Β. Σύρος: Ελλάδα και Τουρκία είναι δύο όψεις μιας περιοχής, όπου η Δύση συναντά την Ανατολή

Β. Σύρος: Ελλάδα και Τουρκία είναι δύο όψεις μιας περιοχής, όπου η Δύση συναντά την Ανατολή

Τόσο οι πανεπιστημιακοί όσο και οι δημοσιογράφοι έχουν ηθικό χρέος να συνεισφέρουν στην καλλιέργεια διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο λαούς.

Της Μαρίας Ζαχαράκη*

Μαρία Ζαχαράκη

Ο Βασίλειος Σύρος, επιφανής ιστορικός των πολιτικών ιδεών του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, είναι ο Διευθυντής του Early Modern Greek Culture Program στο Medici Archive Project στη Φλωρεντία της Ιταλίας και ερευνητικός εταίρος στα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και της Βασιλείας.

Ο πανεπιστημιακός αναφέρθηκε – μεταξύ άλλων – στη σύγχρονη Τουρκία αλλά και τις σχέσιες της με την Ελλάδα σημειώνοντας πως οι δύο χώρες «είναι στην ουσία δύο όψεις μιας περιοχής όπου η Δύση συναντά την Ανατολή».

Kε Σύρο, Στην πρόσφατη γνωριμία μας στην Κωνσταντινούπολη, μου μιλήσατε για κάποιες από τις πρόσφατες δημοσιεύσεις σας αναφορικά με την ισλαμική σκέψη και το «διάλογο» με την αρχαία Ελλάδα και τη Δύση. Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα περισσότερα πράγματα σχετικά με αυτό το εγχείρημα;

Αναφορικά με την ισλαμική πολιτική φιλοσοφία και τη Δύση, ένα από τα προϊόντα της έρευνάς μου σε αυτή την περιοχή είναι ο συλλογικός τόμος «Η αρχή δεν είναι το ήμισυ του παντός. Ο αριστοτελικός πολιτικός στοχασμός στις μεσαιωνικές αραβικές, συριακές, βυζαντινές και εβραϊκές παραδόσεις», ο οποίος εκδόθηκε σε ελληνική μετάφραση από το Ινστιτούτο του Βιβλίου–Καρδαμίτσα, σε συνεργασία με τον καλό συνάδελφο και φίλο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γιώργο Στείρη. Ο τόμος, αντίτυπο του οποίου είχα την τιμή να επιδώσω και στον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο σε συνάντηση που είχαμε τον Δεκέμβρη στο Φανάρι, περιλαμβάνει κείμενα από έγκριτους συναδέλφους σχετικά με τη διάδοση των πολιτικών ιδεών του Αριστοτέλη στον ισλαμικό κόσμο. Το καλοκαίρι του 2020 κυκλοφόρησε και ένα άλλο έργο μου με τον τίτλο «Μεσαιωνική ισλαμική πολιτική σκέψη και σύγχρονη ηγεσία» (Εκδόσεις Παπαζήση), το οποίο αποβλέπει σε μια συγκριτική εξέταση διαφόρων θεωριών περί ηγεσίας, όπως εκείνες διατυπώνονται από Άραβες και Μουσουλμάνους συγγραφείς στην Ινδία του Μεσαίωνα, από τη μια πλευρά, και στοχαστές της αναγεννησιακής Φλωρεντίας, από την άλλη, ενώ παράλληλα πραγματεύεται πώς συνδέονται με πρόσφατες συζητήσεις αναφορικά, π.χ., με την ήπια και σκληρή ισχύ.

Στο έργο σας κάνετε συχνές αναφορές στην επίδραση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο Ισλάμ και τη Δύση. Θα ήταν θεμιτό να ισχυριστεί κανείς ότι η αρχαία Ελλάδα αποτελεί κοινό παρονομαστή αυτών των δύο κόσμων;

