Ομοσπονδία-συνομοσπονδία και Κύπρος

Ομοσπονδία-συνομοσπονδία και Κύπρος

Μοντέλα χωρών και τρόπος λειτουργίας ανά τον κόσμο

Τον Ιούνιο του 2009, και με το ζήτημα της Ομοσπονδίας να είναι ευρύτερα παρών στο δημόσιο διάλογο της Κύπρου, και μάλιστα με Συνταγματολόγους να τοποθετούνται σχετικά, είχε δημοσιευθεί στην «Κ» ένα σχετικό άρθρο που προσπαθούσε να ρίξει φως στους όρους. Στα συν και τα πλην του ομοσπονδιακού πολιτεύματος που επικρατεί στις συζητήσεις για το κυπριακό από το 1977 και εντεύθεν, ως αποτέλεσμα των Συμφωνιών Κορυφής Μακαρίου-Ντενκτάς. Εντούτοις, έγραφε το άρθρο του Αντώνη Πολυδώρου, υπάρχει μια σαφής απόκλιση ως προς το τι κάθε κόμμα θεωρεί ομοσπονδία. Το 2004, πολύς λόγος είχε γίνει για το κατά πόσον το Σχέδιο Ανάν ήταν ομοσπονδία ή όχι. Πολλοί υποστήριξαν ότι ήταν μια μορφή ομοσπονδίας, άλλοι ότι ήταν ομοσπονδία με πολλά συνομοσπονδιακά στοιχεία, άλλοι πάλι ότι ήταν καθαρή συνομοσπονδία.
Από τότε μέχρι και σήμερα, την όποια αναφορά σε ομοσπονδιακή λύση συνοδεύει, από την πλειοψηφία των πολιτικών, η φράση «με το σωστό περιεχόμενο». Είναι γεγονός ότι η εννοιολογική ευρύτητα του όρου «ομοσπονδία» επιτρέπει την ύπαρξη διαφορετικών ερμηνειών. Κι αυτό καθώς, όπως υποδεικνύει ο συνταγματολόγος Κύπρος Χρυσοστομίδης, «ο εννοιολογικός προσδιορισμός της ομοσπονδίας ως μορφής οργάνωσης κράτους δεν είναι εύκολος, λόγω της ιδιομορφίας των συνθηκών της γένεσης των διαφόρων σημερινών ομοσπονδιών στον κόσμο, της ποικιλίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε περίπτωσης».
Υπάρχουν, όμως, κάποια στοιχεία τα οποία είναι κοινά και χαρακτηρίζουν όλα τα ομοσπονδιακά πολιτεύματα. Σύστημα που διαχειρίζεται τις εθνοκοινοτικές διαμάχες για κάποιους, για άλλους σύστημα που τις δημιουργεί, η ομοσπονδία αποτελεί μορφή πολιτεύματος που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του ενιαίου κράτους με αυτά της συνομοσπονδίας. Δεν παρουσιάζει τη χαλαρότητα της συνομοσπονδίας, ούτε την αυστηρή συγκέντρωση του ενιαίου κράτους. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν σε λαούς ανομοιογενείς να αυτοκυβερνώνται, ο καθένας αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων του, κάτω όμως από μια κοινή ομπρέλα. Σε αντίθεση με το ενιαίο κράτος, όπου η εξουσία ασκείται ενιαία σε όλη την επικράτεια της χώρας και σε όλους τους τομείς και όπου όλοι οι πολίτες υπόκεινται σε μία μόνο και την ίδια αρχή, η ομοσπονδία είναι κράτος σύνθετο, που σχηματίζεται με την εθελοντική συνένωση δύο ή περισσοτέρων κρατών ή πολιτειών.

Συμφωνία Μακαρίου -Ντενκτάς , 1977. Στο μέσον της φωτογραφίας ο τότε γ.γ. του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάϊμ

Το ομοσπονδιακό πολίτευμα επικρατεί στις συζητήσεις για το Κυπριακό από το 1977, που ήταν αποτέλεσμα των συμφωνιών κορυφής Μακάριου-Ντενκτάς
«Ομοσπονδία είναι το πολίτευμα που επιτυγχάνει τον συγκερασμό των πλεονεκτημάτων ενός μεγάλου κράτους – όπως αυτά της ειρήνης και ασφάλειας – με εκείνα ενός μικρού – την πλήρη ανάπτυξη, αυτονομία και αυτοκυβέρνηση του κάθε πολίτη».
(Edward Freeman, Αμερικανός φιλόσοφος)
Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ομοσπονδία αντιμετωπιζόταν ως ύστατη θεσμική επιλογή επιβίωσης μιας χώρας ή ως μεταβατικό πολιτικό μοντέλο μέχρι τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών που θα επέτρεπαν την υιοθέτηση ενιαίου κράτους. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, με την κατάρρευση ολοκληρωτικών μονοκομματικών καθεστώτων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και τις εξάρσεις εθνικισμού που παρατηρήθηκαν στις περιοχές αυτές, άρχισε να γίνεται ευρέως αποδεκτή ως ένας καλός τρόπος διατήρησης, εντός ενός κοινού κράτους, ανομοιογενών λαών και ως μέσο ελέγχου αντιδημοκρατικών και επικίνδυνων κεντρικών κυβερνήσεων. Το ομόσπονδο κράτος είναι κυρίαρχο. Έχει δικό του σύνταγμα και δικά του κεντρικά όργανα (νομοθετικά, διοικητικά και δικαστικά), των οποίων οι αποφάσεις επιβάλλονται άμεσα στους πολίτες των συνιστώντων κρατιδίων που το αποτελούν. Παράλληλα, κάθε κρατίδιο έχει το δικό του σύνταγμα και τα δικά του διοικητικά όργανα, τα οποία αποφασίζουν για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που το σύνταγμα προσδιορίζει ως αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης. Τα κράτη-μέλη δεν έχουν δικαίωμα αυτόβουλης μεταβολής της μορφής του πολιτεύματός τους, ενώ, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν έχουν διεθνείς σχέσεις, με τη διεθνή εκπροσώπηση να ανήκει κατά κανόνα στο ομόσπονδο κράτος. Οι σχέσεις τους με τα κεντρικά ομόσπονδα όργανα, αλλά και μεταξύ τους, είναι ισότιμες και ρυθμίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του ομοσπονδιακού συντάγματος. Όπως τονίζει και ο Kenneth Wheare, Αυστριακός ακαδημαϊκός και πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σε μια ομοσπονδία «οι αρμοδιότητες της κυβέρνησης είναι κατανεμημένες με τέτοιο τρόπο ώστε η σχέση μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των περιφερειών να μην έχει χαρακτήρα ιεραρχικό». Για τη λήψη αποφάσεων απαιτείται η πλειοψηφία των κρατιδίων ή πολιτειών και όχι του πληθυσμού. Το ομοσπονδιακό κράτος έχει, κατά κανόνα, δύο κοινοβουλευτικά σώματα. Το ένα αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον λαό και το άλλο τα συνιστώντα κράτη. Κλασικά παραδείγματα ομοσπονδίας είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Βέλγιο, η Ελβετία και η Γερμανία.

Η συνομοσπονδία δεν αποτελεί μορφή κράτους. Είναι μορφή συντονισμού της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής αριθμού κρατών στη βάση διεθνούς σύμβασης. Σε σχέση με την ομοσπονδία, παρέχει σαφώς περισσότερες εξουσίες στα συνιστώντα κράτη. Κατ’ αρχήν, τα κράτη που την απαρτίζουν διατηρούν τον κυρίαρχο χαρακτήρα τους. Επιπλέον, σε αντίθεση με την ομοσπονδία, σε μια συνομοσπονδία δεν αποκλείεται συνταγματικά η απόσχιση μελών της, ενώ η κεντρική κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβάλει άμεσα τις αποφάσεις της στους πολίτες των κρατιδίων, αλλά αυτό αποτελεί αρμοδιότητα των περιφερειακών κυβερνήσεων. Τέλος, οι αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης απαιτούν τη συναίνεση όλων των κρατών που την αποτελούν, είναι αναγκαία δηλαδή η ομοφωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνομοσπονδίας αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κράτη-μέλη της ενεργούν ως κυρίαρχα και ως τέτοια αναγνωρίζονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη και το ΝΑΤΟ. Η λειτουργία της βασίζεται πάνω σε ένα αριθμό συνθηκών και, θεωρητικά τουλάχιστον, κάθε μέλος μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να αποχωρήσει. Για τις όποιες συνταγματικές τροποποιήσεις είναι αναγκαία η συναίνεση όλων των μελών (είτε με ψηφοφορία στα κοινοβούλια είτε με δημοψήφισμα), ενώ σε ιδιαίτερα σημαντικά και ευαίσθητα για τα κράτη-μέλη θέματα, που εφάπτονται των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους, όπως είναι η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, είναι αναγκαία η συναίνεση όλων. Παρ’ όλα αυτά, η εξέλιξη που παρουσιάζει η Ε.Ε., με την υπογραφή της μίνι συνθήκης, της υιοθέτησης κοινού νομίσματος και με τις περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται πλέον με ειδική πλειοψηφία, παραπέμπει όλο και περισσότερο σε πολίτευμα ομοσπονδιακό. Αυτό μαζί με το γεγονός ότι τα σημαντικότερα παραδείγματα συνομοσπονδιών δεν υφίστανται πλέον (Ηνωμένες Πολιτείες από το 1781 μέχρι το 1789, η Ελβετική Ομοσπονδία πριν το 1789 και μεταξύ 1815 και 1845), καταδεικνύουν ότι η μακροχρόνια βιωσιμότητα των συνομοσπονδιών είναι δύσκολη. Συνήθως είτε διαλύονται (όπως στην περίπτωση της Αυστρίας-Γερμανίας) είτε μετεξελίσσονται σε ομοσπονδιακά κράτη (περιπτώσεις ΗΠΑ, Ελβετίας και Γερμανίας) ή ακόμα και σε ενιαία κράτη (Ολλανδία).

Oι 26 μικρότερες πολιτείες στις ΗΠΑ (που συνολικά αποτελούν το 19% του πληθυσμού) μπορούν να συνασπιστούν και να καταψηφίσουν ένα ομοσπονδιακό διάταγμα. Η ψήφος, δηλαδή, ενός κατοίκου του Γουαϊόμινγκ (η μικρότερη πολιτεία με 494.000 κατοίκους) αντιστοιχεί με 120 ψήφους κατοίκων της Καλιφόρνια (12% του συνολικού πληθυσμού).

