα το σήμα τους στη μνήμη μου, αλλά και αυτούς ως επί το πλείστον χωρίς το επώνυμο τους. Θυμάμαι λόγου χάρη την ωραιότερη της τάξης μας, τη Φροσούλα, Ευφροσύνη τη φώναζαν οι δασκάλες μας. Κόρη του γνωστού σε όλη την πολίτικη κοινωνία φωτο­γράφου Δημήτρη Χατζηπάρα, με τον οποίο αργότερα ως επαγγελματίες αμφότεροι, είχαμε αναπτύξει μια πολύ καλή φιλική σχέση και μάλλον γι΄αυτό θυμάμαι το επώνυμο της. Η ουλή στο αριστερό μου πόδι από μια ξυριστική λεπίδα που κρατούσε στο χέρι της, αντί της ξύστρας που είχαμε όλοι, μου θυμίζει 80 χρόνια τώρα τη Φιφή. Θυμάμαι επίσης τη Χαρίκλεια μαζί με την οποία, παράφωνοι αμφότεροι, η δασκάλα της μουσικής μας απέβαλε συνέχεια από την τάξη, στο μάθημα της, λες και οι περισσότεροι από τους άλλους διακρίθηκαν μελλοντικά ως καλλίφωνοι!! Και 2-3 μάλιστα… κατέληξαν στη Σκάλα του Μιλάνου!! Θυμάμαι και τη Θέκλα που αντί να πει «κυρία μ’ επιτρέπετε» τελικά δεν πρόλαβε να πάει στην τουαλέτα γιατί ντράπηκε να το πει… και κατέβρεξε τους διπλανούς της μαζί και εμένα που καθόμουνα παραδίπλα της. Θυμάμαι ακόμη τον Κοσταντίν, γιο του μάγειρα στο Ρωσικό Προξενείο στο Τούνελ, ο οποίος το γιό του και εμένα, μας έβαζε στο μαγειρείο από την πίσω πόρτα του Προξενείου και μας πρόσφερε παγωτό σε κάτι μεγάλα πολυτελή σκεύη –από γνήσιο χρυσό, όπως με διαβεβαίωνε ο γιός του– και όπως τα θυμάμαι ακόμη ν’ αστράφτουν.

Από την Ταρσής Βαρίδου, βρέθηκα στο Ζωγράφειο –δυστυχώς εδώ χωρίς συμμαθήτριες. Αρχικά, πολύ μεγάλο μου είχε φανεί το καινούριο σχολείο!! Ομολογώ εν τούτοις ότι ο κήπος του πρώτου σχολείου μας, του Δημοτικού, της Αστικής όπως συνηθίζαμε να αποκαλούμε τα Δημοτικά στην Πόλη, ήταν πολύ μεγαλύτερος. Σύντομα όμως συμβιβαστήκαμε, εφόσον δεν υπήρχε και άλλη διέξοδος και το όποιο πρόβλημα λύθηκε έτσι μόνο του. Αντίο λοιπόν μπροστέλα, αντίο άσπρο γιακαδάκι. Αντίο Φιφή, Φωφώ, Ρίτα, Φροσούλα, Μέλπω, Ρίτσα, Νίτσα και όλες οι άλλες που το όνομα τους μου διαφεύγει. Επιφυλάσσομαι όμως, εκτός και … έχουν φύγει, οπότε… θα απολογηθώ.. όταν και αν ανταμώσουμε, το πολύ σε μερικά χρόνια!!, επάνω ή κάτω. Ποιός ξέρει…

Ασφαλώς και θα μπορούσα να συνεχίσω, οι ερωτήσεις όμως που μου έχει θέσει ο κ. Καραγιάννης μου καθιστούν για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, πολύτιμο τυφλοσούρτη το Λεύκωμα μας, το ΛΕΥΚΩΜΑ του 1952. Μια έκδοση καθιερωμένη, που πραγματοποιούσαν οι τελειόφοιτοι του ΖΩΓΡΑΦΕΙΟΥ κάθε χρονιάς εγκαταλείφθηκε όμως μετά, για πολλούς και διάφορους γνωστούς λόγους.

Γυρίζω τα πρώτα φύλλα. Ιδιαίτερα φροντισμένη η έκδοση. Ίσως και καλύτερη κάθε προηγούμενης. Σταματώ στον χαιρετισμό του σεβαστού, παρά το νεαρό της ηλικίας του και ιδιαίτερα αγαπητού μας, αείμνηστου Γυμνασιάρχη και Καθηγητή Μαθηματικών ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΟΥΤΣΟΓΛΟΥ για να παραθέσω το αρχικό απόσπασμα του.

«Φίλοι μου,

Τώρα που εμάθατε να μαθαίνετε μπορείτε μόνοι σας να προχωρήσετε στη μόρφωση του πνεύματος σας, να ανοίξετε νέους δρόμους για μια πορεία προς το φως. Να αποκτήσετε την ικανότητα κάθε μέρα να κατακτάτε τον εαυτό σας, να τον γνωρίζετε καλύτερα, να τον ανανεώνετε. Να έχετε αγάπη σ΄ ότι κάνετε και να μη μένετε ικανοποιημένοι από τα επιτεύγματα σας αλλά να στοχεύετε πάντοτε το καλύτερο. Το Ζωγράφειο σας εδίδαξε ότι η επιτυχία εξαρτάται από σας και ότι όλα είναι δυνατά, αν πιστέψετε στον εαυτό σας».

Και δε σταματούσε εδώ ο Βασίλης Μούτσογλου. Μας συμβούλευε για το επάγγελμα που θα επιλέγαμε. Μας συμβούλευε να ακολουθήσουμε ανεπηρέαστοι, ο καθείς την κλίση του, αν θέλουμε να είμαστε ευτυχείς σε όλο μας το βίο. Να μην κυνηγάμε μόνο τα υλικά συμφέροντα. «Το συμφέρον έχει εξαφανίσει τον Θεό από τη Γη και έχει ανοίξει στις ψυχές των ανθρώπων αγεφύρωτο κενό…». Στη συνέχεια έκανε λόγο για την εντιμότητα, για το δίκαιο, για την «αγάπη» και υπογράμμιζε ότι «ο Θεός αγάπη εστίν» και κατέληγε: «Το Ζωγράφειο προσπάθησε να σας διδάξει πως τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει στις ψυχές των ανθρώπων, την ευθύτητα, την ωραιότητα, την απλότητα, την αλήθεια του λόγου του Χριστού … Από τις κακοτοπιές της ζωής μόνον η αλήθεια μπορεί να μας σώσει. Και «η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Και παρέθεσα, κύριε Καραγιάννη, όλα τα παραπάνω σε απάντηση της ερώτησης σας «Ποιός ήταν ο Βασ. Μούτσογλου ως άνθρωπος, ως καθηγητής, ως Γυμνασιάρχης και γιατί πέθανε σε τόση νεαρή ηλικία, μόλις 47 χρόνων». Ο Βασίλης Μούτσογλου ήταν ακριβώς ΑΥΤΟΣ που με κάθε αφορμή, σε κάθε περίσταση προσπαθούσε να μας κοινωνήσει με το δικό του ΠΙΣΤΕΥΩ, τις δικές του ΑΡΧΕΣ. Ακριβώς, όπως τις αναπτύσσει στο συγκεκριμένο πρόλογο, που σημειωτέον είχε υπογράψει σε ανύποπτο χρόνο, διαισθανόμενος ίσως ότι κάποιοι θα αποφάσιζαν την απομάκρυνση του από τη Διεύθυνση του Ζωγραφείου, χωρίς αιτία, χωρίς αφορμή, μόνον με συκοφαντίες και ανυπόστατες κατηγορίες, που ίσως και να επέσπευσαν τον άωρο θάνατο του.

Προσωπικά, ως Διευθυντής τότε της εφημερίδος «ΕΜΠΡΟΣ», σταθήκαμε εξ αρχής στο πλευρό του. Εξήλθαμε νικητές από τη μάχη, γιατί περί πραγματικής μάχης επρόκειτο, δυστυχώς όμως με θανάσιμα πληγωμένο τον ηρωικό Γυμνασιάρχη, τον Βασίλη Μούτσογλου, που έφυγε από τη ζωή χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει, γιατί παρά τα αναμφισβήτητα προσόντα, τις πολλές θυσίες του, βρέθηκε αντιμέτωπος μιας τόσο μεγάλης αδικίας, ενός ανεξήγητου μίσους και μιας λυσσαλέας έχθρας, που τελικά άφησε απροστάτευτα τα τρία ανήλικα παιδιά του και χήρα τη μητέρα τους.

