ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΓΗ ΜΑΣ

ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΓΗ ΜΑΣ

Ομιλία στην έκθεση του καθηγητή Nico Carpentier THE MIRROR OF CONFLICT στο Σπίτι της Συνεργασίας

Του ΤΑΚΗ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

Ανήκω στη γενιά που έζησε τα πάντα και πιο έντονα όσα συγκλόνισαν την Κύπρο από τη δεκαετία του 1950 και μετά.

Συνδέθηκα με ανθρώπους και συμβάντα.

Ύστερα διάβασα όσα γράφτηκαν για την εποχή και είδα ανθρώπους που γνώρισα, αγάλματα.

Μνημεία που σήμαιναν θάνατο. Αγάλματα τις πιο πολλές φορές με όπλο στο χέρι και κείμενα σπαρμένα με μύθους.

Στα αποκαλυπτήρια του κάθε μνημείου και μια μεγάλη πολιτική εκδήλωση, με τη παρουσία κυβερνητικών αξιωματούχων, με μπάντες και βαρυσήμαντες ομιλίες. Μνημεία που ταυτίζονται με την απόλυτη έννοια του εθνικισμού και τη μετουσίωσή του σε δόξα του θανάτου.

Με το τέλος της τελετής φεύγουν οι επίσημοι με τις συνοδείες τους ικανοποιημένοι για την επιτυχία της εκδήλωσης και το πλήθος διαλύεται. Το άγαλμα παραμένει εκεί το μόνο και άφωνο. Άλλοι πια μιλούν γι’ αυτό. Λένε τα δικά τους , το χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν δικές τους πολιτικές επιλογές, σφάλματα και ευθύνες. Η επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν του αγάλματος εξασφαλίζει ασυλία και ασφάλεια. Αν συντηρούν παλαιές έχθρες και προετοιμάζουν νέα νεκροταφεία αυτό τους είναι αδιάφορο. Με τους νεκρούς ξοφλούν με τα μνημεία όμως η δόξα παραμένει στους ζωντανούς αρχηγούς μαζί με τους μύθους που τους περιβάλλουν.

Συμβαίνουν κι άλλα ακόμη πιο απίστευτα. Να μιλούν εγκωμιαστικά για το θύμα οι δολοφόνοι, κατόπιν διαταγής του Γρίβα-Διγενή, συναγωνιστές του,. Σε άλλη περίπτωση ακροδεξιοί να κάνουν τιμητικές ομιλίες για δολοφονημένο δημοκρατικό αγωνιστή από την ΕΟΚΑ Β΄. Και η προτομή του δολοφονημένου να μένει εκεί σιωπηλή, να μη μπορεί να διαμαρτυρηθεί ή να τους αποδιώξει.

Η σιωπή όμως των αγαλμάτων δε μπορεί να είναι παντοτινή. Υπάρχουν οι φίλοι και οι συγγενείς, με τη δική τους μοναξιά και την αίσθηση της απώλειας. Αυτοί ξέρουν πολύ περισσότερα από όσα φανερώνει το άγαλμα. Ξέρουν για αρχηγούς, για διαταγές και συμπεριφορές που τους έχουν πληγώσει. Αυτά δε πρόφτασαν να τα πουν οι ίδιοι.

Υπάρχουν και άλλα μηνύματα, έστω και λίγα, που φανερώνουν ευρύτητα αντίληψης και υπέρβαση διαιρέσεων και συγκρούσεων. Αυτά παραμένουν στο περιθώριο. Δεν ταιριάζουν με όσα λένε οι ρήτορες.

Ο Κυριάκος Μάτσης μας άφησε πέραν του του τάφου και του μνημείου το μήνυμα ότι «όλοι έχουμε δίκαιο» και το άλλο « Να γιατί δε νοιάζομαι αν τη γη τη ζουν Τούρκοι για Έλληνες, Εβραίοι για… Εκείνο πούχει αξία είναι να τη ζουν αυτοί που την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους και να περπατούν ελεύθεροι πάνω της διαφεντευτές και κυρίαρχοί της». Δεν είναι τυχαίο που ο ανδριάντας του (σ.σ: Έργο του Βαγγέλη Μουστάκα-φωτο επάνω) δε σημαίνει θάνατο κι ούτε κρατά όπλο στο χέρι.

Πίσω από κάθε άγαλμα, κάθε ήρωα υπάρχει μια οικογένεια. Ποιος προβληματίστηκε ή θέλησε να μάθει τι σκέφτονται οι γονιοί, τ’ αδέρφια και οι δικοί όταν τελειώνουν οι τελετές, τα επίσημα μνημόσυνα και οι ρητορείες, όταν παύσουν να τους φωτίζουν οι προβολείς της δημοσιότητας και διαλύεται το πλήθος των παρευρισκομένων; Αυτά δε τα λέγει κανένα δελτίο ειδήσεων ή επίσημο ανακοινωθέν. Μπορείς όμως να τα βρεις όταν μιλήσεις μαζί με τους δικούς τους και ακόμη πιο πολύ τα βρίσκεις καταγραμμένα στη λογοτεχνία της εποχής. Το διήγημα Μνημείο, γραμμένο το 1961, μας μεταφέρει στο σπίτι του ήρωα ύστερα από τα πανηγυρικά αποκαλυπτήρια αγάλματος.

Ο πατέρας επιστέφει στο σπίτι. Στο δρόμο τον σταματούν του σφίγγουν το χέρι του λένε συγχαρητήρια. Αυτός «Ανατριχιάζει. Βιάζει το βήμα του . Τα πόδια του είναι τόνοι βαριά […] Σέρνει το βάρος του. Να φτάσει σπίτι του, να φτάσει». Εκεί τον περιμένουν τ΄ άλλα του παιδιά που δεν πήγαν στην τελετή. Τους λέγει σαν σε απολογία

– Τα τελευταία χρόνια δεν βρισκόταν κοντά μου…Δεν με ρώτησε…δεν με λογάριασε στις αποφάσεις του. Ο ενθουσιασμός της νιότης τον παρέσυρε

Ο μεγαλύτερος του γιος του απαντά

– Ας πούμε πως είναι έτσι […] Αχ, πατέρα, δεν το βλέπεις πως ο δρόμος που του χάραξες όλα τα χρόνια, οδηγούσε κατ’ ευθείαν στη θυσία; Την ωραία θυσία δεν λέω όχι… Και τώρα που είναι το αντίκρισμα για τη ζωή του; Άξιζε να χαθεί;

Αυτό το ερώτημα δε θα το βάλει κανένας επίσημος, κανένας από όσους μαζεύονται για να τιμήσουν τον ήρωα του μνημείου, όμως είναι εκεί. Αιωρείται στη ατμόσφαιρα. Άξιζε να χαθεί;

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Share this post