Άγνωστες πτυχές των ελληνοτουρκικών επαφών για το Αιγαίο
Οι συμφωνίες για οριοθέτηση ΑΟΖ ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και όμορες χώρες αρχίζουν να τραβούν το βλέμμα των Τούρκων από το Αιγαίο προς την Ανατολική Μεσόγειο.
Με τίτλο «Το χρονικό της αθόρυβης διπλωματίας για το Αιγαίο» η εφημερίδα «Καθημερινή» Αθηνών δημοσίευσε ενδιαφέρον ρεπορτάζ του διπλωματικού της συντάκτη Βασίλη Νέδου*.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ το 2003 στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη βρισκόταν ήδη σε διαδικασία αλλαγών ενόψει των επερχόμενων εκλογών, ενώ στην Τουρκία ανέτειλε το άστρο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Ελλάδα ήταν λίγο πριν από την αλλαγή στην εξουσία έπειτα από μια δεκαετία ΠΑΣΟΚ, ενώ στην Τουρκία άρχιζε η πολιτική παντοκρατορία του AKP. Και στις δύο πλευρές, ήδη από το 2002 είχε εμπεδωθεί η βεβαιότητα ότι έως τον Δεκέμβριο του 2004 ή στις αρχές του 2005, υπήρχε η δυνατότητα να τηρηθεί η πρόβλεψη του Ελσίνκι περί διευθέτησης των διμερών διαφορών της Τουρκίας με κράτη-μέλη της Ε.Ε., ώστε να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα οι συζητήσεις για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Την περασμένη Κυριακή (9 Ιουνίου 2019) σε ένα εκτενές άρθρο του στην «Κ», ο κ. Κ. Σημίτης αναφέρθηκε στους κινδύνους που εξακολουθούν να υπάρχουν στο Αιγαίο, λόγω των εκκρεμών διαφορών Ελλάδας – Τουρκίας που παραμένουν ανεπίλυτες. Πρόσθεσε, επιπλέον, ότι σε δύο περιόδους υπήρξαν «συστηματικές διαπραγματεύσεις» και ιδιαίτερα κατά τα χρόνια 2002-2004 και 2010-2012.
Οι συναντήσεις
Κατά την πρώτη περίοδο, η οποία θα μπορούσε να επεκταθεί και να συμπεριλάβει τα χρόνια από το 2000 έως και το 2004, η προοπτική, που είχε δημιουργήσει το Ελσίνκι λειτουργούσε ως μαγνήτης για την Άγκυρα, το διπλωματικό κατεστημένο της οποίας ενεπλάκη σε ενεργές διαπραγματεύσεις με την Αθήνα. Αρχικά, όπως αναφέρουν στην «Κ» πολύ καλά πληροφορημένες πηγές, οι διαπραγματεύσεις αυτές ήταν άτυπες, «μυστικές», όπως είθισται να περιγράφονται. Πραγματοποιήθηκαν τρεις συναντήσεις ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τον Τούρκο διπλωμάτη Φαρούκ Λόογλου και τον καθηγητή Χρήστο Ροζάκη, στενό συνεργάτη του κ. Σημίτη και άνθρωπο με βαθιά γνώση των ζητημάτων, που συζητήθηκαν τότε, όπως τα χωρικά ύδατα και η υφαλοκρηπίδα. Οι συναντήσεις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε σε τουρκικό ούτε σε ελληνικό έδαφος, όμως, σύντομα, κάποιες διαρροές που έγιναν στον Τύπο οδήγησαν στην απόφαση για επισημοποίηση των επαφών.
Αρχικά, ο κ. Λόογλου διατήρησε κάποιον ρόλο, ωστόσο στη συνέχεια οι διερευνητικές πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στον τότε γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών Αναστάσιο Σκοπελίτη και σε έναν έμπειρο διπλωμάτη, τον Ουγούρ Ζιγιάλ, ενώ μέχρις ενός σημείου, ώσπου να φύγει για την Ουάσιγκτον, στις συζητήσεις ενεπλάκη και ο κ. Λόογλου. Οι κ. Σκοπελίτης και Ζιγιάλ συναντήθηκαν αθροιστικά 22 φορές στο πλαίσιο των διερευνητικών, με εναρκτήρια ημερομηνία τη 12η Μαρτίου 2002. Αντικείμενο ήταν ο καθορισμός χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, αν και από την τουρκική πλευρά ετέθη και ζήτημα υφαλοκρηπίδας, το οποίο συζητήθηκε εκτενώς. Και τότε, όπως και τώρα, πάγια θέση των Τούρκων είναι η απόκτηση υφαλοκρηπίδας στα δυτικά Λέσβου, Χίου και νότια Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, όπου υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις διεθνών υδάτων. Στις διαπραγματεύσεις διαφαινόταν μια συναντίληψη ως προς την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.) σε όλες τις ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδας, προφανώς στο Αιγαίο.
