Το «εκκλησιαστικό Brexit» της Ρωσίας θα της γυρίσει μπούμεραγκ

Το «εκκλησιαστικό Brexit» της Ρωσίας θα της γυρίσει μπούμεραγκ

Το Πατριαρχείο Μόσχας διέκοψε την κοινωνία με τον Οικουμενικό Θρόνο, αντιδρώντας στην εκκίνηση, από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, της διαδικασίας δημιουργίας αυτοκέφαλης Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μπήκε εμπόδιο στην επίμονη προσπάθεια της Μόσχας να “καπελώσει” ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο Κύριλλος – και η Ρωσία – για να διεκδικήσουν τα πρωτεία;

Του Αλέξανδρου Μασσαβέτα*

Τα από καιρό αναμενόμενα εγένοντο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κίνησε την διαδικασία. Βαρθολομαίος: Χρέος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να ανακηρύξει Αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ουκρανίας . Οι προθέσεις του σχετικά ήταν γνωστές εδώ και μήνες. Το Πατριαρχείο Μόσχας, από την άλλη, προχώρησε στην διακοπή της κοινωνίας  με το Φανάρι . Τόσο η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη όσο και εκείνη του Μόσχας δεν μπορούν να αξιολογηθούν παρά σε συνάρτηση με το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα που επικρατεί στην Ουκρανία.
Με δύο λόγια
Υπάρχει κίνδυνος η αποστασία της ρωσικής εκκλησίας από την Κωνσταντινούπολη – και άρα από το σύνολο των υπ’ αυτής αναγνωρισμένων εκκλησιών – να μην αποτελέσει βραχυχρόνια κρίση, αλλά να παραταθεί. Αν αυτό συμβεί, θα αποτελέσει το σοβαρότερο σχίσμα στους κόλπους της Εκκλησίας, μετά τον αποχωρισμό των μη-Χαλκηδόνιων εκκλησιώνCouncil of Chalcedon (451), το σχίσμαΣχίσμα του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης (1054) και την αποχώρηση των ΠροτεσταντώνΚώστας Γαγανάκης: Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, 1517-2017. Μύθοι και κληρονομιές | Clio Turbata από το ρωμαιοκαθολικό δόγμα (16ος αι). Κινδυνεύει δηλαδή να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση σε όλον τον Ορθόδοξο κόσμο, πολύ πέραν των συνόρων της Ουκρανίας, και για μεγάλο διάστημα.
Μια συνήθης παρανόηση – που επαναλαμβάνεται στον διεθνή τύπο – αποδίδει την οξύτατη εκκλησιαστική κρίση στην Ουκρανία στη ρωσική εισβολή και κατοχή της ΚριμαίαςΑποστολή στην Ουκρανία (2014) και τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία. Ωστόσο, το αίτημα για αυτόνομη – έναντι της Μόσχας – εκκλησιαστική συγκρότηση αποτελεί μείζον εθνικό ζήτημα, που ταλανίζει την Ουκρανία από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος. Το πρόβλημα είχε χρονίσει, η ουκρανική ορθοδοξία ήταν διαιρεμένη (από τις αρχές της δεκαετίας του 1990) σε τρεις εκκλησίες και η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας συνέβαλε ώστε η υπαγωγή της «επίσημης» ουκρανικής εκκλησίας στην Μόσχα να μην είναι πια ούτε ανεκτή ούτε διατηρήσιμη.
Μιλώντας στο inside story, Ουκρανός διπλωμάτης χαιρέτισε την απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη ως «την σημαντικότερη εξέλιξη για την χώρα μας μετά την πολιτική της ανεξαρτησία το 1991». Χαρακτηρίζει την αντίδραση της Μόσχας «εκκλησιαστικό Brexit» που θα της γυρίσει μπούμεραγκ, εκτίμηση την οποία συμμερίζονται ιεράρχες του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ρώσος ομόλογός του, πάλι, δεν δίστασε να υπονοήσει πως η Ρωσία θα αγωνισθεί με κάθε μέσο ώστε να την ανατρέψει, ακόμη και μετατρέποντας την εκκλησιαστική διαίρεση σε ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στους πιστούς των Πατριαρχείων Μόσχας και Κιέβου.
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία πλήρως υποταγμένη στο κράτος
Το ότι στη βάση του προβλήματος βρίσκονται λόγοι πολιτικοί, όχι θεολογικοί, το αναγνωρίζουν όλες οι πλευρές. Η βασική αιτία δεν είναι άλλη από τον επεκτατικό ρόλοΟ πόλεμος των συνειδήσεων: η Ρωσία και η ελλαδική εκκλησία που διαδραματίζει η ρωσική εκκλησία, απόλυτα προσδεδεμένη στο κράτος και εξαρτώμενη από αυτό. Για μεγάλο μάλιστα διάστημα λειτούργησε χωρίς Πατριάρχη: ο Μέγας ΠέτροςΠέτρος Α’ της Ρωσίας, ο οποίος αποστρεφόταν την ιδέα ενός πατριάρχη στην Μόσχα με μεγάλο κύρος που θα μπορούσε να ανταγωνισθεί την απολυταρχία του Τσάρου, κατήργησε το Πατριαρχείο το 1720. Ως την ανασύσταση του Πατριαρχείου το 1917, την ρωσική εκκλησία διοικούσε Ιερά Σύνοδος, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Τσάρου. Ο στενός κρατικός έλεγχος διατηρήθηκε και κατά την σοβιετική εποχή, με πολλούς Πατριάρχες να έχουν αναπτύξει «ύποπτα στενή σχέση» με τις υπηρεσίες ασφαλείας, και εξακολουθεί και σήμερα.
Η απόλυτα συμβιωτική σχέση κράτους (τσαρικού, σοβιετικού και σύγχρονου) και εκκλησίας στην Ρωσία φαίνεται από τον τρόπο κατά τον οποίο το πρώτο χρησιμοποίησε τη δεύτερη για να ασκήσει έλεγχο επί των ορθοδόξων στις περιοχές που προσαρτούσε, από την ανατολική Ευρώπη ως τον Καύκασο. Σε έναν «πόλεμο δικαιοδοσίας», η εκκλησία επεξέτεινε την δικαιοδοσία της παράλληλα με την εδαφική επέκταση του κράτους, επιδιδόμενη σε έναν πολιτιστικό εκρωσισμό των αντίστοιχων κοινωνιών.
Η ρωσική εκκλησία όργανο εκρωσισμού και διαίρεσης: Γεωργία, Εσθονία, Μολδαβία


