Όταν ο Τάσσος έσπαζε το εμπάργκο του ΟΗΕ στον Μιλόσεβιτς – Η επιστολή Del Ponte και η γνωμάτευση Μαρκίδη

Όταν ο Τάσσος έσπαζε το εμπάργκο του ΟΗΕ στον Μιλόσεβιτς – Η επιστολή Del Ponte και η γνωμάτευση Μαρκίδη

Άγνωστα στο ευρύ κοινό στοιχεία της πολύκροτης  υπόθεσης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ( δεκαετία 1990) φέρνει στην επιφάνεια η δημοσιογράφος Κατερίνα Ηλιάδη με εκτενές και τεκμηριωμένο ρεπορτάζ στην εφημερίδα “Πολίτης” , στο οποίο παρουσιάζει και αποσπάσματα από την άκρως απόρρητη επιστολή της τότε εισαγγελέως του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης,  Carla Del Ponte. Τα πρόσωπα , που βοήθησαν τον Μιλόσεβιτς,  ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος,  δικηγόρος – βουλευτής και ηγέτης από το 2002 του Δημοκρατικού Κόμματος και στην συνέχεια πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Αυξέντης Αυξεντίου, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και  ο Κίκης Λαζαρίδης, πρόεδρος της Λαϊκής Τράπεζας. ( σημ: Μάλιστα, ο Παπαδόπουλος για να σταματήσει τα εις βάρος του δημοσιεύματα κίνησε αγωγή κατά της εφημερίδας «Financial Times», αλλά στην συνέχεια έκανε πίσω , γιατί πλησίαζαν οι προεδρικές εκλογές) . 

*Διαβάστε το ρεπορτάζ της Κατερίνας Ηλιάδη

Η ανάμειξη, εμπλοκή ή/και διαπλοκή δικηγορικών γραφείων πολιτικών σε μπίζνες εκατομμυρίων (και δισεκατομμυρίων) με «διάσημες επικηρυγμένες προσωπικότητες» δεν είναι ούτε πρόσφατη ανακάλυψη ούτε μόνο κυπριακή πατέντα. Μία από τις πιο ντροπιαστικές ιστορίες για τη χώρα μας, με διεθνές ενδιαφέρον, είναι η κυπριακή πτυχή της ιστορίας του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, η οποία παραμένει πάντα επίκαιρη και ενδιαφέρουσα. Όταν η διεθνής κοινότητα είχε αποκλείσει την τότε Γιουγκοσλαβία ως κράτος παρίας κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, η Κύπρος βρήκε την ευκαιρία να κάνει δουλειές με το Βελιγράδι και η τότε Λαϊκή Τράπεζα έγινε ο βασικός οικονομικός σύνδεσμος του πρώην Γιουγκοσλάβου Προέδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς με τον έξω κόσμο. Σε άρθρο των «Financial Times», ημερομηνίας 25/7/2002, αναφέρεται ότι «σύμφωνα με έκθεση του Μόρτεν Τόρκιλντσεν, ερευνητή στο Γραφείο Δίωξης Εγκλημάτων Πολέμου των Ηνωμένων Εθνών, η Λαϊκή Τράπεζα, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα του νησιού, επέτρεψε σε μια ομάδα εταιρειών-προπετασμάτων γιουγκοσλαβικών συμφερόντων να λειτουργούν αψηφώντας τις κυρώσεις του ΟΗΕ.

Οι εταιρείες αυτές προμήθευαν την κυβέρνηση του κ. Μιλόσεβιτς με καύσιμα, πρώτες ύλες, ανταλλακτικά και όπλα για τη διεξαγωγή πολέμων στη Βοσνία το 1992-1996 και στο Κόσοβο το 1998-1999. Ο Μλάνταν Ντίνκιτς, ο Γιουγκοσλάβος κεντρικός τραπεζίτης, ανέφερε σε επίσκεψή του στην Κύπρο […] ότι ώς και 4 δισ. δολάρια συνάλλαγμα μπορεί να είχε μεταφερθεί στην Κύπρο από το 1992 έως το 1994. Τα χρήματα είχαν κατατεθεί κατά κύριο λόγο στη Λαϊκή Τράπεζα και στην ελληνική θυγατρική της, την Ευρωπαϊκή Λαϊκή Τράπεζα. Έρευνα των ‘Financial Times’ αποκάλυψε ότι αντί να πάρουν μέτρα κατά της παραβίασης των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Γιουγκοσλαβία, ηγετικά μέλη της στενά δεμένης κυπριακής ελίτ διευκόλυναν τις συναλλαγές.

Ο Κίκης Λαζαρίδης

Μεταξύ αυτών ήταν ο Αυξέντης Αυξεντίου, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, ο Κίκης Λαζαρίδης, πρόεδρος της Λαϊκής Τράπεζας και ο Τάσσος Παπαδόπουλος, διακεκριμένος δικηγόρος και ηγέτης από το 2002 του Δημοκρατικού Κόμματος, του δεύτερου μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της χώρας».

Ρευστό κατευθυνόταν από το Βελιγράδι στην Κύπρο, σε ειδικούς λογαριασμούς, κυρίως στη Λαϊκή Τράπεζα, «και τους λογαριασμούς χειρίζονταν αξιωματούχοι στο υπεράκτιο υποκατάστημα της Beogradska Banka στη Λευκωσία, μια κρατική τράπεζα που διοικούσε η Borka Vucic, μία από τους πιο στενούς συνεργάτες του κ. Μιλόσεβιτς». Μετρητά συνεχίζονταν να μεταφέρονται στην Κύπρο, σε σακούλες, «και μετά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κύπρου, το 1998 […] Ο Ντράγκομιρ Στόικοβιτς, courier της Εθνικής Τράπεζας της Γιουγκοσλαβίας, πετούσε στην Κύπρο με ιδιωτικό αεροσκάφος σχεδόν κάθε εβδομάδα, από τον Μάρτιο του 1998 έως τον Μάρτιο του 1999. Μετέφερε τα χρήματα σε ενισχυμένες χάρτινες σακούλες, που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία τσιμέντου, και τα παρέδιδε στα στελέχη της Λαϊκής Τράπεζας στο αεροδρόμιο της Λάρνακας».

Απόρρητη επιστολή

Σήμερα ο «Π» αποκαλύπτει αποσπάσματα από την άκρως απόρρητη επιστολή της εισαγγελέως του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης Carla Del Ponte, με την οποία ζητείται η βοήθεια των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Συγκεκριμένα, η κ. Del Ponte ζητούσε από τις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας την παροχή, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία του αιτήματός της (29/8/2001), «αντιγράφων διαφόρων εγγράφων που ευρίσκονται σε δικηγορικά γραφεία στην Κύπρο και αφορούν αριθμό εγγραφεισών στην Κύπρο εταιρειών από 1/1/1990 μέχρι 31/12/2000. Ζητούνται επίσης πληροφορίες για άτομα που κατονομάζονται στο έγγραφο και έχουν σχέση με τις εν λόγω εταιρείες». Η Carla Del Ponte, επικεφαλής εισαγγελέας στο Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου του ΟΗΕ για τη Γιουγκοσλαβία, έψαχνε στοιχεία για εκατοντάδες συναλλαγές που έγιναν μέσω της τότε Λαϊκής Τράπεζας (Laiki Bank) από οκτώ εταιρείες-βιτρίνα που έδρευαν στην Κύπρο (και είχαν στηθεί από το Δικηγορικό Γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου, μετέπειτα Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας).

 Γιατί;

Στην εν λόγω άκρως εμπιστευτική επιστολή, που φέρνει σήμερα στη δημοσιότητα ο «Π», περιγράφονται εν συντομία γεγονότα στα οποία εμπλέκονται οι εταιρείες για τις οποίες ζητούνται σχετικές πληροφορίες από τις κυπριακές αρχές. Με βάση τις πληροφορίες που παρατίθενται σε αυτό το αίτημα, η εισαγγελέας πιστεύει ότι:

– Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ήταν ο γενικός αρχιτέκτονας της μεταφοράς χρημάτων από την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ).

– Διηύθυνε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και ζητούσε από μια κλειστή ομάδα την εκτέλεση οικονομικών του σχεδίων.

– Τρία άτομα που συνεργάζονταν στενά με τον Μιλόσεβιτς στις οικονομικές οδηγίες του ήταν οι Νικόλα Σάνοβιτς, Μπόρκα Βούτσιτς (Borka Vucic) και Μιχάλι Κέρτες, όλοι τους άμεσα συνδεδεμένοι με τους λογαριασμούς που περιγράφονται.

– Με εντολή του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, η Borka Vucic ζήτησε ως νομικό σύμβουλο το Δικηγορικό Γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου για τη σύσταση των οκτώ εταιρειών που περιγράφονται στην παράγραφο 13 και για το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών γι’ αυτές τις εταιρείες στη Λαϊκή Τράπεζα (Cyprus Popular Bank) στην Κύπρο και στην Ευρωπαϊκή Λαϊκή Τράπεζα (European Popular Bank) στην Ελλάδα.

– Οι διορισμένοι ιδιοκτήτες των οκτώ εταιρειών δεν είχαν γνώση των εταιρειών που κατείχαν, ούτε των χρηματοοικονομικών συναλλαγών που πραγματοποίησαν αυτές οι εταιρείες. Αυτό έγινε ώστε οι αληθινοί ιδιοκτήτες και ελεγκτές αυτών των εταιρειών να μην μπορούν εύκολα να εδραιωθούν.

– Εκ των πραγμάτων, τον έλεγχο αυτών των εταιρειών, του SDF και των χρηματοοικονομικών συναλλαγών που διενεργούσαν οι οκτώ εταιρείες, είχε η Borka Vucic. Εκ των γεγονότων, ιδιοκτήτης των εταιρειών ήταν το καθεστώς Μιλόσεβιτς.

– Τα χρήματα που μεταφέρονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούνταν στο όνομα των εταιρειών προέρχονται από ταμεία (funds) κάτω από τον νόμιμο έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας της Γιουγκοσλαβίας, ωστόσο εκ των πραγμάτων ήταν υπό τον έλεγχο του καθεστώτος Μιλόσεβιτς.

– Τα μεταφερόμενα κεφάλαια περιελάμβαναν επίσης τελωνειακές αποδείξεις από τη Δημοκρατία της Σερβίας και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, τα οποία μεταφέρθηκαν παράνομα από τον Κερτς, με οδηγίες του Μιλόσεβιτς, για χρήση από ειδικές ανώνυμες ομάδες/γκρουπ.

– Οι σκοποί πίσω από τη δημιουργία των οκτώ εταιρειών και το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών από αυτές τις οντότητες στην Ελλάδα και την Κύπρο ήταν η παροχή μη ανιχνεύσιμων χρημάτων προς όφελος του Μιλόσεβιτς και άλλων και η χρηματοδότηση ατόμων σερβικής καταγωγής που ζούσαν στη Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και στη Δημοκρατία της Κροατίας.

Αυτά ζητούσε η Ponte

Στην ίδια επιστολή, στην παράγραφο 23, επισημαίνεται ότι η εισαγγελέας πιστεύει ότι η εξέταση των αρχείων που τηρεί το Δικηγορικό Γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου, σχετικά με την ίδρυση των οκτώ εταιρειών που αναφέρονται στην παράγραφο 13, Cybenco Trading Limited και Beogradska Banka a.d. και η θυγατρική της Beogradska Banka d.d. Cyprus Offshore Banking Unit (BB COBU), θα παράσχει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με διευθετήσεις που έγιναν για χρηματοδοτήσεις από το καθεστώς Μιλόσεβιτς, κατά τη διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης των Στρατών της Σρπσκα και του Στρατού της Δημοκρατίας Σρπσκα – Κράινα και παραστρατιωτικών. Επομένως, η εισαγγελέας ζητά να της παράσχουν οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία του παρόντος αιτήματος, αντίγραφο των ακόλουθων εγγράφων:

Ι. Αντίγραφα όλων των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που διατηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή και βρίσκονται εντός του Δικηγορικού Γραφείου Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες, καθώς και αυτά που εστάλησαν στο ίδιο δικηγορικό γραφείο ή ετοιμάστηκαν από προσωπικό που συνδέεται με αυτό το δικηγορικό γραφείο, συμπεριλαμβανομένων (αναφέρονται ονόματα και Κύπριων δικηγόρων). Και έχουν σχέση με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες εταιρείες ή πρόσωπα: Antexol Trade Ltd, Browncourt Enterprises Ltd, Cabcom Marking Ltd, Hillsay Marketing Ltd, Lainoral Trading Ltd, Southmed Holding Ltd, Vericon Management Ltd, Vantervest Overseas Ltd, Cybenco Trading Ltd, Beogradska Banka d.d. κυπριακή υπεράκτια τραπεζική μονάδα Κύπρου (BB COBU), Beogradska Banka a.d., Ms Borka Vucic, Ms Ljlijana Radenkovic, Ms Radmila Budisin, Ms Zagorka Corovic, Olga Nikie, για την περίοδο 1η Ιανουαρίου 1990 μέχρι 31η Δεκεμβρίου 2000.

Με το συγκεκριμένο αίτημα ζητούνταν τα εξής αντίγραφα εγγράφων:

Α. Οδηγίες για τις παραπάνω εταιρείες ή πρόσωπα που λαμβάνονταν από ή αποστέλλονταν στο Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες σχετικά με:

  1. Τη σύσταση των εταιρειών.
  2. Άνοιγμα σχετικών τραπεζικών λογαριασμών.
  3. Διεξαγωγή σχετικών οικονομικών συναλλαγών.
  4. Ονομασία ή ταυτοποίηση ενός ατόμου ως πραγματικού δικαιούχου.
  5. Αλλαγή του ονόματος του διορισμένου πραγματικού δικαιούχου.
  6. Διάλυση ή εκκαθάριση των εταιρειών.
  7. Την ταυτότητα όλων των ατόμων που παρείχαν οδηγίες για νομική κάλυψη εκ μέρους των εταιρειών που κατονομάζονται.

Β. Σημειώσεις ή αρχεία που τηρούνταν σε σχέση με εταιρείες ή ονόματα προσώπων, συμπεριλαμβανομένων:

  1. Πρακτικά συνεδριάσεων.
  2. Σημειώσεις ημερολογίου.
  3. Τηλεφωνικές σημειώσεις.
  4. Αλληλογραφία.

Γ. Αρχεία λογαριασμών σε σχέση με εργαζομένους που συνδέονται με εταιρείες ή ονόματα ατόμων.

Οι οκτώ εταιρείες

Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη συνεχιζόμενη έρευνά του, το Γραφείο της Εισαγγελέως έχει εντοπίσει οκτώ εταιρείες (που κατονομάζονται) για τις οποίες πιστεύεται ότι ιδρύθηκαν με ενέργειες της κ. Vucic, έπειτα από οδηγίες του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Οι οκτώ αυτές εταιρείες είχαν όλες τραπεζικούς λογαριασμούς με τράπεζες, με έδρα στην Κυπριακή Δημοκρατία και στην Ελλάδα. Οι οκτώ εταιρείες είναι:

