Απόψε εκδήλωση για την Αμμόχωστο

Απόψε εκδήλωση για την Αμμόχωστο

«Ήρθε η ώρα της κυβέρνησης να αναλάβει δράση», δήλωσε ο δήμαρχος της κατεχόμενης Αμμοχώστου, Αλέξης Γαλανός, και κάλεσε όλους σε μαζική συμμετοχή απόψε, στις 18.45, έξω από το προεδρικό μέγαρο.
Αντιπροσωπεία του Δήμου , με επικεφαλής τον κ. Γαλανό, θα γίνει δεκτή από τον πρόεδρο Αναστασιάδη , στον οποίο, σύμφωνα με τον δήμαρχο, « θα επιδώσουν υπόμνημα με το τί αναμένουν να κάνει». Αναμένουν από τον , τόνισε , να προβεί σε διάβημα προς το ΣΑ του ΟΗΕ, την ΕΕ και αλλού. Ο Δήμος Αμμοχώστου, ανέφερε, θα προβεί και ο ίδιος στο μέτρο των δυνατοτήτων του σε διαβήματα στις πρεσβείες των χωρών μελών του ΣΑ του ΟΗΕ, σε κόμματα και όπου αλλού μπορεί.
Ο Αλέξης χαρακτήρισε «πισώπλατη μαχαιριά την κίνηση του Κουντρέτ Οζερσάι για άνοιγμα των Βαρωσίων υπό τ/κ διοίκηση».

Είναι «πισώπλατη μαχαιριά», είπε, προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον οποίο συνέτρωγε λίγες μέρες πριν, αλλά και προς την προσπάθεια επανέναρξης των συνομιλιών και επίλυσης του Κυπριακού.
Ο δήμαρχος Αμμοχώστου θεωρεί, όπως είπε, τον Κουντρέτ Οζερσάι «πρωταγωνιστή» πίσω από την κίνηση αυτή και ανέφερε ότι αναμένει από τον Τ/κ ηγέτη, Μουσταφά Ακιντζί «να διαχωρίσει ξεκάθαρα την θέση του». Ο κ. Γαλανός μίλησε για παραβίαση των ψηφισμάτων 550 και 789 του ΣΑ του ΟΗΕ αλλά και της δεύτερης συμφωνίας Κυπριανού – Ντενκτάς.

 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης δέχεται τον Δήμαρχο Αμμοχώστου κ. Αλέξη Γαλανό και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου. (ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ -ΚΥΠΕ) 

Ο κ. Γαλανός αποκάλυψε ότι το 2014 ο Οζερσάι «ήταν αυτός που παρενέβη τελευταία στιγμή και δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί κατά την επίσκεψη του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν η συμφωνία για την ειδική επιτροπή υπό τα ΗΕ που θα έμπαινε στην περίκλειστη πόλη».

Σύμφωνα με τον κ. Γαλανό ο Οζερσάι αποβλέπει στην επιστροφή πολύ λίγων Ε/κ προσφύγων υπό τ/κ διοίκηση, αλλά εισάγει «ένα ανύπαρκτο θέμα, που έχει λυθεί πριν την εγκαθίδρυση της ΚΔ, αυτό του ΕΒΚΑΦ, με έγγραφο με τις υπογραφές των Κιουτσιούκ και Ντενκτάς που επισυνάπτεται στην συνθήκη εγκαθίδρυσης».

Ο Αλ. Γαλανός εκτίμησε ότι «είναιι ένας ψυχολογικός πόλεμος και ένας πόλεμος νεύρων που ξεκίνησε από την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ και επεκτάθηκε τώρα στο θέμα της Αμμοχώστου. Είναι η προώθηση του σχεδίου Β».