Είναι γεγονός ότι η εννοιολογική ευρύτητα του όρου «ομοσπονδία» επιτρέπει, μέχρις ενός σημείου, την ύπαρξη διαφορετικών ερμηνειών. Υπάρχουν, όμως, κάποια στοιχεία τα οποία είναι κοινά και χαρακτηρίζουν όλα τα ομοσπονδιακά πολιτεύματα. Όπως π.χ. το ότι η εξουσία μοιράζεται ανάμεσα σε τουλάχιστον δύο επίπεδα αρχών (της κεντρικής και της πολιτειακής), των οποίων οι αρμοδιότητες εκχωρούνται από το σύνταγμα και όχι από την κεντρική κυβέρνηση, αλλά και ότι για θέματα που αφορούν την ομοσπονδία χρειάζεται η πλειοψηφία – και σε μερικές περιπτώσεις η ομοφωνία – των μερών και όχι του πληθυσμού. Έχει υποδειχθεί π.χ. από κάποιους κύκλους ότι η ε/κ πλευρά έχει αποδεχτεί απαράδεκτες πρόνοιες, οι οποίες εξισώνουν την πλειοψηφία με τη μειοψηφία. Αυτό όμως αποτελεί κύριο γνώρισμα της ομοσπονδίας. Για ό,τι επηρεάζει όλους, αποφασίζουν όλοι. Έτσι, οι 26 μικρότερες πολιτείες στις ΗΠΑ (που συνολικά αποτελούν το 19% του πληθυσμού) μπορούν να συνασπιστούν και να καταψηφίσουν ένα ομοσπονδιακό διάταγμα. Η ψήφος, δηλαδή, ενός κατοίκου του Γουαϊόμινγκ (η μικρότερη πολιτεία με 494.000 κατοίκους) αντιστοιχεί με 120 ψήφους κατοίκων της Καλιφόρνια (12% του συνολικού πληθυσμού). Και οι δύο πολιτείες εκλέγουν από δύο αντιπροσώπους στη Γερουσία, η οποία και είναι υπεύθυνη για τους ομοσπονδιακούς νόμους. Το ίδιο ισχύει και στο Βέλγιο, όπου, παρά το γεγονός ότι οι γαλλόφωνοι αποτελούν το 85% του πληθυσμού και οι ολλανδόφωνοι μόλις το 15%, έχουν ίση εκπροσώπηση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι αποφάσεις όμως που λαμβάνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ελάχιστα επηρεάζουν την καθημερινότητα των ανθρώπων. Συνήθως αφορούν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και σε βασικές πτυχές της οικονομίας, για τα οποία αποφασίζουν συλλογικά τα όργανα της Ε.Ε. Για όλα τα άλλα ζητήματα, οι αποφάσεις λαμβάνονται σε επίπεδο κρατιδίων.
Ομοσπονδιακά μοντέλα στην Ευρώπη
Βέλγιο: Προβλήματα συνοχής
Οι μεγάλες γλωσσικές, πολιτισμικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στις περιοχές και οι τριβές που κατά καιρούς αυτές οι διαφορές προκαλούσαν, είχαν ως αποτέλεσμα τις συνεχείς τροποποιήσεις στο σύνταγμα και τον μετασχηματισμό του πολιτεύματος το 1993 από ενιαίο κράτος σε ομοσπονδία. Το Βέλγιο αποτελείται τόσο από περιφέρειες – αυτή των Φλαμανδών, αυτή των Βαλλόνων και η περιοχή των Βρυξελλών – όσο και από κοινότητες. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, κοντά στο 85%, είναι γαλλόφωνοι και το υπόλοιπο 15% ολλανδόφωνοι. Περιφέρειες και κοινότητες έχουν τις δικές τους εξουσίες, με τις περιφέρειες να είναι αρμόδιες σε τομείς που άπτονται περιφερειακών θεμάτων, όπως είναι η απασχόληση, η ενέργεια και το περιβάλλον, και τις κοινότητες να είναι υπεύθυνες για θέματα όπως ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και η κοινωνική πολιτική. Αυτό που κάνει το βελγικό μοντέλο να ξεχωρίζει από άλλα, είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες ομοσπονδίες, τα συστατικά μέρη δεν έχουν μόνο πολιτική, νομική και εν μέρει οικονομική αυτονομία, αλλά και εξουσίες που αφορούν τις διεθνείς τους σχέσεις (in foro interno, in foro externo). Μπορούν δηλαδή, στους τομείς της αρμοδιότητάς τους, να υπογράφουν συμφωνίες με άλλες χώρες ή περιφέρειες.

