Το πρόσωπο & η τιμή της Θεοτόκου στα έργα Κυπρίων αγίων (7ος αι)
Λεοντίου ἐπισκόπου Νεαπόλεως καὶ Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου
Του Αρχιμ. Φώτιου Ιωακείμ*
Ἡ ἐπιλογὴ τῆς συγκεκριμένης εἰσήγησής μας στὸ πλαίσιο τῆς εὐρύτερης θεματικῆς τοῦ παρόντος Συνεδρίου γιὰ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴν Κύπρο δὲν ἦταν τυχαία. Τὰ πρόσωπα καὶ τὰ ἔργα τῶν δύο τούτων μεγάλων Κυπρίων ἁγίων πατέρων σφράγισαν βαθειὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ δρώμενα τοῦ 7ου αἰώνα, ὄχι μονάχα τῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γενικώτερα. Κι ἀκόμα, ὅπως θὰ δοῦμε, συνδέονταν μεταξύ τους μὲ μία ἐν Χριστῷ φιλία.
Ὁ ἀμητὸς τῶν σχετικῶν ἀναφορῶν στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τῶν δύο ἁγίων μας ὁμολογοῦμε πὼς ὑπῆρξε πλούσιος. Εὐρύτερα, οἱ ἐν λόγῳ ἀναφορὲς διακρίνονται σέ: α. Ἐκφράσεις χριστιανικῆς εὐλάβειας, χαρακτηριστικὲς τῆς μεσοβυζαντινῆς περιόδου• β. θεολογικὲς ἀναλύσεις στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καί, γ. ἱστορικὲς ἀναφορὲς, ποὺ ἀφοροῦν καὶ στὴν Κύπρο καὶ σὲ παραμεσόγειες χῶρες. Αὐτὲς θὰ παρατεθοῦν κατὰ ἅγιο καὶ κατὰ ἔργο χωριστά. Τῶν συγκεκριμένων ἀναφορῶν προηγεῖται συνοπτικὴ παράθεση τῶν γνωστῶν βιογραφικῶν στοιχείων τους, καθὼς καὶ τῶν σωζομένων ἔργων τους. Ἕνεκα τοῦ περιορισμένου χρόνου τῆς ἀνακοίνωσης θὰ γίνει ἐφεξῆς μία συνοπτικὴ καὶ ἐπιλεκτικὴ παραθέση τῶν σχετικῶν πορισμάτων.
α. Ἀρχίζουμε ἀπὸ τὸν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Λεόντιο, ἐπίσκοπο τῆς ἐν Κύπρῳ Νεαπόλεως.
Ὁ ἅγιος γεννήθηκε στὴν Κύπρο γύρω στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 6ου αἰώνα, καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´ (641-668). Ὑπῆρξε κορυφαῖος ἁγιολόγος καὶ συνεργὸς τῶν ἀρχιεπισκόπων Κύπρου Ἀρκαδίου καὶ Σεργίου στὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ-Μονοενεργητισμοῦ. Γύρω ἀπὸ τὴ ζωή του πολὺ λίγα στοιχεῖα εἶναι γνωστά. Ἕνα ἀνέκδοτο εἰσέτι Διήγημα Ψυχωφελὲς ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ἔργο τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου Σιναΐτου τοῦ Κυπρίου (περ. 630-700) μᾶς ρίχνει λίγο φῶς στὰ σχετικὰ πρὸς τὴ νεανικὴ ἡλικία τοῦ Λεοντίου.
Ὅπως λοιπὸν ἀναφέρει ὁ ὅσιος Ἀναστάσιος —ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, καταγόταν ἀπὸ τὴν πλησιόχωρη στὴ Νεάπολη Ἀμαθοῦντα—, συνδεόταν πνευματικὰ μὲ τὸν Λεόντιο, τὸν ὁποῖο ἀσφαλῶς γνώρισε κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διέμενε ἀκόμη στὴν Ἀμαθοῦντα ὡς κληρικός, ἐπὶ τοῦ ἁγιωτάτου ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Ἰωάννου (στὸν ὁποῖο καὶ ἀναφέρεται σὲ ἄλλα του Διηγήματα), δηλ. μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 650, πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀκόμη, πληροφορούμαστε ὅτι ὁ Λεόντιος μαθήτευσε κοντὰ σὲ σοφό, ἐλλόγιμο καὶ ἅγιο μοναχό, ὁ ὁποῖος τύγχανε προσωπικὸς φίλος τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀραβισσὸ τῆς Καππαδοκίας.
Εἶναι πολὺ πιθανὸν ὁ Λεόντιος κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία νὰ γνώρισε στὴν Κύπρο τὰ κατορθώματα τῆς ἐνάρετης ζωῆς τοῦ μετέπειτα πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, πρὶν τὴν ἄνοδό του στὸν θρόνο (610). Ἀργότερα (πιθανὸν περὶ τὰ 620/630) χειροτονήθηκε γιὰ τὴν ἐνάρετη πολιτεία καὶ κατάρτισή του ἐπίσκοπος τῆς παλαίφατης ἐπισκοπῆς Νεαπόλεως-Νεμεσοῦ.
Ἕνα περαιτέρω θέμα, στὸ ὁποῖο συγκλίνει γενικὰ ἡ σύγχρονη ἔρευνα, εἶναι ἡ μᾶλλον βέβαιη συμμετοχὴ τοῦ Λεοντίου στὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ ἐπὶ πάπα Ρώμης Μαρτίνου, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 649. Στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου ὑπάρχει ἡ ὑπογραφὴ «Leontio Neapolitano episcopo». Εἶναι πολὺ πιθανὸν ὁ Λεόντιος νὰ ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους κληρικοὺς τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ παρέστησαν στὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, πρόσφυγες στὴ Δύση λόγῳ τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν. Δὲν εἶναι γνωστὸ κατὰ πόσον ὁ ἐπιφανὴς αὐτὸς ἐπίσκοπος ἐπέστρεψε στὴ νῆσο καὶ πότε.
Ὑπῆρξε ἄνδρας σοφός, πολυμαθὴς καὶ ὀρθοδοξώτατος κατὰ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λόγους. Στὴ γραφίδα του ὀφείλονται ἀξιολογώτατα συγγράμματα. Ὁ Λεόντιος διακρίθηκε ὡς ὁ κορυφαῖος συγγραφέας Βίων ἁγίων τοῦ 7ου αἰώνα. Ὑπακούοντας σὲ σχετικὴ πατρικὴ παραίνεση τοῦ ἁγίου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἀρκαδίου (625-641/642), συνέγραψε τοὺς Βίους τῶν ἐπιφανῶν Κυπρίων ἁγίων, Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος καὶ Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Ὁ Λεόντιος ἐπισκέφθηκε τὴν πόλη Ἔμεσα τῆς Συρίας (σημ. Χόμς), ὅπου ὁ διάκονος Ἰωάννης διηγήθηκε σ᾽ αὐτὸν γιὰ τὴ θαυμαστὴ πολιτεία τῶν ὁσίων Συμεῶνος τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ καὶ Ἰωάννου, τῶν ὁποίων καὶ συνέγραψε μετέπειτα (μεταξὺ 642 καὶ 649) τὸν Βίο. Τὰ λοιπὰ σωζόμενα σήμερα ἔργα του εἶναι δύο πανηγυρικοὶ Λόγοι, καθὼς καὶ ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πέμπτο του Λόγον κατὰ Ἰουδαίων (CPG 7885), τὸ ὁποῖο ἀνέγνωσε ὁ διάκονος καὶ νοτάριος Στέφανος κατὰ τὴν Δ´ Πράξη τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
α. 2. Βίος ἁγίου Ἰωάννου Ἐλεήμονος (BHG 886-886c=CPG 7882).
ii. Ἀνέγερση ναοῦ καὶ μονῆς τῆς Θεοτόκου στὴν Ἀμαθοῦντα.
Ερειπιά αρχαίας Αμαθούντας
»Κεφάλαιον ΜΗ´. Βουλόμενος δὲ μηδὲ τούτου τοῦ καλοῦ τυγχάνειν ἄμοιρος, λέγω δὴ τῆς τοῦ μοναδικοῦ βίου καταριθμήσεως, ἐπιτηδεύει πρᾶγμα τοιοῦτον. συναγαγὼν δύο τάγματα ὁσίων μοναχῶν, τάσσει τούτοις τὴν ἅπασαν χρείαν χορηγεῖσθαι ἐκ τῶν προσόντων αὐτῷ χωρίων ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς αὐτοῦ πόλεως, ποιήσας αὐτοῖς καὶ κελλία καὶ τάξας ἐν τοῖς δυσὶν εὐκτηρίοις τοῖς ἀγχιστεύουσιν ἀλλήλοις, λέγω δὴ τῆς δεσποίνης ἡμῶν τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, ὧνπερ ἦν ἐκ θεμελίων αὐτὸς οἰκοδομήσας πρὶν ἢ εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἀνυψωθῆναι…».
α. 4. Λόγος εἰς τὸν Συμεῶνα καὶ ὅτε ἐδέξατο τὸν Κύριον εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ (CPG 7880).
i. Ἀναλύοντας τὸ χωρίο «Ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως» (Λουκ. 2, 22) σὲ ἕνα ὡραιότατο ρητορικὸ σχῆμα χαριτωμένου διαλόγου τοῦ συγγραφέα μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ὁ Λεόντιος ἑρμηνεύει τὸ νόημα τοῦ καθαρισμοῦ τῆς πανάγνου παρθένου Μαρίας, ποὺ κύησε καὶ γέννησε ἄνευ ἀνδρός, ἀλλὰ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Ἀφοῦ ἀναφερθεῖ σὲ ὅλες τὶς ἐπὶ μέρους ἐκφάνσεις τῆς ἐνσάρκου τοῦ Θεοῦ Λόγου Οἰκονομίας, ὁ ἱερὸς Λεόντιος καταλήγει ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν εἶχε ἀνάγκη ἡ ἄσπιλος Παρθένος νὰ ὑποβληθεῖ στοὺς σχετικοὺς νομικοὺς καθαρισμοὺς μίας γυναίκας ποὺ εἶχε γεννήσει —πολὺ περισσότερο ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός—, ἀλλ᾽ ὑποβλήθηκε σ᾽ αὐτοὺς μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον στὸν Νόμο, ὡς Νομοδότη, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸν ἀτελὴ μωσαϊκὸ Νόμο. «Τί οὖν ξένον, εἰ μετ᾽ ἐκείνων ἁπάντων (ὅσων ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς ἑκὼν ὑπέστη) καὶ τὸν κατὰ νόμον καθαρισμὸν ὁ καθαρὸς καὶ ἄχραντος, μετὰ τῆς ἀχράντου καὶ ἀπειρογάμου Παρθένου καὶ Μητρός, καταδέχεται; ἵνα ‘‘γενόμενος ὑπὸ νόμον’’, ὡς ὁ ἀπόστολος ἔφησε, ‘‘τοὺς ὑπὸ νόμον ἐλευθερώσῃ’’… Ὡς ἐξ οἰκονομίας γὰρ πάντα τὰ ἡμῖν ὑπ᾽ αὐτοῦ νομοθετηθέντα (ὁ Χριστὸς) ὑπὲρ ἡμῶν καταδέχεται».
iv. Ἑρμηνεία εὐαγγελικοῦ χωρίου, «καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ‘‘ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν’’» (Λουκ. 2, 24). Καὶ πάλιν ὁ Λεόντιος ἐπεξηγεῖ ὅτι ἡ προσφορὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ Κυρίου τῶν προσφορῶν αὐτῶν ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς τοῦ Χριστοῦ κατάβασης μαζὶ καὶ συγκατάβασης. Ἀλλά, σὲ μία ἀναγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν προσφερομένων ἐν λόγῳ πτηνῶν, τονίζει πὼς αὐτὰ δὲν ἦταν τυχαῖα: «Αἱ μὲν γὰρ τρυγόνες, τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν ἁγνείαν τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου ἐσήμαινον• αἱ δὲ περιστεραί, τὴν εἰς ἡμᾶς ἄφατον φιλανθρωπίαν καὶ τὴν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου οἰκονομίαν τῆς κυοφορίας ἐδήλουν».
vii. Ἑρμηνεία χωρίου, «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. 2, 35). Ὡς ρομφαία, ποὺ θὰ διερχόταν τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου, ὁ Λεόντιος θεωρεῖ «τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γενομένην τῇ ἁγίᾳ Παρθένῳ διὰ τῆς λύπης δοκιμασίαν». Ὅμως ἡ μεγάλη αὐτὴ δοκιμασία δὲν ἔβλαψε τὴν ψυχὴ τῆς Παρθένου: «Διῆλθεν γὰρ αὐτὴν ἀβλαβῶς ὠς ἐν παρόδῳ, μὴ πλήξασα». Ἡ δοκιμασία αὐτὴ κατὰ τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Κυρίου, συνεχίζει ὁ συγγραφέας, δὲν θὰ ἦταν μονάχα γιὰ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καθὼς μέσα ἀπὸ αὐτὴ θὰ ἀποκαλυπτόταν ἡ γνησιότητα τῆς πίστης τους, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινε.
α. 6. Ἀπόσπασμα τοῦ πέμπτου του Λόγου κατὰ Ἰουδαίων (CPG 7885).
Μεγαλειώδης ἀπολογία τοῦ ἁγίου Λεοντίου κατὰ Ἰουδαίων, ποὺ ἐπικεντρώνεται στὴν κριτικὴ τῶν Ἰουδαίων ἐναντίων τῶν χριστιανῶν, γιατί νὰ προσκυνοῦν τὸν τίμιο Σταυρὸ ἢ τὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων.