Τα παραδείγματα είναι πολλάΟ αδυσώπητος ρωσικός πόλεμος ενάντια στο Φανάρι. Μετά την κατάληψη της Γεωργίας, οι ρωσικές αρχές κατήργησαν το 1801 το αυτοκέφαλο της εκεί εκκλησίας, που ανάγεται στον 9ο αι. αν όχι νωρίτερα. Το Πατριαρχείο Γεωργίας αντικαταστάθηκε από την «Εξαρχία της Γεωργίας», υπαγόμενη στο Πατριαρχείο Μόσχας, με Ρώσο Έξαρχο και λειτουργία στην σλαβονική αντί για την γεωργιανή. Αντίστοιχα, μετά την κατάληψη της Βεσσαραβίας, του ανατολικού τμήματος της Μολδαβίας, το 1812, η Μητρόπολη του Κισινάου υπήχθη στο Πατριαρχείο Μόσχας και επεβλήθη στον ρουμανόφωνο πληθυσμό η λειτουργία στη σλαβονική.
Όπως είναι φυσικό, οι ορθόδοξοι πληθυσμοί που δεν είναι εθνικά Ρώσοι διόλου επιθυμούσαν την εκκλησιαστική υπαγωγή τους στη Μόσχα, όπως διόλου επιθυμούσαν και την πολιτική τους εξάρτηση από αυτήν. Έτσι, μόλις γλίτωσαν από την δεύτερη το 1917, οι Φινλανδοί και οι Εσθονοί ορθόδοξοι ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη συγκρότησή τους σε εθνικές εκκλησίες. Ο οικουμενικός θρόνος τις συγκρότησε το 1923 σε αυτόνομη αρχιεπισκοπή και μητρόπολη αντίστοιχα, ενώ αντικατέστησαν τη σλαβονική στη λειτουργία με τις εθνικές γλώσσες. Η συντριπτική πλειονότητα των πιστών τους ήταν Φινλανδοί και Εσθονοί αντίστοιχα, όχι Ρώσοι.
Η Εσθονία, όμως, κατελήφθη εκ νέου από τους Σοβιετικούς το 1939, συνεπεία του συμφώνου Μολότοφ-ΡίμπεντροπΓερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης με το οποίο Σοβιετικοί και Ναζί μοιράσθηκαν την ανατολική Ευρώπη. Οι Σοβιετικοί κατήργησαν την αυτονομία της Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπάγοντάς την εκ νέου στην Μόσχα και επιβάλλοντας τη σλαβονική. Η πράξη προκάλεσε την δημογραφική καταστροφή της εσθονικής ορθοδοξίας, που τότε μετρούσε πάνω από 200.000 πιστούς εσθονικής εθνότητας. Οι περισσότεροι κληρικοί της παραιτήθηκαν, οι περισσότεροι πιστοί της είτε διέφυγαν στο εξωτερικό είτε, μη αποδεχόμενοι τον εκρωσισμό της εκκλησίας τους, προσχώρησαν στη λουθηρανική ομολογία της πλειονότητας των συμπατριωτών τους.
Αμέσως μετά την ανεξαρτησία της Εσθονίας το 1991, ανασυστήθηκε εθνική εσθονική ορθόδοξη εκκλησία, γύρω από την οποία συσπειρώθηκαν οι Εσθονοί Ορθόδοξοι. Το Πατριαρχείο αναγνώρισε την αυτονομία της το 1996. Ο τότε Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος, γεννηθείς στην Εσθονία, είχε διακόψει την κοινωνία με τον Οικουμενικό Θρόνο για κάποιους μήνες – ίδια τακτική με αυτήν που ακολουθεί ο διάδοχός του Κύριλλος σήμερα. Σήμερα στην Εσθονία, οι μεν Εσθονοί Ορθόδοξοι ακολουθούν την αυτόνομη ορθόδοξη εκκλησία, η δε πολυπληθής ρωσική μειονότητα το Πατριαρχείο Μόσχας.
Η ίδια ιστορία, ακόμη πικρότερη, και στην Δημοκρατία της Μολδαβίας. Το 1918 η βουλή της Βεσσαραβίας (όπως ήταν γνωστό το κατεχόμενο από τους Ρώσους τμήμα της Μολδαβίας) ψήφισε πανηγυρικά την ένωση με την Ρουμανία. Η τοπική εκκλησία οργανώθηκε ως Μητρόπολη Βεσσαραβίας, υπό πατριαρχείο που συστήθηκε στο Βουκουρέστι το 1925. Η σοβιετική κατοχή της Μολδαβίας (1940-1941 και 1944-1991) επέφερε εν νέου την υπαγωγή της τοπικής μητρόπολης στο Πατριαρχείο Μόσχας και τη σλαβονική λειτουργία. Το 1992 ανασυστάθηκε η υπαγόμενη στο Πατριαρχείο Ρουμανίας «Εξαρχία Βεσσαραβίας». Το κράτος – εκβιαζόμενο από τη Μόσχα με το χαρτί των αυτονομιστών της Τρανσνίστριας – αρνήθηκε να την αναγνωρίσει ως το 2002, οπότε και το έκανεMoldova: Bessarabian Orthodox Church wins ten-year registration battle | Religioscope, ύστερα από καταδικαστική απόφασηCase of Metropolitan Church of Bessarabia and Others v. Moldova | European Court of Human Rights του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Η υπαγόμενη στην Μόσχα «Μητρόπολη του Κισινάου και πάσης Μολδαβίας» εξακολουθεί να υφίσταται, και οι σχέσεις μεταξύ των δύο είναι τεταμένες. Στην «ρουμανική» εκκλησία προσχώρησε το 20% των πιστών και αντίστοιχο ποσοστό μητροπόλεων, με την πλειονότητα να παραμένει στην «ρωσική», που λειτουργεί ακόμη στη σλαβονική. Η «ρωσική» εκκλησία απηχεί την πολιτική της Μόσχας. Ασκεί έντονα φιλορωσική πολιτική, αντιτιθέμενη με μανία στην προοπτική ένταξης της χώρας στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και σε δικαιώματα που θεωρεί «παρακμιακά» και «ταυτισμένα με την έκφυλη δύση».