  1. Browncourt Enterprises Ltd: Τα εταιρικά έγγραφα αποκαλύπτουν ότι ιδρύθηκε στην Κύπρο τον Ιούνιο του 1995 από το «Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες». Το δικηγορικό γραφείο ενημέρωσε τις αρχές ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της Browncourt ήταν η Radmila Budisin, μία Σέρβα νομικός που εργαζόταν για το νομικό τμήμα της Beogradska Banka στο Βελιγράδι. Η υπογράφουσα αυτόν τον λογαριασμό ήταν η κ. Nairy Merhcjc, υπάλληλος του δικηγορικού γραφείου. Η κ. Budisin, σε συνέντευξη που έδωσε στους ερευνητές του Γραφείου της Εισαγγελέως, δήλωσε ότι (α) η Browncourt δημιουργήθηκε χωρίς την υπογραφή, τη γνώση ή την άδειά της και δεν είχε κανέναν έλεγχο της εταιρείας από την ίδρυσή της τον Ιούνιο του 1995, (β) δεν γνώριζε ούτε έδωσε ποτέ άδεια για άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών στο όνομα Browncourt, (γ) δεν γνώριζε ότι το Δικηγορικό Γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου ή δικηγορικά γραφεία είχαν ιδρύσει αυτήν ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία στο όνομά της, και (δ) είναι μακρινή συγγενής του αποβιώσαντος συζύγου της Borka Vucic.
  1. Antexol Trade Ltd: Ιδρύθηκε το 1992, ορίζοντας τη Ljlijana Randenkovic ως πραγματικό δικαιούχο. Μεταφέρθηκε η κυριότητα της Antexol από την κ. Radenkovic στην κ. Budisin (ιδιοκτήτρια της Browncourt) το 1995. Η κ. Radenkovic μεταφέρθηκε σε δικηγορικό γραφείο στο Λονδίνο για την υπογραφή του εγγράφου και πιστεύεται ότι το γραφείο συνδέεται με το κυπριακό Δικηγορικό Γραφείο «Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες». Η κ. Radenkovic υπέγραψε το έγγραφο με την απειλή να χάσει τη δουλειά της στην AY Bank. Η κ. Budisin δήλωσε στους ανακριτές του Γραφείου της Εισαγγελέως ότι δεν γνώριζε ότι η εταιρεία Antexol μεταφέρθηκε σε αυτήν το 1995 και ότι αυτή η μεταφορά πραγματοποιήθηκε χωρίς την υπογραφή, τη γνώση ή την άδειά της.
  1. Vantervest Overseas Ltd: Ιδρύθηκε στην Κύπρο το 1992 από την κυπριακή δικηγορική εταιρεία Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες. Τη στιγμή της σύστασης, ο πραγματικός ιδιοκτήτης αυτής της εταιρείας ήταν ο κ. Budimir Costic. Τον Ιούνιο του 1995, το δικηγορικό γραφείο ενημέρωσε την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ότι ο νέος πραγματικός δικαιούχος αυτής της εταιρείας ήταν η κ. Zagorka Corovic. Βιογραφικά αρχεία που δόθηκαν στις αρχές το 1995 αναφέρουν ως ημερομηνία γέννησης της κ. Corovic την 21η Ιουλίου του 1914, δηλαδή ότι ήταν 81 ετών κατά τη στιγμή της μεταφοράς. Στην κατάθεσή της στις αρχές του Βελιγραδίου η κ. Zagorka είπε ότι είναι η μεγάλη εξαδέλφη της Borka Vucic και ότι δεν είχε γνώση περί των Vantervest, Vericon, Hillsay ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας που σχετίζεται με το όνομά της. Στην κατάθεσή της στις αρχές του Βελιγραδίου η κ. Budisin ανέφερε ότι είναι γνωστή με την κ. Corovic και ότι η κ. Corovic είναι συγγενής της Borka Vucic. Η κ. Corovic είχε μεταναστεύσει στη Βραζιλία πριν από περίπου 50 χρόνια και είχε επιστρέψει πρόσφατα για να ζήσει στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας.
  1. Vericon Management Ltd: Σύμφωνα με έγγραφα της κυπριακής κυβέρνησης, η εταιρεία ιδρύθηκε στην Κύπρο το 1995 από το Δικηγορικό Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος.
  1. Hillsay Marketing Ltd: Έγγραφα της κυπριακής κυβέρνησης δείχνουν ότι ιδρύθηκε στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 1993 από το Δικηγορικό Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος.
  1. Lamoral Tranding Limited: Έγγραφα της κυπριακής κυβέρνησης δείχνουν ότι ιδρύθηκε στην Κύπρο τον Μάιο του 1993 από το «Τάσσος Παπαδόπουλος». Οι τραπεζικοί λογαριασμοί της Lamorial στην κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα (Cyprus Popular Bank Ltd) ανοίχθηκαν από το Δικηγορικό Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος.
  1. Southmed Holding Limited: Από έγγραφα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου φαίνεται ότι η εταιρεία ιδρύθηκε στο Guernsey (νησί των Channel Islands) στις 23 Απριλίου 1993 και εγκαθιδρύθηκε στην Κύπρο από το «Τάσσος Παπαδόπουλος» τον Δεκέμβριο του 1993.
  1. Cabcom Marketing Limited: Σύμφωνα με αναφορές από την κυπριακή κυβέρνηση, η εταιρεία ιδρύθηκε στα British Virgin Islands στις 28 Φεβρουαρίου 1997. Ανοίχθηκαν λογαριασμοί της εταιρείας στη Λαϊκή Τράπεζα από το «Τάσσος Παπαδόπουλος».

Γνωμάτευση Αλέκου Μαρκίδη 

Ο τότε γενικός εισαγγελέας Αλέκος Μαρκίδης απαντώντας σε επιστολή του τότε διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Αυξέντη Αυξεντίου, ημερομηνίας 17 Σεπτεμβρίου 2001, για το κατά πόσον μπορεί να αποφευχθεί η συνεργασία με την εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης, έγγραψε, μεταξύ άλλων, ότι: «[…] ουδεμία αμφιβολία μπορεί να γεννηθεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει διεθνή νομική υποχρέωση να συμμορφωθεί και να χορηγήσει τις πληροφορίες, τις οποίες ζήτησε από αυτήν επίσημα η εισαγγελέας του εν λόγω Διεθνούς Δικαστηρίου κ. Del Ponte. Αυτό και μόνο σε συνδυασμό με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι αρκετό να ενεργοποιήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 29(2)(η) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι) του 1997, το οποίο διαλαμβάνει ότι η διάταξη του εδαφίου 1 του άρθρου 29 ‘δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου… (η) η παροχή των πληροφοριών επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος…’.

»Εν πάση περιπτώσει, η θέση μου είναι ότι, και εάν ακόμα δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 29(2)(η), και πάλι θα υπήρχε η υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας να συμμορφωθεί, με επακόλουθο την ανάλογη υποχρέωση των ιδιωτικών τραπεζών να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, εφόσον σύμφωνα με όσα πιο πάνω αναφέρονται ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών θεωρείται εσωτερικό δίκαιο και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Άρθρο 169 του Συντάγματος».

*Τα ενυπόγραφα κείμενα δεσμεύουν τους συντάκτες τους

Share this post