Από τα Ιουλιανά του 1965 στο πραξικόπημα και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο*

Από τα Ιουλιανά του 1965 στο πραξικόπημα και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο*

Η μαύρη σελίδα της Ελληνικής ιστορίας των ετών 1965-1974

Στις 15 Ιουλίου 1965 ο λαοπρόβλητος πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο, επειδή θέλησε να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αντί του Πέτρου Γαρουφαλιά, εκλεκτού του Παλατιού. Την ίδια ημέρα ορκίστηκε κυβέρνηση από αποσχισθέντα στελέχη του κόμματός του, της Ένωσης Κέντρου, που έμειναν στην ιστορία ως «Αποστάτες». Ακολούθησε μία περίοδος έντονης πολιτικής ανωμαλίας («Αποστασία»), που οδήγησε τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Ο Δρόμος προς την Αποστασία

Στις 16 Φεβρουαρίου 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Ένωση Κέντρου κατήγαγαν εκλογικό θρίαμβο, λαμβάνοντας το 52,8% των ψήφων και μία άνετη πλειοψηφία 171 εδρών στη νέα Βουλή. Η νέα κυβέρνηση που προέκυψε έφερε τη σφραγίδα του πρωθυπουργού, ο οποίος προσπάθησε να τηρήσει, όχι τόσο επιτυχημένα, τις εσωκομματικές ισορροπίες. Ήταν ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο, διότι η Ένωση Κέντρου ήταν ένας κομματικός σχηματισμός χωρίς ιδιαίτερη ιδεολογική συνοχή. Περιλάμβανε στις τάξεις του από φιλοβασιλικούς δεξιούς και σκληρούς αντικομουνιστές έως δημοκρατικούς σοσιαλιστές.

Η έλλειψη συνοχής στο κυβερνητικό στρατόπεδο φάνηκε πολύ γρήγορα. Στην ψηφοφορία για την ανάδειξη προέδρου της Βουλής, ο κυβερνητικός υποψήφιος Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας καταψηφίστηκε και χρειάστηκε δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί (19 Φεβρουαρίου 1965). Τότε ήταν που ο Γεώργιος Παπανδρέου εκστόμισε την περίφημη φράση του «Οι θριαμβευταί της 16ης Φεβρουαρίου εγίναμεν η χλεύη των ηττημένων». Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε ως «οργανωτές της συνωμοσίας» τον Ηλία Τσιριμώκο και τον Σάββα Παπαπολίτη και ανακοίνωσε τη διαγραφή τους. Σύντομα, όμως, αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του. Τελικά, η κυβέρνηση Παπανδρέου θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στις 5 Απριλίου 1964.

Κ. Μητσοτάκης, Στ. Στεφανόπουλος, Γ. Παπανδρέου

Από τις πρώτες μέρες της ανόδου της στην εξουσία, η κυβέρνηση Παπανδρέου θέλησε να καταθέσει το στίγμα της, παρουσιάζοντας ένα φιλολαϊκό πρόσωπο και επιδιώκοντας να ξηλώσει το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς, με σειρά μέτρων που οδηγούσαν στην αποδυνάμωση των μηχανισμών του. Σε ό,τι αφορά τον τερματισμό του εμφυλιοπολεμικού κλίματος, η κυβέρνηση προχώρησε στην απελευθέρωση κομμουνιστών κρατουμένων, στην κατάργηση θεσμών αστυνόμευσης των πολιτικών απόψεων και στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Όμως, με τις περιορισμένες αλλαγές που πραγματοποίησε στην ηγεσία του στρατεύματος τον Απρίλιο του 1964, φάνηκε να αναγνωρίζει το προβάδισμα των Ανακτόρων στο νευραλγικό αυτό τομέα του κρατικού μηχανισμού.

Οι δημοτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου θα επιβεβαιώσουν την εκλογική καθίζηση της ΕΡΕ και την άνοδο των δυνάμεων της ΕΚ και της ΕΔΑ. Όλο αυτό το διάστημα ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε να αντιμετωπίσει και πιέσεις από το εξωτερικό για τη λύση του Κυπριακού, ιδιαίτερα από την Ουάσιγκτον.

Στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου, η κόντρα Μητσοτάκη – Α. Παπανδρέου βάθυνε ακόμη περισσότερο, όταν στις αρχές Νοεμβρίου η εφημερίδα «Ελευθερία», που στην περίοδο του «Ανένδοτου» ήταν η πιο πιστή στον Γεώργιο Παπανδρέου και στην πολιτική του γραμμή, εξαπολύει μία άνευ προηγουμένου επίθεση στον πρωθυπουργό. Τον κατηγορεί ότι «διοικεί δικτατορικώς την Ένωσιν Κέντρου» και ότι «κατήργησε την κοινοβουλευτικήν ομάδα και το υπουργικόν συμβούλιον». Ο εκδότης της εφημερίδας, Πάνος Κόκκας, έχει στενούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του να διαδεχτεί τον Παπανδρέου στην ηγεσία του κόμματος, ενώ του προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία η ραγδαία άνοδος και ακτινοβολία του Ανδρέα Παπανδρέου.

 

Ανδρέας Παπανδρέου – Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

Το ανερχόμενο πολιτικό άστρο του Ανδρέα Παπανδρέου ανησυχεί, όχι μόνο τον Μητσοτάκη και τη Δεξιά, αλλά και τους Αμερικανούς, που βλέπουν ότι αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία τους στην Ελλάδα. Στις 15 Νοεμβρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου υποβάλλει την παραίτησή του από την κυβέρνηση, λόγω διαφωνιών με τον πατέρα του, αλλά και των κατηγοριών μερίδας του Τύπου για χαριστικές αναθέσεις μελετών δημοσίων έργων. Στις εναντίον του επιθέσεις πρωτοστατεί η εφημερίδα «Ημέρα» του Τζώρτζη Αθανασιάδη και «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, που διατηρεί φιλικούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Οι βαθιές αντιθέσεις στους κόλπους της Ένωσης Κέντρου εκδηλώνονται για μία ακόμη φορά τον Ιανουάριο του 1966, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει να αντιμετωπίσει νέα ανταρσία από βουλευτές του κόμματος του, που θα λήξει σύντομα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου περνά στην αντεπίθεση και στις 23 Φεβρουαρίου 1965 αποκαλύπτει στη Βουλή το σχέδιο εκτροπής από την ομαλότητα με την επωνυμία «Περικλής».

Η Δεξιά δεν αφήνει την πρόκληση να πάει χαμένη και στα μέσα Μαΐου μέσω φιλικών της εφημερίδων ξεσκεπάζει μία οργάνωση στους κόλπους του στρατεύματος με την επωνυμία ΑΣΠΙΔΑ και αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Την ίδια περίοδο, ένας αντισυνταγματάρχης σε μονάδα πυροβολικού στον Έβρο, ονόματι Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας), καταγγέλλει κομμουνιστική συνωμοσία στη μονάδα του. Η εφημερίδα «Ελευθερία» εξακολουθεί να πρωτοστατεί στις επιθέσεις κατά του Γεωργίου Παπανδρέου και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος κάνει λόγο για ακυβερνησία.

Εν τω μεταξύ, από τον Απρίλιο του 1965 ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει επανέλθει στην κυβέρνηση του πατέρα του μετά βαίων και κλάδων, ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Όλο αυτό το διάστημα που ήταν εκτός της κυβέρνησης φρόντισε να οικοδομήσει το ηγετικό του προφίλ, με περιοδείες σε όλη τη χώρα και να αναδειχθεί ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της αριστερής πτέρυγας της Ενώσεως Κέντρου.

Ιουλιανά – Αποστασία

Η πρώτη Κυβέρνηση «Αποστατών», του Ιωάννη Αθανασιάδη – Νόβα

Από την πρώτη ημέρα του Ιουλίου του 1965 η χώρα θα εισέλθει στον αστερισμό της πιο μεγάλης πολιτικής και θεσμικής κρίσης στη μετεμφυλιοπολεμική της ιστορία. Το έναυσμα θα δώσει ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, που θα ζητήσει την παραίτηση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Πέτρου Γαρουφαλιά, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος το κρίσιμο αυτό υπουργείο. Ο εκλεκτός τού Παλατιού αρνείται και δηλώνει απροκάλυπτα ότι θα το πράξει μόνο αν του το ζητήσει ο βασιλιάς! Ως αιτιολογία προβάλλει ότι ο Παπανδρέου δεν πρέπει να αναλάβει το Υπουργείο, επειδή εκκρεμεί η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία είναι μπλεγμένος ο γιος του, Ανδρέας.

Ο 25χρονος βασιλιάς Κωνσταντίνος, που βρίσκεται στην Κέρκυρα, αναμένοντας τη γέννηση του πρώτου του παιδιού (της πριγκίπισσας Αλεξίας), αρνείται να υπογράψει το διάταγμα αντικατατάστασης του Γαρουφαλιά. Οι δύο άνδρες είχαν να συναντηθούν από τις 5 Μαρτίου 1965 και η σχέση τους δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Στις 7 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος αποστέλλει επιστολή προς τον πρωθυπουργό και τον κατηγορεί ότι «ενισχύει και υποθάλπει […] συνωμοσία μοναδικόν σκοπόν έχουσα την ανατροπήν του Συντάγματος και την επιβολήν δικτατορίας ελεεινής μορφής…». Ο πρωθυπουργός τού απαντά δύο ημέρες αργότερα με επιστολή και του τονίζει: «Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα εξαιρούμενον της εξουσίας της κυβερνήσεως».

Ο Π. Γαρουφαλιάς με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο

Ο Γεώργιος Παπανδρέου θα λάβει τη δεύτερη επιστολή του βασιλιά στις 10 Ιουλίου, όταν βρίσκεται στην Κέρκυρα για να συγχαρεί τον Κωνσταντίνο για τη νεογέννητη κόρη του Αλεξία. Ο ανώτατος άρχοντας του επισημαίνει ότι «επιδιώκει τη δημιουργία συνταγματικού θέματος εκ του μη όντος» και επιμένει στην απόφασή του να μην υπογράψει το διάταγμα αντικατάστασης του Γαρουφαλιά. Την επομένη, οι δύο άνδρες θα συναντηθούν στην Κέρκυρα για πρώτη φορά μετά τις 5 Μαρτίου και από τις δηλώσεις του Γεωργίου Παπανδρέου διαφαίνεται ότι η κρίση στις σχέσεις τους τείνει να ξεπεραστεί.

Στις 12 Ιουλίου ο Παπανδρέου συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο και όλοι οι παριστάμενοι συμφωνούν ότι ο Γαρουφαλιάς που είναι απών, θα πρέπει να διαγραφεί από το κόμμα. Την επομένη ο Γαρουφαλιάς διαγράφεται από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, αλλά αρνείται και πάλι να εγκαταλείψει το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης.

Το βράδι της 14ης Ιουλίου παραδίδεται στον ΓεώργιοΠαπανδρέου η τρίτη βασιλική επιστολή, με την οποία του επισημαίνεται να μην επιμείνει στην παραίτησή του Γαρουφαλιά. Ηγετικά στελέχη της Ένωσης Κέντρου (Μητσοτάκης, Τσιριμώκος, Αλλαμανής, Μπακατσέλος κ.ά.) ανεβαίνουν στο Καστρί και του ζητούν να μην σπρώξει τα πράγματα στο δρόμο της ρήξης με το στέμμα. Ο ίδιος θα απαντήσει στον βασιλιά με δεύτερη επιστολή, επισημαίνοντάς του ότι δεν μπορεί να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευση», προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο την παραίτησή του.

Την επομένη βασιλιάς και πρωθυπουργός θα συναντηθούν στα ανάκτορα. Θα ακολουθήσει ο παρακάτω διάλογος, όπως θα αποτυπωθεί στις εφημερίδες της εποχής:

Κωνσταντίνος: «Άκουσα τα περί παραιτήσεώς σας και τα λαμβάνω υπ’ όψιν μου.»
Παπανδρέου: «Αντιλαμβάνομαι τον λόγον δια τον οποίον επείγεσθε δια την παραίτησιν.»
Βασιλιάς: «Είναι δεδομένη η παραίτησις».
Παπανδρέου: «Καταλαβαίνω τις έχετε κατά νουν, Μεγαλειότατε.»

Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε στην προφορική παραίτηση του Παπανδρέου και δεν περίμενε να του υποβληθεί εγγράφως. Λίγες ώρες αργότερα ορκίστηκε ενώπιόν του το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης των «Αποστατών», όπως ονομάστηκαν, υπό τον πρόεδρο της Βουλής, Ιωάννη Αθανασιάδη – Νόβα (Πρώτη Κυβέρνηση των «Αποστατών»).

Την επομένη χιλιάδες Αθηναίοι κατέβηκαν στους δρόμους για διαμαρτυρηθούν για το «βασιλικό πραξικόπημα». Συγκρούστηκαν με την αστυνομία, η οποία τους αντιμετώπισε με γκλομπς και δακρυγόνα. Στις 19 Ιουλίου θα γίνει η πιο εντυπωσιακή διαδήλωση υπέρ της Δημοκρατίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, επικεφαλής μιας πομπής από 200 και πλέον αυτοκίνητα, στολισμένα με σήματα της Ένωσης Κέντρου, φοινικόκλαδα και φωτογραφίες, κατέβηκε από το Καστρί προς την Αθήνα εν μέσω του παραληρούντος πλήθους. Στο συλλαλητήριο της 21ης Ιουλίου, που μετέβαλε το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα σε διαδηλωτές και την Αστυνομία, θα χάσει τη ζωή του ο 22χρονος φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, στέλεχος της Αριστεράς.

Στις 18 Αυγούστου ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον παλαίμαχο σοσιαλιστή Ηλία Τσιριμώκο, στέλεχος της ΕΚ και δεινό επικριτή της πρώτης κυβέρνησης των «Αποστατών». Προς γενική έκπληξη, ο Τσιριμώκος αποδέχεται την εντολή και σχηματίζει τη δεύτερη κυβέρνηση των «Αποστατών» στις 20 Αυγούστου, η οποία θα έχει την τύχη της κυβέρνησης Νόβα, αφού δεν θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 28 Αυγούστου.

Οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων, Γεώργιος Παπανδρέου και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, προτείνουν στον βασιλιά τη διενέργεια εκλογών, αλλά αυτός αναθέτει στον Στέφανο Στεφανόπουλο την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Αυτός σχηματίζει την τρίτη κυβέρνηση των Αποστατών, η οποία θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 17 Σεπτεμβρίου 1965. Η περίοδος της «Αποστασίας» θα λήξει τυπικά με την πτώση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου στις 22 Δεκεμβρίου 1966 και την άνοδο στην εξουσία της μεταβατικής κυβέρνησης του τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλου, που έχει εντολή να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές στις 28 Μαΐου 1967…

Το πραξικόπημα της χούντας και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Στις 15 Ιουλίου του 1974 η Χούντα των Αθηνών δια των οργάνων της στη Μεγαλόνησο (Εθνική Φρουρά, ΕΛΔΥΚ, ΕΟΚΑ Β’) ανατρέπει τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπο Μακάριο και εγκαθιστά κυβέρνηση «μαριονετών» υπό τον δημοσιογράφο Νίκο Σαμψών. Πέντε ημέρα αργότερα, οι Τούρκοι θα εισβάλουν στην Κύπρο

Ο Νίκος Σαμψών

Οι σχέσεις της ελληνικής χούντας και ιδιαίτερα του ισχυρού άνδρα της ταξιάρχου Δημητρίου Ιωαννίδη με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Ο Ιωαννίδης πίστευε ότι ο Μακάριος είχε απεμπολήσει την «Ένωση», ήταν φιλοκομμουνιστής και φοβόταν το πνεύμα ανεξαρτησίας του. Από τον Απρίλιο του 1974 εξύφαινε σχέδιο για την ανατροπή του. «Πρέπει να τελειώνουμε με τον Μούσκο» φέρεται να είπε σε συγκέντρωση αξιωματικών στο σπίτι του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου (Μιχαήλ Μούσκος ήταν το κοσμικό όνομα του Μακαρίου)

Η αφορμή για την επιτάχυνση των εξελίξεων δόθηκε την 1η Ιουλίου 1974, όταν το Υπουργικό Συμβούλιο της Κύπρου αποφάσισε τη μείωση της στρατιωτικής θητείας σε 14 μήνες και του περιορισμού των ελλαδιτών αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Την επομένη, 2 Ιουλίου, ο Μακάριος με επιστολή του προς τον Έλληνα ομόλογό του στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση για ανάμιξη στις εναντίον του συνωμοσίες και αξίωνε να ανακληθούν στην Ελλάδα 650 ελλαδίτες αξιωματικοί, που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου.

Στην επιστολή του επισήμαινε στον Γκιζίκη:

…Θλίβομαι κύριε πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς με γλώσσα ωμής ειλικρινείας την από μακρού εν Κύπρω υφιστάμενην κατάστασιν . Τούτο όμως επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον , το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών και δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της ελληνικής κυβερνήσεως. Δέον, όμως, να ληφθεί υπόψιν,ότι δεν είμαι διορισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της ελληνικής κυβερνήσεως αλλά εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του εθνικού κέντρου…

Την ίδια ημέρα, σε σύσκεψη στο γραφείο του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Μπονάνου, με τη συμμετοχή του Ιωαννίδη, αποφασίστηκε ότι το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου θα γινόταν τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974. Ο Μπονάνος ανέθεσε την αρχηγία του πραξικοπήματος στον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση, με υπαρχηγό τον καταδρομέα συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κομπόκη. Και οι δύο αξιωματικοί υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά.