Ουκρανία: η ιστορική ρίζα του προβλήματος
Είναι συνεπώς προφανές πως η κατάρρευση της ΕΣΣΔ οδήγησε σε μαζική επιθυμία εκκλησιαστικής αυτονόμησης των μη ρωσικών λαών στις άλλοτε δημοκρατίες της. Αυτό συνήθως σήμαινε δημιουργία εθνικών εκκλησιών υπαγόμενων απευθείας στον οικουμενικό θρόνο. Η άρνηση της κυβέρνησης και του Πατριαρχείου Μόσχας να δεχθούν τη νέα κατάσταση οδήγησε σε έναν «πόλεμο δικαιοδοσίας» με τον οικουμενικό θρόνο. Ο πόλεμος μοιάζει με εκκλησιαστικό, αλλά για τις τοπικές κοινωνίες είναι ολωσδιόλου πολιτικός-πολιτιστικός.
Η Ουκρανία, ωστόσο, είναι μία διαφορετική περίπτωση από τις άλλες, τονίζουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές. Αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό μόλις αναλογισθεί κανείς πως το Κίεβο ήταν η πρωτεύουσα του κράτους των ΡωςΚράτος των Ρως. Στην Χερσόνησο της Κριμαίας, κοντά στην σημερινή Σεβαστούπολη, βαπτίσθηκε το 988 ο Βλαντίμιρ, τσάρος των Ρως. Στο Κίεβο διαμορφώθηκε, δια της συνεχούς επαφής με την Κωνσταντινούπολη και την Ρωμανία, η ρωσική (και ουκρανική) ορθοδοξία. Ο μητροπολίτης Κιέβου είχε τον τίτλο «Κιέβου και πάντων των Ρως». Συνεπώς, η εκκλησία της Ρωσίας θεωρεί την ουκρανική επικράτεια μήτρα της παράδοσής της.
Εύλογο το ερώτημα: γιατί το κέντρο της ρωσικής ορθοδοξίας δεν βρίσκεται στο Κίεβο, όπου γεννήθηκε η παράδοση και η εκκλησία; Η πόλη καταστράφηκε το 1240 από τους Μογγόλους του Μπάτου-Χαν, που κατέσφαξαν τον πληθυσμό της. Καθώς παρέμενε έκθετη στις επιθέσεις των Λιθουανών και των Τατάρων, το 1299 η Μητρόπολη «Κιέβου και πάντων των Ρως» μεταφέρεται «προσωρινά» στο Βλαντίμιρ, πολιτικό και οικονομικό κέντρο της Ρωσίας. Το 1325 μεταφέρεται στη Μόσχα, που παίρνει σιγά σιγά τα ηνία της «πρώτης πόλης» των Ρώσων από το Βλαντίμιρ. Διατηρεί, ωστόσο, την ονομασία της «Μητρόπολη Κιέβου και πάντων των Ρως».
Η εγκατάλειψη του τίτλου αυτού συνδέεται με την πολιτική άνοδο της Μόσχας και τη βούληση χειραφέτησής της έναντι του Οικουμενικού Θρόνου. Το 1458, πέντε χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης, η Μόσχα αυτοανακηρύσσεται αυτοκέφαλη. Σιγά σιγά ο τίτλος «Μητρόπολη Κιέβου» αντικαθίσταται από το «Μητρόπολη Μόσχας», ενώ μία Μητρόπολη Κιέβου εξακολουθεί να υφίσταται στα εδάφη που σήμερα ανήκουν στην Ουκρανία.
Το 1589 ο Οικουμενικός Θρόνος, βυθισμένος στα χρέη, συμφωνεί με την προαγωγή της «Μητροπόλεως Μόσχας και πασών των Ρωσιών» σε Πατριαρχείο, έναντι σημαντικής χρηματικής αρωγής από την Μόσχα. Ο νέος Πατριάρχης Μόσχας, Ιώβ, καθαίρεσε τον Μητροπολίτη Κιέβου, διορίζοντας άλλον στην θέση του. Σημαντικό τότε μέρος του ουκρανικού κλήρου συνήλθε στην πόλη του Μπρεστ (-Λιτόφσκ). Αντιδρώντας στην υπαγωγή της μητρόπολης Κιέβου στο νέο Πατριαρχείο Μόσχας, διακήρυξαν την Ένωση των μητροπόλεών τους με την Ρώμη. Πρόκειται για την περίφημη Ένωση του Μπρεστ, που δημιούργησε την Ελληνο-καθολική Εκκλησία της Ρουθηνίας (Ουκρανίας). Αυτή κυριάρχησε για μεγάλο διάστημα, με την ενθάρρυνση των βασιλέων της Πολωνίας-Λιθουανίας και αργότερα των Αψβούργων, στην δυτική Ουκρανία.