Ας παραμερίσουμε όμως τις θλιβερές ιστορίες του παρελθόντος, έστω και αν, μολονότι έχουν παρέλθει έκτοτε τόσες δεκάδες χρόνια, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε επιτρεπτή η παραγραφή τους. Συνεχίζω τη φυλομέτρηση του Λευκώματος μας και αναπολώ εκείνα τα πράγματι αλησμόνητα χρόνια της τόσο εντυπωσιακής εξαετούς παρένθεσης στη ζωή μας. Βλέπω τον αλησμόνητο καθηγητή μας Δημήτρη Μάνο και φέρνω στο νου μου τα τόσο πρωτότυπα παραδείγματα του. Το της «Φατμάς βρακί» λ.χ. για να θυμόμαστε ως σήμερα τί εστί σχήμα υπερβατό και τί αντιπαράθεση. Βλέπω τον συμπαθέστατο Δημήτρη Παντελάρα, τον Νίκο Καραμεσίνη, που χάρη σ’ αυτόν πολλοί από εμάς αγάπησαν το μάθημα της Χημείας, τον πολυσύνθετο Μενέλαο Μαυρίδη, τον αγαπητό Αλέκο Αλεξανδρίδη, τον καλό μας Ηλία τον Φραντζή, τον φιλικό Ισαάκ Αναστασιάδη, τον Ισίδωρο Παπίνη, τον Παύλο Σιδερίδη, τον Θεοφυλακτίδη τον Αντώνη, τον Παύλο Μαρινάκη και όλους τους άλλους. Πόσο νέοι ήταν τότε όλοι!!. Αλλά και τη Μαντάμ Τουζερή, μια 65 άρα Γαλλίδα που όλοι εμείς οι αφελείς… έρμαιο της εφηβικής ορμής τσακωνόμασταν μεταξύ μας, ποιοί θα καθίσουν στα εμπρός θρανία για να δούμε λίγο μηρό πέρα από το γόνατο της, έστω… και κονσερβοποιημένο!!.

Ήταν πάντως μια χρονιά με πλούσια… σοδιά που απέδωσε στην κοινωνία 41 αποφοίτους και ο καθένας μας, ανάλογα με τις ικανότητες, τις συμπτώσεις, τις δυνατότητες, αλλά και τα καμώματα της μοίρας, είχε διδαχτεί να μαθαίνει και να εφαρμόζει ό,τι είχε μάθει. Το Ζωγράφειο είχε εκπληρώσει πέρα ως πέρα την αποστολή του. Και αν οι συνθήκες που επικράτησαν στην πατρίδα –και ας υπάρχουν πολλοί που συγχέοντας τις έννοιες επιμένουν ότι δεν είναι πατρίδα μας η Πόλη–, μετά την απο­φοίτηση μας και κυρίως μετά τα Σεπτεμβριανά δεν μας σκορπούσαν στα τέσσερα πέρατα της υφηλίου, ασφαλώς ανάλογη θα ήταν η προσφορά μας στην Πολίτικη Ρωμιοσύνη. Καθολική πάντως υπήρξε η ομολογία ότι η χρονιά του 1952 είχε αναπτύξει μια απαράμιλλη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς. Εσωσχολικά και εξωσχολικά. Ταξίδια στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Στην Ελλάδα και στην ΄Ιμβρο που έσφυζε τότε από ζωή, που όπως και η Τένεδος ήταν εντελώς διαφορετικές. Και στην Αδριανούπολη, αλλά και αλλού και αλλού. Στο πέτο μας όλοι φέραμε το σήμα του Εκδρομικού Ομίλου που είχαμε συγκροτήσει. Ένα πράσινο φύλλο –ειδική παραγγελία μας στη στοά Χατζόπουλου– με κεντημένα επάνω στο φύλλο το Ε, το Ο και το Π, που συμβόλιζαν τον όμιλο μας, τον «Εκδρομικό Όμιλο Πρωτοπόρων». Πόση αφέλεια αλήθεια!!. Παιδική, εφηβική, νεανική; H σχολική καντίνα, που κατά κανόνα διαχειρίζονταν τότε οι τελειόφοιτοι, είχε αφήσει εποχή τη χρονιά εκείνη. Με τις καινοτομίες και την αρτιότητα της λειτουργίας της, αλλά και τη μεγάλη ποικιλία, που θα ζήλευε ακόμη και ένα καλά οργανωμένο κατάστημα του συγκεκριμένου είδους, όταν ακουόταν στα διαλείμματα από τα μεγάφωνα όλων των ορόφων της Σχολής ότι η καντίνα μας διέθετε και χότντοκ …με καυτερή μουστάρδα!! Το Ζωγράφειο είχε τότε και νυκτερινά τμήματα. Άλλα χρόνια βέβαια, άλλες εποχές. Και ήταν πολλά τότε τα όνειρα όλων μας. Πολλά τα σχέδια μας, με πεδίο δράσης φυσικά την Πόλη μας και όχι την αλλοδαπή. Επανέρχομαι όμως στη δραστηριότητα της τάξης μας. Πρωτοχρονιάτικη γιορτή, κοσμικές εκδηλώσεις. Η Μπομοντιάδα, στον κήπο του ομώνυμου ζυθοποιείου «Bomonti», αλλά και θεατρική παράσταση επαγγελματικής αρτιότητας. «Τη λύρα του Γερονικόλα» είχαμε ανεβάσει τη χρονιά εκείνη που μας υπέδειξε και σκηνοθέτησε ο ακάματος Γιώργος Ρούσος, με Γερονικόλα τον Δημήτρη Παλάση. Ώρα τους καλή… Έφυγαν πρόωρα και αυτοί. Ο Ρούσος ήταν μια ιστορική φυσιογνωμία της Πολίτικης Ερασιτεχνικής Σκηνής, που δια­κρίθηκε και ως σκηνοθέτης των ετήσιων παραστάσεων Αρχαίου Θεάτρου, οι οποίες είχαν καθιερωθεί στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο και κάθε παράσταση αποτελούσε το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς, χωρίς βέβαια να σημαίνει τούτο ότι ως σκηνοθέτης υστερούσε ο Σπύρος ο Λίνας ο οποίος είχε ανεβάσει επίσης πολλά αξιόλογα έργα στις ερα­σιτεχνικές σκηνές της Πόλης μας.

