Βάσος Καραγιώργης Αλασιώτης
Του Κυριάκου Χαραλαμπίδη*
Η λέξη «νησί» εμπεριέχει εννοιολογικά το στοιχείο της απομόνωσης. Και όμως, το νησί που λέγεται Κύπρος –τόσο σεισμοπαθές γεωλογικά και πολιτικά– διαθέτει ένα πλεονέκτημα: τη σταυρική γεωγραφική του θέση. Αυτή προσδιορίζει αφενός την ιστορική του κακοδαιμονία και αφετέρου τον δικό του κραδασμό, το δικό του σημείο πνευματικής αναφοράς στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η «υπέρογκη» τραγωδία που έπληξε το νησί παρέχει την ευκαιρία για ανασύνταξη, αναστοχασμό, ανασυγκρότηση κι επανεύρεση του «χαμένου κέντρου», δηλαδή των βαθύτερων υποστασιακών μας στοιχείων. Τούτο είναι θεμελιακό, για να ισοσταθμίζουμε την απώλεια με την εσωτερική ωρίμαση και την άντληση γνώσης από τα δεινά μας. Διαφορετικά, μια τέτοια τραγωδία, θα μας είχε δοθεί επί ματαίω. Αφού μας περιβάλλει κόσμος συμφερόντων και αμοραλισμού, επιβάλλεται να είμαστε άγρυπνοι, εμπλουτισμένοι με γρήγορο νου, σοφία και σωφροσύνη. Nα μεθοδεύουμε τρόπους πνευματικής αντίστασης, να αποστομώνουμε τους κακοήθεις με καίρια, επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα, να κατακλύζουμε τα διεθνή κέντρα αποφάσεων με τα έργα πολιτισμού μας.
Και τώρα, λήξαντος του 2021, μέσα σε τόση κομματική απονεύρωση της κυπριακής τραγωδίας, μένω με την αίσθηση πως λησμονήσαμε το παρασύνθημα, όπως το ορίζει η Μνήμη. Η Μνήμη είναι βαριά υπόθεση, γιατί προϋποθέτει μια πνευματικότητα που να αποδίδει την ουσία και να συναρμολογεί ευρήματα της πανάρχαιας ψυχής του τόπου: Να μην ξεχνάμε ποιοι είμαστε· αυτό είναι το πρώτιστο. Να μην απολέσουμε το πρόσωπό μας και τη βαθύτερη συνείδηση της ταυτότητας. Να διατηρήσουμε αλώβητη την περηφάνια της καταγωγής μας, υπό την έννοια ότι αυτή, τότε μονάχα αξίζει, όταν προσλαμβάνει πνευματικό περιεχόμενο. «Το να είσαι Έλληνας δεν είναι ζήτημα καταγωγής, είναι θέμα αγωγής», είπε κάποτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτό εννοούσε και ο Καβάφης όταν επέμενε να θεωρείται, περισσότερο από Έλλην, «ελληνικός».
Είχα την ευκαιρία να μιλήσω παλαιότερα γι’ αυτά, στην παρουσίαση σχετικού βιβλίου του Κώστα Σερέζη για τον Βάσο Καραγιώργη. Ο πρόσφατος θάνατος του μεγάλου τέκνου της πατρίδας μας, που ανέσκαψε τα έγκατά της (και τα δικά μας) με ωθεί να απαναφέρω από εκείνη την ομιλία κάποια σημεία. Γνώμονας είναι κι εδώ η αναγνώριση του τόπου μας μέσω του κορυφαίου μας αρχαιολόγου, που έφερε απάνω του τη σφραγίδα του Αλασιώτη και ανέστησε από τη γη των πατέρων του, λαξευμένο και πανέτοιμο, το άγαλμα της κυπρίας ελληνικής ψυχής.
