Υπουργείο Παιδείας: Ξεκινά πειθαρχική έρευνα κατά του καθηγητή Γ. Γαβριήλ

Υπουργείο Παιδείας: Ξεκινά πειθαρχική έρευνα κατά του καθηγητή Γ. Γαβριήλ

Το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι στη  βάση των προβλεπόμενων διαδικασιών “έχει διοριστεί ερευνών λειτουργός, ο οποίος ξεκινά πειθαρχική έρευνα” κατά του καθηγητή, Γιώργου Γαβριήλ .  Επισημαίνεται ότι “η διερεύνηση δεν αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία ή την έκφραση ιδεών, αλλά την εφαρμογή συγκεκριμένων Κανονισμών που διέπουν την Εκπαιδευτική Υπηρεσία και τα καθήκοντα που προβλέπονται για ένα διευθυντή σχολείου. Όπως προβλέπεται για τις διαδικασίες διερεύνησης, εφόσον προκύψουν ευρήματα που οδηγούν σε κυρώσεις, τα αποτελέσματα θα υποβληθούν στη Νομική Υπηρεσία για σχετική γνωμοδότηση”.

Επιστολή Αρχιεπισκόπου στον υπουργό Παιδείας

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος έστειλε σήμερα επιστολή στον υπουργό Παιδείας, Πρόεδρομο Προδρόμου, με αφορμή το ζήτημα που προέκυψε με τον διευθυντή και εικαστικό Γιώργο Γαβριήλ. Μεταξύ άλλων ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρει ότι «ο εν λόγω εκπαιδευτικός δεν έχει θέση πλέον στην Παιδεία τής πατρίδας μας».

Η επιστολή:

“Με την παρούσα επιστολή επιθυμούμε να σας καταστήσουμε ενήμερο σχετικά με τις θέσεις μας, όσον αφορά στη δημοσίευση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον τύπο, ασεβών πινάκων τού Καθηγητή Τέχνης και Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης κ. Γεωργίου Γαβριήλ.

Καταρχάς, ως Εκκλησία ουδέποτε θελήσαμε να περιορίσουμε τα δικαιώματα τής ελευθερίας τής έκφρασης ή της καλλιτεχνικής δημιουργίας οιουδήποτε. Πιστεύουμε ότι ο κάθε ζωγράφος και κατ’ επέκταση καλλιτέχνης, ως υπηρέτης τής τέχνης, μπορεί να δημιουργεί, να προβάλλει, να προβληματίζει, να αφυπνίζει, να κεντρίζει το ενδιαφέρον, να προκαλεί πολλές φορές και να υπερθεματίζει καταστάσεις μέσα από τα έργα του.
Ωστόσο, στην περίπτωση τού κ. Γαβριήλ, βλέπουμε με λύπη ότι ο δημιουργός με τα υπό συζήτηση έργα του, ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια άσκησης των ως άνω δικαιωμάτων, αφού αναπαριστώντας με αισχρό τρόπο την Κεφαλή τής Εκκλησίας μας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Οποίο η πλειοψηφία τού κυπριακού λαού λατρεύει ως τον μόνο αληθινό Θεό, προσέβαλε σαφώς τα ιερά αισθήματα τού λαού μας.
Ως προς την προσβλητική παρουσίαση θεσμών, αυτό είναι δυνατόν να γίνει στο πλαίσιο σάτιρας, κι αυτό με στόχο να θίξει τα κακώς έχοντα και τίποτα παραπάνω. Αν ένας ζωγράφος – καλλιτέχνης, όμως, είναι ταυτόχρονα και υπάλληλος τής Κυβέρνησης, δεν του επιτρέπεται να προσβάλλει με τόσο χυδαίο τρόπο ούτε τον Πρόεδρο τής Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε τον επικεφαλής τής Εκκλησίας, αλλ’ ούτε κι οποιοδήποτε σεβαστό μέλος τής Κυβέρνησης. Διότι αυτοί εκπροσωπούν τους θεσμούς τού Τόπου μας.

