Ενταφιασμός ή καύση

Ενταφιασμός ή καύση

Το αναπάντητο χρόνιο δίλημμα.

Του Αλέκου Παπαδόπουλου

 

Σημαδιακή ημέρα η σημερινή. Στις 26 Αυγούστου του 2005 έφυγε από κοντά μας ο Ρώμης. Έτσι αποκαλούσα από το Δημοτικό, το συμπολίτη μας αρχιτέκτονα-μηχανικό Ρωμύλο Ιωαννίδη. Κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, απηυδισμένος από τη νόσο που επί πολύ τον είχε εξαντλήσει. Άσχετος είχε καταντήσει. Συγκριτικά με αυτόν τον ρωμαλέο και ακάματο άνδρα όπως είχαν γνωρίσει γνωστοί και φίλοι. Αδελφικό θα χαρακτήριζα το δεσμό μου αν πίστευα στη συγγένεια και δεν είχα υιοθετήσει την έννοια της φιλίας και δεν τοποθετούσα τη φιλία, από παιδί ακόμη, σε πολύ ανώτερο επίπεδο από την συγγένεια.
Πάντοτε άλλωστε υποστήριζα ότι το μεν συγγενή τον ανταμώνεις στη ζωή σου, σου τον σερβίρουν ως τετελεσμένο γεγονός, ως ταμπλ-ντοτ και χωρίς να έχεις το δικαίωμα της α λα καρτ αμφισβήτησης ή της απόρριψης, ενώ το φίλο, εσύ τον ανακαλύπτεις, εσύ τον επιλέγεις, εσύ είσαι αυτός που δοκιμάζεις αλλά και σε δοκιμάζει και αν ταυτιστείτε στο πόρισμα σας με ισάριθμα τα συν, αναπτύσσεται τότε μεταξύ σας το δέντρο της φιλίας, που τους καρπούς του απολαμβάνετε αμφότεροι, χωρίς προς Θεού τη χρήση μετρητή.
Καθιερωμένη για εμένα, τέτοια μέρα, δώδεκα χρόνια τώρα πρωί πρωί η επίσκεψη στο Κοιμητήριο της Βουλιαγμένης. Για ένα κερί και μερικά χρυσάνθεμα. Εκεί σε ένα ολόλευκο μαρμάρινο τάφο είχαμε ενταφιάσει πριν 13 χρόνια και του Ρώμη τη σορό. Είχε φροντίσει ο ίδιος σε χρόνο ανύποπτο την κατασκευή του οικογενειακού του τάφου. Συνήθιζε ο Ρώμης να μαγειρεύει πριν πεινάσει. Έτσι είχε φροντίσει έγκαιρα και για το ύστατο επί της γης στέγαστρο του.
Καλώς; ‘Oxι. Κακώς, κατά τη γνώμη μου. Όσο διανύω την προς το τέρμα βιολογική απόσταση και συλλογίζομαι τη μαρτυρική διαδικασία της σήψης, επιλέγω αντί της ταφής την αποτέφρωση ως ιδανική λύση, εκτός και ..βρεθεί ενδιάμεσα τρόπος αναβολής επαόριστον του απευκταίου.
Πέρα και της αναπόφευκτης σήψης όμως. Κατ΄εμένα πάντοτε και ας μου θυμώσουν όποιοι, υπέρ της καύσης συνηγορεί και η αδιάψευστη μαρτυρία των επιγραφών. Εξαιρώ τις χιουμοριστικές που θεωρώ πολύ πιο ντόμπρες και ειλικρινείς, όπως ενός άθεου που ζήτησε να γράψουν στον τάφο του: ” Mε ντύσατε, με στολίσατε, έλα όμως που δεν ξέρω τώρα που να πάω” εννοείτε σε πλήρη αντίθεση με αυτές που γράφουν:
“Θα είμαστε πάντα μαζί” ” Καλό σου ταξίδι” ” Θα ζεις πάντα στις καρδιές μας” ” Σε θυμόμαστε και δακρύζουν τα μάτια μας συνέχεια”. Από τα σβησμένα όμως καντήλια και την εγκαταλελειμμένη μορφή των περισσότερων τάφων συμπεραίνεις με πολλή πικρία ότι όχι μόνο δεν είναι έστω και νοερά μαζί του οι δικοί του, αλλά έπαυσαν από πολλού και αυτό ακόμη το αραιό και που προσκύνημα στη μνήμη του.

Share this post