Η εξήγηση ως δικαιολογία

Η εξήγηση ως δικαιολογία

Ο βίος και η πολιτεία του Λεύκιου Ζαφειρίου

Του Ανδρέα Δ. Μαυρογιάννη*

Cyprus Presidency of the Council of the European Union 2012 - Κυπριακή  Κυβέρνηση

Σ’ αυτό το σύντομο μνημόσυνο δεν ξέρω πώς να μιλήσω για τον πόνο και την υπέρβαση, τη δύναμη της ειμαρμένης και το πρότυπο του καλού κι αγαθού Λεύκιου Ζαφειρίου, για την ευλογία που είχαμε όσοι τον γνωρίσαμε, για την τύχη και την ευδαιμονία της συναναστροφής του, για το δέος, τη λύτρωση και τον θαυμασμό στην ανάγνωση των έργων του, για το κολλητικό πάθος και τον παιδικό ενθουσιασμό του για το έργο του Ανδρέα Κάλβου, για την ακαταμάχητη ροπή του, ως ποιητή και ως ανθρώπου, προς την ηθική της υπευθυνότητας και την αέναη οδυνηρή προσγείωση που ποτέ δεν κατάφερε να τον καταβάλει.

Ο άνθρωπος-ποιητής είναι η άρνηση της μοίρας, είναι ο βαρκάρης των ονείρων και των κρυφών νοημάτων και η αδάμαστη ελπίδα στην αποκοτιά και στην απανεμιά του κόσμου. Είναι o δίχως σχήματα πρωθιερέας της αφύπνισης, της εξέγερσης της ψυχής μας και της επιστράτευσης της διαρκούς αναζήτησης και του κυνηγητού της Χίμαιρας. Είναι όμως πρώτα και ο μάρτυρας του καιρού του. Σε κάθε στίχο, σε κάθε στροφή, σε κάθε σελίδα ο Λεύκιος με τη μοναδική του αξιοπρέπεια βγάζει σεργιάνι τις πληγές, τα πάθη και την έγνοια του, όχι για να τα επιδείξει ή να τα εξωραΐσει, ούτε και για να τα εξορκίσει, μα γιατί η δεξιοτεχνία και το ταλέντο του είναι η καταγραφή σε γάργαρη γλώσσα, της αλληλουχίας των εκ πρώτης όψεως ετερόκλητων ψηφίδων της ανθρώπινης πορείας, της δικής του και όλων μας, για να μην επικαλούμαστε την άγνοια ως άλλοθι, τους μαιάνδρους και τους λαβυρίνθους ως δικαιολογία, για να βρίσκουμε τα νήματα στους κυκεώνες και στις φουρτούνες που μας διαπερνούν. Η τέχνη του ποιητή υπηρετεί και την ευθύνη της ιχνογράφησης και της μετάδοσης.

«Χαράξου κάπου με οποιοδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία» έγραφε ο Ελύτης. Ο Λεύκιος το έμαθε, το είπε και το έκανε. Με απίστευτη δύναμη κράτησε τη ζωή του στις φουρτούνες και στις λύπες, σιγανά και ταπεινά, δίχως ποτέ να καταφρονέσει ή να παραπονεθεί για τη μοίρα του, που ποτέ δεν του χαρίστηκε, μήτε του έδωσε παρατάσεις, ούτε τον άφησε σε χλωρό κλαρί μα ούτε και ποτές την είχε για άλλοθι. Ο ποιητής ξέρει να υποφέρει. Ξέρει να δημιουργεί μα και να ευγνωμονεί για κάθε όμορφο λουλούδι στην άκρη της πέτρας. Ο πόνος μεταμορφώνεται σε έμπνευση και γενναιοδωρία και απλοχεριά και σ’ εκείνη την απέραντη γαλήνη στα μάτια και στην ευαισθησία και στο ανεπιτήδευτο μα μονίμως αμήχανο χαμόγελο, που περιμένει σε κάθε στιγμή την αποδοχή, όχι από ματαιοδοξία, μα από σεβασμό και εμπιστοσύνη στη γνώμη του άλλου, αναζητώντας ίσως πάντα, απελπισμένα και μάταια, ένα ersatz της μητρικής στοργής και επιβεβαίωσης που χάθηκε νωρίς, όσο κι αν ξέρει κατά βάθος πως η αναχώρηση των γονιών του δεν ήταν εγκατάλειψη, έτσι το ‘φερε η μοίρα και δεν μπορούσε να το αποτρέψει, όσο κι αν είναι δύσκολο να το δεχθεί και δυσκολότερο να το εξηγήσει, στον εαυτό του και στ’ αδέλφια του.

