Xρονικά Δυτικής Μακεδονίας

Xρονικά Δυτικής Μακεδονίας

Μεγάλες ψυχές πίσω από θολωμένες προσωπίδες

Της Κατερίνας Χατζηνικολάου, ιατρού

Ξημερώνει του Αγίου Δημητρίου. Είμαι για έκτη ημέρα θετική στον κορoνοϊό. Ανεβάζω ξαφνικά πυρετό, ενώ τα αρχικά μου συμπτώματα είχαν υποχωρήσει.

 

Πηγαίνω κατευθείαν στο ΑΧΕΠΑ. Ξέρω καλά ότι συχνά τέτοιες μέρες (5η έως 7η) εμφανίζονται οι πνευμονίες του ιού. Εφημερεύει η Α’ Παθολογική κλινική. Είμαστε καμιά δεκαριά “θετικοί” σε ένα από τα αμφιθέατρα του νοσοκομείου. Όλοι νεότεροι από μένα. Με τη σειρά υποβαλλόμαστε σε κλινική εξέταση, αιματολογικό έλεγχο, ακτινογραφία θώρακος και αξονική (όταν χρειάζεται). Περιμένουμε αρκετές ώρες υπομονετικά να βγουν τα αποτελέσματά μας. Τελικά μου ανακοινώνεται ότι πρέπει να νοσηλευτώ, διότι έχω πνευμονία. Η κλινική έχει γεμίσει, οπότε όσοι δεν χωράμε (είμαστε περίπου 30) φιλοξενούμαστε στη Γ’ Χειρουργική κλινική.

Τώρα πια ζω αυτά που μόνο στις ειδήσεις έβλεπα. Είμαι συνεχώς με ορούς και οξυγόνο και με την αγωνία του τι θα μου συμβή. Ξέρω καλά πως ο ιός είναι ύπουλος και απρόβλεπτος. Η διπλανή μου στο δωμάτιο, νοσηλεύτρια της καρδιολογικής, δυσκολεύεται αρκετά με την αναπνοή της. Σε κοντινά δωμάτια νοσηλεύονται η προϊσταμένη της και συνάδελφοί της. Έπεσαν στην εκτέλεση του καθήκοντος.

Γιατροί και νοσηλευτές, μπαινοβγαίνουν διαρκώς. Ελέγχουν τα ζωτικά μας σημεία, κάνουν τις απαραίτη- τες αιμοληψίες, αλλάζουν ορούς κ.λπ. Μας λένε μια καλή κουβέντα, θέλοντας να μας ενθαρρύνουν. Πίσω από τα προστατευτικά γυαλιά και τις προσωπίδες που είναι πάντα σχεδόν θολωμένα, διακρίνω το ενδιαφέρον, την αγάπη, την έννοια, τη συμμετοχή στην αγωνία και τον πόνο μας. Οι στολές δυσβάσταχτες. Τα γάντια, τρία ζευγάρια απανωτά. Οι λεπτές κινήσεις γίνονται με δυσκολία. Η κούραση αφόρητη. Αλλά όλοι στο πλευρό μας! Κάθε φορά που ο Α. (ο γιατρός) μπαίνει στο δωμάτιο με τον καλό του λόγο, αισθάνομαι ότι ανέτειλε ο ήλιος, ότι όλα θα αλλάξουν. Κάθε πρωί που μπαίνει η Μ. (η γιατρός) με τα μεγάλα εκφραστικά χαρούμενα μάτια της, αισθάνομαι ότι υπάρχει ελπίδα.

Δεν θα ξεχάσω ένα πρωινό, μόλις είχε τελειώσει η γενική εφημερία του νοσοκομείου, μπήκε η Μ. στο δωμάτιο, διαλυμένη με δακρυσμένα μάτια. Ένιωσα τον πόνο και την κούρασή της, θέλησα να την αγκαλιάσω με όλη μου την ύπαρξη και να της πω, πόσο σημαντικός άνθρωπος είναι. Δεν μπόρεσα να πω τίποτε…

Αλλά και ο διευθυντής της κλινικής και ο υπεύθυνος λοιμωξιολόγος και όλοι οι υπόλοιποι πάντα κοντά μας, στην προσπάθεια να αφουγκραστούν τη δυσκολία μας.

Έτσι κάπως κύλησαν δέκα δύσκολες μέρες. Βελτιώθηκα. Ήρθε η ώρα να φύγω. Αναθάρρησε και η διπλανή μου, αλλά την ίδια μέρα διαπιστώθηκε ότι είχε επιβαρυνθεί η αναπνευστική της λειτουργία. Έπρεπε να κάνη αρκετή υπομονή ακόμη. Ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα, γεμάτο απογοήτευση!

Τώρα βρίσκομαι στο σπίτι μου. Αδύναμη, αλλά αναπνέω χωρίς βοήθεια. Η καρδιά μου όμως έμεινε στο ΑΧΕΠΑ. Στους αρρώστους που αγωνίζονται να αναπνεύσουν, στους γιατρούς και τους νοσηλευτές που πασχίζουν να διακρίνουν μέσα από τις θολωμένες προσωπίδες τις αγωνίες και τους φόβους των αρρώστων τους.

Αναρωτιέμαι, αν κάποια στιγμή συναντήσω αυτούς τους αφανείς ήρωες στο δρόμο, θα μπορέσω να τους αναγνωρίσω; Έχω δει μόνο τα μάτια τους. Είμαι πάντως σίγουρη ότι η καρδιά μου θα τους αναγνωρίση. Και φυσικά δεν θα πάψω να δοξάζω συνεχώς το Θεό, γιατί υπάρχουν γύρω μου η αγάπη και η θυσία, προσωποποιημένες σε τόσο ωραίους ανθρώπους!

 

Share this post