Τρία “μαθήματα” για την Ευρώπη από την κατάρρευση του Αφγανιστάν

Τρία “μαθήματα” για την Ευρώπη από την κατάρρευση του Αφγανιστάν

Οι Ευρωπαίοι δεν ήταν ποτέ σοβαροί για το Αφγανιστάν.

Του Jean-Marie Guehenno*

Φαίνεται τώρα πιθανό ότι η κατάληψη της χώρας από τους Ταλιμπάν θα καταστήσει τους Ευρωπαίους πιο εσωστρεφείς και φοβισμένους για έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνουν. Και η ταχύτατα αναδυόμενη πεποίθηση ότι η οικοδόμηση κράτους είναι αδύνατη, μπορεί να αυξήσει την ανησυχία τους για δεσμεύσεις στο εξωτερικό.

 Αυτή η νοοτροπία είναι ένα οξύ που καταστρέφει τους δεσμούς που θα έπρεπε να συνδέουν τους Ευρωπαίους, οδηγώντας σε τέτοιου είδους ξενοφοβικές συμπεριφορές που έκαναν την εμφάνιση τους στη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης που προκάλεσε ο πόλεμος στη Συρία. Καθώς οι πρόσφυγες εγκατέλειψαν τη Συρία για να γλιτώσουν από τη βία, οι Ευρωπαίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια δυσάρεστη επιλογή μεταξύ του να φτιάξουν ακόμη μεγαλύτερα τείχη, να κόψουν τις δυσάρεστες συμφωνίες με τις λεγόμενες χώρες-ασφαλειας ή να χάσουν τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Ωστόσο υπάρχει μικρή μόνο απόσταση μεταξύ του να αποδεχθεί ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να βοηθηθούν και του να σκέφτεται ότι δεν αξίζει να λάβουν βοήθεια. Η αυτοπεποίθηση της Ευρώπης -που είναι απαραίτητη εάν θέλει να διαμορφώσει ενεργά το δικό της μέλλον- έχει πληγεί όχι μόνο από τις περιορισμένες επιχειρησιακές της ικανότητες αλλά -πολύ περισσότερο- από την ηθική κρίση μιας ηπείρου ισχυρίζεται ότι έχει χαρακτήρα παγκόσμιο αλλά κρατά αυτά της τα χαρακτηριστικά για τις προνομιούχες της φυλές.
 Ωστόσο, υπάρχουν καλύτερα διδάγματα να αντλήσει από την καταστροφή του Αφγανιστάν, κάτι που θα μπορούσε να επαναληφθεί σύντομα σε άλλες χώρες που βρίσκονται σε μηχανική υποστήριξη -όπως η Σομαλία, ένα κράτος στο οποίο οι Ευρωπαίοι εμπλέκονται εδώ και χρόνια. Υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η τεράστια αποστολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν -που κόστισε τρισ. δολαρίων- να πείσει τους Ευρωπαίους ότι είναι μάταιο να συμμετέχουν σε τέτοιες αποστολές, δεδομένου ότι έχουν πολύ λιγότερους πόρους από τον Αμερικανό σύμμαχο τους. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν μια πολύ επιφανειακή ανάγνωση της κατάστασης. Τα τελευταία χρόνια, η αμερικανική παρουσία στη χώρα περιορίστηκε σε λιγότερους από 5.000 στρατιώτες. Και το ανθρώπινο κόστος για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις ήταν μικρότερο από 5.000 θύματα σε δύο δεκαετίες, σε σχέση με τους περισσότερους από 58.000 σε μια δεκαετία, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ.
 Η Ευρώπη πρέπει να εξετάσει σοβαρά τι λειτούργησε και τι όχι στο Αφγανιστάν. Μόνο τότε μπορεί σταδιακά και ρεαλιστικά να αναπτύξει τις δικές της ικανότητες, αντί να στοχεύει σε μεγαλεπήβολα σχέδια που στερούνται λαϊκής στήριξης.

Η μεταρρύθμιση του τομέα της ασφάλειας είναι μια καλή αρχή. Αυτός ο τομέας βρίσκεται στον πυρήνα κάθε στρατηγικής οικοδόμησης κράτους (εάν κάποιος αποδέχεται τον ορισμό του Weber για το κράτος ως έναν οργανισμό που έχει το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση βίας). Όλες οι άλλες πτυχές της ενοποίησης ενός κράτους -εκπαίδευση, υγεία, υποδομές- εξαρτώνται από αυτό. Χωρίς την παροχή ασφάλειας, το κράτος δεν μπορεί να έχει διαρκή πρόοδο. Αυτός επίσης είναι ένας τομέας στον οποίο από τη Σομαλία και το Μάλι μέχρι τη Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ευρωπαϊκά κράτη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο -μέσω των αποστολών εκπαίδευσης και της διμερούς συνεργασίας. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Αφγανιστάν προσφέρουν τρία κρίσιμα διδάγματα από αυτή την άποψη.