Παντελώς απαράδεκτο, όμως, είναι να προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό, σε ένα Κράτος, το οποίο, ναι μεν είναι μικτό, όμως, κατά την συντριπτική πλειοψηφία του είναι χριστιανικό, με ρίζες και παράδοση βαθιά χριστιανική. Πόσο δε μάλλον όταν αυτός που προσβάλλει τον Θεό είναι εκπαιδευτικός, ο οποίος διαμορφώνει χαρακτήρες και πληρώνεται για αυτό, ως υπάλληλος τής Κυβέρνησης, εντεταλμένος και διορισμένος.

Για αυτό, κ. Υπουργέ, πιστεύουμε ταπεινά ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης, έθεσε από μόνος του, συνειδητά, τον εαυτό του εκτός Παιδείας. Είναι ανεπίτρεπτο να εξακολουθεί να ασκεί το λειτούργημα του εκπαιδευτικού – παιδαγωγού. Και παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία να μετανοήσει για τα όσα προσβλητικά προέβαλε, εντούτοις όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά ακόμη περισσότερο επέμεινε στις ανόσιες θέσεις του, κατηγορώντας επιπλέον και μέσω των ΜΜΕ την Εκκλησία και τον Προκαθήμενό της για καταχρήσεις και πολυτελή ζωή. Το θέμα δεν είναι προσωπικό και ούτε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ούτε η αλήθεια της πίστεώς μας, ούτε η Εκκλησία ή ο Προκαθήμενός της μειώνονται από αυτές ή παρόμοιες προσεγγίσεις. Εξάλλου ο Χριστός τόνισε πως «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5,11).

Ο Εκπαιδευτικός, επαναλαμβάνουμε, δεν μεταδίδει ξηρές και τυπικές γνώσεις, αλλά κυρίως οφείλει με το παράδειγμα και την προσωπικότητά του να διαμορφώνει το ήθος των νέων και να τους παραδίδει στην κοινωνία, ως πρόσωπα με ολοκληρωμένη προσωπικότητα, που σέβονται τους εαυτούς τους, τους άλλους ανθρώπους, την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Ο συγκεκριμένος, όχι μόνον απέτυχε στα ως άνω, αλλά κατέστησε εαυτόν πηγή σκανδαλισμού πολλών συνανθρώπων του και κυρίως των μαθητών του.
Ως εκ τούτου, πιστεύουμε, ακράδαντα, ότι 
Η παρούσα επιστολή δεν είναι απόρρητη.

Τέλος, ευχόμαστε ο Θεός να σας ευλογεί και να σας ενισχύει στην επιτέλεση των υψηλών υπουργικών σας καθηκόντων”.

Η Επίτροπος Διοικήσεως

“Ξεπέρασε τα όρια στα οποία υπόκειται η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης , “με βάση τον Νόμο, και προσέβαλε τα δικαιώματα τρίτων ο καθηγητής Τέχνης μέσα από τα έργα του, στα οποία παρουσίασε, μεταξύ άλλων, Τον Χριστό γυμνό, με κασκόλ ποδοσφαιρικής ομάδας και πάνω σε μοτοσυκλέτα”, αναφέρει σε τοποθέτησή της η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη.

Η κ. Στυλιανού – Λοττίδη λέει ότι υποβάλλει την τοποθέτησή της υπό την ιδιότητά της ως Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με σκοπό, όπως αναφέρει, τον προβληματισμό ως προς την προστασία όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του «δικαιώματος» της τέχνης και του εκφραστή της να κρατείται μακριά από την απειλή οποιασδήποτε προσωπικής δίωξης.

«Στην προκειμένη περίπτωση του προσώπου, με την ταυτόχρονη ιδιότητα του εκπαιδευτικού και του καλλιτέχνη, διαφαίνεται ότι ο τρόπος άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης του μέσα από την τέχνη, χρησιμοποιώντας το πρόσωπο Του Χριστού αναμφίβολα σόκαρε, αναμφίβολα προκάλεσε και ενόχλησε μερίδα του πληθυσμού, μα δεν σταμάτησε» συμπληρώνει.

Συνεχίζει, λέγοντας ότι προσπέρασε τα θεμιτά όρια της αποδοχής της όποιας πρόκλησης και άγγιξε τα θεία, αγγίζοντας συνάμα τα θρησκευτικά αισθήματα των πιστών και προσέβαλε με το τρόπο αυτό δικαιώματα τρίτων προσώπων που συνδέονται με την θρησκευτική ελευθερία. «Ξεπέρασε δηλαδή τα όρια,  στα οποία υπόκειται η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, με βάση τον Νόμο, και προσέβαλε τα δικαιώματα τρίτων» αναφέρει.

Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραθέτει ως παράδειγμα την υπόθεση «Otto-Preminger-Institute v. Austria» όπου, σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, ο σεβασμός των θρησκευτικών αισθημάτων των πιστών αποτελεί νόμιμο σκοπό που δύναται να περιορίσει την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και είναι επιτρεπτό σε μια δημοκρατική κοινωνία όπου τα δημόσια ήθη ή αλλιώς η κοινωνική ηθική το καθιστά αναγκαίο.

«Αναμφίβολα με τη χωρίς όρια τέχνη του καθηγητή, τα δικαιώματα τρίτων όπως εκφράζονται μέσα από τα θρησκευτικά τους αισθήματα, έχουν πληγεί, όπως ταυτόχρονα έχει πληγεί και η ελευθερία της έκφρασης με την κατάχρηση της» συμπληρώνει η κ. Στυλιανού – Λοττίδη. Παρατηρεί εξάλλου ότι «όσο παραβιάζουμε τα όρια στην άσκηση των δικαιωμάτων μας, τόσο δημιουργούμε ευκαιρίες στο κράτος για παρέμβαση και συρρίκνωση τους» ενώ σημειώνει ότι «η ελευθερία δεν θέλει μόνο ‘αρετή και τόλμη’, προϋποθέτει σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των συνανθρώπων μας».

 

Στην τοποθέτησή της, η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λέει ότι από τις πράξεις και τις δηλώσεις του καθηγητή Τέχνης αναφύεται η σύγκρουση δύο μεγάλων αγαθών και θεμελιωδών δικαιωμάτων, της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί κατά καιρούς από την νομολογία και αδιαμφισβήτητα συνδέονται με τα δημόσια/χρηστά ήθη ή αλλιώς την κοινωνική ηθική σε ένα δεδομένο τόπο και χρόνο.

Κάνει ακολούθως εκτενή αναφορά στα σχετικά άρθρα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για την ελευθερία της έκφρασης και την θρησκευτική ελευθερία, καθώς και στα σχετικά άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ενώ σημειώνει σχετικά παραδείγματα από τη νομολογία.

Ενδεικτικά, αναφέρεται στην απόφαση «Otto-Preminger-Institute v. Austria» όπου το Δικαστήριο πραγματεύθηκε το δικαίωμα της ελευθερίας στην έκφραση και την συστοιχία του με την θρησκευτική ελευθερία, ενώ τόσο το εθνικό δικαστήριο όσο και το ΕΔΑΔ έκρινε νόμιμη τη προληπτική παρέμβαση του κράτους για κατάσχεση και δήμευση ταινίας που ενέπλεκε σε ερωτικές και άλλες αναφορές κληρικούς, Τον Θεό, Τον Ιησού, Την Παναγία.

Στη συνέχεια, λέει, το ΕΔΑΔ ,αφού πείσθηκε μεν ότι υπήρχε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης με την δήμευση και κατάσχεση της ταινίας, αναρωτήθηκε αν η παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο, αν προβλεπόταν στο εθνικό δίκαιο το αδίκημα προσβολής της θρησκείας και στη συνέχεια εξέτασε αν η παρέμβαση είχε ‘νόμιμο σκοπό’. Προσμετρώντας όλα τα πιο πάνω στοιχεία έκρινε ότι ο νόμιμος σκοπός ήταν ο σεβασμός των θρησκευτικών αισθημάτων των πιστών που εξασφαλίζεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ (θρησκευτική ελευθερία), συμπληρώνει.

Τέλος διερωτώμενη , αν η παρέμβαση του κράτους με την κατάσχεση ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, λέει ότι “το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια θέση του όπως διαμορφώθηκε στην υπόθεση Muller v. Switzerland, 1988, ότι η έννοια της ηθικής ποικίλει στην Ευρώπη από χώρα σε χώρα,καταλήγοντας ότι η κατάσχεση και παρεμπόδιση προβολής της ταινίας η οποία προσέβαλλε την θρησκευτική ελευθερία, δεν παραβίασε το δικαίωμα της έκφρασης όπως προστατεύεται στο άρθρο 10 της Σύμβασης”.

 

Share this post