Τρία θρησκευτικά άσματα Κύπρου (Ιωάννης Χατζησολωμού)

Τρία θρησκευτικά άσματα Κύπρου (Ιωάννης Χατζησολωμού)

Δρ. Σόλων (Σολομών) Ι. Χατζησολωμός, Θεολόγος, Φιλόλογος, Μουσικολόγος – Δρ. Φιλοσοφίας Τέχνης

Πρόκειται για:

  1. Το Τραγούδι του Λαζάρου,
  2. Το τραγούδι της Ανάστασης και
  3. Το εκτενές Εξαποστειλάριον Θεοτοκίον «Δέσποινα πάντων, Δέσποινα»

καθώς τα έψαλε και τα διέσωσε ο Ιωάννης Χατζησολωμού από την Έμπα της Πάφου Κύπρου.

Γενικά.

Κατά το τέλος της δεκαετίας του 1960, και αρχάς του 1970, με δική μου πρωτοβουλία, είχα επιχειρήσει, σ’ ολόκληρη την Κύπρο, και προ της τουρκικής εισβολής, μουσικολαογραφική αποστολή, καταγράφοντας σε μαγνητόφωνα, πλούσιο μουσικολαογραφικό υλικό, από πρόσωπα, κυρίως μεγάλης ηλικίας, που κάλυπτε όλο το φάσμα της κοινωνικής, θρησκευτικής και ιστορικής ζωής του τόπου. Αυτό το υλικό, μετέφερα αργότερα σε ψηφιακούς δίσκους, για ασφάλεια, επιφυλασσόμενος να το εκδώσω εν καιρώ, σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική γραφή. Ατυχώς, λόγω των πολλαπλών απασχολήσεών μου, και μέχρι στιγμής, το υλικό αυτό παραμένει ανέκδοτο.

Τα τρία θρησκευτικά άσματα.

Έτσι αποφάσισα να φέρω στη δημοσιότητα, τουλάχιστο, τα τρία εκλεκτά Κυπριακά θρησκευτικά άσματα, που αναφέρονται πιο πάνω, όπως τα πήρα από τον αείμνηστο πατέρα μου Ιωάννη Χατζησολωμού, το 1970, όταν αυτός ήταν σε ηλικία 80 ετών, τα οποία  παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, από πλευράς ποιητικής, θρησκευτικής, μουσικής, και ηθοπλαστικής. Πρόκειται για θρησκευτικά κυπριακά άσματα, που  εμπίπτουν στη θύραθεν λογία θρησκευτική ποίηση.

 

Του Λαζάρου και της Ανάστασης, δομή και χαρακτήρας, μουσική.

Ειδικά, τα τραγούδια του Λαζάρου και της Ανάστασης, είναι τα πλέον ποιοτικά, άρτια και πληρέστερα, από όσες ανάλογες παραλλαγές είχα συγκεντρώσει. Αμφότερα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, έχουν εκτενείς αγιογραφικές αναφορές, και στηρίζονται επίμονα στη διήγηση των Ευαγγελίων. Είναι εμφανώς επηρεασμένα και από τη γλώσσα της εκκλησιαστικής βυζαντινής υμνογραφίας, ενώ, παράλληλα, διαφυλάσσουν σχολαστικά και το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.

Η γλώσσα, βέβαια, είναι ανάμικτη, δημοτική και καθαρεύουσα, χάρη στιχοπλοκής.

Διακρίνονται δε για τον πολύ έντονο θρησκευτικό λυρικό τους χαρακτήρα, και εμπνέουν στους ακροατές γνήσια πίστη και βαθιά θρησκευτική κατάνυξη, ιδιαίτερα, με το πάθος που τα βιώνει ο αείμνηστος πατέρας μου, όταν τα ψάλλει.

Τα ιερά γεγονότα της διήγησης είναι πραγματικά, και καμιά σχέση δεν έχουν με τις μεσαιωνικές παραλογές.

Η μουσική δε επένδυση, και στα δύο άσματα, είναι απόλυτα εκκλησιαστική – βυζαντινή. Για εκείνο του Λαζάρου ισχύει ο Πλ.β΄ Ήχος, εκ του Δι (σύντομος), και για εκείνο της Ανάστασης ο Πλ.α΄, εκ του Πα (σύντομος).

Ο «Λάζαρος» ψαλλόταν σε σπίτια και έξω από το ναό, κατά το Σάββατο του Λαζάρου. Αρχίζει δε με την εισαγωγή «Αρχή χαράς, αρχή ζωής…», που είναι η μοναδική που συνάντησα, και που εξυπακούει την απαρχή της σωτηρίας των ανθρώπων από τον Θεόν, διά του Ιησού Χριστού.

Το δε τραγούδι τη Ανάστασης, ψαλλόταν έξω από τα σπίτια, την νύκτα, πριν από τον «Καλόν Λόγον», και έξω από τους ναούς, μετά το πέρας της Αναστάσιμης Λειτουργίας, και καθ’ όλην την Διακαινήσιμον Εβδομάδα.

Διορθώσεις.

Όπως ήταν φυσικό, η μακρά προφορική παράδοση, επέφερε αλλοιώσεις και αλλαγές, τόσο στο ποιητικό κείμενο, όσο και στις λέξεις και στη σύνταξη, ακόμη και στο νόημα των δύο πιο πάνω ασμάτων, που επέβαλαν την παρέμβασή μου, ειδικά σε περιπτώσεις σολοικισμών και βαρβαρισμών, για αποκατάσταση, τόσο του ποιητικού κειμένου, όσο και  του νοήματος, με τη σύγκριση ανάλογων παραλλαγών, που διαθέτω στη συλλογή μου, ή ακόμη και με απόλυτη προσωπική μου επέμβαση. Αυτές όμως οι περιπτώσεις ήσαν ελάχιστες.

