«Μοιραία Ηγεσία 1948-2021»: Νέο Βιβλίο από το Λεόντιο Ιεροδιακόνου

«Μοιραία Ηγεσία 1948-2021»: Νέο Βιβλίο από το Λεόντιο Ιεροδιακόνου

 

Με τον τίτλο «Μοιραία Ηγεσία 1948-2021» ο πολιτικός και πρώην υπουργός επί διακυβέρνησης Κληρίδη, Λεόντιος Ιεροδιακόνου, επανέρχεται στην ιστορία της Κύπρου αναλύοντας σε βάθος, μέσω μιας εξαντλητικής έρευνας, για να κρίνει τις επιλογές όλων των προέδρων της Δημοκρατίας. Στο βιβλίο , που παρουσίασε χθες στους δημοσιογράφους  ξεκινά  με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και συνεχίζει με τους  συνεχιστές του. Ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου ασχολείται συστηματικά με το Κυπριακό από γενέσεως του προβλήματος . Το 1975 εξέδωσε το βιβλίο «Το κυπριακό πρόβλημα, πορεία προς τη χρεωκοπία», από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Ο συγγραφέας τόνισε ότι σκοπός του βιβλίου είναι ” να αναδείξει τις ευκαιρίες που χάθηκαν, όπως αναφέρθηκε, από πλευράς των Ελληνοκυπρίων στο Κυπριακό, την ώρα που η Τουρκία και άλλες δυνάμεις εξυπηρετούσαν, ως όφειλαν, τα δικά τους συμφέροντα”.

Όπως αναφέρει σε σημείωμά του για το βιβλίο ο Δρ. Αλέξανδρος Λόρδος, Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ιδρυτής και Πρόεδρος του Κέντρου Βιώσιμης Ειρήνης και Δημοκρατικής Ανάπτυξης, «η ανασκόπηση αυτή καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό εύρος – από τις πρώτες προσπάθειες διεθνοποίησης του Κυπριακού με την προσφυγή Μακαρίου στον Ο.Η.Ε., τις Αγγλοκυπριακές συνομιλίες που ακολούθησαν, τις διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας, την επιδίωξη αλλαγών στο Σύνταγμα καθώς και άλλες προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού πριν το 1974, τις συνομιλίες της Γενεύης μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, και τις ζυμώσεις που οδήγησαν στη συνομολόγηση της πρώτης συμφωνίας κορυφής Μακαρίου-Ντενκτάς», ενώ στην εποχή που ακολούθησε την ηγεσία του Μακαρίου, εστιάζει «στο ΑγγλοΑμερικανοΚαναδικό Σχέδιο, στα σχέδια De Cuellar, στο σχέδιο Ανάν, στις συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ, στην πορεία προς το Κραν Μοντανά, και τη μετέπειτα αποτελμάτωση των διαπραγματεύσεων».

 

Η ιδιαιτερότητα του συγγράμματος, που καταπιάνεται με ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πάρα πολλούς συγγραφείς, έγκειται, όπως εξήγησε και ο κ. Ιεροδιακόνου, στο γεγονός ότι αντλεί πληροφορίες μόνο από επίσημες πηγές και μαρτυρίες από στενούς συνεργάτες του Μακαρίου.

«Πολλά από τα βιβλία που έχουν γραφτεί για το κυπριακό, χρησιμοποιούν αναξιόπιστες ή ακόμα και παραπλανητικές πηγές και οδηγούν σε πολύ λανθασμένα συμπεράσματα», ανέφερε ο κ. Ιεροδιακόνου κατά τη συζήτηση με δημοσιογράφους, εξηγώντας του λόγους για τους οποίους κατέφυγε σε πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ), του Βρετανικού Κοινοβουλίου – ιδίως για την περίοδο που η Κύπρος ήταν ακόμα αποικία –, επίσημα έγγραφα – γνωστά ως White Papers – του Βρετανικού Κοινοβουλίου και της Κυβέρνησης, καθώς και Keesing’s, ένα βρετανικό, εβδομαδιαίο έντυπο αρχείο, στο οποίο καταγράφονται μόνο επίσημες δηλώσεις, επίσημες συμφωνίες και επίσημα έγγραφα, πάντα χωρίς σχόλια, σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου.