Περιφέρειες και κοινότητες έχουν τις δικές τους εξουσίες στο Βέλγιο
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποτελείται από ίσο αριθμό γαλλόφωνων και ολλανδόφωνων. Οι εξουσίες της περιορίζονται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, οικονομίας και σε ένα μικρό αριθμό εσωτερικών θεμάτων. Είναι επίσης αρμόδια για θέματα τα οποία δεν καθορίζονται στο σύνταγμα ως αρμοδιότητες των περιφερειών ή κοινοτήτων. Όπου οι αρμοδιότητες συντρέχουν ή οι αποφάσεις έχουν άμεσο αντίκτυπο στις περιφέρειες και κοινότητες, όπως είναι η υπογραφή σημαντικών συμφωνιών που αφορούν το περιβάλλον, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (WTO) και την υπογραφή συνθηκών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απαιτείται η έγκριση και επικύρωση απ’ όλες τις αρχές. Για την εκπροσώπηση της χώρας σε σώματα της Ε.Ε., αρμόδιες είναι τόσο η κεντρική κυβέρνηση, όσο και οι ίδιες οι ομόσπονδες οντότητες, νοουμένου ότι οι εκπρόσωποι αυτοί είναι σε θέση με μία φωνή να δεσμεύσουν στα κοινοτικά όργανα το κράτος-μέλος ως σύνολο. Το Βέλγιο αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα συνοχής. Αυτό είναι αποτέλεσμα εν μέρει της μεγάλης ανομοιογένειας που παρουσιάζει ως κοινωνία, αλλά κυρίως του ιδιαιτέρως κατακερματισμένου κομματικού συστήματος, κάτι που καθιστά την επίτευξη συναίνεσης – βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος – πολύ δύσκολη.
Ελβετία: Άμεση δημοκρατία
Συνομοσπονδία κρατών αρχικά, μετεξελίχθηκε σταδιακά σε μια από τις πιο πετυχημένες ομοσπονδίες στον κόσμο. Είναι από τις πιο πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές χώρες. Αποτελείται από 26 σχετικά ανομοιογενή καντόνια, τρεις μεγάλες εθνικές ομάδες – τους γερμανόφωνους, τους γαλλόφωνους και τους ιταλόφωνους – και δύο θρησκευτικές – τους καθολικούς και τους προτεστάντες. Έχει καταφέρει, παρ’ όλα αυτά, να διαχειριστεί τις διαφορές αυτές με μεγάλη επιτυχία, μέσα από την αρχή της συναινετικής πρακτικής και της άμεσης δημοκρατίας. Οι εξουσίες της ομοσπονδιακής κεντρικής κυβέρνησης περιορίζονται σε θέματα εξωτερικής και νομισματικής πολιτικής, ενώ δεν εκτείνονται πέρα από ό,τι προνοεί το σύνταγμα. Τα υπόλοιπα θέματα αποφασίζονται σε επίπεδο καντονίων. Κάθε καντόνιο έχει δικό του σύνταγμα, κυβέρνηση και κοινοβούλιο, που σε αρκετές περιπτώσεις διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, ενώ και οι κοινότητες, ορισμένες εκ των οποίων αποτελούνται από μερικές εκατοντάδες κατοίκους, διαθέτουν δικά τους νομοθετικά και εκτελεστικά συμβούλια. Όπως και στην πλειοψηφία των ομοσπονδιών, στην Ελβετία υπάρχουν δύο βουλές. Το Εθνικό Κοινοβούλιο, που απαρτίζεται από 200 μέλη και εκπροσωπεί ολόκληρο το εκλογικό σώμα (βάση του πληθυσμού του κάθε καντονίου), και το Κοινοβούλιο Κρατών, που αντιπροσωπεύει τα 26 καντόνια (όλα με ίδιο αριθμό αντιπροσώπων). Όταν συνεδριάζουν μαζί αποτελούν την Ενωμένη Ομοσπονδιακή Βουλή, που είναι το κύριο νομοθετικό σώμα της χώρας. Η κεντρική κυβέρνηση της Ελβετίας αποτελείται από ένα Ομοσπονδιακό Συμβούλιο με 7 μέλη, το οποίο και εκλέγεται από την Ενωμένη Ομοσπονδιακή Βουλή για διάστημα 4 χρόνων. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας θεωρείται ως πρώτος μεταξύ ίσων (primus inter pares). Η θέση αυτή είναι καθαρά τελετουργική και καταλαμβάνεται εκ περιτροπής από τα μέλη του Συμβουλίου.

