Τυπικαί Διατάξεις 2022

Τυπικαί Διατάξεις 2022

Η πολύτιμη λειτουργική κληρονομιά των Κολλυβάδων πατέρων της μονής του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, το πνεύμα των οποίων επηρέασε έντονα και την ζωή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη .

Από το Κέντρον Ερεύνης και Προβολής της Εθνικής Μουσικής – ΚΕΠΕΜ κυκλοφόρησαν οι τυπικές διατάξεις του προσεχούς έτους, σύμφωνα με το “Τυπικόν” (1908) του σκιαθίτη π. Γεωργίου Ρήγα, ο οποίος παρέλαβε την πολύτιμη λειτουργική κληρονομιά των Κολλυβάδων πατέρων της μονής του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο.

Το έργο προλογίζει ο καθηγητής λειτουργιολογίας Γεώργιος Φίλιας και ευλογεί ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Δοχειαρίου του Αγίου Όρους γέρων Αμφιλόχιος. Την δε επιμέλεια είχε ο Γεώργιος Ρισάνος.

Η έκδοση φιλοδοξεί να αποτελέσει στιβαρό βοήθημα για ιερείς και ιεροψάλτες, με αναφορά πάντα στην αρχαία λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε αυτόνομα είτε συμπληρωματικά με ανάλογες εν χρήσει εκδόσεις, παρέχοντας προτάσεις και λύσεις σε διάφορα ζητήματα τυπικού.


Στην έκδοση:

  • Περιλαμβάνεται το «τυπικό» των ακολουθιών κάθε ημέρας του 2022.
  • Στο κείμενο του π. Γεωργίου έγιναν μόνο όσες παρεμβάσεις (αφαιρέσεις ή προσθήκες) θεωρήθηκαν απαραίτητες, ώστε η έκδοση να καταστεί λειτουργική στους ενοριακούς ναούς. Κάθε παρέμβαση δηλώνεται σαφώς.
  • Η σελιδοποίηση και διαμόρφωση του κειμένου (κατάλληλος τονισμός φράσεων, χρησιμοποίηση κόκκινης γραφής) διευκολύνει ώστε ο ιερέας και ο ψάλτης να μπορούν να εντοπίσουν πολύ γρήγορα την κάθε ενότητα κατά τη διάρκεια της ακολουθίας.

*Δείτε και στον σύνδεσμο

ΤΥΠΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 2022

*************************************************************

Η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ή της Ευαγγελίστριας, όπως είναι ευρέως γνωστή, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία των Βόρειων Σποράδων.

 

 

Η ίδρυση της μονής έχει άμεση σχέση με την έριδα των Κολλυβάδων του Αγίου Όρους. Ως γνωστό, το έτος 1754 άρχισε στο Άγιο Όρος ο ορθόδοξος φωτισμός των κολλυβάδων που κήρυτταν την επιστροφή στην παράδοση της εκκλησίας. Η όλη διένεξη κράτησε πάνω από πενήνταχρόνια, με το γνωστό αποτέλεσμα πολλοί μοναχοί να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον τόπο της μετανοίας τους και να αναζητήσουν νέο.

Η μονή άρχισε να χτίζεται το 1794 από μία μικρή ομάδα μοναχών του κινήματος των ιεροπρεπών “Κολλυβάδων”. Επικεφαλής της ομάδας Mac_1821ήταν ο Ιερομόναχος Νήφων, κατά τον κόσμο Νικόλαος “εκ της γενεάς των Νικολαράδων”, ο οποίος γεννήθηκε το 1736 στα Πατρικά της Χίου. Ο όσιος μόνασε στη Μονή Μέγιστης Λαύρας, στη Σκήτη του Παντοκράτορος και στην Καψάλα του Αγίου Όρους. Αρχικά μετέβη στην Χίο, τη Σάμο, την Πάτμο, τη Λειψώ και Ικαρία, όπου το 1775 ίδρυσε, στη θέση Λευκάδα, τη Μονή της Ευαγγελιστρίας. Ανάμεσα στους μοναχούς της Ευαγγελίστριας Ικαρίας ήταν και ο Γρηγόριος Χατζησταμάτης, Σκιαθίτης στην καταγωγή, ο οποίος μετά το θάνατο του πατρός Ιωάννη κληρονόμησε την μεγάλη περιουσία του στην Σκιάθο. Έχοντας λοιπόν αυτή τη μεγάλη περιουσία, ο Γρηγόριος έπεισε τον όσιο Νήφωνα να μεταβούν στην δασοστεφή Σκιάθο και να οικοδομήσουν νέα μονή, εγκαταλείποντας την Ικαρία “διά το πάντη άγονον και άκαρπον και το νοσώδες του τόπου”. Ούτω κατά το 1794 εκτίσθη εν Σκιάθω το περιβόητον κοινόβιον του Ευαγγελισμού, εις της Αγαλλιανούς το πλατανοφύτευτον ρεύμα, ένθα υπήρχε παλαιόν τι μονύδριον προ χρόνων ερημωμένον. Τω όντι τη έκτη Ιουνίου 1794 η κοινότης όλη, γέροντες και προεστώτες με την γνώμην και θέλησιν των λοιπών οικοκυραίων και ραγιάδων, ιερέων τε και λαικών, καθώς λέγει έγγραφόν τι της μονής, μετά πολλής χαράς εδέχθησαν τον παπά Νήφωνα και τον συμπολίτην Γρηγόριον Χατζησταμάτην και τους άλλους μοναχούς, και πολλά κτήματα γειτονικά αφιέρωσαν προς αυτούς.