 

Στις 11 Ιουλίου συνήλθε στην Αθήνα το υπουργικό συμβούλιο για να συζητήσει την επιστολή Μακαρίου και αποφασίστηκε να συγκληθεί ευρεία σύσκεψη το Σάββατο 13 Ιουλίου, για να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις από την επαπειλούμενη μείωση της στρατιωτικής θητείας στην Κύπρο. Στη σύσκεψη αυτή συμμετείχαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Μπονάνος και ο διοικητής της Εθνικής Φρουράς αντιστράτηγος Γεώργιος Ντενίσης (θείος της γνωστής ηθοποιού Μιμής Ντενίση). Η σύσκεψη, που κράτησε μόλις λίγα λεπτά της ώρα έγινε για το θεαθήναι, για να παραπλανηθεί ο στρατηγός Ντενίσης, ο οποίος ήταν αντίθετος σε ενδεχόμενο πραξικόπημα στην Κύπρο και να αφεθεί ελεύθερο το έδαφος στους δύο υφισταμένους του Γεωργίτση και Κομπόκη να δράσουν ανενόχλητοι στο νησί.Νωρίς το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου 1974, ο Μακάριος πήρε τον δρόμο της επιστροφής στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία από την εξοχική του κατοικία στο όρος Τρόοδος, όπου είχε περάσει το Σαββατοκύριακο. Η πομπή του Μακαρίου πέρασε μπροστά από το στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς στην Κοκκινοτριμιθιά, όπου τα τανκς ζέσταιναν ήδη τις μηχανές τους για το επικείμενο πραξικόπημα. Η πομπή του Μακαρίου πέρασε ανενόχλητη από το σημείο εκείνο, χωρίς κάποιο από τα μέλη της συνοδείας του να παρατηρήσει κάτι το ύποπτο.

Στις 8.15 πμ, τα πρώτα τεθωρακισμένα άρχισαν να βγαίνουν από τη βάση τους, με κατεύθυνση το Προεδρικό Μέγαρο. Παράλληλα, μία μοίρα καταδρομών διατάχθηκε να καταλάβει όλα τα επίκαιρα σημεία και τα δημόσια κτίρια. Το πολυαναμενόμενο πραξικόπημα είχε εκδηλωθεί με το σύνθημα «Ο Αλέξανδρος εισήλθε εις το νοσοκομείο».

Την ώρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος, ο Μακάριος δεχόταν μια ομάδα ελληνοπαίδων από την Αίγυπτο. Κάποιο από τα παιδιά άκουσε τους πυροβολισμούς, αλλά ο Μακάριος τα καθησύχασε. Όταν τα πυρά πύκνωσαν και το Προεδρικό Μέγαρο άρχισε να κανονιοβολείται από τα τεθωρακισμένα της Εθνικής Φρουράς, ο Μακάριος, αφού προστάτευσε πρώτα τους μικρούς του επισκέπτες, στη συνέχεια διέφυγε από τη μοναδική αφύλακτη δίοδο, που υπήρχε στα δυτικά του Προεδρικού Μεγάρου. Με τη βοήθεια τριών σωματοφυλάκων του και ντυμένος με πολιτικά ρούχα, ακολούθησε την κοίτη ενός παρακείμενου χειμάρρου και κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες έφθασε στη Μονή Κύκκου. Εκεί, ξεκουράστηκε για λίγο και στη συνέχεια πήρε τον δρόμο για την Πάφο. Το ερώτημα που πλανάται από τότε είναι γιατί οι πραξικοπηματίες δεν απέκλεισαν ολοκληρωτικά το Προεδρικό Μέγαρο, αλλά άφησαν αφύλακτη μία δίοδο, από την οποία διέφυγε ο Μακάριος. Ο συνταγματάρχης Κομπόκης, που είχε το γενικό πρόσταγμα της επίθεσης, ισχυρίζεται ότι είχε εντολές να αφήσει ελεύθερη μία δίοδο για τη διαφυγή του Μακαρίου, ενώ ο επικεφαλής του πραξικοπήματος ταξίαρχος Γεωργίτσης επικαλέστηκε την έλλειψη δυνάμεων.