Οι αντιστοιχίες ανάμεσα στην ισλαμική και δυτική φιλοσοφία είναι ιδιαίτερα έντονες, γεγονός που εξηγείται από το ότι αυτές οι δύο παραδόσεις εξελίχθηκαν σε συνεχή διάλογο. Έχετε απόλυτο δίκιο ότι η αρχαία γραμματεία υπήρξε κοινή μήτρα ιδεών για το Ισλάμ και τη Δύση. Η σχέση της διδασκαλίας και των αρχών του Χριστιανισμού και του Ισλάμ με ιδέες που προέρχονταν από τον κόσμο της κλασικής αρχαιότητας, φορείς των οποίων ήταν κυρίως τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ήταν μια από τις βασικές προκλήσεις που απασχόλησαν και τις δύο παραδόσεις και άσκησε βαθιά επίδραση και στις αντιλήψεις σχετικά με την πολιτική. Βέβαια είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι πληροφορίες που διέθεταν οι μεσαιωνικοί συγγραφείς για την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας ήταν πενιχρές. Επίσης, η απόδοση συγκεκριμένων εννοιών και όρων στα λατινικά, στα αραβικά και στα περσικά ήταν αρκετές φορές προβληματική, κάτι που οδηγούσε σε αποκλίσεις από το πρωτότυπο. Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες κάποιος μεσαιωνικός συγγραφέας μεταλλάσσει, ή ακόμα και αλλοιώνει, το αυθεντικό περιεχόμενο του αρχαίου κειμένου επιδιώκοντας τη θεωρητική θεμελίωση των προσωπικών του θέσεων και πεποιθήσεων.

Για να σας δώσω ένα παράδειγμα του πόσο αποφασιστική υπήρξε η επίδραση της αρχαίας φιλοσοφίας αξίζει να γίνει μνεία στην πραγματεία Περί της διακυβέρνησης των ηγεμόνων η οποία συνεγράφη στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα στα λατινικά από τον Aegidius Romanus (γνωστού και ως Ζυλ της Ρώμης), μαθητή του κορυφαίου θεολόγου και φιλοσόφου Θωμά Ακινάτη στο Παρίσι, και σχολιαστή του Αριστοτέλη. Το Περί της διακυβέρνησης των ηγεμόνων αναδείχθηκε σε ένα από τα «best sellers» της ύστερης μεσαιωνικής και νεότερης πολιτικής σκέψης και περιλαμβάνει τρία μέρη, τα οποία πραγματεύονται τις αρχές που διέπουν την ατομική συμπεριφορά, την οργάνωση της οικογένειας και την λειτουργία της πολιτικής κοινότητας, αντίστοιχα. Αυτή η δομή αντικατοπτρίζει τον αριστοτελικό διαχωρισμό της πρακτικής φιλοσοφίας σε τρεις διακριτούς κλάδους, δηλαδή την ηθική, την οικονομία και την πολιτική. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι αυτή ακριβώς η θεωρία σχετικά με αυτές τις τρεις διαστάσεις της πρακτικής φιλοσοφίας αποτέλεσε το κανονιστικό πλαίσιο για την Ηθική του Νασίρ, την οποία συνέγραψε στα περσικά ο Nasir al-Din Tusi, εξέχουσα φυσιογνωμία της ισλαμικής φιλοσοφίας και επιστήμης, μερικά χρόνια πριν από το Περί της διακυβέρνησης των ηγεμόνων του Aegidius Romanus. Η Ηθική του Νασίρ υπήρξε πηγή έμπνευσης για μια σειρά έργων πολιτικής ηθικής στον ισλαμικό κόσμο για πολλούς αιώνες και μια από τις κύριες πηγές της οθωμανικής πολιτικής φιλοσοφίας, ενώ παρουσιάζει πολλά σημεία σύγκλισης με την πραγματεία του Aegidius Romanus.

Πιστεύετε ότι τελικά υπάρχουν περισσότερες διαφορές ή ομοιότητες ανάμεσα στην ισλαμική και την δυτική παράδοση;

Υπάρχουν σίγουρα αποκλίσεις ανάμεσα στην ισλαμική και δυτική παράδοση, οι οποίες πηγάζουν από διαφορές σε ό,τι αφορά το θρησκευτικό και ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο διαμορφώθηκαν. Ωστόσο, ύστερα από αρκετά χρόνια επιστημονικής μου ενασχόλησής με την ιστορία του πολιτικού στοχασμού στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, οφείλω να ομολογήσω ότι έχω διαπιστώσει πολλές αναλογίες στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι δύο παραδόσεις τοποθετούνται σε θεμελιακά ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τα γνωρίσματα και εκφάνσεις της καλής ή αποτυχημένης διαχείρισης και άσκησης της πολιτικής εξουσίας και τις αρετές που προσιδιάζουν στον άριστο ηγεμόνα. Θεωρώ λοιπόν ότι υπάρχει μια δέσμη κοινών ιδεών, οι οποίες διατρέχουν ποικίλες παραδόσεις ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτισμικές παραμέτρους και γεωγραφικά όρια.

