Το ποτάμι της οργής πρέπει να προχωρήσει
Του Κώστα Μαυρίδη,
Ευρωβουλευτή ΔΗΚΟ (S & D)*
Το ποτάμι της οργής των πολιτών εναντίον του σαθρού πλέγματος εξουσίας για πώληση χρυσών διαβατηρίων σε εγκληματίες, δεν πρέπει να ανακοπεί ούτε να εκτραπεί.
Διάφοροι επιχείρησαν να οικειοποιηθούν την λαϊκή απαίτηση για κάθαρση, αλλά κάθε τέτοια οργανωμένη προσπάθεια, ειδικά όταν προέρχεται από όσους για χρόνια «γλείφουν» την εξουσία για να ανέλθουν σε ανώτερα δώματα, θα πρέπει να στιγματίζεται. Επιπλέον, η αρχική αντιμετώπιση των αποκαλύψεων για το μαφιόζικο κύκλωμα των χρυσών διαβατηρίων από … εξαρτώμενα κανάλια της εξουσίας, αποσκοπούσε στην εκτόνωση της διαφαινόμενης οργής των πολιτών. Μουδιασμένη υπήρξε επίσης η αρχική αντίδραση συγκεκρικριμένων κομματικών ηγεσιών. Όταν όμως η οργή των πολιτών ξεχείλισε, ιδιαίτερα μέσω των μη ελεγχόμενων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, πολλοί υποχρεώθηκαν να … προσαρμοστούν. Ευτυχώς, υπήρξαν δημοσιογράφοι που εξαρχής, με τον λόγο ή την γραφή τους, επιβεβαίωσαν την διαχρονική αξιοπρέπειά τους, μαστιγώνοντας το μαφιόζικο κύκλωμα.
Σε αυτές τις μέρες οργής, επαναφέρουμε ένα άλλο μέγα ζήτημα, που κρατεί όμηρο την κυπριακή κοινωνία. Το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου έχει…παράδοση δεκαετιών στις καταχρηστικές-παράνομες πρακτικές.
Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία (σε ισχύ από το 1997) ορίζει την τράπεζα ως τον δυνατό και τον καταναλωτή ως τον αδύνατο και τα κράτη-μέλη πρέπει να μεριμνούν με αποτελεσματικά μέσα για εξάλειψη των παράνομων όρων/πρακτικών που οι τράπεζες ήδη εφαρμόζουν. Το ζητούμενο είναι η απονομή δικαιοσύνης στην πράξη με τιμωρία των παραβατών, που θα λειτουργούσε και προληπτικά για τη συμμόρφωση γενικότερα. Η εξάλειψη αυτού του τραπεζικού κυκλώματος παρανομιών απαιτούσε την σύσταση εξωδικαστικών αποτελεσματικών μηχανισμών για προστασία των αδύνατων καταναλωτών, ώστε να μην παραπέμπονται στα δικαστήρια, όπου η δύναμη της τράπεζας και η χρονοβόρα διαδικασία λειτουργούν εκβιαστικά εναντίον των αδύνατων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε επιστολή της [5/6/2019], αναφερόταν σε «εσφαλμένη εφαρμογή από τις κυπριακές αρχές των νόμων σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές […] οι κυπριακές αρχές δεσμεύτηκαν να αλλάξουν την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών, ώστε να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ.» Έκτοτε, καμία ανταπόκριση και η αδικία διαιωνίζεται.
Άλλα κράτη-μέλη αξιοποιούν την ευρωπαϊκή νομοθεσία/νομολογία για προστασία των αδύνατων. Η Κύπρος, το υπ’ αριθμόν ένα κράτος σε παράνομους όρους/ πρακτικές στην ΕΕ, δεν ανταποκρίνεται. Η Δρ Ρ. Οικονομίδου-Αποστολίδου (πρώην ανώτατο στέλεχος του Δικαστηρίου της Ευρωπ. Ένωσης) είναι δηκτική: «η τακτική της απομόνωσης … κρατά το κυπριακό δίκαιο μακριά και εμποδίζει το ευεργετικό του μπόλιασμα από το δίκαιο της ΕΕ. Είναι αμφίβολο αν το δίκαιο της ΕΕ ενσωματώνεται όπως προβλέπεται και όπως επιβάλλεται στο κυπριακό δίκαιο.»
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους