Η αντιμετώπιση του θέματος της Ουκρανίας
Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου*
Η Πενταρχία στην Εκκλησία καθορίσθηκε από Οικουμενικές Συνόδους (Β΄, Δ΄, Πενθέκτη), και με τα πρεσβεία στα Δίπτυχα, ήτοι Παλαιά Ρώμη, Νέα Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Η αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Κύπρου δόθηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Η Πατριαρχική τιμή και αξία στην Εκκλησία της Μόσχας δόθηκε από την Πρωτόθρονη Εκκλησία (το Οικουμενικό Πατριαρχείο) το 1589 και αναγνωρίσθηκε από τους άλλους τρεις Πατριάρχες το 1590 και 1593.
Σε όλα τα νεότερα Πατριαρχεία, τόσο οι Αυτοκεφαλίες τους όσο και οι Πατριαρχικές αξίες και τιμές, χορηγήθηκαν από την Πρωτόθρονη Εκκλησία Νέας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα από αίτησή τους σε αυτήν και τελούν σε αναφορά (ad referendum) προς την Οικουμενική Σύνοδο, δηλαδή δεν έχει ακόμη τελειοποιηθεί η Πατριαρχική αξία.
Η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος δόθηκε από την Πρωτόθρονη Εκκλησία (Νέας Ρώμης και Οικουμενικό Πατριαρχείο), και υπεγράφη, εκτός από τον Οικουμενικό Πατριάρχη («αποφαίνεται»), και από πέντε πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως («συναποφαίνεται»), τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων («συναποφαίνεται») και άλλους Αρχιερείς του Πατριαρχικού θρόνου χωρίς το «συναποφαίνεται».
Επομένως, υφίσταται το κανονικό δίκαιο, όπως φαίνεται στους κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων, με το οποίο αναγνωρίζεται η Πενταρχία των Θρόνων και συγχρόνως ότι η Εκκλησία της Νέας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως έχει ίσα πρεσβεία τιμής με τον θρόνο της Παλαιάς Ρώμης, και μετά την έκπτωση της τελευταίας, η Νέα Ρώμη έγινε Πρωτόθρονη Εκκλησία με ιδιαίτερες προνομίες και αρμοδιότητες.
Επίσης, υφίσταται και το εθιμικό δίκαιο (Αναστάσιος Βαβούσκος), όπως καθιερώθηκε από τον 16ο αιώνα και εντεύθεν, και αφορά τα νεότερα Πατριαρχεία και τις νεότερες Αυτοκεφαλίες, που χορηγήθηκαν λόγω της δημιουργίας νέων Κρατών, επομένως για εθνικιστικούς λόγους.
Οι Πατριαρχικοί και Συνοδικοί Τόμοι για την χορηγία Αυτοκεφαλίας και Πατριαρχικής αξίας
Είναι γνωστόν ότι όλα τα νεότερα Πατριαρχεία κατά τον 19ο και 20ο αιώνα απέκτησαν τις Αυτοκεφαλίες τους και τις Πατριαρχικές αξίες τους από την Πρωτόθρονη Εκκλησία Νέας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως (Οικουμενικό Πατριαρχείο), ύστερα από αίτησή τους, ή αίτηση της πολιτικής εξουσίας τους. Αυτό σημαίνει ότι οι Εκκλησίες αυτές ανεγνώρισαν εν τοις πράγμασι την αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγεί-ανακηρύσσει Αυτοκεφαλίες και Πατριαρχικές αξίες.
Πρόκειται για τα Πατριαρχεία Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας και Σλοβακίας. Επίσης, το ίδιο συνέβη και για τις Αυτόνομες Εκκλησίες Φιλανδίας και Εσθονίας.
Όταν διαβάζει κανείς τους Πατριαρχικούς και Συνοδικούς Τόμους που εξεδόθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις Αυτοκεφαλίες και Πατριαρχικές αξίες, εξάγει δύο συμπεράσματα:
Πρώτον. Οι Αυτοκεφαλίες χορηγούνται με απόφαση («απεφηνάμεθα») του Οικουμενικού Πατριάρχου και της περί Αυτόν Συνόδου, μόνον δε στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Γεωργίας χορηγήθηκε η ευλογία, αναγνώριση και κύρωση «προς την αυτοκεφαλίαν και ανεξαρτησίαν και οργάνωσιν αυτής, επ’ αναφορά μέντοι γε προς την μέλλουσαν Αγίαν Οικουμενικήν Σύνοδον, την αείποτε διασφαλίζουσαν και αλώβητον διατηρούσαν την εν τη πίστει και τη εκκλησιαστική κανονική τάξει ενότητα της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας». Στις Αυτοκεφαλίες των άλλων Εκκλησιών δεν γίνεται μνεία της αναφοράς για την αναγνώριση από την μέλλουσα Οικουμενική Σύνοδο.
Δεύτερον. Η απόφαση για την χορηγία της Πατριαρχικής αξίας σε μια Εκκλησία γίνεται από την Πρωτόθρονη Εκκλησία της Νέας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως (Οικουμενικό Πατριαρχείο), ύστερα από αίτησή τους, ενίοτε και της πολιτικής εξουσίας τους, και παραπέμπεται για την κατ’ ακρίβειαν «τελείωση»-ολοκλήρωση της Πατριαρχικής αξίας στην Οικουμενική Σύνοδο» που θα συγκληθεί στο μέλλον.
Θα παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς την Εκκλησία της Ρουμανίας με την οποία ανακοινώνεται η απόφασή του για την ανύψωσή της σε Πατριαρχείο.
«Άσμενοι προσφωνούμεν την Υμετέραν Μακαριότητα διά του νέου Αυτής σεπτού Πατριαρχικού τίτλου, προφρόνως άρτι δι’ αποφάσεως ομοθύμου της περί ημάς Αγίας και Ι. Συνόδου αναγνωρισθέντος. Η καθ’ ημάς του Χριστού Εκκλησία, ως μήτηρ φιλόστοργος, την έφεσιν και την απόφασιν κρίνασα και εννοήσασα της πεφιλημένης και τετιμημένης αυτής θυγατρός τε και αδελφής εν Χριστώ Αγίας Ρουμαν. Εκκλησίας, ουχ εύρεν ανυπέρβλητον κώλυμα τω καλώ της οικονομίας χρήσασθαι τρόπω και προφρόνως και από τούδε την εαυτής δούναι αδελφικήν συγκατάθεσιν και αναγνώρισιν εις τα από κοινής αποφάσεως Εκκλησίας τε και Πολιτείας εν τη αδελφή Εκκλησία γενόμενα, εν πεποιθήσει και επί τη προσδοκία βεβαίως ότι και υπό όλης της Αγίας Ορθοδ. Εκκλησίας, εν Οικουμενική ή και μεγάλη άλλη Συνόδω εν πρώτη ευκαιρία συνερχομένης και τελειωτικώς περί των τοιούτων κατά την κανονικήν ακρίβειαν αποφασιζούσης, ουκ άλλως τα από χρηστής προθέσεως υπέρ της ωφελείας και της δόξης της Εκκλησίας προτελεσθέντα κριθήσονται.
Έχομεν δε βεβαίαν ωσαύτως την πεποίθησιν, ότι εν τη απόψει ημών ταύτη, και άλλα εχούση ήδη τα πραγματικά παραδείγματα, ομογνώμονας και συμψήφους έξομεν και τους λοιπούς Αγιωτάτους και Σεβασμιωτάτους Πατριάρχας και Προέδρους πασών των Αγίων αδελφών ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και κοινή και από τούδε έσται πάντων η συναίνεσις περί της εις την Πατριαρχικήν αξίαν ανυψώσεως της αδελφής Εκκλησίας της Ρουμανίας, ως τιμής και επιβραβεύσεως λόγω τε της ευλογία Θεού επελθούσης άρτι διά της πολιτικής του όλου ευσεβούς Ρουμανικού Έθνους συνενώσεως μεγαλύνσεως των κατ’ αυτήν ευκαίρου και δεδικαιολογημένης, λόγω τε της ελπιζομένης μείζονος εν τη πίστει και τη ευσεβεία προκοπής και επανθήσεως των κατ’ αυτήν προσφόρου και λυσιτελούς» (Αναστασίου Βαβούσκου και Γρηγορίου Λιάντα, Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 149-150).
Στο κείμενο αυτό παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Απεστάλη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κοινή απόφαση Εκκλησίας και Πολιτείας της Ρουμανίας για χορήγηση Πατριαρχικής αξίας.
Στη συνέχεια το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την Πατριαρχική αξία χρησιμοποιώντας την οικονομία.
Όμως, η Πατριαρχική αξία κατά κανονική ακρίβεια θα ολοκληρωθεί («τελειωτικώς») από την Οικουμενική και Μεγάλη Σύνοδο που πρόκειται να συνέλθει.