Ακολουθούσαν ως ερασιτέχνες σκηνοθέτες ο Μιχάλης Βασιλειάδης, Διευθυντής σήμερα της «Απογευματινής», ο εκδότης της «Ελεύθερης Φωνής», Ανδρέας Λαμπίκης , ο οποίος είχε τολμήσει μάλιστα, να ανεβάσει και τον «Οθέλο» του Σαίξπηρ, ο Δημ. Δημητριάδης, ο Σπύρος Βινιέρης, ο Στέλιος Κεχαγιόπουλος, ίσως και κάποιοι άλλοι των οποίων όμως μου διαφεύγουν τα ονόματα, με δωσίλογα ασφαλώς τα 69 χρόνια, που μεσολάβησαν έκτοτε και συνωμοτούν συχνότερα τελευταίως εναντίον του μνημονικού μου.

Διακρίσεις όμως, ιδιαίτερα στο μπάσκετ, είχαμε επιτύχει και στον Αθλητικό τομέα με εντυπωσιακές νίκες στις περισσότερες συναντήσεις μας ακόμη και στην Αθήνα όπου είχαμε αντιμετωπίσει τους Νέους Βύρωνος.

Διαπιστώνοντας κ. Καραγιάννη το πρόσθετο ενδιαφέρον σας όσον αφορά την παράσταση της «Λύρας του Γερονικόλα» ασφαλώς και θα αποτελούσε παράλειψη μου να μην αναφέρω ότι τα πάντα έγιναν μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο. Σε αυτές τις δεκαπέντε μέρες ολοκληρώθηκαν όλες οι ετοιμασίες για την Πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Άλλοι… γνώστες και μη, είχαν αναλάβει τα ηλεκτρολογικά, άλλοι τα ξυλουργικά, άλλοι τα σκηνικά. Σε αυτό το χρονικό διάστημα μάθαμε το ρόλο μας, έγιναν οι πρόβες. Άσχετοι, βαπτίσθηκαν Μηχανικοί Σκηνής και τελικά με την ουσιαστική φροντίδα του Γιώργου Ρούσου ως σκηνοθέτη και τη μουσική συμβολή της Τερέζας Γεωργιάδου του Ωδείου Κωνσταντινουπόλεως, όχι μόνον εμείς, ίσως και από αυταρέσκεια, αλλά όλοι ανεξαιρέτως, όσοι είχαν παρακολουθήσει την παράσταση ομολογούσαν ότι είχαμε επιτύχει το ακατόρθωτο και ότι μας χειροκρότησαν, όχι επειδή αποτελούσε τούτο μια κοινότυπο αναγνώριση, αλλά επειδή άξιζε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας την καθολική αναγνώριση και δικαιούμασταν το ζωηρό χειροκρότημα τους.