Πρωταρχικός στόχος, είπε ο κ. Γαλανός, είναι να επαναφέρουν ως προτεραιότητα το θέμα της Αμμοχώστου και απαντώντας σε ερώτηση υπενθύμισε την πρόταση του Δήμου για να μπει μια ειδική ομάδα υπό τα ΗΕ με εμπειρογνώμονες των δύο πλευρών στην περίκλειστη πόλη έναντι της λειτουργίας του λιμανιού της Αμμοχώστου υπό την ΕΕ, και να ανακηρυχθεί σε μνημείο ΟΥΝΕΣΚΟ η μεσαιωνική πόλη, πρόταση που είχαν αποδεχθεί και ο τέως πρόεδρος, Δημήτρης Χριστόφιας και ο νυν, Νίκος Αναστασιάδης. Το θέμα του αεροδρομίου της Τύμπου το χειρίζεται η κυβέρνηση, πρόσθεσε.
Ο κ. Γαλανός εξέφρασε επίσης την πεποίθηση ότι η κίνηση αποσκοπεί στο να περάσει στο τουρκικό κεφάλαιο και σε κύκλους του Ταγίπ Ερντογάν το παραλιακό μέτωπο της περίκλειστης πόλης.

Η πρόταση Θεοφίλου, Αρέστη, Χατζηχαμπή

Τρεις επιφανείς Αμμοχωστιανοί  ο Θεόφιλος Β. Θεοφίλου, Πρέσβης ε.τ., πρώην Μ.Α. της Κύπρου στην ΕΕ,  Γεώργιος Κ. Αρέστης, Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Κεντ, πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τέως Δικαστής του Δικαστηρίου της ΕΕ, και  Δημήτριος Χ. Χατζηχαμπής, Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Exeter, τέως Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου , με ανακοίνωση τους επανέρχονται σε πρόταση, που είχαν υποβάλει για το θέμα της Αμμοχώστου. Αυτούσια η ανακοίνωση είναι η ακόλουθη:

“Πριν από ενάμισυ περίπου χρόνο-μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κρανς Μοντάνα και πριν από τις Προεδρικές εκλογές του 1918-είχαμε υποβάλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πολιτικούς ηγέτες του τόπου εμπεριστατωμένο υπόμνημα με εισήγηση για υποβολή από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας νέας, εμπλουτισμένης και ολοκληρωμένης πρότασης για την επιστροφή της πόλης της Αμμοχώστου σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συμφωνίας Υψηλού Επιπέδου της 19.5.1979 και των ψηφισμάτων 550 και 789 του ΣΑ των ΗΕ. Για αποφυγή επανάληψης στην ανακοίνωση αυτή του περιεχομένου του και για σκοπούς εύκολης αναφοράς επισυνάπτεται αντίγραφο του Υπομνήματος. Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε μόνο την παράγραφο στην οποία υποδεικνύαμε την τακτική σκοπιμότητα της υποβολής σχετικής πρότασης από δικής μας πλευράς και επισημαίναμε τους κινδύνους τουρκικών πρωτοβουλιών και δημιουργίας νέων τετελεσμένων στο θέμα της Αμμοχώστου.
«…δεν μπορεί να αγνοείται η ήδη επαπειλούμενη εφαρμογή Τουρκικών σχεδίων περαιτέρω παγίωσης τετελεσμένων με την επέκταση του εποικισμού των Βαρωσίων(ήδη τα Κάτω Βαρώσια και άλλες περιοχές κατοικήθηκαν από καιρού) ή το άνοιγμα των υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση, που αν εκδηλωθεί ενδέχεται να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα στη Δημοκρατία αλλά και να διχάσει τους Αμμοχωστιανούς ως εκ της απογοήτευσης και εξάντλησης στείρων δεκαετιών. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι προς αντιμετώπιση τέτοιων ενδεχομένων, προλαμβάνοντας και όχι ακολουθούντες τις εξελίξεις. Τούτο θα επιτευχθεί με δική μας πρώτη κίνηση για επανέγερση του θέματος των Βαρωσίων στα πλαίσια των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, που θα αδυνάτιζε οποιαδήποτε Τουρκική πρώτη κίνηση επωφελούμενη της δικής μας αδράνειας στο θέμα. Φρονούμε ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για τέτοια πρωτοβουλία, όπως προκύπτει και από την πρόσφατη σχετική αναφορά του Γενικού Γραμματέα των ΗΕ στην έκθεση του για την τελευταία διάσκεψη και με δεδομένη την επανάληψη της πάγιας θέσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για επιστροφή των Βαρωσίων αλλά και από την ευλόγως αναμενόμενη στήριξη της διεθνούς κοινότητας και ιδιαιτέρως της ΕΕ η οποία εμπλέκεται στο θέμα».
Το Υπόμνημα μας, στο οποίο δόθηκε ευρεία δημοσιότητα από τα ΜΜΕ, επιδόθηκε προσωπικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πολιτικούς ηγέτες και στον Υπουργό Εξωτερικών. Το περιεχόμενο του χαιρετίσθηκε και υιοθετήθηκε από κυβερνητικής πλευράς και μας δόθηκαν διαβεβαιώσεις ότι, αφού τύγχανε κάποιας επεξεργασίας και κοστολόγησης θα υποβαλλόταν επίσημα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς τα Ηνωμένα Έθνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρά τις υπενθυμίσεις μας και την επαναφορά του θέματος σε μεταγενέστερες συναντήσεις και επικοινωνίες με κάποιες συμπληρωματικές ιδέες και την επανάληψη από επίσημα χείλη των διαβεβαιώσεων για προώθηση του θέματος και υποβολή στα ΗΕ, στην ΕΕ και στην άλλη πλευρά της πρότασης μας για επιστροφή της Αμμοχώστου, ουδέν εγένετο. Με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με τις εξαγγελθείσες αποφάσεις του κατοχικού καθεστώτος και της Τουρκίας να προχωρήσουν σε νέες μονομερείς ενέργειες και την εμπέδωση νέων τετελεσμένων που καθιστούν την επιστροφή της πόλης μας στους νόμιμους κατοίκους και ιδιοκτήτες της όνειρο απατηλό.
Επειδή τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους και για να μη εμπλακούμε σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, θα αποφύγουμε οποιοδήποτε περαιτέρω σχολιασμό των οδυνηρών και δυσάρεστων εξελίξεων των τελευταίων ημερών που δικαιολογημένα προκαλούν αγανάκτηση και μεγάλη λύπη σε όλους τους Αμμοχωστιανούς και όχι μόνο.”

  • Για σκοπούς ενημέρωσης δημοσιεύουμε το πλήρες κείμενο του Υπομνήματος των κυρίων Θεοφίλου, Αρέστη, Χατζηχαμπή στα ελληνικά και στα αγγλικά:

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ – ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ

Θεωρούμε πρέπον να αναφέρουμε εξ αρχής ότι ενεργούμε ως ιδιώτες πολίτες της Αμμοχώστου μη εκπροσωπούντες οποιαδήποτε σύνολα ή συμφέροντα και ανεξαρτήτως πολιτικών ή κομματικών πεποιθήσεων και επιδιώξεων. Παραλλήλως όμως, ως εκ της συνεχούς επαφής μας με τους συμπολίτες μας, φρονούμε ότι εκφράζουμε και τες σκέψεις και συναισθήματα πάρα πολλών εξ αυτών. Και ασφαλώς δεν θα παρεξηγηθή ως αυτοέπαινος η αναφορά ότι η όλη μακρά δημόσια επίδοσή μας στη δικαστική και στη διπλωματική υπηρεσία δικαιολογεί τόσο την εκτίμηση και συνδρομή των συμπολιτών μας όσο και το άμεμπτο και καλοπροαίρετο των προθέσεών μας στην ενέργεια αυτή. Να σημειώσουμε, δε, ότι η συναντίληψη και συνεργασία των τριών μας έχει λάβει την ενεργό έκφραση και προώθησή της μετά από τη δημοσίευση των άρθρων του εξ ημών κ. Θεοφίλου και την ακόλουθη δημοσίευση του άρθρου του εξ ημών κ. Χατζηχαμπή.