Οι εξουσίες της ομοσπονδιακής κεντρικής κυβέρνησης περιορίζονται σε θέματα εξωτερικής και νομισματικής πολιτικής
Κύριο χαρακτηριστικό του ελβετικού μοντέλου είναι η άμεση δημοκρατία, με τις περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο. Οι συνταγματικές τροποποιήσεις χρειάζονται την έγκριση του λαού σε δημοψήφισμα. Επίσης, οποιοσδήποτε νόμος μπορεί να τεθεί σε δημοψήφισμα εάν ζητηθεί από τουλάχιστον 50.000 πολίτες (ή από 8 καντόνια). Υπάρχουν τέσσερα κόμματα, κανένα εκ των οποίων δεν διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία. Και στις δύο βουλές εκπροσωπούνται όλα τα κόμματα και οι όποιες αποφάσεις είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού.
Γερμανία: Εξουσία στο κέντρο


Σε αντίθεση με το Βέλγιο και την Ελβετία, η Γερμανία είναι εθνικά και πολιτισμικά μια σχετικά ομοιογενής χώρα. Αποτελείται από 16 περιφέρειες, γνωστές ως Lander, μεταξύ των οποίων όμως δεν υπάρχουν οι ξεκάθαρες διαφορές που υπάρχουν σε άλλες ομοσπονδιακές χώρες. Το ομοσπονδιακό πολίτευμα επιβλήθηκε ουσιαστικά στη Γερμανία από τους Συμμάχους μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε μια προσπάθεια για αποκέντρωση της εξουσίας και αποτροπής με αυτό τον τρόπο επανάληψης γεγονότων που είχαν οδηγήσει στον ναζισμό και στον πόλεμο. Ελλείψει ουσιαστικών διαφορών με τις οποίες να μπορούν οι πολίτες των περιφερειών να ταυτιστούν, κόμματα, πολιτικοί, ομάδες συμφερόντων και ψηφοφόροι προσεγγίζουν την πολιτική σε επίπεδο εθνικό. Έτσι, τα τελευταία πενήντα χρόνια, σημαντικές εξουσίες έχουν μεταφερθεί από τις περιφέρειες στην κεντρική κυβέρνηση, προσδίδοντας στο σύστημα της Γερμανίας ένα ενιαίο κεντρικό χαρακτήρα.

Στη Γερμανία υπάρχουν δύο κοινοβούλια. Η Κάτω Βουλή και η Άνω Βουλή
Στη Γερμανία υπάρχουν δύο κοινοβούλια. Η Κάτω Βουλή, γνωστή ως Bundestag, είναι το κύριο νομοθετικό σώμα και αποτελείται από 614 μέλη. Τα μισά της μέλη εκπροσωπούν τις περιφέρειες και τα υπόλοιπα ολόκληρη τη χώρα. Η Άνω Βουλή (Bundesrat) αποτελείται από 69 μέλη. Πρόκειται για αξιωματούχους που δεν εκλέγονται, αλλά τοποθετούνται εκεί από τις περιφέρειες. Κάθε περιφέρεια εκπροσωπείται από 3-6 αντιπροσώπους, αναλόγως του μεγέθους της. Θέματα όπως ο πολιτισμός και η εκπαίδευση αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα των περιφερειών. Η κεντρική κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για την εξωτερική πολιτική και την οικονομία. Οι εξουσίες που δεν καθορίζονται από το σύνταγμα, αποτελούν αρμοδιότητα των περιφερειών, οι οποίες συμμετέχουν στην κεντρική κυβέρνηση και στην υιοθέτηση ομοσπονδιακών νομοθεσιών.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Κύπρου, Ηλεκτρονική έκδοση 9.10.2018

Share this post