Τσε Γκεβάρα, το μεσημέρι που τον χτύπησε ο θάνατος
Ερνέστο Γκεβάρα, ο επαναστάτης, ο αντάρτης, ο μαρξιστής. Η πορεία, το όραμα, τα πιστεύω, που πρώτα έγιναν θάνατος και μετά αιώνιο σύμβολο του προλεταριακού διεθνισμού.
Του Θανάση Κρεκούκια*
Tο πρόσωπο του Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα διατηρεί μια αναμφισβήτητη αίγλη μέσα στην ιστορία. 54 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο “Τσε” παραμένει ο “Χριστός” της εξέγερσης, αλλά και το ίδιο το κυρίαρχο φόντο, στο οποίο συγκρούστηκαν η άρχουσα τάξη με το προλεταριάτο. Ο Τσε υπήρξε η προσωποποίηση της ρήξης, της σύγκρουσης, της ριζοσπαστικής έκφρασης, της δύσκολης αλλά και αδιαπραγμάτευτης διείσδυσης στο ξένο, στο εχθρικό περιβάλλον. Αφοσιωμένος σε αβέβαιους και μακρινούς αγώνες, πέρασε στη σφαίρα της μυθολογίας, αφού κατάφερε να συνδυάσει με μοναδικό τρόπο τη μαρξιστική ρητορική και τον ανθρωπισμό, να αγκαλιάσει την επανάσταση με ενθουσιασμό και να περιφρονήσει τους δογματικούς περιορισμούς.
Ήταν η δράση του Γκεβάρα, εκείνη που συνέβαλε στο να ξαναβρεί ανάσες η μέχρι τότε περιθωριοποιημένη αμφισβήτηση του αυθόρμητου, καθολικά υποταγμένου κάτω από την απαίτηση της “οργάνωσης”, και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία το περιβόητο “μοντέλο” έμπαινε σε περίοδο κρίσης. Ο Τσε ήταν η αρχή του Μάη του ’68: είχε χαθεί πριν λίγο καιρό κάτω από τραγικές συνθήκες και έτσι μπόρεσε να ενσαρκώσει στις γραμμές της άκρας Αριστεράς, έναν συνδυασμό επαναστατικού ριζοσπαστισμού, μαρξιστικής ρητορικής και ανθρωπισμού, εκπροσωπώντας ένα ύφος λιγότερο δογματικό και πιο ενθουσιώδες από ό,τι εκείνα του Τρότσκι ή του Μάο. Η άποψή του ήταν ξεκάθαρη: η επανάσταση, που δεν είναι η εφαρμογή μιας “θεωρίας”, αποδεικνύεται στην πράξη.
Μια άποψη στηριγμένη σε τρεις ατσαλένιους πυλώνες, που αποτέλεσαν βάση και αφετηρία μαζί στην προσωπική του συνειδητοποίηση και κινητοποίηση. Η αγάπη για την κοινωνική δικαιοσύνη, η απέχθεια για τους “yankees” Αμερικάνους και η γοητεία που άσκησε πάνω του ο μαρξιστικός λόγος, δημιούργησαν το εκρηκτικό μείγμα που οδήγησε τον έφηβο από το Ροσάριο να απαρνηθεί την απάθεια και να υπακούσει στα ένστικτα της ρήξης. Τα βιβλία βοήθησαν ακόμα περισσότερο να καρπίσει μέσα του ο σπόρος της σύγκρουσης. Ο Τζακ Λόντον, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Λόρκα, ο Δουμάς, ο Βερν, άνοιξαν πανιά στο εσωτερικό του ταξίδι, πριν καν ξεκινήσει η περιπλάνησή του στη Λατινική Αμερική.
Από κοντά ο Φρόιντ, αλλά και ο Μαρξ. Αντιπερονιστής, όπως και οι γονείς του, δηλωμένος δημοκράτης, αλλά με τον σπόρο της σύγκρουσης φυτρωμένο από νωρίς μέσα του: “Δε θα κατέβω στους δρόμους παρά μόνο αν μου δώσουν όπλο”, δήλωνε ξεκάθαρα στους συμμαθητές του, στην Κόρδοβα, που ήθελαν να διαδηλώσουν. Το πεπρωμένο του έδειχνε να συμβαδίζει με εκείνο του ήρωα του αγαπημένου του βιβλίου, του Δον Κιχώτη. Διψούσε για περιπέτειες, ήθελε να περιπλανηθεί. Στα 23 του, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, γνωρίστηκε με τη “Μεγάλη Αμερική”, στο πρώτο του πολιτικό τετ α τετ με την κοινωνική πραγματικότητα της Λατινικής ηπείρου και δεσμεύτηκε μέσα του για τον δύσκολο προορισμό που τον περίμενε.