Στην ερευνητική σας δουλειά πραγματεύεστε την ιστορία των μεγάλων Ισλαμικών αυτοκρατοριών της νεότερης περιόδου. Σε αυτό το πλαίσιο έχετε ασχοληθεί και με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πώς θα προσδιορίζατε τη σχέση της Οθωμανικής πολιτικής παράδοσης με την αρχαία Ελλάδα αλλά και το Βυζάντιο;

Η ανάδυση και εξάπλωση των τριών μεγάλων ισλαμικών αυτοκρατοριών της νεότερης περιόδου, δηλαδή της Οθωμανικής και εκείνων των Σαφαβιδών (στην ευρύτερη περιοχή τoυ σημερινού Ιράν) και των Μουγκάλ (σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης Ινδίας και του Πακιστάν) σηματοδότησε τη δεύτερη χρυσή εποχή του ισλαμικού πολιτισμού μετά την πτώση του Χαλιφάτου των Αββασιδών τον 13ο αιώνα και συνακόλουθα μια νέα άνθιση της ισλαμικής πολιτικής σκέψης. Πιο συγκεκριμένα, οι αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Μουγκάλ αποτέλεσαν εξαιρετικά σύνθετα πολιτικά μορφώματα, τα οποία συναπαρτίζονταν από ανομοιογενείς πληθυσμούς με διαφορετικές θρησκείες και πολιτιστικό υπόβαθρο. Συνεπώς, έπρεπε να ανταπεξέρθουν σε πιεστικές προκλήσεις συνυφασμένες με το φαινόμενο της διαφορετικότητας, πολύ πριν η Ευρώπη βιώσει παρόμοια προβλήματα, και μπορούν να ιδωθούν ως εργαστήρια κοινωνικών ζυμώσεων και προβληματισμών γύρω από θέματα όπως η συνύπαρξη ετερογενών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων, τα οποία απασχολούν και τον σύγχρονο κόσμο.

Μια από τις κεντρικές πτυχές της έρευνάς μου, η οποία θέλω να πιστεύω ότι συσχετίζει το παρελθόν με το παρόν, είναι να διαφωτίσει τους εγγενείς μηχανισμούς που επέτρεψαν στις ισλαμικές αυτοκρατορίες να αξιοποιήσουν την διαφορετικότητα ως έναν από τους πυλώνες της κοινωνικής συνοχής, σταθερότητας και μακροβιότητας τους για πολλούς αιώνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εποχή την οποία εξετάζω, δηλαδή τον 16ο και 17ο αιώνα, αρκετοί διανοητές στην Ιταλία και στη Γαλλία διείδαν στις πολιτικές πρακτικές των Οθωμανών πιθανές λύσεις για τα πολιτικά και οικονομικά δεινά και τις θρησκευτικές συγκρούσεις που ταλάνιζαν την Ευρώπη. Για παράδειγμα, εγκωμίαζαν την αξιοκρατία με την οποία λειτουργούσε η οθωμανική διοίκηση και ο στρατός ή την προνοητικότητα και σύνεση που επέδειξαν οι Οθωμανοί προσφέροντας καταφύγιο τους Εβραίους από την Ιβηρική χερσόνησο και ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την αύξηση του πληθυσμού και την οικονομία της αυτοκρατορίας.

Σε σύγκριση με τις πρώτες ισλαμικές αυτοκρατορίες, οι Οθωμανοί βρίσκονταν στην πλεονεκτική θέση να έχουν πρόσβαση σε ένα πλούσιο κα συμπαγές σώμα γνώσης σχετικά με την πολιτική εξουσία. Αυτή η μορφή γνώσης είχε διοχετευτεί σε πολιτικές πραγματείες, κάτοπτρα ηγεμόνων – εγχειρίδια για ηγεμόνες- και άλλες μορφές συμβουλευτικής γραμματείας, καθώς και σε υπομνήματα σε αρχαίους φιλοσόφους και έργα, τα οποία ήταν εμπνευσμένα από αρχαίους στοχαστές, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Συνάμα, οι Οθωμανοί, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επέκτειναν την κυριαρχία τους σε μια γεωγραφική περιοχή με βαθιά ριζωμένες πολιτικές δομές και θεσμούς, πάνω στους οποίους εν μέρει στηρίχθηκαν στη διαδικασία συγκρότησης του δικού τους συστήματος εξουσίας ανταποκρινόμενοι σε συγκεκριμένες ανάγκες. Για να συνοψίσω, θα ισχυριζόμουν ότι η εδραίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κυοφόρησε σε έναν μεγάλο βαθμό τον μετασχηματισμό ή αναμόρφωση στοιχείων της βυζαντινής πολιτικής οργάνωσης και παράλληλα μια πολιτική κουλτούρα και αυτοκρατορική ιδεολογία που είχαν μπολιαστεί από την όσμωση ενδογενών τουρκογενών παραδόσεων, της προγενέστερης ισλαμικής σκέψης και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, με τη μορφή με την οποία είχε φιλτραριστεί στον ισλαμικό κόσμο.