 

Το δεύτερο μάθημα αφορά στο τι πήγε στραβά με την αμερικανική προσπάθεια δημιουργίας αφγανικού στρατού. Οι στρατοί των εύπορων κρατών -ιδιαιτέρως στις ΗΠΑ- δεν γνωρίζουν πώς να βρουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ του εκσυγχρονισμού των στρατών φτωχότερων χωρών και της διασφάλισης ότι ο εκσυγχρονισμός είναι βιώσιμος. Οι στρατοί στα πρότυπα του ΝΑΤΟ εξαρτώνται από ένα κρίσιμης σημασίας σύστημα υποστήριξης στο οποίο τα τάγματα πεζικού είναι μόνο η αιχμή του δόρατος. Τα βασικά συστατικά του συστήματος περιλαμβάνουν την επίγνωση της κατάστασης μέσω ολοκληρωμένων συστημάτων πληροφοριών, σύνθετων και περίπλοκων εφοδιαστικών αλυσίδων, και στενής αεροπορικής στήριξης. Όταν οι τοπικές δυνάμεις έχουν τη στήριξη μιας δυτικής εκστρατευτικής δύναμης, όπως συνέβη με το Αφγανιστάν για πολλά χρόνια, αυτές οι ικανότητες τους δίνουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Αλλά εάν ο δυτικός σύμμαχος τραβήξει την πρίζα, οι τοπικές δυνάμεις βρίσκονται αδύναμες και απροετοίμαστες, έχοντας χάσει την ικανότητα να λειτουργούν ανεξάρτητα. Εάν επιπλέον, το σύστημα μισθοδοσίας των δυνάμεων είναι δυσλειτουργικό εξαιτίας της διαφθοράς, οι στρατιώτες καθίστανται απρόθυμοι να πολεμήσουν.

 Το τρίτο μάθημα για την Ευρώπη από την αφγανική εμπειρία αφορά στο χρονικό πλαίσιο των ξένων δεσμεύσεων. Η εξωτερική στήριξη για έναν εύθραυστο στρατό δίνει στα κράτη τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζονται για να μεταμορφώσουν την κοινωνία. Αυτό είναι σημαντικό όφελος: σε αντίθεση με τι λένε τώρα πολλοί για το Αφγανιστάν, πολλά έχουν αλλάξει προς το καλύτερο στη χώρα. Και μπορεί να ήταν άστοχο να επιμένουμε σε μια στρατηγική εξόδου -καθοδηγούμενη από εγχώριους πολιτικούς λόγους αντί για αντικειμενικούς παράγοντες- λαμβάνοντας υπόψη το σχετικά χαμηλό κόστος μιας μικρής στρατιωτικής παρουσίας και του δυνητικά υψηλού κόστους από την κατάρρευση της αφγανικής κυβέρνησης. Το να βοηθούμε κοινωνίες να μεταμορφώνονται είναι ένα εγχείρημα γενιάς. Είναι αδύνατο να το πετύχουμε αυτό εάν όπως λέει και η παροιμία, εμείς έχουμε τα ρολόγια κι ο εχθρός έχει τον χρόνο.

Μπορούν οι δημοκρατίες, ευρωπαϊκές ή άλλες, να έχουν τέτοια στρατηγική υπομονή; Οποιαδήποτε στρατηγική εξόδου εξαρτάται από την προθυμία των στρατιωτών ενός εθνικού στρατού να δώσουν τη ζωή τους για μια χώρα της οποίας την ηγεσία εμπιστεύονται. Εάν δεν εμπιστεύονται τους αξιωματούχους, εάν περιφρονούν τους ηγέτες ή εάν υποπτεύονται ότι προωθούν τα δικά τους συμφέροντα, προσωπικά ή εθνοτικά, μια κατάρρευση είναι πάντα πιθανή. Ακόμη και μετά από προσπάθειες δεκαετιών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, εάν οι Ευρωπαίοι αντλήσουν τα σωστά διδάγματα από το Αφγανιστάν και προετοιμαστούν για περιορισμένες αλλά διαρκείς εξωτερικές δεσμεύσεις, πρέπει να έχουν την προσοχή τους στο πολιτικό πλαίσιο αυτών των αποστολών. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχάσουν ότι η διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία.

Share this post