Συνάντησε τους περιφρονημένους Ινδιάνους, μίλησε με τους βασανισμένους εργάτες των ορυχείων και τους εξαθλιωμένους αγρότες, εξοργίστηκε με την εκμετάλλευση των ξένων που έκλεβαν τη ζωή των “συμπατριωτών” του. Έναν χρόνο αργότερα, το 1952, ορκισμένος πλέον γιατρός, αναχώρησε και πάλι. “Φεύγει ένας στρατιώτης της Αμερικής”, είχε πει στη μητέρα του, αποχαιρετώντας την στον σταθμό των τρένων. Ο νεαρός αστός διανοούμενος δε διψούσε πια για περιπέτειες, τουλάχιστον όχι με την ανέμελη, αποστασιοποιημένη απέναντι στην προσωπική του ευθύνη, έννοια. Τα μαρξιστικά βιβλία ήταν πλέον το κύριο ανάγνωσμά του, οι ερμηνείες όμως ανήκαν απόλυτα στον ίδιο.
Ο ένοπλος αγώνας ήταν το δικό του ιδανικό. “Έξω από την επανάσταση δεν υπάρχει ζωή”, υποστήριζε σθεναρά σε όλη τη ζωή του. Αφήνοντας πίσω του τον υπαρξισμό του Σαρτρ, μαζί και την αμηχανία που του προκαλούσε η “απόλυτη ελευθερία” του Γάλλου φιλοσόφου, ο Τσε προτίμησε να προχωρήσει κρατώντας την αέναη πάλη για την διαμόρφωση της ανθρώπινης υπόστασης μέσα από την προσωπική δράση, επέκταση της πολιτικής δέσμευσης απέναντι στον εαυτό του και τις αξίες που οδηγούσαν μοιραία στην συνυπευθυνότητα και την ικανοποίηση των κοινωνικών αιτημάτων χωρίς εκπτώσεις ή υποχωρήσεις. Μπροστά του, γύρω του, παντού, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Χωρισμένα στους καλούς και τους κακούς.
Τον Δεκέμβρη του 1953 ο Γκεβάρα έφτασε στην επαναστατημένη Γουατεμάλα. Ο Χακόμπο Άρμπενς, ένας νεαρός αριστερός συνταγματάρχης, προσπαθούσε να ελευθερώσει τη χώρα του από τα αποικιοκρατικά δεσμά των ΗΠΑ. Μια από τις κινήσεις του ήταν να εθνικοποιήσει 84.000 εκτάρια της United Fruit Company, κάτι που προκάλεσε την οργή της Ουάσιγκτον. Η CIA οργάνωσε πολύ γρήγορα πραξικόπημα και τα στρατεύματα του Κάρλος Καστίγιο μπήκαν στη χώρα τον Ιούνιο του 1954, ανατρέποντας την κυβέρνηση. Η “ανοιχτή πληγή που του άφησε στα πλευρά η Γουατεμάλα”, όπως έγραφε ο ίδιος στο ημερολόγιό του, ήταν το πρώτο μεγάλο μάθημα για τον Τσε και η απόλυτη επιβεβαίωση για την αναγκαιότητα ανάπτυξης ένοπλων κινημάτων.
Τελικά κατέληξε στο Μεξικό, όπου ήρθε σε επαφή με Κουβανούς εξόριστους. Γνωρίστηκε με τον Ραούλ Κάστρο, επίσης ενθουσιώδη μαρξιστή – λενινιστή και τον αδερφό του, Φιντέλ, έναν νεαρό δικηγόρο, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1953 είχαν επιχειρήσει αποτυχημένη έφοδο με άλλους 133 αντάρτες στο στρατόπεδο Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας. Οι ατελείωτες ώρες συζητήσεων με τον Φιντέλ για την επόμενη απόβαση, οριοθέτησαν την αφετηρία της εξέγερσης. Οι 81 “τρελοί” όσο και αποφασισμένοι που επιβιβάστηκαν στην “Granma” – μια θαλαμηγό ερείπιο – τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956, για να φτάσουν μια εβδομάδα μετά στην ακτή Λας Κολοράδας στη νοτιοανατολική Κούβα, μοιράζονταν τα ίδια οράματα με τον ενθουσιώδη γιατρό από την Αργεντινή.