ii. Προσκύνηση τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου. Ἀπευθυνόμενος ὁ Λεόντιος πρὸς τὸν Ἰουδαῖο, λέγει: «… ὁ γὰρ τιμῶν τὸν μάρτυρα τὸν Θεὸν τιμᾷ. καὶ ὁ τῇ μητρὶ αὐτοῦ προσκυνῶν αὐτῷ τὴν τιμὴν προσάγει. καὶ ὁ τὸν ἀπόστολον τιμῶν τὸν ἀποστείλαντα τιμᾷ». Δηλαδή, ἡ τιμητικὴ προσκύνηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ τιμὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
* * *
β. Ὁ Κύπριος στὴν καταγωγὴ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ὑπῆρξε μία μεγάλη πατερικὴ μορφὴ τοῦ 7ου αἰ., ποὺ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του σφράγισε ἀνεξίτηλα τὴν ἐποχή του. Μάλιστα τὸ πλούσιο συγγραφικό του ἔργο, πέραν τῆς θεολογικῆς του ἀξίας καὶ προσφορᾶς, ἀποτελεῖ πολύτιμη προσφορὰ στὴν ἱστορία τῆς Μέσης Ἀνατολῆς τοῦ 7ου αἰ., μὲ τὶς περιλαμβανόμενες σ᾽ αὐτὸ σημαντικὲς ἱστορικὲς ἀναφορές, συχνὰ μοναδικὲς καὶ ἄγνωστες ἀπὸ ἀλλοῦ.
Σύμφωνα μὲ τὰ πορίσματα τῆς σύγχρονης ἔρευνας, ὁ ὅσιος γεννήθηκε στὴν Ἀμαθοῦντα τῆς Κύπρου περὶ τὰ 620-630, καὶ ἔζησε στὴ νεανική του ἡλικία τὰ φοβερὰ γεγονότα τῶν δύο πρώτων κατὰ τῆς Κύπρου ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (649 καὶ 650). Μετὰ τὸ 650 βρίσκεται ἐνταγμένος ὡς κληρικὸς στὴν ἐπισκοπὴ Ἀμαθοῦντος, ὑποτακτικὸς καὶ συνεργὸς τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Ἰωάννου (β´ μισὸ 7ου αἰ.). Κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 650 ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἐγκαθίσταται γιὰ ἕνα διάστημα στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Μεταβαίνει κατόπιν στὸ ὄρος τοῦ Λιβάνου καὶ στὴ συνέχεια, κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 660, ἐγκαταβιώνει στὸ ὄρος Σινᾶ μαζὶ μὲ τὸν συνοδοιπόρο του ὅσιο Στέφανο τὸν Κύπριο. Κατὰ τὴν περίοδο ἐγκαταστάσεώς του στὸ Σινᾶ, ἡγούμενος ἦταν ὁ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ὁ Ἀναστάσιος ἀναφέρεται μὲ ἰδιαίτερο σεβασμό. Στὴ μονὴ ὁ Ἀναστάσιος διακόνησε ὡς ὑπεύθυνος τοῦ νοσοκομείου, ὅπου νοσηλεύονταν, τόσο μοναχοί, ὅσο καὶ προσκυνητές. Σὲ ἀπροσδιόριστο χρόνο ὁ Ἀναστάσιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 690 εἶναι ἤδη γηραιὸς καὶ συγκαταλέγεται στοὺς σημαίνοντες Σιναΐτες πατέρες, ἔχοντας καὶ ἕνα ὑποτακτικό. Παρόλο τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας του, δὲν παραμένει στὴ μονὴ τοῦ Σινᾶ, ἀλλὰ ταξιδεύει στὴ Συροπαλαιστίνη (Δαμασκό, Ἱεροσόλυμα), καθὼς καὶ στὴν Αἴγυπτο (Βαβυλώνα), ἐπιδεικνύοντας ποιμαντικὴ φροντίδα καὶ διαλεκτικὴ δράση, μὲ στόχο τὴν πνευματικὴ στήριξη καὶ προφύλαξη τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς ἐπικίνδυνες νέες συνθῆκες ποὺ δημιουργήθηκαν στὶς παραμεσόγειες αὐτὲς χῶρες μετὰ τὴν ἀραβική τους κατάληψη. Τὰ ἴχνη του χάνονται στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ., ὁπόταν προφανῶς ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 21 Ἀπριλίου.
Τὰ ἔργα τοῦ ὁσίου Ἀναστασίου διέπουν ποικίλες κατευθύνσεις. Ἕνεκα τῆς ἰδιαίτερης σημασίας τους, κατὰ τὰ τελευταῖα 30 ἔτη ἡ ἐπιστημονικὴ ἐνασχόληση μὲ αὐτὰ ἔχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο καὶ μᾶς ἔχει ἀποδώσει κριτικὲς ἐκδόσεις τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτά. Σ᾽ αὐτὰ διακρίνεται γενικὰ ὁ πολεμικὸς χαρακτήρας (ἔργα κατὰ τῶν Mονοθελητῶν, τῶν Ἰουδαίων, κατὰ τοῦ Ἰσλάμ), ἡ κηρυγματικὴ διάσταση (ὁμιλίες πρὸς λαϊκοὺς ἐκτὸς τοῦ Σινᾶ) καὶ ἡ εὐρύτερη ποιμαντική του ἀνησυχία (ὅπως οἱ περίφημες Ἐρωταποκρίσεις καὶ οἱ Ψυχωφελεῖς Διηγήσεις του).