Ο ποιητής των δύο αυτών ασμάτων.

Τόσο το παρόν τραγούδι του Λαζάρου, όσο και εκείνο της Ανάστασης, παρουσιάζουν φανερά κλειστή συγγένεια, τόσο στην ποιητική δομή, όσο και στο ύφος και στη γλώσσα και στην έκφραση, που προδίδει κοινή πατρότητα και για τα δύο.

Ο αείμνηστος πατέρας μου τα διδάχθηκε, όπως είπε, από κάποιο εκλεκτό συμμαθητή του, ονόματι Κωνσταντίνο Χατζηπαπαχριστοδούλου, που είχε αποβιώσει προ πολλού, και τα αποδίδει σε κάποιο γέροντα Χατζηπιέρο, προ πεντακοσίων ετών περίπου. Αυτός όμως ο γέροντας, ίσως να τα είχε απλώς καταγράψει.

Λόγω δε του λογίου χαρακτήρα των ασμάτων αυτών, είμαι της γνώμης ότι αυτά θα πρέπει να αποδοθούν στον Κύπριο λόγιο Ματθαίον Μοναχό, μετέπειτα Επίσκοπο Μυρέων και αδελφόν όντα του Λουκά, Επισκόπου Βοζαίου της Ουγγροβλαχίας (β΄ήμισυ του 16ου αι.), του οποίου Ματθαίου σώζεται ανάλογο άσμα εις πλέξιμο στεφάνων. Πρόκειται για το «Ύψιστε πάντων, Δέσποτα, Πατρός ανάρχου Λόγε…», σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που απαντάται στο μουσικό χ/φο 4, φ.64α (α΄ήμισυ του 19ου αι.),   του Βυζαντινού Μουσείου της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου. Και εδώ, η ποιητική δομή, η γλώσσα και το ύφος προσομοιάζουν απόλυτα με τα δύο πιο πάνω θρησκευτικά άσματα. Την υπόθεση αυτή, είχα ήδη προβάλει, όταν συνέγραφα την ομώνυμη μελέτη «Άσμα εις πλέξιμο στεφάνων Ματθαίου Μοναχού», για τους σκοπούς του Β΄ Τόμου της Επετηρίδας του Κέντρου Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου.[1]

Και τούτο, βέβαια, μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.

«Δέσποινα πάντων, Δέσποινα…».

Πρόκειται για το τρίτο θρησκευτικό άσμα, στη θύραθεν λογία θρησκευτική ποίηση, που είναι το μοναδικό που έχω εντοπίσει στη μουσικολαογραφική μου αποστολή, εντός της Κύπρου. Είναι ένα εκτενές Θεοτοκίον Εξαποστειλάριον, που προσομοιάζει κάπως με το Θεοτοκίον Εξαποστειλάριον της Β΄ Κυριακής την Νηστειών, «Δέσποινα πάντων, Άνασσα, πρόφθασον εν κινδύνοις…». Ανήκει στο Β΄ Ήχο και ψάλλεται περίπου όπως και το Α΄ Αναστάσιμο Εξαποστειλάριο, «Τοις Μαθηταίς συνέλθωμεν…», ποίημα του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου του Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου, υιού του Αυτοκράτορα Λέοντος του Στ΄ του Σοφού (+ 912).

Και εδώ επιχειρώ μια μικρή παρέμβαση, για κάποιες αναγκαίες διορθώσεις στο νόημα του κειμένου.

Κατά τον αείμνηστο πατέρα μου, εψάλλετο εντός του ναού, μετά το πέρας της ακολουθίας του Ακαθίστου  Ύμνου, κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Είναι και αυτό σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, και διέπεται από έντονο θρησκευτικό λυρισμό. Αποδίδεται στον Όσιο Μοναχό Ησαΐα, τον κτήτορα της Ιεράς Μονής Κύκκου (11ος αι.). Αναφέρεται δε και σε βασιλείς, που σημαίνει ότι γράφτηκε πριν από την Άλωση της Κων/πόλεως, το 1453.

Η βυζαντινή μουσική γραφή.

Προτίμησα μόνο αυτή, αντί του ευρωπαϊκού πενταγράμμου, επειδή πιστεύω ότι αποδίδει καλύτερα στην έκφραση αυτού του είδους τα δημοτικά θρησκευτικά άσματα.

Ευχαριστίες οφείλω στο διακεκριμένο Επιστήμονα και Διευθυντή του Κέντρου Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου φίλο κ. Κωστή Κοκκινόφτα, για τη γενική επίβλεψη της παρούσης Εργασίας, καθώς και στο φίλο Καθηγητή του ΤΕΠΑΚ κ. Ανδρέα Π. Βαρνάβα, για τη γραφή στον Η/Υ του μουσικού κειμένου, και προς όσους, με όποιο τρόπο, συνέδραμαν στην επιτυχή Έκδοση της ανά χείρας Μελέτης.

[1] Βλέπε σχετικά, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου 2, Λευκωσία 1993, καθώς και Δρ. Σόλων (Σολομών) Ι. Χατζησολωμός, «Βυζαντινές Μουσικολογικές Μελέτες…», Πάφος – Κύπρος 2018, σ. 62 κ.ε.

ΠΗΓΗ: pemptousia.gr

Share this post