Μέχρι το μεσημέρι, οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους σχεδόν ολόκληρη τη Λευκωσία, παρά την αντίδραση των πολιτοφυλάκων της ΕΔΕΚ του Βάσου Λυσαρίδη και του Εφεδρικού Στρατού, που αποτελούνταν αποκλειστικά από Ελληνοκυπρίους. Αμέσως άρχισαν να αναζητούν το πρόσωπο που θα αναλάμβανε την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βολιδοσκοπήθηκαν τρεις ανώτατοι δικαστικοί και ο Γλαύκος Κληρίδης, οι οποίοι αρνήθηκαν. Τελικά, ο Γεωργίτσης κατέληξε στον δημοσιογράφο και παλαιό αγωνιστή της ΕΟΚΑ Νίκο Σαμψών, μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία του Κύπρου. Όταν το πληροφορήθηκε ο Ιωαννίδης φέρεται να είπε με αγανάκτηση: «500.000 Έλληνες υπάρχουν στην Κύπρο, αυτόν βρήκατε να κάνετε πρόεδρο».

Κι ενώ οι πραξικοπηματίες θεωρούσαν τον Μακάριο νεκρό και το ανακοίνωναν συνεχώς μέσω του ΡΙΚ, αυτός ήταν ζωντανός και απηύθυνε μήνυμα μέσω ενός αυτοσχέδιου ραδιοσταθμού της Πάφου:

Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις, ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος, τον οποίο συ εξέλεξες δια να είναι ο ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της και εγώ, εφόσον ζω, η Χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάση. Η Χούντα απεφάσισε να καταστρέψη την Κύπρο.Να την διχοτομήση.Αλλά δεν θα το κατορθώση.Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν εις την Χούντα. Μη φοβηθής. Ενταχθήτε όλοι εις τα νομίμους δυνάμεις του κράτους. Η Χούντα δεν πρέπει να περάση και δεν θα περάση. Νυν υπέρ πάντων ο αγών!

Μέχρι το πρωί της 16ης Ιουλίου όλη η Κύπρος βρισκόταν υπό τον έλεγχο των πραξικοπηματιών. Το τίμημα του πραξικοπήματος ήταν βαρύ. Οι νεκροί από την αδελφοκτόνα διαμάχη έφθασαν τους 450. Ο Μακάριος, αφού διανυκτέρευσε στο στρατόπεδο της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στην Πάφο, επιβιβάστηκε σε αγγλικό στρατιωτικό αεροπλάνο και δια μέσου της Μάλτας έφθασε στο Λονδίνο, όπου την επομένη, 17 Ιουλίου, συναντήθηκε με τον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον και τον Υπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν.

Όσον αφορά τις διεθνείς αντιδράσεις για το πραξικόπημα, η Μεγάλη Βρετανία τήρησε επιφυλακτική στάση και συνέστησε «αυτοσυγκράτηση». Οι Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησαν την υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου και κάλεσαν όλα τα κράτη να πράξουν το ίδιο, ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσιγκερ απέρριψε πρόταση για υποστήριξη του ανατραπέντος καθεστώτος Μακαρίου. Στην Αθήνα, ο Υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Κυπραίος δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι «αι πρόσφατοι εξελίξεις εν Κύπρω αποτελούν υπόθεσιν ανεξαρτήτου κράτους, μέλους των Ηνωμένων Εθνών».

Οι Τουρκοκύπριοι παρέμειναν απαθείς, καθώς θεώρησαν ότι το πραξικόπημα ήταν καθαρά υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Την ίδια ημέρα με την εκδήλωση του πραξικοπήματος, η Τουρκία έθεσε τις στρατιωτικές δυνάμεις της σε επιφυλακή, γιατί όπως δηλώθηκε ανετράπη η συνταγματική τάξη στο νησί. Στην Άγκυρα συνήλθε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας με αφορμή την κατάσταση στην Κύπρο. Οι στρατιωτικοί διαβεβαίωσαν τον πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ ότι θα είναι έτοιμοι για απόβαση στην Κύπρο μέσα σε πέντε ημέρες.

Πηγή: sansimera.gr

*Το κείμενο απηχεί τις απόψεις της συντακτικής ομάδας sansimera.gr

 

Share this post