α. Ὁδηγὸς (CPG 7745). Ἐκτεταμένο ἔργο τοῦ ὁσίου, ὅπου ἐκθέτει τὴν Ὀρθόδοξη Χριστολογία μὲ πολεμικὸ χαρακτήρα κατὰ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ-Μονοενεργητισμοῦ-Μονοθελητισμοῦ, ποὺ ἦταν οἱ κυρίαρχες αἱρέσεις τῆς περιόδου.
xi. «Τὸ μὲν οὖν ἄνευ ὕλης καὶ σπορᾶς ὑποστῆσαι ἄνθρωπον ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς παναγίας παρθένου, τοῦτο ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ θεία ὡς ἀληθῶς Θεοῦ ἐνέργεια. Τὸ δὲ κατὰ πρόσβασιν ἐνναμηνιαῖον αὔξειν καὶ ἐξογκοῦσθαι τὸ βρέφος καὶ τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου Μαρίας, τοῦτο καθ᾽ ἡμᾶς καὶ τῆς ἡμετέρας φύσεως φυσική τις καὶ κοινὴ κυήσεως γαστρὸς καὶ σώματος αὐξητικὴ ἐνέργεια. Πάλιν τε τὸ φυλάξαι σώας τὰς σφραγίδας τῆς παρθενίας μετὰ τόκον, τοῦτο Θεότητος ἔργον καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς. Τὸ δὲ προελθεῖν τῆς μήτρας, τοῦτο καθ᾽ ὁμοιότητα ἡμῶν πεποίηκεν ὁ Χριστός, βρέφος ἀληθῶς γενόμενος καὶ τεχθεὶς καὶ Θεὸς σεσαρκωμένος φανερούμενος. Διὸ εὐθέως ἔδειξεν ὡς Θεὸς παρθενικοὺς μαζοὺς ὑπὲρ φύσιν γαλακτοῤῥοοῦντας, προσέδραμε δὲ τῷ μαζῷ νηπιοπρεπῶς κλαυθμυριζόμενος κατὰ τὸν νόμον τῆς νηπιαζούσης ἡμῶν φύσεως».
xii. «Ὅρα γοῦν, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ Θεομήτωρ καὶ Θεοτόκος Μαρία, ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου συλλαβοῦσα καὶ τεκοῦσα ἀσπόρως αὐτὸν τὸν Χριστὸν τὸν Θεόν, υἱὸν αὐτῆς καὶ τέκνον αὐτῆς ὠνόμαζεν αὐτὸν πάντοτε ἕως τῆς αὐτοῦ ἀπὸ τῆς γῆς ἀναλήψεως, καίπερ ὁρῶσα ὁρῶσα αὐτὸν θεοσημείας ποιοῦντα καὶ νεκροὺς ἀνιστῶντα. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐν τῇ νηπιότητι αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ τριακονταετηρίδι τῇ πρὸ τοῦ βαπτίσματος πεπειραμένον κατὰ πάντα καθ᾽ ὁμοιότητα ἡμῶν εἶδεν αὐτόν, τούτου χάριν υἱὸν αὐτῆς ὠνόμαζεν αὐτὸν καίπερ Θεὸν ὄντα ἀληθινόν».
β. Ἐρωταποκρίσεις (CPG 7746). Πρόκειται γιὰ μία σημαντικὴ συλλογὴ κειμένων, τμῆμα τῶν ὁποίων προοριζόταν γιὰ ἀνάγνωση στὴν ἐκκλησία, ἀπόδειξη τῆς ποιμαντικῆς μέριμνας τοῦ Ἀναστασίου γιὰ τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς ἐποχῆς του. Στὸ ἔργο τοῦτο, μεταξὺ ἄλλων, ἐπιμένει στὴ σημασία τῆς Ἐξομολόγησης, τῆς Θείας Κοινωνίας, τῆς ἐλεημοσύνης κ.λπ. ἀρετῶν, δίνει ἀπαντήσεις γιὰ ποικίλα πρακτικὰ ἢ καὶ ἁπλὰ θεολογικὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τοὺς σύγχρονούς του πιστούς.
i. «Καὶ ἐντεῦθεν πάλιν μανθάνομεν, ὅτι πολλάκις δι᾽ ἐλεημοσύνης συγχωροῦνται ἡμῖν αἱ ἁμαρτίαι• καὶ Ζήνωνος γὰρ τοῦ βασιλέως φθείραντός τινα κόρην παρθένον καὶ ἀπολύσαντος ταύτην, καταπροσήρχετο τοῦ βασιλέως ἡ μήτηρ τῆς κόρης πρὸς τὴν ἁγίαν Θεοτόκον, καὶ φαίνεται αὐτῇ ἡ ἁγία Παρθένος λέγουσα• Πίστευσόν μοι, γύναι, πολλάκις ἠθέλησα ἀνταποδοῦναι τῷ Ζήνωνι, ἀλλ᾽ ἡ χεὶρ αὐτοῦ διὰ τῆς ἐλεημοσύνης κωλύει με».
