Το Εισοδικό της Αγίας Σοφίας

Το Εισοδικό της Αγίας Σοφίας

Ένα βιβλίο του Χριστοφόρου Δ. Σωφρονίου, Άρχοντος Υπομνηματογράφου της  Μ.τ.Χ.Ε. 

Του Γιώργου Ξεινού*
Μέσα στην φιλολογία της επικαιρότητας των ημερών, νομίζω πως ένα κείμενο για την Αγία Σοφία γραμμένο σε άλλο χρόνο με νηφαλιώτητα κάτι μπορεί να πει.
«Εισοδικό(ν)» στη λειτουργική γλώσσα της Εκκλησίας μας αποκαλείται ο ύμνος που ψάλλεται στο τέλος  της μικρής Εισόδου, ακολουθεί δηλαδή το “Σοφία Ορθή” και την είσοδο των διακόνων, ιερέων και επισκόπων (όταν λειτουργούν) στο ιερό βήμα.  Είναι ο ύμνος με τον οποίο το εκκλησίασμα υποδέχεται το ιερό Ευαγγέλιο, δηλαδή τον Χριστό.

Έτσι το «Εισοδικό της Αγίας Σοφίας» είναι ένας ύμνος στον ναό της του Θεού Σοφίας, ο οποίος αφιερώθηκε από τον κτίτορά του, αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στη Σοφία του πάντων Βασιλέα και  συμβολίζει  τον ίδιο τον Χριστό.

 

Ο συγγραφέας του το αφιερώνει στον «ευσχήμονα» Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος  στις μέρες μας αποτελεί τη συνέχεια του Βυζαντινού κόσμου και αντιπροσωπεύει το ένδοξο παρελθόν του.

1500 χρόνια τώρα η Μεγάλη του Χριστού αυτή Εκκλησία, συνδέθηκε με τα μεγαλύτερα γεγονότα της πορείας της του Χριστιανισμού· μια  ιστορία  άλλοτε δόξας και μεγαλοσύνης  κι άλλοτε  κατάπτωσης και αισχύνης. Μια ιστορία παράλληλη με την διαμόρφωση της έννοιας του Γένους, ως γλωσσικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής οντότητας.

Στον ιστορικό αυτό χρόνο καταδυόμενο το «Εισοδικό της Αγίας Σοφίας», ιχνηλατώντας τις εντυπωμένες στο σώμα του μνημείου λεπτομέρειες, αποκαλύπτει βήμα προς βήμα στους συνοδούς του συγγραφέα το μυστήριο του συμβόλου της Ρωμηοσύνης, της Αγιασοφιάς. 

Ξεκινώντας από τη θέση ανοικοδόμησης και τη γενεαλογία του μνημείου, και προχωρώντας στην αρχιτεκτονική έμπνευση, τη  δομή, τον διάκοσμο και την εικονογραφία, πλέκει τον ιστό του χρόνου με τα νήματα της πίστης, της προσευχής, της ευχαριστίας και της δοξολογίας αφ’ ενός, και τις κηλίδες της συχνά πλανημένης  από την υπεροψία, αλαζονεία, και σκληρότητα της εξουσίας καθώς και τη ζηλοφθονία, τη μισαλλοδοξία, την επιβουλή των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών αφ’ ετέρου.

Ως «συνοδοί» κι εμείς του συγγραφέα τον ακολουθούμε στην περιαγωγή του στον χώρο και τον χρόνο του μνημείου, ανακαλύπτοντας τα αθέατα και κεκρυμμένα του μεγαλείου του. Μετέχουμε στην ευδαιμονία των αναζητήσεων και των διαπιστώσεών του, καθιστάμενοι σοφότεροι για τα πράγματα· τα οράματα των προσπεσόντων και τα πάθη των βεβηλωτών και φθορέων του τεμένους της του Θεού Σοφίας.