Η κατασκευή του συγκροτήματος της Μονής ολοκληρώθηκε το 1806 και κατέστη το κυριότερο έργο των κολλυβάδων, τόσο κατά τη διάρκεια της έριδος όσο και τους μετέπειτα χρόνους. Το πνεύμα των κολλυβάδων επηρέασε έντονα τη ζωή των κατοίκων της Σκιάθου, καθώς και των εξαδέλφων Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρου Μωραιτίδη. Η Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού, όπως και οι άλλες μονές του νησιωτικού συμπλέγματος, έχουν ιδιαίτερη τοπική σημασία. Περικλείουν μέσα τους αναμνήσεις και παραδόσεις της εποχής τους που βοήθησαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της θρησκευτικότητας των κατοίκων του νησιού, αλλά, συνάμα, και της λογιοσύνης και πνευματικότητας. Παρηγόρησαν τους πονεμένους κατοίκους στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ συνάμα δυνάμωσαν τους δεσμούς τους με το Άγιο Όρος, φέρνοντας τους κατοίκους πιο κοντά στις αρχαίες παραδόσεις της εκκλησίας μας.

Ο ιερομόναχος Νήφων, πρώτος ηγούμενος και ιδρυτής της Μονής, γνήσιος ενσαρκωτής του πνεύματος των κολλυβάδων, έδωσε στο ιερό κοινόβιο το πνεύμα του και έθεσε γερές βάσεις, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε, για να εξελιχθεί σ’ ένα από τα λαμπρότερα πνευματικά κέντρα της χώρας μας το ΙΗ΄ αιώνα. Το 1797 το μοναστήρι είχε μόνο το καθολικό και λίγα κελιά, ενώ με ενέργειες του ηγουμένου το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους απολύεται πατριαρχικό γράμμα, όπου έδιδε στη μονή τη σταυροπηγιακή αξία. Μόλις δώδεκα χρόνια μετά την ίδρυσή της, η μονή είχε κιόλας εξήντα πέντε κελιά, τριώροφες πτέρυγες, φρουριακά τείχη, και πάνω από εβδομήντα μοναχούς, οι οποίοι διακρίνονταν για την αρετή, τη σεμνή πολιτεία και την παιδεία τους. Ο όσιος Νήφων εκοιμήθη στις 28 Δεκεμβρίου του 1809 σε ηλικία 73 ετών, αφού ευτύχησε να δεί το μοναστήρι να γίνεται Σταυροπήγιο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεύτερος ηγούμενος διετέλεσε ο συνιδρυτής και συνάμα δωρητής της πατρικής του μεγάλης περιουσίας ο Σκιαθίτης Γρηγόριος Χατζησταμάτης (1809-1815).

Μέχρι το 1833 το μοναστήρι είχε 111 κτήματα, ελαιώνες, αμπέλια και χωράφια, από τα οποία τα 22 ήταν περιουσία άλλοτε της μονής του Ευααγγελισμού του Κάστρου, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν και άλλες δωρεές. Στη Σκιάθο είχε δυό μεγάλα μετόχια στον Πύργο, αλλά και στο μεγάλο Τσουγκριά, αλλά και ένα ολόκληρο νησάκι στις μικρές βόρειες Σποράδες, το Πιπέρι, όπου υπάρχει το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, άλλοτε σταυροπήγιο μοναστήρι.

*Σήμερα ηγούμενος της Μονής είναι ο ιερομόναχος Ιωσήφ Κατσούρας από την Σκιάθο.

Οι Κολλυβάδες και η Φιλοκαλική Αναγέννηση.