Ο άνθρωπος πρέπει να μπορεί να φτιάχνει τον κόσμο. Παιδικά χρόνια αντάρα και θλίψη, δίχως από νωρίς-νωρίς τη θαλπωρή και την κοιτίδα της οικογένειας, πανταχόθεν η παρουσία της απουσίας, το ψωμί να μην περισσεύει, και να μην έχεις πού να εναποθέσεις αισθήματα και σημεία αναφοράς, να ψάχνεις λίγο φως και να σε κατακλύζει το σκοτάδι, και να γίνεσαι εσύ ο ίδιος, ίσως γι’ αυτό, ένα σεμνό άλικο φως. Αγέρωχο και συνετό και αμετακίνητο και γλυκό και πράο και άκακο και ουκ εά με καθεύδειν η του πλησίον δοκιμασία. Ποτέ εξωτική, και εκ του μακρόθεν και εκ του ασφαλούς, ενσυναίσθηση. Άδολη τρυφερότητα και σύμπραξη και σισύφειο πείσμα και επιμονή, με την αίσθηση αιώνια αξόφλητου χρέους. Οίδε. Λεύκιος.

Ναι η εξήγηση ως δικαιολογία δεν είναι το δακρύβρεκτο βίπερ Νόρα που δικαιολογεί την αποτυχία με τον κατατρεγμό και τον βούρκο με τη μιζέρια. Ο άνθρωπος ετάχθη να κάνει περισσότερα από τα του ανάξιου δούλου, που αναφέρει ο Λουκάς στο Ευαγγέλιό του. Ιδού εγώ που πόνεσα στα αναίτια δάκρυα των παιδιών, στις συμπληγάδες των καιρών σε κάθε μικρό και μεγάλο βάσανο κοντινό και μακρινό, πάντα με τη μικρή χλαμύδα που φυλάει από εκείνη την ανείπωτη μέρα των εννιά του χρόνων για να σκεπάζει τους ώμους και το στήθος στους γύρω του στις κρύες νύχτες, μια που ξέρει καλά για εκείνο τον ατέλειωτο χειμώνα. Ο άνθρωπος είναι η πράξις, ο στοχασμός και τ’ ανείπωτα, στην απανεμιά και στην καταιγίδα. Οι πεποιθήσεις είναι τα χαλικάκια της γνώσης, και η τύχη, οι αντικειμενικές συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί όπου η απελπισία δεν χωρεί.

Θα ψάχνουμε για πάντα τη σχέση του αιτίου και του αιτιατού όπως του σημαίνοντος και του σημαινόμενου, του είναι και το δέοντος, θα επιστρατεύουμε την κοινωνιολογία και την ψυχολογία και θα καλούμε την ψυχανάλυση, για τις ερμηνείες και ανάλογα θα βρίσκουμε τους ελαφρυντικούς ή τους επιβαρυντικούς παράγοντες και μετά, με άσπιλο πολιτικό καθωσπρεπισμό, θα αποφαινόμαστε περί του δικαίου Αριστείδη, που μας κουράζει όμως και ταλαιπωρεί τις καθημερινές διαδρομές της σκέψης μας.

Ο δικός μας Λεύκιος, λευκός και φωτεινός, θα ανάβει τα μικρά καντήλια γύρω του, μια που μόνο έτσι θέλει να λάμπει και το δικό του φωτάκι στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, θα ιδρύει τα νέα γράμματα, και θα αφηγείται τα αιώνια της ψυχής του.

*Ο Ανδρέας Μαυρογιάννης είναι Πρέσβυς (ε.τ.)/ Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “Πολίτης”

ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ : Αρχείο Τ. Λιασή

Share this post