Έτσι ενδοσκοπώντας την αφήγηση του συγγραφέα δεν μας ξενίζει το συναπάντημἀ μας  με την προσωπική του μέθεξη, την ψυχική ανάταση και την υπερβατική ερμηνεία του θαύματος. Γιατί στη συνείδηση του συγγραφέα το μνημείο δεν έχει μονοδιάστατη έκταση, αλλά πολλαπλό περιεχόμενο στο οποίο συναρτάται ο λόγος της δημιουργίας του με την συμβολή του ανά τους αιώνες στην στήριξη της ορθόδοξης πίστης και της θεοφύλακτης αυτοκρατορίας.

 Στον ναό της του Θεού Σοφίας, τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και την Αγιασοφιά της λαϊκής λαλιάς βρίσκεται η πλήρης αποτύπωση της πίστης, των οραμάτων, των προσδοκιών, των ελπίδων, της δόξας και των συμφορών του Γένους. Του Γένους που στο συνείδησή του έχει χαραχτεί ανεξίτηλα η ταύτιση της ιστορίας του με εκείνη του μνημείου, το οποίο συμβολίζει το μεγαλείο και την υπερηφάνεια του. Έτσι ακολουθώντας τον συγγραφέα του  «Εισοδικού» να μας οδηγεί στα φανερά και να μας αποκαλύπτει τα κρυφά της Μεγάλης Εκκλησιάς αναγνωρίζουμε την ιστορική διαδρομή του γένους μας. Ενός γένους όχι από φυλή, αλλά από φιλοσοφία και πίστη, από γλώσσα και πολιτισμό, από όνειρα και φιλοδοξίες, από ένδοξες και άδοξες στιγμές, από νίκες και ήττες. Του Γένους που ό,τι και να του συμβεί, δεν χάνει την πίστη του και δεν παραιτείται· ξέρει να αντιπαλεύει και να υπερνικά τους χαλεπούς καιρούς σημειώνοντας την παρουσία του με έργα αιώνιας πνοής και παγκόσμιας αναγνώρισης.

Το βιβλίο του Άρχοντα Σωφρονίου, εκτός από αποκάλυψη του μεγαλείου του ανυπέρβλητου αυτού αριστουργήματος, αποτελεί και μια ανατομία της ψυχοσύνθεσης και της φιλοσοφίας του Βυζαντινού Ελληνισμού. Του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος αφού έκλεισε τον κύκλο της αρχαιότητας διερχόμενος μέσα από τις επιλογές και τις προτιμήσεις  ρωμαϊκού κόσμου, αναδύθηκε ως χριστιανικός, αναβαπτισμένος στα νάματα της πίστης του στον Αναστάντα Χριστό.

Σημ: Το κείμενο είναι μέρος άρθρου, που περιλαμβάνεται στην ύλη του προσεχούς τεύχους του περ. ΙΜΒΡΟΣ του Συλλόγου Ιμβρίων Αθηνών.
Γιώργος Ξεινός έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο Σχοινουδίου της Ίμβρου, όπου οι γονείς του υπηρετούσαν ως δάσκαλοι. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κεντρική Σχολή του νησιού συνέχισε στο λύκειο της Θεολογικής Σχολής Χάλκης.  Το 1964 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1971. Υπηρέτησε τη θητεία υπαίθρου στη Λήμνο και στη συνέχεια άσκησε την ιατρική στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει ως σήμερα. Από το 1974 συμμετείχε σχεδόν αδιάλειπτα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος από το 2006 έως το 2013, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξέλιξη των λογοτεχνικών και γενικότερα πνευματικών πραγμάτων.Επίσης εξέδωσε επί μια τριακονταετία, το περιοδικό «Ιμβριώτικα» και είναι διευθυντής του Αρχείου ΄Ιμβρου της Εταιρίας Μελέτης ΄Ιμβρου και Τενέδου της οποίας υπήρξε εμπνευστής και κατ’ επανάληψη πρόεδρός της. Είναι συγγραφέας επιστημονικών άρθρων και λογοτεχνικών βιβλίων. Τον Σεπτέμβριο του 2017, χειροθετήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και έλαβε το οφφίκιο του Άρχοντος Προστάτου των Γραμμάτων.

Share this post