Για τους Κολλυβάδες πατέρες η ιστοσελίδα της Μονής μας πληρορεί:

“Ο μοναχισμός υπήρξε πάντοτε ο σθεναρός πρόμαχος της ορθοδόξου πίστεως και ο θεματοφύλακας των ιερών παραδόσεων της Εκκλησίας. Πολύ συχνά όμως οι μοναχοί εδιώχθηκαν και βασανίστηκαν εξ αιτίας των ακλονήτων θρησκευτικών πεποιθήσεών τους και του αγώνα τους υπέρ της Ορθοδοξίας. Με αυτή τη στάση ο μοναχισμός πολλές φορές διατηρούσε όχι μόνον την καθαρότητα της πίστεως της Εκκλησίας, αλλά και ενίσχυε την πνευματική ζωή του ορθοδόξου λαού και τον βοηθούσε να επιζήσει, “να διασώσει την αυτοσυνειδησία του και την ιερή ανάμνηση ότι αποτελεί ένα περιούσιο λαό του Θεού”. Στην ιστορία του Αγίου Όρους αναφέρονται πολλές προσπάθειες μοναχών για την εμβάθυνση στο πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τις οποίες διακρίνονται δυό: η διδασκαλία του Ησυχασμού με υπέρμαχο τον Αγ. Γρηγόριο Παλαμά και η προσπάθεια των ιεροπρεπών Κολλυβάδων για την αναγέννηση της λειτουργικής και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας στο πνεύμα της υγιούς παραδόσεως.

Το κίνημα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων κατατάραξε τον φιλήσυχο και ειρηνικό Άθωνα κατά το δεύτερο μισό του ΙΗ αιώνα. Το Κίνημα εμφανίσθηκε από μία έριδα. Η πρώτη αφορμή για την έριδα αυτή δόθηκε από τους μοναχούς της Σκήτης της Αγίας Άννης, του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί αυτοί άρχισαν το 1750 να κτίζουν το καινούργιο Κυριακό, για τις θρησκευτικές τους ανάγκες, αφού αυξήθηκε η αδελφότητά τους. Τότε εμφανίσθηκαν πολλοί ευεργέτες, που έδωσαν χρήματα για την ανέγερση του ναού, αλλά ζητούσαν συγχρόνως από τους μοναχούς να

προσεύχονται για τους κεκοιμημένους συγγενείς τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μαζεύτηκαν πολλά ονόματα, ώστε οι μοναχοί αναγκάσθηκαν να τελούν πιο εκτενείς επιμνημόσυνες ακολουθίες από τις συνηθισμένες.

Κατά το Τυπικό της Εκκλησίας μας, αρχικά μετά τον εσπερινό της Παρασκευής και τελικά το πρωι του Σαββάτου μετά την Θ. Λειτουργία γίνεται η ευλογία των κολλύβων υπέρ των κεκοιμημένων. Μέχρι τότε, σε όλες τις ιερές Μονές και Σκήτες του Αγίου Όρους, έψαλλαν τις επιμνημόσυνες αυτές ακολουθίες στα παρεκκλήσια των κοιμητηρίων κάθε Σαββάτο. Οι Αγιαννανίτες μοναχοί, όμως, λόγω των πολλών ονομάτων των κεκοιμημένων, κι επειδή κάθε Σαββάτο γινόταν επίσης η καθιερωμένη αγορά στις Καρυές, το διοικητικό κέντρο του Αγίου Όρους, όπου αυτοί πουλούσαν τα εργόχειρά τους, απεφάσισαν να μεταφέρουν τα μνημόσυνα από το Σάββατο στην Κυριακή. Η μετάθεση αυτή του χρόνου τέλεσης των μνημοσύνων σκανδάλισε μερίδα Αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι δεν ανέχονταν αυτή την καινοτομία. Οι μοναχοί διχάστηκαν σε δυό παρατάξεις. Στην πρώτη ανήκαν οι υποτιμητικώς χαρακτηρισθέντες ως Κολλυβάδες, Κολυβιστές ή Σαββατιανοί, ονόματα που τους δόθηκαν από τους αντιπάλους τους, προφανώς για να υποβαθμίσουν το κίνημά τους.

Φιλοκαλικές Σελίδες – «Ὁ τῶν ληστῶν καθηγούμενος» | ΑΒΕΡΩΦ

Πρωταγωνιστές της παράταξης ήταν ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο Αθανάσιος Πάριος, ο Νικόδημος Αγιορείτης και ο Μακάριος Νοταράς. Μεταξύ των γνωστών επίσης πατέρων του κολλυβαδικού κινήματος συγκαταλέγονται επίσης ο οσίας μνήμης καθηγούμενος της Μονής Ευαγγελισμού Σκιάθου ιερομόναχος Νήφων ο Κοινοβιάρχης ο Χίος, ο Γέρων Ιερόθεος καθηγούμενος της Μονής Προφήτου Ηλιού Ύδρας, ο Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, ο Αγάπιος ο Κύπριος, ο Παίσιος ο Καλλιγράφος ο Χριστόφορος Προδρομίτης ο Παρθένιος ο Ζωγράφος κ.α.

