Η Θεία Κοινωνία στην εποχή του κορονοϊού
Συζήτηση στρογγυλής τράπεζας που διοργάνωσε το Orthodoxia Inforum με τους καθηγητές Βλάσιος Φειδά ιοςκαι Γεώργιο Φίλια
Τις μέρες της πανδημίας του COVID 19 την ώρα που ολόκληρος ο πλανήτης συζητούσε για τις επιπτώσεις της ασθένειας, σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, η Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, σχεδόν κατηγορούμενη από ορισμένους, για τον τρόπο μετάληψης της Θείας Κοινωνίας.
Ορισμένοι αντέδρασαν στην χρήση του κοινού Ποτηρίου, άλλοι βρήκαν στο περιεχόμενο του ένα «μέσο διασποράς» του ιού και στον αντίποδα, ο κόσμος της Εκκλησίας, το πλήρωμα της, ένιωσε «στοχοποιημένο».
Τι είναι τελικά η Θεία Κοινωνία για την Ορθόδοξη Εκκλησία; Πως φθάσαμε από τον Μυστικό Δείπνο στην ανάμνηση του, μέσω του Κοινού Ποτηρίου; Με πόσους τρόπους Μεταλάμβαναν οι Χριστιανοί στην πορεία της Εκκλησίας; Υπάρχει λόγος να αλλάξει;
Αυτά αλλά και άλλα πολλά ερωτήματα γύρω από αυτό το εξόχως σημαντικό ζήτημα συζήτησαν δυο κορυφαίοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ο ομότιμος καθηγητής εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ Δρ. Βλάσιος Φειδάς και ο Καθηγητής Λειτουργικής την θεολογική σχολή του ΕΚΠΑ Δρ. Γεώργιος Φίλιας, στη συζήτηση στρογγυλής τράπεζας που διοργάνωσε το Orthodoxia Inforum με θέμα «Θεία Κοινωνία στην εποχή του κορονοϊού: Όλα όσα αγνοούμε και αυτά που νομίζουμε πως γνωρίζουμε».
Την συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Ανδρέας Λουδάρος.
*Ευχαριστούμε το Orthodoxia Inforum, που μας έδωσε το σχετικό link συζήτησης
ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ
Γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1936 στο Κιάτο Κορινθίας. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές στην ιδιαίτερη πατρίδα του εισήχθη στην Μέση Εκκλησιαστική Σχολή της Κορίνθου το 1948 κι αποφοίτησε το 1955. Εισήχθη το 1955 στην Θεολογική Σχολή Αθηνών λαμβάνοντας για όλη τη διάρκεια των σπουδών του υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών.
Μετά την αποφοίτησή του το 1959, έλαβε υποτροφία για μεταπτυχιακή ειδίκευση στο Κανονικό Δίκαιο από το ΙΚΥ και νέα υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για σπουδές στα Πανεπιστήμια του Δουβλίνου και του Μάντσεστερ, από το 1960 έως το 1961. Από το 1961 έως το 1963 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Εκκλησιαστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου. Παρακολούθησε μαθήματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Εκκλησιολογίας, Ιστορίας των Εκκλησιαστικών θεσμών, Ιστορίας του Ρωμαϊκού Δικαίου, Βυζαντινής Ιστορίας, Ρωσικής γλώσσας και φιλολογίας και γερμανικής γλώσσας. Η διδακτορική διατριβή που εκπόνησε πάνω στο Κανονικό Δίκαιο, το Νοέμβριο του 1963, αφορούσε την επίδραση των πηγών του Βυζαντινού και Κανονικού Δικαίου στη διαμόρφωση του πρώιμου Ρωσικού Δικαίου και είχε τίτλο « Le Reglement du prince Vladimir. Origine et fondements juridiques ».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του υπηρέτησε ως διερμηνέας του Στρατού ως αποσπασμένος στη Γραμματεία των Βασιλικών Ανακτόρων (1964-1965). Το 1966, κι αφού εγκρίθηκε η διδακτορική του διατριβή στην έδρα της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας με θέμα «Η πρώτη εν Ρωσία εκκλησιαστική ιεραρχία και αι ρωσικαί πηγαί», διορίστηκε αρχικά Βοηθός στο Σπουδαστήριο Πρακτικής Θεολογίας και επιμελητής στη διδασκαλία του Κανονικού Δικαίου. Το 1970 εξελέγη υφηγητής, με την εργασία «Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών» και δίδαξε Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία. Διετέλεσε έκτακτος καθηγητής το 1971 και το 1975 τακτικός καθηγητής στην έδρα Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, μέχρι το 2003, οπότε αποχώρησε ως ομότιμος. Παράλληλα δίδαξε και άλλα μαθήματα, όπως Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, Παλαιογραφία, Επιγραφική και Κανονικό Δίκαιο. Μεταξύ 1981 και 1983 διετέλεσε κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.