Αξίζει άλλωστε, να θυμηθούμε την εντύπωση που έκανε κάποτε η έκθεση των Αρχαιολογικών Θησαυρών της Κύπρου στο Παρίσι, για ν’ αντιληφθούμε τον δυναμισμό και το πλάτεμα της ψυχής τους. Στην ερώτηση πόσο μεγάλη από πλευράς γεωγραφικού όγκου φαντάζονταν την Κύπρο, ένας επισκέπτης είπε το εξής: «Ε, δεν θα είναι… πεντέξι φορές μεγαλύτερη από τη Γαλλία;». Το πνευματικό μέγεθος των πολιτιστικών μας αγαθών μεγέθυνε στη συνείδηση του απλού πολίτη και τη γεωγραφική μας διάσταση. Το πραγματικό μεγαλείο του κυπριακού πολιτισμού δεν υπάγεται σε καμιά μεζούρα, αλλά είναι προϊόν ενδογενούς ακτινοβολίας. Αυτά συναρμολογούν το μέγιστο όπλο με το οποίο θα μπορούσαμε να δώσουμε τον αγώνα για προβολή και δικαίωση της Κύπρου και συνιστούν τη δική μας βαριά βιομηχανία, την απροσμάχητη πυρηνική γόμωση του περίλαμπρου πολιτισμού μας, που ωστόσο η καημένη πολιτική δεν έχει επίγνωση της δύναμής του και αδυνατεί οργανικά να τον προτάξει προς τα έξω.
Τα ανεσκαμμένα και βεβηλωμένα σήμερα μνημεία –που δεν παύουν να εκφράζουν την ψυχή του τόπου– εγγράφονται και στη δική μας βίβλο γνωριμίας με τον Βάσο Καραγιώργη. Η γνωριμία με έναν τέτοιο αρχαιολόγο αποτελεί προσωπική ευθύνη και χρέος. Είναι αυτό που μνημειώνει την πίστη στον εαυτό μας και την πανάρχαια πατρίδα μας, αυτό που εμφυσά πνοήν ζωής στα χώματα, τις πέτρες και τα αγάλματα, αυτό που μας μεταμορφώνει εις ψυχήν ζώσαν. Και ακόμη μας τοποθετεί στη θέση των ολοζώντανων αγαλμάτων, που αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του δεινού αρχαιολόγου τον άνθρωπό τους. Αναγνωρίζουν εκείνον που ανέσκαπτε τη Σαλαμίνα για 22 ολόκληρα χρόνια και τώρα εισερχόταν σ’ αυτήν, όπως άλλοτε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, με το ταπεινό πουλάρι του. Ο φύλακας στην είσοδο δεν τον αναγνώρισε και του ζήτησε να πληρώσει το εισιτήριο, αλλά τα αγάλματα, όταν εισήλθε, τον χαιρετούσαν πανηγυρικά κουνώντας τα χέρια τους σαν βάγια. Εκείνος τα κοίταζε στα μάτια και χαμογελούσε με τη βεβαιότητα της νίκης της ζωής επάνω στο θάνατο.
Οφείλουμε να το παραδεχτούμε, τώρα που τον χάσαμε, και να δούμε την πατρίδα μας με άλλα μάτια: χρειαζόμασταν τόσο πολύ τα δικά του. Ένα απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του «Μνήμες, νοσταλγίες και ξεριζωμοί. Τρίκωμο-Σαλαμίνα», παρέχει αυθεντικότατο δείγμα της τρυφερής ματιάς του. Η ματιά του ακουμπά στα πρωτεϊκά αγαπήματά του και αναπαρθενεύει τον αναλλοίωτο χαρακτήρα τους. Το παράθεμα αναφέρεται στην επίσκεψη-προσκύνημα του Βάσου Καραγιώργη στο κατεχόμενο σήμερα γενέθλιο χωριό του, γειτονικό αποδέκτη του αρχαίου κραδασμού: «Στάθηκα αμίλητος, κοιτάζοντας προς τη δυτική πτέρυγα του κτηρίου και προς στιγμή μου ήρθε να φωνάξω δυνατά “ΘΕΛΩ”. Θέλω να ξαναγίνω παιδί, να ξαναπάω σχολείο, να μάθω κι άλλα πολλά γράμματα. Έστρεψα το βλέμμα προς τα ανατολικά, στις αίθουσες των άλλων τάξεων του σχολείου, όπου έζησα τον κόσμο της Ελληνικής Μυθολογίας μα και της Παλαιάς Διαθήκης. Διαπίστωσα ακόμα μια φορά πόσο τυχερή ήταν η γενιά μου που έμαθε πως ο Απόλλωνας ήταν θεός της μουσικής και όχι όνομα ποδοσφαιρικής ομάδας της Λεμεσού, όπως νομίζουν σήμερα μερικά παιδιά του Δημοτικού, ακόμη και του Γυμνασίου».
Το σχόλιο περιττεύει.
*Τα ενυπόφραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους/ ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ: ΡΙΚ