Το προσφυγικό πρόβλημα, έπειτα από εκείνο των πεσόντων και αγνοουμένων του 1974, είναι το σοβαρότερο των προβλημάτων της εισβολής και κατοχής αφού αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο ως την ύψιστη αξία στην κοινωνική ζωή. Στα 43 χρόνια που πέρασαν από την Τουρκική εισβολή, και με δεδομένη τη μη επιστροφή των εκτοπισθέντων, οι περισσότεροι της πρώτης και δευτέρας γενεάς εκτοπισθέντες – με την τρίτη γενεά να ακολουθή κοντά – δεν θα επιστρέψουν ποτέ αφού έχουν αποθάνει με το ψυχικό πόνο του εκτοπισμού και τον ανεκπλήρωτο πόθο της επιστροφής.

Όσον αφορά ακριβώς αυτό το θέμα, από ενωρίς έγινε αντιληπτό, για ειδικώς προσφερόμενους λόγους, ότι η επιστροφή των κατοίκων της Αμμοχώστου μπορούσε να επιτευχθή πριν από τη λύση του Κυπριακού προβλήματος, η οποία, μετά από την παρέλευση μίας δεκαετίας, εφαίνετο και απεδείχθη να καθίσταται δύσκολη. Ήδη στη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1979 υπήρχε πρόνοια για προτεραιότητα στην επίτευξη συμφωνίας για επανεγκατάσταση στα Βαρώσια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών – και Βαρώσια δεν είναι μόνο η περίκλειστη περιοχή αλλά όλη η εκτός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου. Τα ψηφίσματα 550 (1984) και 789 (1992) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που ακολούθησαν εκφράζουν την ίδια προς τούτο αντίληψη των Ηνωμένων Εθνών και περιέχουν την απόφαση της διεθνούς κοινότητας για την επιστροφή των Βαρωσίων στα Ηνωμένα Έθνη προς επανεγκατάσταση.

Τα οφέλη από την εφαρμογή των ψηφισμάτων αυτών για τους εκτοπισθέντες κατοίκους της πόλης με την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των και κατ’ επέκταση για όλη την Κύπρο θα είναι μέγιστα, όπως θα είναι και καταλυτικά για τη λύση του Κυπριακού. Είναι δεδομένη η απροθυμία της Τουρκίας να εφαρμόση τα ψηφίσματα 550 και 789. Δεν υπήρξε όμως διαχρονικά ούτε και συγκεκριμένη και επίμονη πολιτική προώθησής των από δικής μας πλευράς, ενώ παραλλήλως ανεπτύχθη και η παρανοημένη νοοτροπία της ‘Αμμοχωστοποίησης’ του Κυπριακού με τη συνδρομή συναισθηματικών και άλλων παραγόντων, ως εάν η επιστροφή των κατοίκων της Αμμοχώστου να προεξοφλούσε την ίδια τη λύση. Το αποτέλεσμα ήτο η εδραίωση της Τουρκικής θέσης ότι η Αμμόχωστος θα πρέπη να είναι μέρος της λύσης, προς τεράστια ζημία μας και όσον αφορά τους κατοίκους της πόλης και την Κύπρο γενικώς και όσον αφορά τη διαπραγματευτική μας θέση, αφού αφήσαμε στην Τουρκία ένα δυνατό διαπραγματευτικό ‘χαρτί’ στα πλαίσια της λύσης αντί να πιέζεται συνεχώς για εφαρμογή των ψηφισμάτων 550 και 789.