Την περίοδο 1620-1686 η Μητρόπολη Κιέβου ανασυστάθηκε ως αυτόνομη εξαρχία του Οικουμενικού θρόνου, αλλά στην συνέχεια ενσωματώθηκε εκ νέου στο Πατριαρχείο Μόσχας (κατά τρόπον που τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και η Ουκρανία θεωρούν αντικανονικό). «Η ιστορία μας δείχνει πως η εμμονή της Μόσχας να ελέγξει την εκκλησία των Ουκρανών έσπρωξε πολλούς από αντίδραση στην ΟυνίαΈτσι χαρακτηρίζεται η ενωτική κίνηση των ανατολικών ορθοδόξων Εκκλησιών με τον Πάπα.» λέει στο inside story ο Α, μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. «Αντίστοιχα, ο εκρωσισμός των εκκλησιών τους οδήγησε στο παρελθόν μαζικά τους Φιλανδούς και τους Εσθονούς ορθοδόξους στον προτεσταντισμό και τους Πολωνούς ορθοδόξους στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα».
Οι δραματικές αυτές ανακατατάξεις προσέδεσαν σταθερά την ουκρανική ορθοδοξία στο άρμα της Μόσχας. Όπως συνέβη και στις Φινλανδία, Εσθονία, Γεωργία, Μολδαβία, από τις πρώτες πράξεις του ουκρανικού εθνικού κινήματος, στην προσπάθειά του για ίδρυση ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους την δεκαετία του 1920, υπήρξε η σύσταση ανεξάρτητης ουκρανικής εκκλησίας. Το εθνικό κίνημα δεν οδήγησε στην δημιουργία ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους, δημιουργήθηκε ωστόσο «Αυτοκέφαλη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία». Δεν αναγνωρίσθηκε από τον οικουμενικό θρόνο και βρισκόταν, μέχρι προ ημερών, εκτός κοινωνίας με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες.
Με την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, τα αιτήματα προς τον Οικουμενικό θρόνο για την αναγνώριση, με πατριαρχικό τόμο, αυτοκέφαλης ουκρανικής εκκλησίας ήταν συχνά και επίμονα. Το 1992 ιδρύθηκε Πατριαρχείο του Κιέβου ανεξάρτητο από την Μόσχα, που ζητούσε την υπαγωγή του στο οικουμενικό. Το τελευταίο, δεδομένης της καίριας (ιστορικής, πολιτικής και ιδίως δημογραφικής) σημασίας της Ουκρανίας για την εκκλησία της Μόσχας, δεν προχώρησε στην αναγνώριση αυτή. Η ουκρανική ορθοδοξία, ωστόσο, παρέμενε διαιρεμένη στα τρία: το Πατριαρχείο του Κιέβου συσπείρωσε το 44% περίπου των θρησκευόμενων Ουκρανών. Στο Πατριαρχείο Μόσχας παραμένει το 21% περίπου, ενώ στην Αυτοκέφαλη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία το 2,4%. Η πρώτη και η τρίτη λειτουργούν στην ουκρανική (και σλαβονική) γλώσσα, η δεύτερη μόνο στη σλαβονική.
Γιατί η Αυτοκεφαλία παραχωρείται τώρα;
Η πρόσφατη απόφαση του Οικουμενικού θρόνου, με την οποία αποκαθιστά την κοινωνία και αναγνωρίζει το Πατριαρχείο Κιέβου και την Αυτοκέφαλη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, άνοιξε τον δρόμο για μία ενιαία, αυτοκέφαλη ουκρανική εκκλησία συγκροτημένη σε Πατριαρχείο στο Κίεβο. Η απόφαση ελπίζεται ότι θα δώσει λύση στο πρόβλημα της εκκλησιαστικής διαίρεσης στην χώρα, που – εκκλησιαστικά – παρουσιάζει την πιο περίπλοκη εικόνα από κάθε άλλη χώρα με ορθόδοξη πλειονότητα.
«Το πρόβλημα προϋπήρχε, και ο [Πατριάρχης] Βαρθολομαίος είχε δεχθεί πολλά αιτήματα να παρέμβει και να το λύσει, παραχωρώντας αυτοκεφαλία» εξηγεί στο inside story πηγή πολύ κοντά στον Οικουμενικό Πατριάρχη. «Άνοιξε σχετικός διάλογος με τη Μόσχα πολλές φορές, αλλά η τελευταία δεν ήταν διατεθειμένη να προβεί στην παραμικρή παραχώρηση. Εκτόξευε μονάχα την απειλή για διακοπή των σχέσεων με το Φανάρι. Για μεγάλο διάστημα ο Πατριάρχης πρόταξε τις αντιρρήσεις και τη δυσφορία της Μόσχας, από το 2014 και την εισβολή, ωστόσο, η κατάσταση της υπαγωγής στην Μόσχα, που στην πράξη οι περισσότεροι πιστοί δεν αναγνώριζαν, δεν μπορούσε να διατηρηθεί και τυπικά».