Επίλογο της εξαετούς φοίτησης μας στο Ζωγράφειο αποτέλεσε η μεγαλειώδης τελετή απονομής των διπλωμάτων μας, παρουσία των επισήμων και των γονέων μας. Παρουσία φυσικά και με τις ευλογίες, του ιστορικού μας Πατριάρχου Αθηναγόρα του Α΄.

Διαβάζω στο Λεύκωμα μας την αποχαιρετιστήριο ομιλία μου στην παραπάνω εκδήλωση. Παρέρχομαι τα τετριμμένα μεγάλα λόγια και αντιγράφω το ακόλουθο απόσπασμα: «Ξέρουμε πως η ζωή είναι σκληρή, πως τίποτα δε χαρίζεται σε όλη της τη διάρκεια, πως δεν υπάρχουν σύμβουλοι. Ξέρουμε πως θα είμαστε ολομόναχοι, ο καθείς με τις ατομικές γνώσεις και δυνατότητες του. Και όμως δε μας φοβίζουν όλα αυτά, γιατί ως “Ζωγραφειώτες” διαθέσαμε ένα μεγάλο μέρος του ΕΙΝΑΙ μας στην προσπάθεια”».

 

Ο Αλέκος Παπαδόπουλος στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Άγκυρα

αι τώρα που φθάνουμε στο τέλος, όσοι έχουμε απομείνει. Μόνον 13 από τους 41 συνολικά αποφοίτους του 1952. Εννοώ το οριστικό τέρμα. Με ολοκληρωμένες υποτίθεται τις εμπειρίες και επικεντρωμένες πλέον τις ελπίδες στο όραμα της μεταθανάτιας συνέχειας, μπορώ πιστεύω να με ρωτήσω αν έχω αλλάξει γνώμη, αν θα επαναλάμβανα όσα είχα αναφέρει στην ακροτελεύτια ομιλία μου. Θα απαντήσω: «Όχι δεν έχω αλλάξει, θα ήθελα μόνο να προσθέσω ότι η ζωή έχει γίνει πλέον πολύ πολύ πιο δύσκολη, περίσσευσαν οι απαιτήσεις της, ανάλογες επομένως πρέπει να είναι και οι προσπάθειες των επιγόνων μας για να κατορθώσουν να επιβιώσουν και να διακριθούν στο πέρασμα τους από αυτήν”.

Μ’ ερωτάτε ακόμη κ. Καραγιάννη, ποιές υπήρξαν οι πλέον έντονες αναμνήσεις μου από τη δημοσιογραφική μου σταδιοδρομία. Θα αναφερθώ στη συνάντηση μου με τον αείμνηστο Πρωθυπουργό της Ελλάδος, Στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα την 10η Απριλίου του 1952,  όταν ασθενής και κλινήρης αυτός και εγώ μόλις συμπλήρωνα τα 18 μου, αποφοιτούσα δε σε μερικές μέρες από το Ζωγράφειο, με είχε δεχθεί στην κατοικία του σε συνέντευξη, γύρω από το χρόνιο θέμα των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων ως έκτακτο απεσταλμένο της εφημερίδος «Βήμα».

 

18/04/1952  Ο Αλέκος Παπαδόπουλος , πρώτος από αριστερά, με τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος , Νικόλαο Πλαστήρα

Εξαντλημένος, φορώντας τις πιζάμες και το ρομπ ντε σαμπρ του, με είχε δεχθεί μαζί με άλλους 2 αλλοδαπούς δημοσιογράφους. Στην αυτή κατηγορία, των ζωντανών αναμνήσεων μου, θα εντάξω και τις επανειλημμένες συναντήσεις μου στο Καλαμήσι, στην Ανατολική πλευρά της Πόλης, με τον μακαριστό Οικουμενικό Πατριάρχη Μάξιμο, ο οποίος είχε παραιτηθεί από τον Θρόνο του στις 18 του Οκτώβρη του 1948, στο πλαίσιο μιας καλοστημένης πλεκτάνης, με την εμπλοκή των κυβερνήσεων Ελλάδος, Τουρκίας, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενώσεως, αλλά και των Συνοδικών Αρχιερέων του Φαναρίου. Θέμα, με το οποίο ασχολήθηκε πρόσφατα εκτενώς στην «Εστία» ο διακεκριμένος δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής Τίτος Ιω. Αθανασιάδης, αξιοποιήσας μάλιστα αρκετά στοιχεία από προγενέστερες συνεντεύξεις μου με τον αείμνηστο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αθανάσιο Δεληκωστόπουλο. Όπως επίσης εντάσσω στις έντονες αναμνήσεις μου, από το δημοσιογραφικό μου βίο και τη συμμετοχή μου στις δίκες της Πλάτης, κατά του Τούρκου Προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ και της Κυβέρνησης του Αντνάν Μεντερές, όταν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου στρατιωτικός Σαλίμ Μπασόλ με είχε καλέσει, σε επιβεβαίωση της μαρτυρίας του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα για τα Σεπτεμβριανά.