Στη δεύτερη ομάδα που χαρακτηρίστηκαν ως Αντικολλυβάδες πρωταγωνιστούσαν ο Θεοδώρητος ο εξ Ιωαννίνων, ο Βησσαρίων ο εκ Ραψάνης κ.α.

Το κίνημα των Κολλυβάδων αγωνίστηκε σθεναρά για την επιστροφή των ορθόδοξων πιστών στη σεβάσμια αρχαία παράδοση και τους ακατάλυτους λειτουργικούς θεσμούς της Εκκλησίας, όπως αυτά βιώθηκαν και εκφράστηκαν από την πατερική παράδοση της οποίας ήταν βαθείς γνώστες και μελετητές και όχι επιφανειακοί ερασιτέχνες. Οι πνευματικοί αυτοί ανακαινιστές του Γένους δεν ασχολήθηκαν μόνο με την τήρηση της ακριβούς λειτουργικής τάξεως και παραδόσεως, αλλά καινοτόμησαν με την επιστροφή στην απαραχάρακτη παράδοση της ορθόδοξης καθολικής Εκκλησίας, με μόνο σκοπό την πνευματική άνοδο του λαού, και την προφύλαξή του από τους δυτικότροπους νεωτερισμούς, μέσω των οποίων οι εκ της Εσπερίας πεπαιδευμένοι ήθελαν να εξαλείψουν το σκότος της αμάθειας που είχε καλύψει τη πατρίδα μας μετά την Άλωση.

Αγωνία τους πνευματική δεν υπήρξε κάποια επιφανειακή νεωτεριστική μεταρρύθμιση, αλλά οι πηγάζουσες από την παράδοση αλλαγές που θα συντελούσαν στην ανατροπή των τυποποιήσεων και στην επιστροφή στο γνήσιο πατερικό και πρωτοχριστιανικό πνεύμα. Αλλά και στην ενεπίγνωστη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά την αρχαία πράξη της Εκκλησίας. Έκριναν ότι η εποχή

τους είχε ανάγκη να επιστρέψει στους αγίους πατέρες και όχι στα νεότερα ευρωπαικά φιλοσοφικά ρεύματα. Πρότυπό τους υπήρξε ο άγιος, ο Θεούμενος άνθρωπος. Αντιτάσσοντας στον Ευρωπαικό Διαφωτισμό και το κοσμικό πνεύμα του, τους Θεούμενους, τους αγίους, και τη σοφία του κόσμου, τη Θεία σοφία και την αγιοπνευματική εμπειρία.

Μετά την εξέλιξη της έριδας των κολλύβων, οι περισσότεροι από τους Κολλυβάδες του Άθωνα αναγκάστηκαν να αφήσουν τις αγαπημένες τους σκήτες, όπου είχαν περάσει ολόκληρη ζωή πνευματικών αγώνων και να διασκορπιστούν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ιδιαιτέρως στα νησιά του Αιγαίου, ιδρύοντας μοναστήρια, που έγιναν οι εστίες της διαδόσεως των ιδεών του αφυπνιστικού αυτού κινήματος.

Ο διωγμός αυτός είχε και «ευχάριστες συνέπειες», γιατί το αναμορφωτικό τους κήρυγμα διαδόθηκε και στο λαό. Σε πολλές πόλεις της ηπειρωτικής

και νησιωτικής Ελλάδας χτίστηκαν μοναστήρια και αναζωπυρώθηκε η θρησκευτικότητα των πιστών. Η έκθεση των ιδεών τους, η μόρφωση, αλλά και ολόκληρος ο πρότυπος και ασκητικός βίος τους προκάλεσαν σεβασμό στο λαό και πολλοί τους ακολούθησαν.

Το νησιώτικο σύμπλεγμα που αποτελεί την επαρχία των Βορείων Σποράδων αλλά και των υπόλοιπων νησιών του Αιγαίου ευεργετήθηκε και αναζωογονήθηκε πνευματικά από την παρουσία των ιεροπρεπών Κολλυβάδων Πατέρων. Το Κολλυβάδικο πνεύμα διατηρήθηκε στις Σποράδες από πλήθος μοναχών και λαικών, αποδεικνύοντας ότι η δύναμη του ορθοδόξου πνεύματος μέσα από αντίξοες συνθήκες δεν παύει να διαμορφώνει στη ζώσα πραγματικότητα τους υπογραμμούς”.

 

Share this post