[2] Δίδαξε μαθήματα Ιστορίας της Εκκλησίας Αντιόχειας και Βυζαντινής Ζωγραφικής τακτικώς στη Θεολογική Σχολή του Πατριαρχείου Αντιοχείας στο Μπάλαμαντ στα πλαίσια προγράμματος του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Από το 1974 μέχρι το 1979 υπηρέτησε ως Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων στο Υπουργείο Παιδείας και ως Κυβερνητικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης (1975-1980). Με την περίοδο της Γενικής Διευθυντίας του συνδέονται οι εισηγητικές προτάσεις του για τα περί θρησκείας άρθρα του Συντάγματος του 1975 και ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλαδικής Εκκλησίας (νόμος 590/1977). Με αυτά επιδιωκόταν η κατοχύρωση της αυτοτέλειας της Εκκλησίας στα εσωτερικά της και η οριοθέτηση θεσμικής συνεργασίας με την Πολιτεία. Συνέβαλε επίσης στην μεταρρύθμιση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και της μόρφωσης του κλήρου, με την θέσπιση ως βασικής δομής της του τετρατάξιου Εκκλησιαστικού Λυκείου. Για την επιμόρφωση των κληρικών ιδρύθηκαν Ποιμαντικά τμήματα στις Θεολογικές Σχολές Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Η εισήγησή του για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας (παραχώρηση των 4/5 της εκκλησιαστικής του περιουσίας στο Ελληνικό Δημόσιο, του συνόλου των αγροτικών εκτάσεων εκτός των αναγκαίων για την επιβίωση των μοναχών, παραχώρηση στο 10% του 1/5 αυτής της δυνατότητας αξιοποίησης, διευκολύνσεις στη δανειοδότηση της Εκκλησίας) δεν προωθήθηκαν λόγω των συγκυριών. Τέλος στο ζήτημα του πολιτικού γάμου με εισήγησή του υποστήριξε πως η νομοθετική επιβολή ως υποχρεωτικού αποκλειστικά είναι απαράδεκτη, ενώ υποστήριξε πως η Εκκλησία έπρεπε να δεχθεί τη νομοθετική καθιέρωσή του ως εναλλακτικής δυνατότητας.
Από το 1997 δίδαξε στο Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης. Από το 2003 ήταν κοσμήτορας στο ίδιο Κέντρο. Συμμετείχε, ακόμα σε Πανορθόδοξες Διασκέψεις ως εκπρόσωπος ή σύμβουλος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, της Εκκλησίας της Ελλάδος, συμμετοχή σε πολιτειακές πρωτοβουλίες όπως των Υπουργείων Παιδείας, Εξωτερικών, ως εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας στις εργασίας του τμήματος «Πίστις και τάξις» του Παγκοσμίου Συνεδρίου Εκκλησιών, σε διμερείς συναντήσεις ανάμεσα στην Ελλαδική Εκκλησία, τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, με τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Παλαιοκαθολικούς, τις προχαλκηδόνιες ή αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες, την Παγκόσμια Λουθηρανική Συνομοσπονδία.
Τιμητικές διακρίσεις
Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Πρέσοβ της Σλοβακίας το 1990. Έχει λάβει παράσημα από τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας, Βουλγαρίας, την Εκκλησία της Τσεχίας-Σλοβακίας, το Οφφίκιο του Άρχοντος Δασκάλου της Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Χρυσό Σταυρό του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΑΣ
Ὁ Γ.Ν. Φίλιας εἶναι Καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στὴν ὁποία διδάσκει τὰ μαθήματα τῆς Λειτουργικῆς, Ὁμιλητικῆς, Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας, Θεολογίας τῆς Λατρείας, Ἁγιολογίας, Ὑμνολογίας καὶ Ἑορτολογίας.
Πτυχιοῦχος τῆς ἴδιας Σχολῆς, μετεκπαιδεύτηκε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Σορβόννης καὶ στὸ Ἀνώτατο Λειτουργικὸ Ἰνστιτοῦτο (Παρίσι) στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας τῆς χριστιανικῆς λατρείας, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ γραμματείας καθὼς καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας. Ἔλαβε Master μὲ εἰδίκευση «Λατρεία Βυζαντινῆς ἐποχῆς», δύο διπλώματα ἐμπεριστατωμένων σπουδῶν (D.E.A) στὴν ἱστορία τῆς πρωτοχριστιανικῆς Λατρείας καὶ διδακτορικὸ δίπλωμα στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Σορβόννης. Ἐργάστηκε ὡς ἐρευνητὴς χειρογράφων εὐχολογίων στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἔλαβε δεύτερο διδακτορικὸ δίπλωμα στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στὴν ὁποία ἐξελέγη διαδοχικὰ Ἐπίκουρος, Ἀναπληρωτὴς Καθηγητής καὶ Πρωτοβάθμιος Καθηγητής. Κατὰ τὰ ἀκαδ. ἔτη 2011-13 διετέλεσε Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας καί μέλος τῆς Συγκλήτου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Μέλος τῆς «Ἑταιρείας γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Λατρεία» συμμετεῖχε ὡς εἰσηγητὴς σὲ συνέδρια Λειτουργικῆς σὲ Ἑλλάδα καὶ ἐξωτερικό. Διδάσκει ὡς «Συνεργαζόμενο Ἐπιστημονικὸ Προσωπικὸ» στὸ μεταπτυχιακὸ τμῆμα Θεολογίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου (γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει συγγράψει καὶ τὸ ἐγχειρίδιο ἐπὶ θεμάτων Λατρείας) καὶ εἶναι μέλος τῆς προσωρινῆς διοικούσας ἐπιτροπῆς τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, καθὼς καὶ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐστίας. Εἶναι τακτικὸ μέλος τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν Θείας Λατρείας καὶ Ποιμαντικοῦ ἔργου (εἰσηγητὴς τῶν νέων ἀκολουθιῶν), Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ προώθηση τοῦ διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ σύγχρονο κόσμο καθὼς καὶ τοῦ γνωμοδοτικοῦ συμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἐπὶ διοικητικῶν θεμάτων μείζονος σημασίας.
Ὑπῆρξε μέλος συγγραφικῶν ὁμάδων γιὰ τὰ ἐγχειρίδια θρησκευτικῶν τῆς Γ΄ Γυμνασίου (παλαιότερο καὶ νεώτερο ὑπὸ ἔκδοση) καὶ Α΄Λυκείου, μέλος ἐπιτροπῶν καὶ ἀξιολογητὴς ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων σχετικὰ μὲ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως στὸ Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο. Ἐδίδαξε τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἐπὶ δεκαεπτὰ ἔτη σὲ Πειραματικὰ Σχολεῖα τῶν Ἀθηνῶν, καθὼς καὶ στὰ Περιφεριακὰ Ἐπιστημονικὰ Σεμινάρια γιὰ τοὺς θεολογόγους καθηγητὲς σὲ Ἀθήνα καὶ ἐπαρχία. Ἔχει, ἐπίσης, πολυετεῖς σπουδὲς μουσικῆς (Δίπλωμα Μουσικοδιδασκάλου βυζαντινῆς Μουσικῆς, Πτυχεῖο Ὠδικῆς).
Ἔχει ἐκδόσει τριανταπέντε (85) μελέτες ἐπὶ θεμάτων ἱστορίας καὶ θεολογίας τῆς χριστιανικῆς Λατρείας (ὁρισμένες εἶναι ξενόγλωσσες), ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἑορτολογίας καὶ Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας. Διευθύνει τὸ ἐρευνητικὸ πρόγραμμα τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν γιὰ τὴ θεματικὴ ταξινόμηση καὶ μελέτη χειρογράφων Εὐχολογίων ἀπὸ τὶς βιβλιοθῆκες Βατικανοῦ, Παρισίων καὶ Κρυπτοφφέρης. Εἶναι ἐπιβλέπων καθηγητὴς σὲ πλῆθος διπλωματικῶν ἐργασιῶν εἰδικεύσεως (Master), καθὼς καὶ διδακτορικῶν διατριβῶν.
Εἶναι ἔγγαμος καὶ πατέρας τριῶν τέκνων.
Ο Ανδρέας Λουδάρος έχει σπουδάσει δημοσιογραφία στην Αθήνα.
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ. Εργάζεται ως εκκλησιαστικός συντάκτης από το 1999.