ς´. Λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μεταμόρφωσιν, ῥηθεὶς ἐν αὐτῷ τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ (CPG 7753). Ὁμιλία τοῦ ὁσίου Ἀναστασίου στὸ ὄρος Θαβὼρ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
i. Ὁ Ἀναστάσιος, παραλληλίζοντας σὲ μία ἑνότητα τοῦ Λόγου τὰ διαδραματισθέντα ἱερὰ γεγονότα στὸ Σίναιον ὄρος (καὶ στὴν παλαιὰ Διαθήκη, εὐρύτερα) καὶ στὸ Θαβώριον (κατ᾽ ἀκρίβειαν στὴν Ἁγία Γῆ καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, εὐρύτερα), καὶ ὀρθόδοξα θεωρώντας σκιώδη καὶ κατώτερα τὰ πρῶτα, μεταξὺ ἄλλων, σὲ ἔνα ὡραῖο ρητορικὸ λογοπαίγνιο γράφει: «ἐκεῖ ὀρτυγομήτρα ἄνωθεν εἰς τιμωρίαν, ἐνταῦθα περιστερὰ ἄνωθεν εἰς σωτηρίαν• ἐκεῖ Μαρία μωσαϊκῶς ἑβραϊκὴ ἐτυμπάνισεν, ὧδε Μαρία θεϊκῶς δεσποτικὴ ἐγέννησεν».
ii. Σὲ μία εὐφραντικὴ χαιρετιστήρια ἀποστροφὴ τοῦ Λόγου του ὁ θεοφόρος πατήρ, ἔμπλεως χαρᾶς πνευματικῆς, ἀπευθύνει ἔνθεους χαιρετισμοὺς σὲ πρόσωπα ἱερὰ καὶ τόπους ἁγιασμένους. Ἐκεῖ, λοιπόν, χαιρετίζει θεομητροπρεπέστατα καὶ τὴ Θεοτόκο, μὲ ἰδιαίτερο υἱικὸ φίλτρο, καθὼς καὶ τὴ γενέτειρά της: «Χαίροις, Μαρία, τὸ τῶν ἁγίων ὑπεράγιον Θεοῦ ἔμψυχον ὄρος, ἡ σαρκὶ Χριστὸν μορφοῦσα, ἀλλ᾽ οὐ μεταμορφοῦσα, Μαρία, ἡ ἐπιχώριος Ναζαροπολῖτις Θεοτοκῖτις ἡ παρθενομήτωρ. Χαίροις, ὦ ἱερά, Θεοῦ ἱερὸν πανίερον, Ναζαρὲτ ἡ προπόλιος καὶ προχώριος πασῶν πόλεων μητροπολῖτις». Ἐκπλήσσεται κανεὶς γιὰ τὴν πανηγυρικοῦ χαρακτήρα θαυμαστὴ αὐτὴ λεξιπλασία τοῦ ὁσίου!
ι. Ἀναστασίου ταπεινοῦ καὶ ἐλαχίστου μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περὶ τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Σινᾶ ὄρους ὁσίων πατέρων (CPG 7758Α). Στὸ σημαντικό του τοῦτο ἔργο, ποὺ ἐντάσσεται σὲ μία εὐρύτερη ἑνότητα ψυχωφελῶν του Διηγήσεων, ὁ θεοφόρος Ἀναστάσιος διηγεῖται θαυμαστὰ γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ συγχρόνων του ἁγίων Σιναϊτῶν πατέρων (7ου αἰ.), ποὺ ἀποτελοῦν ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἱστορικὴ πηγὴ γιὰ τὸν πρώϊμο σιναϊτικὸ μοναχισμό.