Η ζούγκλα αποδείχτηκε σκληρή και αφιλόξενη, όμως οι “barbudos”, οι γενειοφόροι αντάρτες, βοηθήθηκαν από τους αγρότες, τους εργάτες, τα συνδικάτα, όλους τους καταπιεσμένους από τη δικτατορία του Μπατίστα και δυο χρόνια αργότερα μπήκαν νικητές στην Αβάνα. Ο Τσε απελευθέρωσε την Σάντα Κλάρα και έγινε δεκτός σαν ήρωας. Με τον τίτλο του comandante πλέον, είχε πετύχει τον αρχικό του στόχο: να πείσει πως με έναν ανταρτοπόλεμο, ένας αρχικός μικρός πυρήνας πολεμιστών, μπορούσε να κερδίσει την υποστήριξη των φτωχών και εξαθλιωμένων. Το καλοκαίρι του 1959 ο Γκεβάρα ήρθε σε επαφή με τους Νάσερ, Νεχρού και Τίτο – τους ηγέτες που δυο χρόνια αργότερα θα δημιουργούσαν το κίνημα των αδεσμεύτων – διεκδικώντας τη θέση της ελεύθερης Κούβας στον πολιτικό χάρτη.
Η δική του λογική της “διαρκούς επανάστασης”, υιοθετήθηκε από τον Φιντέλ και η κουβανέζικη επανάσταση ανακηρύχθηκε αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική. Στο νησί επιτελέστηκαν μεγάλες αλλαγές: αγροτική μεταρρύθμιση, υγειονομικές υπηρεσίες, μαθήματα γραφής και ανάγνωσης για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, όλα αυτά και πολλά ακόμη, μπήκαν σε εφαρμογή υπό την επίβλεψη του Τσε, που τύπωσε στο εθνικό τυπογραφείο εκατό χιλιάδες αντίτυπα του “Δον Κιχώτη” και τα μοίρασε δωρεάν στους Κουβανούς. Η νέα εποχή είχε ξεκινήσει μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας και ο Γκεβάρα, αναλαμβάνοντας το υπουργείο βιομηχανίας, ανακοίνωσε τη “γέννηση” ενός καινούργιου ανθρώπου, του οποίου το μοναδικό κίνητρο θα ήταν η ηθική.
Η “ουτοπία” που είχε οραματιστεί στη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού στη Λατινική Αμερική, έδινε ταυτότητα στην καθημερινή πραγματικότητα του νησιού. Γνώρισε τον Σαρτρ (ο οποίος επισκέφθηκε την Αβάνα με την Σιμόν ντε Μποβουάρ) και όταν ο υπαρξιστής φιλόσοφος τον ρώτησε “ποιο είναι το σχέδιο της επανάστασης”, εκείνος απάντησε “να επεκτείνουμε το πεδίο του εφικτού”, μια φράση που έκρυβε μέσα της αυτόν τον υπέροχο περιπλανώμενο, αιώνια ανυπότακτο, στην υπηρεσία της εξερεύνησης άλλων, δυσεύρετων “τόπων”, επαναστάτη. Έναν ταξιδιώτη του καθήκοντος με συνεχείς προορισμούς, που σαν στόχο θα είχαν την κοινωνική δικαιοσύνη και την μέχρι θανάτου αμφισβήτηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Σαφώς πιο ανεκτικός από τον Κάστρο, φρόντισε να κρατήσει τις αποστάσεις του από τις ακρότητες. Διαφώνησε με τις πολιτικές διώξεις και την υποχρεωτική στράτευση των καλλιτεχνών και διανοούμενων, λέγοντας το ιστορικό “η ομορφιά δεν έχει τσακωθεί με την επανάσταση”. Όμως δεν έκανε ούτε βήμα πίσω στην ασφάλεια της Κούβας, “στήνοντας” κάθε εχθρό στον τοίχο. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη ξεκινήσει τον πόλεμο της αποσταθεροποίησης, αρνούμενες να ανεχθούν το “κομμουνιστικό καρκίνωμα” στη γειτονιά τους, η ΕΣΣΔ από την άλλη, αγνοούσε το εμπάργκο, αγοράζοντας ζάχαρη και προσφέροντας πετρέλαιο. Ακολούθησε η αποτυχημένη εισβολή των αντικαθεστωτικών – με την υποστήριξη της CIA – στην Πλάγια Χιρόν.