Το θέμα συζητήθηκε και στη συνάντηση που είχαν ο Βαρθολομαίος με τον Μόσχας Κύριλλο στην Κωνσταντινούπολη στις 31 Αυγούστου 2018. 
Ουκρανός διπλωμάτης εξηγεί στο inside story: «Τα γεγονότα του 2014 δεν γέννησαν το εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ουκρανίας, που προϋπήρχε κατά πολύ. Αποτέλεσαν όμως την τελευταία σταγόνα. Μητροπολίτες του Πατριαρχείου Μόσχας αρνήθηκαν να κηδέψουν Ουκρανούς μαχητές που σκοτώθηκαν στις μάχες, να παραστούν σε τελετές στο Κοινοβούλιο. Κάποιοι επικρότησαν ανοικτά την κατοχή της Κριμαίας και τη δράση των ρωσόφιλων ενόπλων στην περιοχή του Ντονμπάς. Στην Κριμαία, οι ρωσικές αρχές εξαπέλυσαν κανονικό διωγμό κατά του Πατριαρχείου Κιέβου, κατάσχοντας ναούς και υπάγοντάς τους στο Πατριαρχείο Μόσχας, διώκοντας ιερείς. Όπως ήταν αναμενόμενο, δημιουργήθηκε ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ των Ουκρανών πιστών της συγκεκριμένης εκκλησίας και της ιεραρχίας της. Πολλοί πιστοί αυτομόλησαν στο Πατριαρχείο Κιέβου, ενώ άλλοι έπαυσαν να θρησκεύονται. Έπρεπε να δοθεί μια λύση».
Για τα επόμενα βήματα, ο Αριστείδης Βικέτος, ανταποκριτής του ΑΠΕ στη Λευκωσία και γνώστης των εκκλησιαστικών παρασκηνίων, σημειώνει: «Η πρόταση του Οικουμενικού θρόνου είναι να συγκληθεί σύνοδος στην Ουκρανία των μητροπολιτών που ζητούν την αναγνώριση του αυτοκεφάλου, ώστε να εκλεγεί προκαθήμενος στον οποίο θα δοθεί ο τόμος της αυτοκεφαλίας. Η σύνοδος θα λάβει χώρα μέχρι το τέλος του έτους.