Κατά την παρουσίαση του βιβλίου στους δημοσιογράφους, ο κ. Ιεροδιακόνου επεσήμανε ότι «ο Μακάριος έχει διαδραματίσει σίγουρα τον πιο κεντρικό ρόλο και στη διεθνοποίηση του κυπριακού και στην εξέλιξή του, καθώς και στο μπέρδεμα του» και πρόσθεσε ότι υπήρξε ένας ηγέτης που για σχεδόν 30 χρόνια «ευτύχησε να έχει ασυνήθιστα ψηλή δημοτικότητα, όμως δέχθηκε και κριτική που πολλές φορές ήταν και άδικη και ακραία και μερικές φορές έφτανε και στα όρια της μισαλλοδοξίας».

Αναφέρθηκε, επίσης, στους τρεις συνεργάτες του Μακαρίου, των οποίων οι μαρτυρίες αποτελούν βασικό συστατικό του βιβλίου, τον Μιλτιάδη Χριστοδούλου, που μετά την ανεξαρτησία διετέλεσε υπεύθυνος Τύπου και Πληροφοριών και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος μέχρι και το 1981, τον Νίκο Κρανιδιώτη, ο οποίος συνεργαζόταν με τον Μακάριο ήδη από το 1948 στο Εθναρχικό Συμβούλιο, και τον Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος με την ανεξαρτησία εκλέχθηκε και Πρόεδρος της Βουλής και συμμετείχε σε κρίσιμες εξελίξεις για το κυπριακό. «Στο υλικό που μελέτησα, δεν έχω διαπιστώσει πουθενά ότι οποιοσδήποτε από τους τρεις είχε την πρόθεση να κάνει κριτική στον Μακάριο, να τον εκθέσει ή να τον δυσφημίσει», τόνισε ο κ. Ιεροδιακόνου.

Αντλώντας από τις μαρτυρίες των τριών αυτών συνεργατών, ο κ. Ιεροδιακόνου αποδίδει ατολμία και ανευθυνότητα στον Μακάριο σε ορισμένες περιπτώσεις, κάτι που ο ίδιος εκτιμά ότι οφειλόταν στην αγωνία του Μακαρίου μήπως πληγεί η δημοτικότητά και η ευρεία αποδοχή της οποία τύγχανε ως ηγέτης. Υποστηρίζει, δε, ότι η πορεία του κυπριακού θα ήταν εντελώς διαφορετική, αν ο Μακάριος είχε αποδεχθεί τη βρετανική πρόταση για εσωτερική αυτοκυβέρνηση από το τέλος της δεκαετίας του 1940, πριν αποκτήσει διεθνή προβολή το κυπριακό και πριν σημειωθούν τα πρώτα περιστατικά βίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων το 1957-1958.

Αδυναμίες, όμως, εντοπίζει ο συγγραφέας και στη στάση προέδρων που διαδέχθηκαν τον Μακάριο. Ο Δρ. Αλεξάνδρου, εξάλλου, σημειώνει ότι «μέσα από όλη αυτή τη μακρά διαπραγματευτική ιστορία, ο συγγραφέας εντοπίζει, με ελάχιστες θετικές εξαιρέσεις, επαναλαμβανόμενα μοτίβα προβληματικής ηγετικής συμπεριφοράς, όπως λήψη σοβαρών αποφάσεων χωρίς μελέτη και προγραμματισμό, διαμόρφωση πολιτικής από τον άμβωνα και τα εθνικά μνημόσυνα, υπερβολική προστασία της πολιτικής καριέρας και δημοτικότητας, αδυναμία λήψης σκληρών αλλά αναγκαίων αποφάσεων, καθώς και αμφίσημες πολιτικές αποφάσεις, με διχασμένες σκέψεις και συναισθήματα, που οδηγούσαν τελικά σε πολιτική και διπλωματική ανακολουθία και αναξιοπιστία».