Οι συνθήκες σήμερα, και εφ’ όσον οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού βρίσκονται σε στασιμότητα, δεν αφήνουν άλλα περιθώρια και καθιστούν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ενεργούς και δυναμικής επαναπροώθησης των ψηφισμάτων 550 και 789. Πέραν της συνεχιζόμενης φθοράς ανθρώπων και τόπων, δεν μπορεί να αγνοείται η ήδη επαπειλούμενη εφαρμογή Τουρκικών σχεδίων περαιτέρω παγίωσης τετελεσμένων με την επέκταση του εποικισμού των Βαρωσίων (ήδη τα Κάτω Βαρώσια και άλλες περιοχές κατοικήθησαν από καιρού) ή το άνοιγμά των υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση, που αν εκδηλωθή ενδέχεται να δημιουργήση πρόσθετα προβλήματα στη Δημοκρατία αλλά και να διχάση τους Αμμοχωστιανούς ως εκ της απογοήτευσης και εξάντλησης στείρων δεκαετιών. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι προς αντιμετώπιση τέτοιων ενδεχομένων, προλαμβάνοντες και όχι ακολουθούντες τες εξελίξεις. Τούτο θα επιτευχθή με δική μας πρώτη κίνηση για επανέγερση του θέματος των Βαρωσίων στα πλαίσια των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, που θα αδυνάτιζε οποιαδήποτε Τουρκική πρώτη κίνηση επωφελούμενη της δικής μας αδράνειας στο θέμα. Φρονούμε ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για τέτοια πρωτοβουλία, όπως προκύπτει και από την προσφάτως σχετική αναφορά του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στην έκθεσή του για την τελευταία διάσκεψη και με δεδομένη την επανάληψη της πάγιας θέσης του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου για επιστροφή των Βαρωσίων αλλά και από την ευλόγως αναμενόμενη στήριξη της διεθνούς κοινότητας και ιδιαιτέρως της Ευρωπαικής Ένωσης η οποία πλέον εμπλέκεται στο θέμα.

Συγχρόνως, θα πρέπη να υπομνησθή ότι, για να τύχη της αναγκαίας διεθνούς στήριξης αλλά και της αποδοχής της από την Τουρκία, η νέα πρόταση για τα Βαρώσια θα πρέπη, εν όψει της παρόδου του χρόνου, που πολλά αλλάζει ανεπιστρεπτί, και στα πλαίσια της δικοινοτικότητας που διέπει διαχρονικά τες προδιαγραφές της επιδιωκόμενης λύσης, να είναι αρκούντως δελεαστική και για τους Τουρκοκυπρίους, προσφέροντας έτσι οφέλη και στες δύο κοινότητες. Σε αυτό το πνέυμα, θα μπορή να είναι καταλύτης της επανένωσης και συνεργασίας των κοινοτήτων και της ίδιας της λύσης, χωρίς επιπτώσεις στην υφιστάμενη νομιμότητα. Φρονούμε ότι οι σκέψεις και εισηγήσεις που ακολουθούν, χωρίς να είναι πλήρεις ή εξαντλητικές, σκοπό έχουν να δώσουν αυτό το στίγμα που πρέπει να διέπη την παράδοση των Βαρωσίων στα Ηνωμένα Έθνη.

1. Η ανοικοδόμηση της πόλης εξυπακούει δαπάνες δισεκατομυρίων και συνεχείς εργασίες πολλών ετών. Τούτο θα καταστήση την Αμμόχωστο ένα τεράστιο και διαρκές εργοτάξιο που, πέραν της χρηματοδότησής του, θα ελκύση αναλόγως μεγάλο αριθμό επενδύσεων και εργαζομένων, παρέχοντας πρωτοφανείς οικονομικές ευκαιρίες και συμβάλλοντας τα μέγιστα στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη ολοκλήρου της Κύπρου. Στην ανοικοδόμηση της πόλης θα πρέπη να συμμετέχουν σε συνεργασία και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι όπως και άλλοι ώστε να παρέχεται ανάλογο όφελος και στες δύο κοινότητες, οι δε Τουρκοκύπριοι αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να μετέχουν και στη μετέπειτα οικονομική ζωή της πόλης. Τούτο θα σηματοδοτήση και την ευρύτερη συνεργασία η οποία παρέχεται μέσω της οικονομίας αφού η οικονομία, και μάλιστα στη σύγχρονη εποχή, ενώνει.