Στην δίκη των Τζελάλ Μπαγιάρ και Αντνάν Μεντερές ο Αλέκος Παπαδόπουλος στα αριστερά του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα

Η κατάθεση του έγινε στα ελληνικά με ταυτόχρονη μετάφραση της στην Τουρκική από τον συνοδεύοντα τον Πατριάρχη νομικό σύμβουλο του Πατριαρχείου, δικηγόρο Καλούδη Λάσκαρη και μετά κλήθηκα εγώ προκειμένου να επιβεβαιώσω την ορθότητα της γενομένης μετάφρασης.

Διέκοψα τις ακαδημαϊκές σπουδές μου ύστερα από μια διετή φοίτηση στην Ανωτάτη Εμπορική Κων/πόλεως, όταν διαπίστωσα ότι μου ήταν αδύνατο να συνδυάσω τη συνέχεια και την ολοκλήρωση τους, με την υπεύθυνο εξάσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Στην Κων/πολη εργάσθηκα στον εβδομαδιαίο «Κεραυνό», ακολούθως στο ημερήσιο «Βήμα» και μετά μέχρι τα τέλη του 1964 στην ημερήσια «Εμπρός» ως Διευθυντής Συντάξεως και αρθρογράφος. Μεταναστεύσας εν συνεχεία στην Ελλάδα εργάσθηκα στην «Ημέρα» στη «Βραδυνή», στο «Έθνος» και στην «Πολιτική Εποπτεία», τιμηθείς με το βραβείο Αμπντή Ιπεκτσή για την αρθρογραφία μου αναφορικά στο πάντοτε φλέγον θέμα, των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας.

Παράλληλα, με τον στενό μου συνεργάτη και εγκάρδιο μου φίλο από την ΠΟΛΗ αείμνηστο Ιορδάνη Ορφανίδη ιδρύσαμε στην Αθήνα τον Εκδοτικό Οίκο «Επτάλοφος» ο οποίος συνεχίζει τη δραστηριότητα του, από το 1965, με βάση τις αυτές πάντοτε αρχές και το πιστεύω μας που αποτέλεσαν και τον θεμέλιο λίθο της ίδρυσης του.

Ολοκληρώνω εδώ, πρώτιστα γιατί κάλυψα τον διαθέσιμο χώρο στο φιλόξενο «Πολίτη», αλλά και δε θα ήθελα να καταχραστώ την προθυμία της ευγενέστατης εκδότριας του κ. Πόπης Τσουκάτου, επειδή ήδη απάντησα σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που μου υπέβαλε ο κ. Θανάσης Καραγιάννης.

Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης: Αποτελεί χαρά και τιμή μου, που ως μη δημοσιογράφος, πήρα συνέντευξη από έναν καταξιωμένο, παλαίμαχο και πολύπειρο δημοσιογράφο, όπως είναι ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, βέρος Κωνσταντινουπολίτης, ο οποίος ως χείμαρρος, μας συνεπαίρνει στο παραπάνω ενιαίο κείμενό του, εξαιρετικό μονόλογό του, με τις αναμνήσεις του από την Πόλη, μας συγκινεί και μας δίνει πλούσιες πληροφορίες για την εκπαίδευση, που δέχτηκε στην Ιδιωτική Αστική Σχολή Ταρσής Βαρίδου και στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο-Λύκειο, τις περαιτέρω σπουδές του, το σχολικό και ερασιτεχνικό θέατρο, τη ζωή και τις δημοσιογραφικές δραστηριότητές του στη γενέτειρά του.

Τον ευχαριστούμε θερμά για την ευγενική ανταπόκρισή του ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις μας και του ευχόμαστε υγεία, μακροβιότητα και συνεχή δραστηριότητα.

*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε  στην εφημερίδα “Ο Πολίτης”,  που εκδίδεται στην Αθήνα και αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Απογευματινή” της Πόλης . – Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Αλέκου Παπαδόπουλου

 

Share this post