Eπισκέπτεστε την Τουρκία σε τακτική βάση. Θα ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω πώς εσείς ως πανεπιστημιακός βλέπετε τη σύγχρονη Τουρκία και τις σχέσεις με την Ελλάδα. Μπορούν να συνυπάρξουν οι δύο γείτονες χώρες ή θα βρίσκονται σε μόνιμη αντιπαράθεση; Τί έχει δείξει η ιστορία; Τι κυριαρχεί; Οι αντιθέσεις ή η φιλία/καλή γειτονία;

Πράγματι ταξιδεύω στην Τουρκία αρκετές φορές κάθε χρόνο και αισθάνομαι πολύ άνετα σε αυτή την χώρα. Με έχει εντυπωσιάσει η φιλοξενία και το φιλότιμο που βλέπω σε πολλούς Τούρκους φίλους, συναδέλφους πανεπιστημιακούς αλλά και ανθρώπους από άλλους τους τομείς της κοινωνίας. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι στην ουσία δύο όψεις μιας περιοχής όπου η Δύση συναντά την Ανατολή. Υπάρχουν πολλά πολιτιστικά στοιχεία, τα οποία μοιράζονται οι δύο λαοί, από το φαγητό και τον καφέ μέχρι τον τρόπο που θεάται κανείς τον κόσμο ή τη μοίρα.

Όπως μας διδάσκει η ιστορία, οι σχέσεις των κρατών καθορίζονται συχνά από ευρύτερες ανακατατάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο οι οποίες υπερβαίνουν τους λαούς ή ακόμη και τις εθνικές ηγεσίες. Η πρόσφατη πανδημία είναι ένα απτό παράδειγμα του πόσο ένας, φαινομενικά ανώδυνος σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, ιός, εξελίχθηκε σε έναν αόρατο εχθρό για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλλά ταυτόχρονα η πανδημία κατέδειξε πόσο σημαντική είναι η αλληλεγγύη και συμπόνοια ανάμεσα στους λαούς και ότι, όπως επισήμανα και στην αρχή της συνομιλίας μας, πέρα από τυχόν διαφορές η ανθρώπινη φύση παραμένει στον πυρήνα της ενιαία. Δεδομένου ότι έχουμε εισέλθει σε μια εποχή στην οποία οι κοινωνίες καλούνται να χειριστούν “υπερεθνικές προκλήσεις”, όπως η κλιματική αλλαγή και η εξάντληση των φυσικών πόρων, θεωρώ ότι έχει αρχίσει να εμπεδώνεται η αντίληψη ότι η ανθρωπότητα οφείλει να είναι ενωμένη για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις.

Από αυτή τη σκοπιά, κρίνω ότι οι καλές σχέσεις και η ειρηνική συνύπαρξη με τους Τούρκους γείτονες είναι μονόδρομος και δεν θα πρέπει να πάψουμε να εργαζόμαστε για τη φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι διπλωματικοί κύκλοι και των δύο κρατών καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες σε αυτή την περιοχή και θα ήθελα να ευχαριστήσω ειδικά τον Γενικό Πρόξενο Αθηνών-Πειραιώς της Τουρκίας κ. Mustafa Somuncu για τις εποικοδομητικές συζητήσεις που έχουμε σχετικά με αυτά τα θέματα και για την ευαισθησία και συμβολή του στην προώθηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τόσο οι πανεπιστημιακοί όσο και οι δημοσιογράφοι έχουν ηθικό χρέος να συνεισφέρουν στην καλλιέργεια διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο λαούς. Η αναζήτηση για την επιστημονική γνώση και την αλήθεια είναι το καλύτερο αντίδοτο, το πιο αποτελεσματικό εμβόλιο, αν θέλετε, ενάντια σε κάθε μορφή μισαλλοδοξίας και φανατισμού.

ΠΗΓΗ: ethnos.gr

Share this post