Επίτροπος Διοικήσεως: Χωρίς κάθαρση δεν μπορεί να υπάρξει επανεκκίνηση.

Επίτροπος Διοικήσεως: Χωρίς κάθαρση δεν μπορεί να υπάρξει επανεκκίνηση.

Τοποθέτηση για την υπόθεση του ανήλικου Στυλιανού

 

Με ανακοίνωση της η Επίτροπος Διοικήσεως , Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη, τοποθετήθηκε για την υπόθεση του Στυλιανού και τις ποινικές ευθύνες, που προκύπτουν για 12 άτομα αναφέροντας ότι «σήμερα κορυφώνεται μια πορεία ερευνών που διαπίστωσε την ύπαρξη ενδεχομένων ποινικών αδικημάτων, αρχίζοντας με το δικό μας πόρισμα δίνοντας την σκυτάλη στους ποινικούς ανακριτές και τελικά στην απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για ποινική δίωξη».

Η κύρια Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη προσθέτει : «εύχομαι ο δρόμος της δικαιοσύνης που τώρα ανοίγεται μπροστά μας να επιβεβαιώσει αυτήν την πορεία για την τιμωρία και κάθαρση που τόσο απελπισμένα αποζητούσε ο Στυλιανός για την δική του δικαίωση και την αντανάκλαση της σε δεκάδες παιδιά που ζουν σε παρόμοια απελπισία. Γιατί χωρίς κάθαρση δεν μπορεί να υπάρξει επανεκκίνηση. Έγκλημα χωρίς τιμωρία , είναι αιώνια καταδίκη αυτοκαθήλωσης σε ένα αρρωστημένο στρώμα».

Τέλος τονίζει, «εύχομαι σήμερα ο Στυλιανός να μας βλέπει χαρούμενος, που η δίκη του πάλη μπορεί να χαράξει την πορεία για ένα καλύτερα αύριο της για όλα τα παιδιά και τις γυναίκες που υποφέρουν».

Η η ενδελεχής έρευνα που διενεργήθηκε από το Γραφείο της Επιτρόπου κατέδειξε σημαντικές ελλείψεις στους χειρισμούς των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, και συγκεκριμένα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και της Αστυνομίας, αναφορικά με την ελλιπή αναγνώριση από τους λειτουργούς πρώτης γραμμής της σοβαρότητας των καταγγελιών, που άγγιξαν τελικά την απουσία εκτίμησης κινδύνου στην όλη υπόθεση.

Όπως, διαπιστώθηκε, η Αστυνομία, παρότι ήταν σε γνώση της σωρεία καταγγελιών που αφορούσαν ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας στην οικογένεια του Στυλιανού, θεώρησε, λανθασμένα ότι, για να κινηθούν οι ανακριτικές ή/και ποινικές διαδικασίες προς τον σκοπό, ενδεχομένως, της ποινικής δίωξης του φερόμενου ως δράστη, ήταν αναγκαία η υποβολή γραπτής καταγγελίας από το θύμα.
Η κυρία Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη είχε τοποθετηθεί και για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε αναφέροντας ξανά ότι «η προσέγγιση αυτή της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι τελούσε σε πλήρη αντίθεση με σχετική Εγκύκλιο του Αρχηγού Αστυνομίας (ημερ.2/2/2007) σύμφωνα με την οποία «τα αδικήματα βίας στην οικογένεια δεν θεωρούνται κατ’ έγκλειση διωκόμενα, και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η ύπαρξη γραπτού παραπόνου για να διερευνηθούν».

Αναφέρθηκαν επίσης οι παραλείψεις που διαπιστώθηκαν και σε ότι αφορά το Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Βίας της Αστυνομίας, το οποίο, παρότι είχε πρόσβαση στο ημερολόγιο Παραπόνων και Συμβάντων των εμπλεκόμενων στην υπόθεση Αστυνομικών Σταθμών, δεν είχε πλήρη εικόνα σε σχέση με τον αριθμό των περιστατικών που είχαν καταγγελθεί στους Σταθμούς.

Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ήταν η υπηρεσία που διαπιστώθηκε, μέσα από την έρευνα, ότι έφερε το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης αναφορικά με τη διαχείριση της υπόθεσης, λόγω του ρόλου και των αρμοδιοτήτων της.

Διαπιστώθηκε απουσία εκτίμησης κινδύνου σε σχέση με την ύπαρξη σωματικής όσο και ψυχολογικής βίας στην οικογένεια και παράλειψη κατάλληλου κα έγκυρου συντονισμού, καθώς και λήψη μέτρων, τόσο κατά τα πρώτα στάδια παρακολούθησης της οικογένειας από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, όσο και μεταγενέστερα, κατά παράβαση όλων σχεδόν των σχετικών Διοικητικών Διατάξεων και Εγχειριδίων.

Share this post