Η σημασία για την Ουκρανία

«Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη και η διαδικασία που ανοίγει κατοχυρώνει την πνευματική και πολιτιστική χειραφέτηση του ουκρανικού λαού. Αποτελεί την σημαντικότερη εξέλιξη για την εθνική μας ολοκλήρωση μετά την πολιτας ανεξαρτησία του 1991» λέει ο Ουκρανός διπλωμάτης. Σημειώνει πως ήδη ιερείς των μητροπόλεων του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία ανακοίνωσαν ότι προσχωρούν στο Πατριαρχείο Κιέβου. «Πιστεύω πως το Πατριαρχείο Μόσχας γρήγορα θα περιορισθεί μόνο μία ομάδα των πιστών εκείνων που έχουν ρωσική καταγωγή. Εκτιμώ πως θα υπάρξει μαζική διαρροή προς τον νέο, ενιαίο, αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό φορέα» σημειώνει.
Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι είχε πει πως η ανεξαρτησία της Ουκρανίας θα σημάνει το τέλος της Ρωσίας ως αυτοκρατορικής δύναμης. Παρά την ανεξαρτησία μας, όμως, η Μόσχα επενέβαινε δυναμικά τόσο δια της πολιτικής όσο και δια της πνευματικής-εκκλησιαστικής οασκώντας μεγάλη επιρροή στην χώρα. Τώρα η μία από τις δύο οδούς παρέμβασης φαίνεται πως έκλεισε» εκτιμά ο διπλωμάτης.
«Παρά τις απειλές της Μόσχας, που ο Πατριάρχης αγνόησε με παρρησία, άνοιξε ένας δρόμος χωρίς επιστροφή» λέει ο μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου. «Η χαρά του ουκρανικού λαού, που εκδηλώνεται συνεχώς αυτές τις μέρες, είναι μεγάλη. Συμμετέχουν ακόμη και οι Ουνίτες σε αυτήν. Ίσως η χειραφέτηση από τη Μόσχα να τους φέρει εκ νέου στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας».