2. Η εξασφάλιση των οικονομικών πόρων που θα απαιτηθούν για την ανοικοδόμηση της πόλης, σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικές πηγές, θα διευκολυνθή από την προοπτική της δικοινοτικής συμμετοχής, ιδιαιτέρως στο πολιτικό επίπεδο. Συγκεκριμένως όσον αφορά την Ευρωπαική Ένωση, η συνδρομή της μπορεί ευλόγως να αναμένεται και να είναι σημαντική, τονίζοντας την παρουσία της αλλά και τον Ευρωπαικό προσανατολισμό της πόλης και ενισχύοντας την Τουρκοκυπριακή κοινότητα η οποία θεωρεί εαυτήν αδικημένη από την Ευρωπαική Ένωση.
3. Το λιμάνι της πόλης θα μπορή να τεθή υπό τη συνδιαχείριση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων υπό καθεστώς που θα συμφωνηθή, στα πλαίσια ήδη υποβληθείσας πρότασης, για τη διεξαγωγή νομίμως ελευθέρου εμπορίου. Τα πλεονεκτήματα και για τες δύο κοινότητες θα είναι σημαντικά και η συνεργασία των θα ενισχυθή περαιτέρω.
4. Η παραλιακή περιοχή νοτίως των τειχών η οποία ευρίσκεται κοντά στην περίκλειστη πόλη θα προσφέρεται ιδανικώς για τη δημιουργία μαρίνας, με συμμετοχή στην κατασκευή και συνδιαχείριση των δύο κοινοτήτων υπό καθεστώς ανάλογο εκείνου του λιμανιού. Τούτο, πέραν του οικονομικού οφέλους, θα συμβάλη στην εξωτερική επικοινωνία και στην ανάπτυξη της πόλης και στην ενίσχυση της συνεργασίας των δύο κοινοτήτων.
5. Η Αμμόχωστος θα προσφέρεται κατ’ εξοχή για τη δημιουργία δικοινοτικού Κέντρου Κυπριακών Σπουδών και αναλόγων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων προς περαιτέρω προώθηση της συνεργασίας των δύο κοινοτήτων. Όπως και η οικονομία, έτσι και ο πολιτισμός ενώνει.
6. Η εντός των τειχών πόλη θα μπορή να περιληφθή με προς τούτο διαβήματα της Δημοκρατίας, και μαλιστα άμεσα, στον κατάλογο της πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, προσφερόμενη για κοινή πολιτιστική δραστηριότητα με διεθνή εμβέλεια.
7. Η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στα κατεχόμενα έχει ανασταλή με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαική Ένωση. Μπορεί να εξετασθή κατά πόσο είναι πρόσφορο να επεκταθή το κοινοτικό κεκτημένο στα Βαρώσια με την επιστροφή των στα Ηνωμένα Έθνη για επανεγκατάσταση. Τούτο θα προσφέρη σημαντικό όφελος και στους Τουρκοκυπρίους ως πρόσβαση στην Ευρωπαική Ένωση, σε συνάρτηση με την εκεί εμπλοκή και παρουσία της Ευρωπαικής Ένωσης στην ανοικοδόμηση αλλά και ενδεχόμενη συμμετοχή της στη λειτουργία του λιμανιού και θα ανοίξη την προοπτική επέκτασης του κοινοτικού κεκτημένου σε όλη την Κύπρο όταν επέλθη η λύση.
8. Στην εν λόγω περιοχή, ως ομοσπονδιακή περιοχή, θα μπορούν να εγκατασταθούν θεσμοί της Ευρωπαικής Ένωσης και συγκεκριμένως ένας Οργανισμός (Agency), λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψη ότι η Κύπρος δεν έχει εισέτι εξασφαλίσει οποιοδήποτε τέτοιο Οργανισμό.