“Αυτό που δεν μπορούν να μας συγχωρήσουν οι ιμπεριαλιστές, είναι ότι κάναμε μια σοσιαλιστική επανάσταση που θα την υπερασπιστούμε με τα όπλα”, ξεκαθάρισε τον Απρίλη του 1961 ο Φιντέλ, αμέσως μετά το αμερικανικό φιάσκο. Στη συνέχεια, ο Τσε συνάντησε τον Νικίτα Χρουστσόφ και τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας. Ωστόσο, η κρίση που ακολούθησε και η εγκατάλειψη του σχεδίου από την Μόσχα, τον ανάγκασαν να αλλάξει και αυτός τη “ρουτίνα” του, απογοητευμένος από τις εξελίξεις και το Κρεμλίνο. Συνέχισε να καλεί τις επαναστατικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο να αντιγράψουν το κουβανέζικο πρότυπο και να πολεμήσουν τη “Διεθνή του εγκλήματος”, όπως είχε αποκαλέσει τον ιμπεριαλισμό, τον Δεκέμβριο του ’64 από το βήμα του ΟΗΕ.
Το ίδιο μήνυμα έστειλε δυο μήνες αργότερα, από το βήμα του οικονομικού συνεδρίου της Αφροασιατικής Αλληλεγγύης στο Αλγέρι: “Πρέπει να αλλάξουμε τον άνθρωπο, ο προλεταριακός διεθνισμός είναι το καθήκον κατά του κοινού εχθρού, του ιμπεριαλισμού”. Τον Μάρτιο του 1965 ο Γκεβάρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Στις αρχές Απριλίου έφτασε μεταμφιεσμένος στο Κογκό για να ξεκινήσει καινούργιο αντάρτικο. Όμως η προσπάθεια απέτυχε και επτά μήνες μετά, ο Γκεβάρα διέφυγε μαζί με τους Κουβανούς συντρόφους του, βρίσκοντας μυστικό καταφύγιο στην κουβανική πρεσβεία της Τανζανίας. Στο μεταξύ, οι πιέσεις στην Κούβα ήταν μεγάλες για να ενημερωθεί ο κόσμος τί είχε απογίνει ο Τσε.
Έτσι ο Κάστρο αποφάσισε να διαβάσει δημόσια το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Γκεβάρα, γραμμένο αρκετό καιρό πριν και αμέσως μετά ο Κάρλος Πουέμπλα συνέθεσε το συγκλονιστικό τραγούδι του, “Hasta siempre, Comandante”. Σε εκείνο το γράμμα, ο Γκεβάρα επιβεβαίωνε για μια ακόμα φορά “την αλληλεγγύη του στην κουβανέζικη επανάσταση”, αλλά πρόσθετε πως “ήταν αποφασισμένος να φύγει για να υπηρετήσει την επανάσταση στο εξωτερικό”. Το πάθος μέσα του συνέχιζε να καίει, ούτε τα κρατικά αξιώματα στην Αβάνα, ούτε η θέση του στο κομμουνιστικό κόμμα, ήταν ικανά να τον κρατήσουν πίσω από ένα γραφείο. Ο όρκος με τον οποίο είχε δεσμευτεί, τον έστελνε για μια ακόμα φορά στο πεδίο της μάχης.
Ο ίδιος ένιωθε ταγμένος στην προοπτική ενός νέου αντάρτικου και στον στόχο της απελευθέρωσης ακόμα περισσότερων βασανισμένων της Νότιας Αμερικής, της “μεγάλης πατρίδας”, όπως την αποκαλούσε. Τον Νοέμβριο του 1966, με πλαστό διαβατήριο της Ουρουγουάης και όνομα Ραμόν Μπενίτες, έφτασε κρυφά στην Λα Πας, όπου ενώθηκε με μια μικρή ομάδα ανταρτών, για να δημιουργήσει εκεί μια νέα επαναστατική “εστία”. “Είναι η ώρα της φωτιάς και δεν πρέπει να βλέπουμε παρά μόνο φως”, έλεγε στους δικούς του, χρησιμοποιώντας τη φράση του Χοσέ Μαρτί. “Δεν πρέπει να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι κατάλληλες συνθήκες. Πρέπει να τις δημιουργήσουμε”, έγραφε στο ημερολόγιο εκστρατείας στη Βολιβία.