Η αντίδραση της Ρωσίας
Η αντίδραση της ρωσικής κυβέρνησης και του Πατριαρχείου Μόσχας ήταν η αναμενόμενη, τόσο για την Ουκρανία όσο και για τον Οικουμενικό θρόνο και την Εκκλησία της Ελλάδος. «Η διακοπή της κοινωνίας με τις λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες, για λόγο πολιτικό που δεν έχει να κάνει τίποτε με το δόγμα, είναι ένα πολιτικό καπρίτσιο. Φαίνεται πως η Ρωσία θέλει να παίξει το παιγνίδι του Brexit στον εκκλησιαστικό τομέα. Καθώς όμως οι Βρετανοί πολιτικοί δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τις συνέπειες του Brexit, αυτό έγινε μια καυτή πατάτα που κανείς τους δεν ξέρει πώς να την αγγίξει. Έτσι και η εκκλησιαστική απομόνωση της Ρωσίας θα της γυρίσει μπούμεραγκ, φέρνοντας μονάχα δυσκολίες. Εκτιμώ πως σε βάθος χρόνου, βλέποντας πως αφενός δεν μπορεί να εμποδίσει αυτό που θα ήθελε να εμποδίσει – την ουκρανική αυτοκεφαλία – αφετέρου έχει απομονωθεί μέσα στον Ορθόδοξο κόσμο, η Ρωσία θα αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την κεφαλή της Ορθοδοξίας και τις λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες».
Την ίδια άποψη έχει και ο μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου. «Ο πόλεμος που τώρα ετοιμάζει η Ρωσία είναι ο πόλεμος του ηττημένου» λέει. «Εκτός από την εκκλησία της Σερβίας, που ανησυχεί για την ενδεχόμενη αναγνώριση αυτόνομης “μακεδονικής” εκκλησίας και τον χωρισμό της από το Σερβικό Πατριαρχείο, και το Πατριαρχείο της Αντιόχειας που το ελέγχει απόλυτα η Μόσχα, καμία άλλη εκκλησία δεν αναμένεται να συμπλεύσει με την Μόσχα, μη αναγνωρίζοντας την ουκρανική αυτοκέφαλη εκκλησία. Μέχρι πρόσφατα, οι εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Γεωργίας συνέπλεαν απόλυτα με την Μόσχα, παρότι οι κυβερνήσεις των δύο χωρών είναι στραμμένες προς την Δύση. Έτσι, είχαν απόσχει από τη Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης.

Θεϊκοί εκπρόσωποι με ανθρώπινες αδυναμίες του 2016.

Σήμερα, ωστόσο, παρουσιάζονται ζυμώσεις στους κόλπους των δύο αυτών εκκλησιών και κάποια διαφοροποίηση από τη ρωσική γραμμή. Οι συσχετισμοί στον ορθόδοξο κόσμο μεταβάλλονται».
Ρώσος διπλωμάτης δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή. Θεωρεί πως η προσπάθεια σύστασης ενιαίου και αυτοκέφαλου εκκλησιαστικού φορέα στην Ουκρανία θα προκαλέσει την έντονη αντίδραση των πιστών του Πατριαρχείου Μόσχας, οι οποίοι, ισχυρίζεται, αποτελούν και την πλειονότητα των εκεί πιστών. «Εάν νομίζουν οι συνεργαζόμενοι με τον Βαρθολομαίο πως οι πιστοί του Πατριαρχείου Μόσχας θα τους παραδώσουν τους ναούς και τις μητροπόλεις τους χωρίς αντίσταση, πλανώνται πλάνην οικτρά» λέει κάπως ξερά στο inside story. «Θα πολεμήσουν να τις κρατήσουν και να διασώσουν την παράδοση και την ταυτότητά τους και με τα όπλα αν χρειασθεί. Η υπόθεση αυτή μόλις τώρα αρχίζει, δεν τελειώνει» συνεχίζει, τονίζοντας πως η «προειδοποίηση» δεν αποτελεί παρά προσωπική του εκτίμηση των γεγονότων. «Οι απειλές είναι γνωστές και έχουμε μάθει να μην υποκύπτουμε σε αυτές» απαντά ο Ουκρανός διπλωμάτης.