Στον επίλογο του βιβλίου, ο κ. Ιεροδιακόνου καταλήγει ότι «όσο δίκαιοι και αν είναι οι στόχοι μας, όταν δεν είναι και υλοποιήσιμοι προκαλούν ζημιά, αντί όφελος». «Πρέπει τουλάχιστον να διδαχθούμε από τα ίδια τα λάθη μας, να αναλογιστούμε σε πόσο καλύτερη θέση θα βρισκόμασταν, αν από το τέλος της δεκαετίας του ’40 ήμασταν πιο προσγειωμένοι, πιο διαλλακτικοί, λιγότερο ρομαντικοί και ιδιαίτερα πιο μελετημένοι», προσθέτει.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον Δρ. Αλεξάνδρου, «το σύγγραμμα αυτό δεν αποτελεί ακόμη μια ιστορική καταγραφή του Κυπριακού προβλήματος», αφού ο συγγραφέας αποφεύγει μακροσκελείς αναφορές σε γνωστά ιστορικά γεγονότα και προσθέτει ότι «η έμφαση του παρόντος τόμου δίδεται αλλού, στις διεργασίες των διαπραγματεύσεων που καθόρισαν την πορεία του Κυπριακού». Ο Δρ. Αλεξάνδρου επισημαίνει, ακόμα, ότι μέσα από το βιβλίο του ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου προχωρά σε εισηγήσεις για τη διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζει κατά την εξέταση των χειρισμών στο κυπριακό, προτείνοντας μία «ριζική αναδιάρθρωση του τρόπου εκπροσώπησης των Ελληνοκυπρίων σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις».

«Δε γίνεται ένας Μακάριος, ένας Κυπριανού, ένας Κληρίδης, ένας Χριστόφιας, ένας Αναστασιάδης να χειρίζονται το εθνικό μας πρόβλημα κατ’ αποκλειστικότητα, και μάλιστα τα μέλη του κλειστού περιβάλλοντος κάθε προέδρου (που δε φέρουν καμία πολιτική ευθύνη) να του υποβάλλουν εισηγήσεις βασισμένες σε κομματικές σκοπιμότητες ή και σε ωφελιμιστικά προσωπικά κίνητρα», σημειώνει ο συγγραφέας, στον επίλογο του βιβλίου.

Έτσι, ο κ. Ιεροδιακόνου, «προτείνει τη σύσταση ενός αντιπροσωπευτικού πολιτικού θεσμού, που να διαχειρίζεται αποκλειστικά το εθνικό πρόβλημα με πλήρη εκτελεστική αρμοδιότητα», αναφέρει ο κ. Αλεξάνδρου, εξηγώντας ότι «αυτό το σώμα θα μπορούσε να εκπροσωπείται το κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα με ψήφους ανάλογα της εκλογικής του δύναμης, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα προεδρεύει, έχοντας όμως μόνο μια ψήφο», με την υποστήριξη ομάδας ειδικών. Συζητώντας την πρότασή του αυτή κατά την παρουσίαση του βιβλίου, ο κ. Ιεροδιακόνου, διευκρίνισε ότι ένα τέτοιο σώμα θα μπορούσε να έχει τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας μίας κοινοβουλευτικής επιτροπής, της οποίας οι αποφάσεις έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.

Ως εκ τούτου, στο σημείωμά του ο Δρ. Αλεξάνδρου αναφέρει ότι «η πρόταση αυτή του Λεόντιου Ιεροδιακόνου είναι αξιοσημείωτη σε πολλαπλά επίπεδα» και προσθέτει ότι «μέσα από τη συλλογική εκπροσώπηση όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων στη διαμόρφωση διαπραγματευτικής στρατηγικής θα είναι εφικτό να αποφευχθούν πολλές ακρότητες και αβλεψίες, ενώ θα σημειωθεί επίσης σταθεροποίηση της διαπραγματευτικής μας θέσης, κάτι που θα έχει θετικό αντίκτυπο τόσο στην εσωτερική μας συνοχή όσο και στην εξωτερική μας αξιοπιστία».

Βιογραφικό σημείωμα συγγραφέα

Ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου γεννήθηκε στο Δάλι. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο και ακολούθως στα πανεπιστήμια Στοκχόλμης και Ουψάλας της Σουηδίας. Η διδακτορική του διατριβή “The Cyprus Question” πρωτοεκδρόθηκε από τον Σύνδεσμο Πολιτικών Επιστημών της Ουψάλας. Διετέλεσε επί 27 έτη μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Διετέλεσε Β’ Αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ (1986 – 1989) και Α’ Αντιπρόεδρος (1993 – 1995). Υπηρέτησε ως Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων της κυβέρνησης Γλάκου Κληρίδη (1997-1999).

ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ

 

Share this post