Μήτηρ Θεού ,η αγία Βάτος με κορυφαίους Σιναΐτες αγίους, μεταξύ των οποίων ο Κύπριος Αναστάσιος Σιναΐτης
i. Διήγημα CPG 7758Α.9 (=BHGn 1076rc). Σὲ μία περίοδο ἔλλειψης τοῦ ἐλαίου στὴ μονὴ τοῦ Σινᾶ, ἡ ἡγούμενος (δὲν κατονομάζεται), γνωρίζοντας τὴν ἁγιότητα καὶ πρὸς Θεὸν παρρησία τοῦ ἀββᾶ Γεωργίου τοῦ Ἀρσελαΐτου, μετέβη στὰ Ἀρσελάου καὶ τὸν κάλεσε στὴ μονή. Ἀφοῦ τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη μὲ τὰ πιθάρια ὅπου φύλασσαν τὸ λάδι καὶ ποὺ τότε ἦταν ἄδεια, τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ γεμίσουν. Ὁ ὅσιος Γεώργιος, κάνοντας ὑπακοή, προσευχήθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα πιθάρι, ποὺ ἄρχισε ἀμέσως νὰ ἀναβλύζει λάδι σὰν ἀπὸ πηγή, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γέμισαν ὅλα τὰ πιθάρια καὶ τότε σταμάτησε ἡ θαυμαστὴ ἐκείνη ἐλαιοβλυσία. Ὁ ἡγούμενος θέλησε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη νὰ ὀνομάσει τὸ πιθάρι ἐκεῖνο στὸ ὄνομα τοῦ ἀββᾶ Γεωργίου. Μὰ αὐτὸς τοῦ εἶπε πὼς ἂν τὸ κάνουν, θὰ ἐκλείψει τὸ λάδι. Τότε ὁ ἡγούμενος, ὅπως συνεχίζει ὁ Ἀναστάσιος, «ἐπωνόμασεν αὐτὸν τῆς ἁγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ὅπερ καὶ γέγονεν καὶ σώζεται ἕως τοῦ νῦν ὁ πίθος, καὶ κανδῆλα ἄσβεστος ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς ἁγίας Θεοτόκου κρέμαται καὶ ἅπτει ἐπάνω αὐτοῦ». Ἂς ὑπενθυμίσουμε πὼς τὸ καθολικὸ τοῦ Σινᾶ ἀρχικὰ ἦταν ἀφιερωμένο στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
ια. Ἀναστασίου ταπεινοῦ καὶ ἐλαχίστου μοναχοῦ διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικὰ γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις ἐπὶ τῶν ἡμετέρων χρόνων (CPG 7758). Τὸ ἔργο τοῦτο συνέταξε ὁ ἅγιος περὶ τὰ ἔτη 690-700, πρὸς στηριγμὸ τῶν αἰχμαλωτισθέντων χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ἄραβες κατὰ τὴν προέλασή τους πρὸς τὴ Μεσόγειο. Ἡ ἀρχικὴ συλλογὴ περιεῖχε τουλάχιστον 29 Διηγήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἑπτὰ ἀναφέρονται σὲ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνέβηκαν στὴν Κύπρο κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ μέχρι τὰ μέσα το 7ου αἰ.
ii. Διήγημα Β-9. Τὸ Διήγημα ἀφορᾶ στὸν διακριθέντα σὲ ἁγιότητα ἐπίσκοπο Ἀμαθοῦντος Ἰωάννη (περ. γ´ τέταρτο τοῦ 7ου αἰ.), καθὼς καὶ στὸν νεοφώτιστο ἐξ Ἰουδαίων Φίλιππο καὶ εἶναι πλῆρες ὠφελείας πνευματικῆς, καθὼς ἐκτυλίγει στὰ μάτια μας ὑπερθαύμαστα γεγονότα στὴν Ἀμαθοῦντα τῆς ἐποχῆς —γεγονότα ποὺ ἀσφαλῶς συμβαίνουν καὶ μέχρι σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες στὴν Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ πράξη, ἔστω κι ἂν δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ τὰ ἰδοῦμε—, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα διαφαίνεται καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννη. Πέραν τούτου, τυγχάνουν ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες οἱ ἐδῶ παρεχόμενες πληροφορίες ἀπὸ ἱστορικῆς ἀπόψεως, εὐρύτερα, καὶ λειτουργικῆς πράξεως, εἰδικώτερα: Μία ἀπὸ τὶς βασιλικὲς τῆς Ἀμαθούντας ἦταν ἀφιερωμένη στὴ Θεοτόκο. Διαφαίνεται ἐπίσης ἡ ἀρχαιότατη συνήθεια νὰ ἐπιτελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία κατὰ τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα καθημερινὰ σὲ διαφορετικὸ ἑκάστοτε ναὸ ἢ παρεκκλήσιο.
Τὸ ἀπόσπασμα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα, ἀφορᾶ σὲ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελέστηκε κατὰ τὴν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδας σὲ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὴν Ἀμαθοῦντα.