Όμως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Χωρίς υποστήριξη από κανέναν εκτός από μερικούς νεολαίους του ΚΚΒ, με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να μη συνεργάζονται μαζί τους, με την επικοινωνία σχεδόν αδύνατη αφού οι Ινδιάνοι μιλούσαν μόνο τοπικές διαλέκτους, με τον βολιβιανό στρατό να τους καταδιώκει συνεχώς σφίγγοντας ολοένα και περισσότερο τον κλοιό, με την πείνα και την εξάντληση να τους έχουν τσακίσει, με τους χαφιέδες να τους αχρηστεύουν τον ανταρτοπόλεμο, ο Τσε και οι σύντροφοί του δεν άντεξαν. Όσο και αν ο αρχηγός τους δε σταματούσε να λέει, “ένα, δυο, τρία, πολλά Βιετνάμ, αυτό είναι το σύνθημά μας”, ο Ρίο Γκράντε και η Λα Ιγκέρα, κατάπιαν μέσα τους το όνειρο της επανάστασης, αφήνοντας πίσω μόνο τα πτώματα των λίγων αγωνιστών που έπεσαν στην ενέδρα της Κοτσαβάμπα.
Ο Γκεβάρα, τραυματισμένος, συνελήφθη από τους Βολιβιανούς Ρέιντζερς το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου του 1967. Η είδηση έφτασε με κωδικοποιημένο μήνυμα στο αρχηγείο της Βαγεγκράντε, στον στρατηγό Σεντένο: “Papa cansado”. Ο “μπαμπάς”, κωδική ονομασία του Τσε, είναι “κουρασμένος”, δηλαδή τραυματισμένος. Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου, ο Φέλιξ Ροντρίγκες, κουβανικής καταγωγής πράκτορας της CIA, πήρε εντολή από τον πρόεδρο της Βολιβίας, Ρενέ Μπαριέντος, να θέσει σε ισχύ τα πρωτόκολλα 500 και 600. Το “500” ήταν ο βολιβιανός κωδικός για τον Τσε και το “600” η κωδική διαταγή για την εκτέλεσή του. Ο Ροντρίγκες ενημέρωσε τον Σεντένο για τη διαταγή, συμπληρώνοντας όμως ότι είχε λάβει σαφείς οδηγίες από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κρατήσει τον Γκεβάρα ζωντανό με οποιοδήποτε τίμημα.
Ο Σεντένο αποφάσισε να ακολουθήσει τις δικές του διαταγές και έδωσε εντολή να πραγματοποιηθεί η εκτέλεση. Ο Ροντρίγκες ήταν εκείνος που ανακοίνωσε στον κρατούμενο την απόφαση. “Είναι καλύτερα έτσι. Ποτέ δεν έπρεπε να με πιάσουν ζωντανό”, απάντησε ο Τσε και έδωσε στον Ροντρίγκες ένα μήνυμα για τη γυναίκα του και άλλο ένα για τον Φιντέλ. Ο 27χρονος λοχίας Μάριο Τεράν, προσφέρθηκε να εκτελέσει τον τραυματισμένο επαναστάτη. Μόλις μπήκε μέσα, πυροβόλησε με ένα Μ2 Carbine τον Κομαντάντε στο στήθος, στα χέρια και τα πόδια. Ήταν μία και δέκα το μεσημέρι όταν ο Τσε έπεσε νεκρός. Η Βολιβία έγινε ο τάφος του, αλλά η αιωνιότητα έκανε το όνομά του σύμβολο.
Εννιά μέρες αργότερα, πάνω από ένα εκατομμύριο Κουβανοί κατέκλυσαν την Plaza de la Revolución στην Αβάνα, για να αποχαιρετήσουν τον δικό τους Τσε. “Η ζωή του είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας. Οι δολοφόνοι του θα απογοητευτούν όταν συνειδητοποιήσουν ότι η τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή και την εξυπνάδα του δεν μπορεί να πεθάνει”, ήταν τα λόγια του Φιντέλ. Και πράγματι, 54 χρόνια μετά τον θάνατό του, η αλήθεια της θυσίας του παραμένει αναλλοίωτη μέσα στον χρόνο. Γιατί όπως είχε πει ο ίδιος ο Ερνέστο Γκεβάρα: “Τι σημασία έχει αν μας βρει ο θάνατος; Σημασία έχει ότι η κραυγή μας θα ακουστεί και ένα άλλο χέρι θα βρεθεί για να πάρει το όπλο μας, και άλλοι άνθρωποι θα ξεσηκωθούν για να πιάσουν το τραγούδι, για να ακουστεί η καινούργια κραυγή του πολέμου και της νίκης”…
* Βίντεο: Το τραγούδι-θρύλος που έγραψε ο Κάρλος Πουέμπλα το 1965, ως απάντηση στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε στους Κουβανούς, το οποίο είχε αναγνώσει δημόσια στην Αβάνα ο Φιντέλ Κάστρο.