Προχωρούμε στη διατύπωση σκέψεων που επεκτείνονται πέραν της επιστροφής των Βαρωσίων στα Ηνωμένα Έθνη για επανεγκατάσταση και που θα μπορούσαν να τύχουν μελέτης και επεξεργασίας σε μετέπειτα στάδιο, διευκολύνοντας μάλιστα και την επιδιωκόμενη ομοσπονδιακή λύση.
1. Για σκοπούς οικονομικής βιωσιμότητας και ανάπτυξης αλλά και της επιθυμητής επανένωσης, η Αμμόχωστος μπορεί να επεκταθή σε ευρύτερη περιοχή βορείως των τειχών, ώστε να περιλαμβάνη και την παλαιά και τη νέα πόλη, με δυνατότητα επέκτασης προς και μέχρι και την Καρπασία, η οποία και να αποτελέση ομοσπονδιακή περιοχή στα πλαίσια της λύσης διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας. Τούτο μάλιστα θα διιευκολύνη και τη διευθέτηση του εδαφικού αλλά και της ακτογραμμής η οποία θα εμπίπτη στη δικαιοδοσία των αντιστοίχων ζωνών.
2. Το λιμάνι της πόλης θα μπορή να τεθή υπό την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ως ομοσπονδιακό λιμάνι.
3. Στην εν λόγω περιοχή, ως ομοσπονδιακή περιοχή, θα μπορούν να εγκατασταθούν θεσμοί του μελλοντικού ομοσπόνδου κράτους. Ακόμα, το προτεινόμενο Κέντρο Κυπριακών Σπουδών καθώς και το ήδη λειτουργούν Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου μπορούν να καταστούν ομοσπονδιακό πανεπιστήμιο προς εμπέδωση μέσω ενιαίων σπουδών της ομοσπονδιακής συνείδησης και του κοσμοπολιτισμού, που είναι η ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία ανθρώπων με διαφορετική εθνότητα, θρησκεία, γλώσσα και πολιτισμό.
4. Με αυτά τα δεδομένα, η Αμμόχωστος, ήδη επανενωμένη ως ομοσπονδιακή περιοχή, θα προσφέρεται ιδανικώς με τη λύση και ως ομοσπονδιακή πρωτεύουσα.

 

THE RETURN OF FAMAGUSTA

We should state at the outset that we are acting as private citizens of Famagusta not representing any bodies or interests and independent from political or party beliefs and commitments. At the same time, due to our constant contact with our fellow citizens, we believe that we express the thoughts and sentiments of many of them. And it shall certainly not be misunderstood if we say that our long judicial and diplomatic service justifies the respect of our fellow citizens in the good will of our initiative.

In the 43 years since the Turkish invasion and occupation, with not a single displaced person having returned to his home, it is more than evident that most of the first and second generation – with the third generation following closely – will never return, having already died. This renders the need for a speedy return more urgent than ever.

Precisely as regards this issue, it was early understood that, for special reasons, the return of the citizens of Famagusta could be achieved before and independently from the solution of the Cyprus problem, which, a decade after 1974, already looked and proved difficult. In fact, even in the High Level Agreement of 1979 there was provision for priority to the return of Varoshia under the United Nations. Resolutions 550 (1984) and 789 (1992) of the Security Council which followed express the same understanding on the part of the United Nations and contain the decision and commitment of the international community for the return of Varoshia to the United Nations for the purpose of the reestablishment of its lawful inhabitants.

The benefits from the application of these resolutions for the displaced citizens of Famagusta through the restoration of their rights will be enormous and prove catalytic for the solution of the Cyprus problem. Turkey may have been unwilling to apply resolutions 550 and 789, but, through the years, neither has there been any specific and concrete policy on the part of the government of Cyprus for their promotion, while we have witnessed the evolution of the misconceived notion of the ‘Famagustisation’ of the Cyprus problem, as if the return of the citizens of Famagusta would determine the solution itself. The result was the propagation of the view, advocated by Turkey, that Famagusta should be part of the final solution, to the detriment of the citizens of Famagusta who thus became its hostages.

Conditions today, granted that negotiations are at a stalemate, leave no further margins and render even more pressing the need for the promotion of resolutions 550 and 789. Apart from the continuing human and material waste, there is the danger of further Turkish encroachments upon the city of Famagusta (already settlers have been installed in large parts of the city outside the enclosed area) or of the opening of Famagusta under Turkish administration contrary to resolutions 550 and 789, which will further complicate matters and cause difficulties to all. It is imperative to avoid any such developments, and this will be best achieved through an initiative for the promotion of resolutions 550 and 789. We believe that the ground is ready for such initiative, and we rely on the recent references of the Secretary-General of the United Nations in his report upon the last conference at Crans Montana, on the repeated resolutions of the European Parliament for the return of Famagusta and on the support which the international community and particularly the European Union, already involved, can safely be expected to provide.