«Πάλιν γοῦν τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ τῆς ἁγίας ἑορτῆς, γενομένης τῆς συνάξεως ἐν τῷ οἴκῳ τῆς δεσποίνης ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, καὶ τῶν ἁγίων κειμηλίων ἀπερχομένων ἐκεῖσε, περιεπάτει σὺν αὐτοῖς καὶ ὁ Φίλιππος ὄπισθεν, καὶ ἔλεγέν μοι διηγούμενος, ὅτιπερ αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις, ἃς αὐτὸς παλλικάρια ὠνόμαζεν, αὗταί φησιν προεπορεύοντο ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων κειμηλίων. Εἶτα καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον τῇ Παρασκευῇ, ἐν τῷ ἁγίῳ φωτιστηρίῳ γενομένης τῆς συνάξεως, διηγεῖτό μοι, ὅτιπέρ φησιν, εἶδον ἄνωθεν εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνας, ὅπου ἐβαπτίσατέ με, παλλικάρια πολλὰ μετὰ τῶν ἁρμάτων αὐτῶν καὶ ἐφύλαττον τὴν ὁδὸν καὶ τὸ νερόν. Καὶ ἅπαξ ἁπλῶς, καθὼς προεῖπον, ἀνοιγέντων αὐτοῦ τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ἐθεώρησεν πᾶσαν τὴν μυστικὴν λειτουργίαν τῶν οὐρανίων δυνάμεων, τὴν ἐν τῇ ἁγίᾳ ἐκκλησίᾳ τῶν χριστιανῶν ἐπιτελουμένην. Πολλὰ γὰρ καὶ ἕτερα ἡμῖν, τοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦντος, διηγήσατό μοι διὰ πάσης τῆς ἑβδομάδος, ἅτινα, εἴτε διὰ τὴν ἀπιστίαν, ἢ διὰ τὴν ῥαθυμίαν τῶν ἐντυγχανόντων παρέδραμον».
* * ************
Καταλήγοντας, μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ ὑποστηρίξουμε πὼς οἱ δύο Κύπριοι μεγάλοι ἅγιοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους σφράγισαν ἀνεξίτηλα τὸν 7ο αἰώνα, ἕνα ἰδιαίτερα κρίσιμο καὶ μεταβατικὸ αἰώνα τῆς βυζαντινῆς περιόδου: Ὁ Λεόντιος τὸ α´ μισὸ καὶ ὁ Ἀναστάσιος τὸ β´ μισό. Ὁ ἐν Χριστῷ σύνδεσμός τους, ποὺ ξεκίνησε στὴ «φίλαιναν Χριστοῦ νῆσον», παρέμεινε ἐν Πνεύματι ἀδιάλυτος, παρόλο ποὺ στὰ μέσα τοῦ αἰώνα οἱ δρόμοι τους χώρισαν, Χριστοῦ καλοῦντος. Ὁ Λεόντιος θὰ μεταβεῖ νὰ φωτίσει τὰ μέρη τῆς Ἑσπερίας, ἐνῶ ὁ Ἀναστάσιος τὰ τῆς πεφιλημένης Ἀνατολῆς. Ἀναμφισβήτητα ὅμως οἱ δύο θεοφόροι Πατέρες ἀείποτε συνέκλιναν στὸν ἐν Χριστῷ ἀγώνα γιὰ τὸν προσωπικό τους ἁγιασμὸ καὶ τὴν πολύτροπη ὠφέλεια τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τους, ἀντιμαχόμενοι διὰ βίου τὶς ψυχωλέτειρες αἱρέσεις τοῦ Μονοθελητισμοῦ καὶ Μονοενεργητισμοῦ (ὁ Ἀναστάσιος καὶ τοῦ ἀρτιφανοῦς τότε Ἰσλάμ), ἀναδεικνύοντας τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τοὺς θεολογικοὺς Λόγους τους, μέσα ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς Πίστης, μὲ τὴν προβολὴ τῶν ἁγίων τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καί, μεταξὺ τῶν τελευταίων, σὲ περίοπτη θέση ὑπῆρξε τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καὶ μητρὸς τοῦ Φωτός, τῆς αἰτίας τῆς τῶν πάντων θεώσεως, τῆς ἀχράντου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.
******************
*Εισήγηση του Αρχιμ. Φώτιου Ιωακείμ (13.2.2020) στο Ε’ Διεθνές Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας της Ι. Μ. Κωνσταντίας&Αμμοχώστου, με θέμα “Η τιμή της Θεοτόκου στην Κύπρο”. Ο Αρχιμ. Φώτιος Ιωακείμ είναι πρωτοσύγκελλος της Ι. Μ. Μόρφου. Τον Οκτώβριο του 2015 υποστήριξε επιτυχώς τη μεταπτυχιακή του εργασία με τίτλο, «Οι άγιοι μάρτυρες και ομολογητές της Εκκλησίάς Κύπρου κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες (1ος-5ος αι.)», στην ειδίκευση Πατερικής Γραμματείας και Αγιολογίας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., με σύμβουλο καθηγητή τον κ. Συμεών Πασχαλίδη, τώρα είναι υποψήφιος διδάκτωρ στην αυτή ειδίκευση.