Το σημείο το οποίο παρέμενε ασαφές, ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιούνταν η μερική επέκταση των χωρικών υδάτων στα νησιά του Αιγαίου. Η Ελλάδα τασσόταν υπέρ μιας κλιμακωτής επέκτασης (6, 8, 9 και 12), ώστε να μην εμποδίζεται η διεθνής ναυσιπλοΐα, ενώ η τουρκική πλευρά είχε μια διαφορετική ερμηνεία, καθώς εξέφραζε ενστάσεις για την κλιμακωτή επέκταση, τασσόμενη αλλού υπέρ των 6 και αλλού υπέρ των 12 ν.μ. Σε περίπτωση συμφωνίας, αναλόγως θα προσαρμοζόταν και ο εναέριος χώρος (ως γνωστόν η Ελλάδα έχει παντού εναέριο χώρο 10 ν.μ.). Παρά τις διαφορές που υπήρχαν, το 2003 είχε διαμορφωθεί μια εικόνα πιθανής συμφωνίας, ώστε να κλείσει για τα χωρικά ύδατα, αλλά και να γίνει από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όπως υπολογίζουν πηγές με γνώση των συζητήσεων, η Ελλάδα από περίπου 40% του Αιγαίου το οποίο υπάγεται στην εθνική επικράτεια (χωρικά ύδατα), θα πήγαινε περίπου στο 60%, με την Τουρκία να κινείται, αντιστοίχως, από το περίπου 6% στο 8%-9%. Προφανώς, η υπόλοιπη έκταση θα αποτελούσε τα διεθνή ύδατα. Υπενθυμίζεται ότι η ελεύθερη ναυσιπλοΐα είναι υπερκείμενη των εθνικών χωρικών υδάτων.
Στη συνέχεια ξεκίνησε μια πρώτη συζήτηση για την έκδοση ενός κοινού ανακοινωθέντος. Σε αυτό, υπήρχαν λεπτομέρειες για το τεχνικό σκέλος, ωστόσο υπήρχαν διαφωνίες για το πολιτικό. Οι Τούρκοι επιθυμούσαν την έκδοση νόμου, ενώ στην Αθήνα επικρατούσε η εκδοχή κοινού ανακοινωθέντος. Τελικά δεν ελήφθη καμία απόφαση, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Στα τέλη του 2003, σε μια σύσκεψη που ήταν παρόντες, εκτός από τον κ. Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου ως υπουργός Εξωτερικών, ο Χάρης Παμπούκης, ο Νίκος Θέμελης, ο πρέσβης Θεόδωρος Σωτηρόπουλος, ο κ. Ροζάκης, αλλά και ο πρέσβης Αναστάσιος Σκοπελίτης, αποφασίστηκε να μην αναληφθεί καμία πρωτοβουλία. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου 2004, ο κ. Σημίτης έδινε το «δαχτυλίδι» της διαδοχής του ΠΑΣΟΚ στον Γιώργο Παπανδρέου. Δεν ήταν καιρός για τολμηρές αποφάσεις στα εθνικά.
Εξαιρετικά αποκαλυπτικό για όσα έγιναν εκείνη την εποχή είναι το βιβλίο που έγραψε ο διπλωμάτης Ντενίζ Μπιολιούκμπασι χρόνια αργότερα, το 2011 («Η αποβάθρα του υπουργείου Εξωτερικών – 34 χρόνια στο υπουργείο». Εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον οίκο Doğan Kitap, ωστόσο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά). O Μπιολιούκμπασι (παραιτήθηκε το 2007 από το ΥΠΕΞ για να πολιτευθεί με το υπερεθνικιστικό ΜΗΡ, το 2018 πέθανε), που ήταν το 2002-2003 μέλος των τουρκικών αντιπροσωπειών, αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο των 600 σελίδων με τίτλο: «Η διαδικασία μυστικών διαπραγματεύσεων περί θεμάτων Αιγαίου». Παρουσίασε σε σημαντικό βαθμό την τουρκική εκδοχή, υποστηρίζοντας ότι οι Έλληνες πολιτικοί διαστρέβλωναν τη διαδικασία «προκειμένου να χειραγωγήσουν την κοινή τους γνώμη και να αποκτήσουν πολιτικό όφελος στην εσωτερική πολιτική σκηνή».
Ο Μπιολιούκμπασι περιέγραψε τις διαφορές που συζητούσε η Ελλάδα με την Τουρκία στις διερευνητικές. Όπως έγραφε «υπό τον όρο “συνοριακές διαφορές” του Διεθνούς Δικαίου εντάσσονται, πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, επίσης θέματα εναέριου χώρου στο Αιγαίο, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και το καθεστώς των νησιών, βραχονησίδων και βράχων, όπως τα Ίμια [στο πρωτότυπο Κάρντακ], η κυριαρχία των οποίων αμφισβητείται». Τάδε έφη το 2011 ο Μπιολιούκμπασι, ο οποίος περιέγραφε αυτό που συνέβη το 2004 ως πολιτική διαχείριση από το απερχόμενο ΠΑΣΟΚ, ενόψει της ανερχόμενης Ν.Δ.