Προειδοποίηση που εξέδωσε ο Κύριλλος Μόσχας στις 3 Σεπτεμβρίου για την Ουκρανική Εκκλησία.
«Με την αυτοκεφαλία της Ουκρανίας λήγει η φιλοδοξία της Μόσχας να γίνει Τρίτη Ρώμη» λέει στο inside story μητροπολίτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, που υποβαθμίζει την άρνηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου να συναντηθεί με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Αθήνα και εξηγεί πως, αν για το περιστατικό ευθύνεται κάποια δυσαρέσκεια του Αρχιεπισκόπου, αυτή οφείλεται σε μια περιουσιακή διαφορά με το Πατριαρχείο και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως αφορώσα το ουκρανικό ζήτημα. «Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο στον μακραίωνο πόλεμο αμφισβήτησης των πρωτείων του Οικουμενικού Θρόνου από την Μόσχα. Η επίμονη προσπάθεια της Μόσχας να “καπελώσει” ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο έχει προκαλέσει δυσφορία και ανησυχίες όχι μόνο στον ελληνισμό, αλλά και σε σλαβικές εκκλησίες. Ανησυχία προκαλεί ιδιαίτερα ο σκοταδισμός στις αντιλήψεις που προωθεί και η πλήρης συνέργεια με το καθεστώς Πούτιν».
Τόσο ο μητροπολίτης του Οικουμενικού Θρόνου όσο και ο ελλαδίτης ιεράρχης θεωρούν πως η κατάληξη των γεγονότων αποτελεί σοβαρό πλήγμα στο προσωπικό γόητρο του Πούτιν. «Εδώ και χρόνια η Ρωσία προσπαθεί επίμονα να ελέγξει τόσο το Άγιον Όρος, όσο και μητροπόλεις της ελλαδικής εκκλησίας, έχοντας εξαπολύσει έναν πραγματικό “πολιτιστικό πόλεμο” δια της εκκλησιαστικής οδού», λέει ο δεύτερος. «Η διακοπή της κοινωνίας όμως σημαίνει πως οι πιστοί του Πατριαρχείου Μόσχας δεν μπορούν να συνέρχονται προς προσευχή μαζί με πιστούς του Οικουμενικού Θρόνου. Έτσι, δεν είναι – όσο διατηρείται η διακοπή – δυνατή μία επανάληψη της επεισοδιακής επίσκεψης του Ρώσου προέδρου Πούτιν στο Άγιο Όρος, με στόχο την προβολή του ως δήθεν ηγέτη της απανταχού Ορθοδοξίας. Ούτε θα είναι πια τόσο εύκολη η προσπάθεια διάβρωσης μητροπόλεων στην Ελλάδα και “συνειδησιακού εκρωσισμού” τους, προσπάθεια δυστυχώς πολύ επιτυχής μέχρι την πρόσφατη κρίση που ξέσπασε με την απέλαση των Ρώσων διπλωματών από την Ελλάδα και τις σχετικές αποκαλύψεις».

ΠΗΓΗ: Inside Story

*O δημοσιογράφος Aλέξανδρος Μασσαβέτας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Cambridge. Έζησε νομαδικά με βάση του την Πόλη από το 2003 ως το 2015. Κατά την εκεί παραμονή του έγραψε δύο βιβλία για την Κωνσταντινούπολη (Η Πόλη των Απόντων – Πατάκης 2011 και Διαδρομές, Ιστός Πόλης 2013) και ένα για την Μικρά Ασία (Το Παλίμψηστο της Μνήμης, Πατάκης 2015), ενώ συνεργάσθηκε με ελληνικά και ξένα έντυπα. Σήμερα συνεχίζει την νομαδική του ύπαρξη, με βάση την γενέτειρά του.

Share this post