At the same time, it must be emphasized that, to be acceptable both by the international community and by Turkey, the new proposal for Varoshia should, due to the passage of time and current conditions as well as in the spirit of the federal bi-communality which underlies the agreed basis for the solution, be attractive to the Turkish Cypriots and beneficial to both communities. In this spirit, it will also by catalytic for the reapproachment and cooperation of the two communities without violating the existing legality. The thoughts and proposals which follow, without claiming to be complete and exhaustive, give the stigma which should govern the return of Varoshia to the United Nations.

1.  The reconstruction of the city presupposes billions in cost and many years’ work. This will render Famagusta an enormous and constant construction site which will attract financing, investment and labour on an unprecedented scale, greatly advancing the entire development of the economy. In the reconstruction of the city must participate both the Greek Cypriots and the Turkish Cypriots, as well as others, so that there will be substantial benefits to both communities, while the Turkish Cypriots will be expected to continue to participate in the economic life of the city thereafter. This will also promote the co-existence of the two communities, always bearing in mind that economy unites.
2. The securing of the financing required for the reconstruction of the city, to a large extent from external sources and especially at the political level, will be facilitated by the prospect of bi-communal participation. Particularly as regards the European Union, its substantial contribution can reasonably be expected, underlining its presence as well as the European orientation of the city, while strengthening the Turkish Cypriot community which now considers itself as unfairly treated by the European Union.
3. The city harbour can be placed under the joint administration of Greek and Turkish Cypriots under a regime that can be agreed in the context of the proposals made in the past, for the transaction of free trade. The benefits for both communities will be substantial and their cooperation will be further strengthened.
4. The coastal area south of the old city walls adjoining the enclosed city will be suitable for the creation of a marina, with the participation of both communities in its construction and administration, by analogy with the harbour. This, apart from financial benefits, will contribute to the external communication and development of the city and the strengthening of the cooperation between the two communities.
5. Famagusta will be suitable for the establishment of a bi-communal Centre for Cyprus Studies and related educational and cultural activities for the promotion of the cooperation of the two communities. Civilisation, like the economy, unites.
6. The old city within the walls can be included, at the initiative of the Republic, in the Cultural Heritage list of UNESCO and be used for the purposes of bi-communal cultural activities of international dimensions.
7. The application of European law in the occupied area of Cyprus has, upon Cyprus’ admission into the European Union, been suspended. It could be considered whether, with the return of Famagusta, it might be extended there. This will be of considerable benefit to the Turkish Cypriots, offering them access to the European Union, in connection with the involvement of the European Union in the reconstruction of Famagusta and the operation of the harbour, opening thereafter the way for the application of European law all over Cyprus when a final solution is reached.

We proceed to express certain thoughts which extend beyond the return of Famagusta to the United Nations for resettlement of its lawful inhabitants and which could come under consideration and elaboration at a later stage and indeed facilitate the desired federal solution itself.

1. For the purposes of economic viability and development as well as of the desired reunification, Famagusta can be extended to an area north of the old city walls so as to include the new as well as the old city with possibilities of further extension towards and including Karpasia, forming a federal area in the context of the bi-zonal and bi-communal federation solution. This would also facilitate the settlement of the territorial aspect as well as of the coastal line of each zone.
2. The harbour of the city can be placed under the federal government as a federal harbour.
3. The said area, as a federal area, will be offered for the establishment of an Agency of the European Union as well as of agencies and institutions of the future federal state. Further, the proposed Centre for Cypriot Studies and the existing University of Eastern Mediterranean can become a federal university promoting, through unified studies, federalism and the cosmopolitan spirit which signifies the peaceful coexistence among peoples of different nationality, religion, language and civilization.
4. After all this, Famagusta, already reunited as a federal area, will be ideally suited upon the final solution as the federal capital.

Theophilos V. Theophilou, Ambassador (rtd), formerly Permanent Representative of Cyprus to the European Union

George Arestis, Honorary Doctor of Laws of the University of Kent, formerly Judge of the Supreme Court of Cyprus and Judge of the Court of the European Union

Demetrios H. Hadjihambis, Honorary Doctor of Laws of the University of Exeter, formerly President of the Supreme Court of Cyprus

 

 


 

Share this post