Ακόμη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει βεβαίαν την πεποίθηση ότι θα έχει στο μέλλον («έξομεν») «ομογνώμους και συμψήφους» όλους τους Πατριάρχες και Προέδρους όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και «κοινή και από τούδε έσται τοιαύτην η συναίνεσις», «για την ανύψωση σε πατριαρχική αξία».
Αυτό σημαίνει ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χορήγησε κατ’ οικονομία την Πατριαρχική αξία στην Εκκλησία της Ρουμανίας, η οποία θα τελειωθή κατά την κανονική ακρίβεια, όταν θα ψηφισθεί από τις άλλες Εκκλησίες σε Οικουμενική Σύνοδο, και τότε θα ισχύει από την ημέρα που χορηγήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Κάθε λέξη έχει την σημασία της.
Αυτό επαναλαμβάνεται και στους Πατριαρχικούς Τόμους που δόθηκαν σε άλλες Εκκλησίες. Αναφέρω το παράδειγμα της ανυψώσεως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Εκκλησίας της Βουλγαρίας σε Πατριαρχείο.
Συγκεκριμένα, στην Επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς την Εκκλησία της Βουλγαρίας, με την οποία ανακοινώνεται η ανύψωσή της σε Πατριαρχείο, γίνεται λόγος για το ότι η Πατριαρχική αξία θα καθορισθεί «τελειωτικώς» από Οικουμενική Σύνοδο «μόνης εχούσης το δικαίωμα του προάγειν τινά των επί μέρους αγίων του Θεού Εκκλησιών εις πατριαρχικήν αξίαν και περιωπήν». Τα κείμενα αυτά είναι σαφέστατα και δεν χρήζουν παρερμηνειών.
Η συζήτηση για τον τρόπο ανακηρύξεως μιας Εκκλησίας σε Αυτοκέφαλη
Τον 20ο αιώνα στην προσπάθεια να επιλυθεί το θέμα της ανακήρυξης της Αυτοκεφαλίας και εν όψει της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου έγινε Πανορθόδοξη συζήτηση για τον τρόπο χορηγήσεως της αυτοκεφαλίας σε μια Εκκλησία.
Έτσι, από την Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στην Γενεύη, τον Νοέμβριο του 1976, συνετάγη ένα κείμενο με τίτλο: «Το Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», στο οποίο τονίζεται ότι η Εκκλησία που επιθυμεί την Αυτοκεφαλία της υποβάλλει αίτηση στην μητέρα Εκκλησία, η οποία σε περίπτωση που παράσχει την συγκατάθεσή της, υποβάλλει πρόταση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού συναινέσουν οι άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ανακηρύσσει επισήμως το αυτοκέφαλον στην Εκκλησία με έκδοση Πατριαρχικού Τόμου, ο οποίος υπογράφεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, και είναι επιθυμητό να προσυπογράφεται από τους Προκαθημένους όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οπωσδήποτε, όμως, από τον Προκαθήμενο της μητέρας Εκκλησίας.
Έτσι, υπάρχει αίτηση της Εκκλησίας, συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας, συναίνεση όλων των Εκκλησιών και ανακήρυξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχικό Τόμο.
Όμως δυστυχώς, δεν επήλθε συμφωνία για το κείμενο αυτό και δεν παρεπέμφθη στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που συνεκλήθη το 2016 στο Κολυμπάρι της Κρήτης, διότι το υπονόμευσε η Εκκλησία της Ρωσίας, έχοντας συμπαραστάτες και άλλες Εκκλησίες, επειδή δεν έπρεπε κατ’ αυτούς να υπογράφεται μόνον από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά και από όλους τους Προκαθημένους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Δεν έγινε αποδεκτή η διάκριση μεταξύ «αποφαίνεται» και «συναποφαίνεται»!
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη λυθεί το θέμα της χορηγήσεως Αυτοκεφάλου στις Εκκλησίες κατά κανονική ακρίβεια, αλλά να παραμείνει η οικονομία, όπως γινόταν μέχρι τώρα, ήτοι να χορηγείται το Αυτοκέφαλο με το εθιμικό δίκαιο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Επίσης, είχε ως αποτέλεσμα να μη «τελειωθούν» κατά κανονική ακρίβεια και οι Αυτοκεφαλίες που δόθηκαν σε άλλες Εκκλησίες μόνον από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, καίτοι το ήθελαν.
Χάθηκε αυτή η ευκαιρία για την επικράτηση της ενότητας μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και για την ακρίβεια υπονομεύθηκε η εκκλησιαστική ενότητα.