Πράγματι, η αλλαγή της κυβέρνησης το 2004 έφερε ορισμένες αλλαγές στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης συζήτησης. Στους Τούρκους προτάθηκε τότε μια τροποποιημένη εκδοχή όλων όσα είχαν συζητηθεί την περίοδο 2002-2003. Ωστόσο, η συζήτηση για το σχέδιο Ανάν στην Κύπρο και, μετέπειτα, οι συμφωνίες για οριοθέτηση ΑΟΖ ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και όμορες χώρες, αρχίζουν να τραβούν το βλέμμα των Τούρκων από το Αιγαίο προς την Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα προχώρησε σε ορισμένες αντιπροτάσεις το 2006, οι οποίες συνδέονταν, όμως, κυρίως με το καθεστώς των πτήσεων πάνω από το Αιγαίο.
Η πρόοδος
Το 2009 αμέσως μετά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην πρωθυπουργία οι συζητήσεις αναζωπυρώθηκαν. Ο κ. Παπανδρέου έκανε τον Οκτώβριο το πρώτο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, ενώ εντός του ίδιου μήνα ο κ. Ερντογάν του έγραψε επιστολή, όπου, μάλιστα, ζητούσε τον προσδιορισμό καταληκτικής ημερομηνίας για τη διαπραγμάτευση. Ο κ. Παπανδρέου απάντησε στα τέλη Ιανουαρίου, με καθυστέρηση σχεδόν τριών μηνών, στον κ. Ερντογάν, ενώ ενδιάμεσα την ευθύνη για τις διερευνητικές επαφές ανέλαβαν δύο εμπειρότατοι διπλωμάτες, ο Παύλος Αποστολίδης και ο Φεριντούν Σινιρλίογλου.
Η επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα τον Μάιο του 2010 καλλιέργησε τις προσδοκίες ότι οι διερευνητικές που ξεκινούσαν πάλι, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα πλαίσιο συμφωνίας Ελλάδας και Τουρκίας για το Αιγαίο.
Πηγές με γνώση όσων διημείφθησαν τότε, αναφέρουν ότι από την άνοιξη του 2010 έως το τέλος του χρόνου είχε γίνει τόσο σημαντική πρόοδος, που δημιούργησε την αίσθηση ότι θα μπορούσε να υπάρξει ακόμη και συμφωνία. Του λόγου το αληθές υποδηλώνουν και οι αποκαλύψεις που έγιναν από τα Wikileaks, πριν από λίγα χρόνια.
Σύμφωνα με τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας στην Άγκυρα, τον Σεπτέμβριο του 2009, η Τουρκία εμφανιζόταν πρόθυμη να μελετήσει την επιλεκτική επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης.
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών , Δημήτρης Δρούτσας, έδειξε να ανησυχεί με τη διαχείριση των διαπραγματεύσεων, ενώ στενοί συνεργάτες του κ. Παπανδρέου, όπως ο Χάρης Παμπούκης, προβληματίζονταν ιδιαιτέρως για το ζήτημα των «γκρίζων ζωνών». Θεωρητικά το καλοκαίρι του 2011, όταν ο κ. Παπανδρέου σκόπευε να ανταποδώσει την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα, μεταβαίνοντας στην Άγκυρα, θα μπορούσαν να λυθούν και οι τελευταίες λεπτομέρειες. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2011 ήταν πολύ διαφορετικό για τον κ. Παπανδρέου, αλλά και την Ελλάδα του πρώτου μνημονίου, καθώς οδήγησε σταδιακά στην πτώση της κυβέρνησης.
Ο επίλογος
Επί συγκυβέρνησης Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ και επί των ημερών πιο συγκεκριμένα του Ευάγγελου Βενιζέλου στο υπουργείο Εξωτερικών, έγινε μια απόπειρα να διευκολυνθεί η συζήτηση για την υφαλοκρηπίδα, ακόμα και αν οι διερευνητικές για τα χωρικά ύδατα δεν προχωρούσαν. Λίγο νωρίτερα, επί των ημερών του Δημήτρη Αβραμόπουλου στο υπουργείο Εξωτερικών, καταγράφηκε μια μάλλον έντονη ενδοκυβερνητική σύγκρουση, λόγω του σχεδιασμού που υπήρχε για κατάθεση των εξωτερικών ορίων της υφαλοκρηπίδας και ανακήρυξη ΑΟΖ. Τελικά, ο σχεδιασμός αυτός δεν υλοποιήθηκε.
Στα τέλη του 2015, οι διερευνητικές «ζεστάθηκαν» ξανά, ωστόσο η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 στην Τουρκία ουσιαστικά οδήγησε κάθε πιθανή εξέλιξη σε αυτόν τον τομέα στις ελληνικές καλένδες.
*Ο Βασίλης Νέδος από το 2008 μέχρι και σήμερα είναι δημοσιογράφος στην Καθημερινή, αρχικά ως πολιτικός συντάκτης και έπειτα ως διπλωματικός και αμυντικός συντάκτης. Διατηρεί επίσης τακτική εβδομαδιαία στήλη στην ίδια εφημερίδα. Σπούδασε Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο ΕΑΠ, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (MPhil) στην Ευρωπαϊκή Ιστορία από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο ίδιο τμήμα του ΕΚΠΑ.