Η αντιμετώπιση του θέματος της Ουκρανίας
Για το θέμα της Ουκρανίας που απασχολεί τον Ορθόδοξο Χριστιανικό κόσμο υπάρχουν μερικά δεδομένα.
Πρώτον. Οι οκτώ Εκκλησίες (Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας και Σλοβακίας) έχουν την αυτοκεφαλία τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατ’ οικονομίαν «τω καλώ της οικονομίας χρήσασθαι τρόπω».
Δεύτερον. Στους Τόμους με τους οποίους χορηγήθηκαν Αυτοκεφαλίες και Πατριαρχικές αξίες σε διάφορες Εκκλησίες, γίνεται αναφορά στην σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου στην οποία θα ψηφισθεί η τελική αναγνώριση των Αυτοκεφάλων αυτών Εκκλησιών από όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Τρίτον. Βασική κανονική αρχή είναι να μη εισέρχεται κάποια Εκκλησία στις αποφάσεις των αρμοδιοτήτων των άλλων Εκκλησιών, πολύ δε περισσότερο στις αποφάσεις της Πρωτόθρονης Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που έχει αυξημένες αρμοδιότητες στην προεδρία και την καλή λειτουργία όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ούτε και να τις κρίνουν, προ της Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία παραπέμπονται για την ολοκλήρωση.
Τέταρτον. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπορεί να αρνηθεί την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την πράξη του να εκδώσει Πατριαρχική Πράξη χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά να αποδεχθεί προς το παρόν την απόφαση αυτή και να αναμείνει να εκφράσει την συνολική άποψη και κρίση της, με την ψήφο της, όταν θα συνέλθει η Οικουμενική Σύνοδος. Εκεί θα κριθή και ο τρόπος που δόθηκε η Αυτοκεφαλία, όχι μόνον στην Ουκρανία, αλλά και στις άλλες Εκκλησίες. Η μη αποδοχή του τρόπου εκδόσεως του Πατριαρχικού Τόμου για την Αυτοκεφαλία της Ουκρανίας, θα θέσει σε αμφισβήτηση τις Αυτοκεφαλίες των οκτώ άλλων υφισταμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, συμπεριλαμβανομένης και της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διότι αυτές οι Αυτοκεφαλίες χορηγήθηκαν μόνο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Πέμπτον. Ως προς το θέμα του πως έγινε αποδεκτή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η «Αρχιερωσύνη» των Επισκόπων που «χειροτονήθηκαν» από τους καθηρημένους Αρχιερείς και τους σχισματικούς ή «αυτοχειροτονήτους», η Εκκλησία μας πριν λάβει κάποια απόφαση, θα πρέπει να ερωτήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τον τρόπο με τον οποίον αποκατέστησε τους «Αρχιερείς» αυτούς.
Αυτό εδράζεται στον Συνοδικό και Πατριαρχικό Τόμο του 1850 με τον οποίον δόθηκε το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Ελλάδος, που διαγορεύει:
«Εν τοις συμπίπτουσιν Εκκλησιαστικοίς πράγμασι, τοις δεομένοις συσκέψεως και συμπράξεως προς κρείττονα οικονομίαν και στηριγμόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήρεσεν, ίνα η μεν εν Ελλάδι Ιερά Σύνοδος αναφέρηται προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και την περί αυτόν Ιεράν Σύνοδον· ο δε Οικουμενικός Πατριάρχης μετά της περί αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου, παρέχη προθύμως την εαυτού σύμπραξιν, ανακοινών τα δέοντα προς την Ιεράν Σύνοδον της ᾽Εκκλησίας της ῾Ελλάδος».
Επομένως, στο θέμα της Ουκρανίας επιβάλλεται η σύσκεψη και η σύμπραξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πολύ δε περισσότερο επειδή η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος διοικεί «επιτροπικώς» και τις Επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου εν Ελλάδι. Εάν δεν γίνει αυτό, τότε υπονομεύεται ο Συνοδικός και Πατριαρχικός Τόμος της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας μας.
Έκτον. Αυτό το θέμα, που αφορά την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, δεν μπορεί να τεθεί σε ψηφοφορία στην Ιεραρχία, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εισέλθουμε σε υπόθεση άλλης Εκκλησίας, και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν μάλιστα Αυτό διατηρεί και «το ανώτατον κανονικόν δικαίωμα» στις Επαρχίες «του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Θρόνου» εν Ελλάδι, στις λεγόμενες Νέες Χώρες».
*Το πιο πάνω κείμενο είναι επιστολή του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Ελλάδος