Το πάθος για την Ελλάδα

Το πάθος για την Ελλάδα

Του Άντη Ροδίτη*

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ασχολούνται με την επικαιρότητα και ενίοτε ανατρέχουν και στο παρελθόν. Η τέχνη, κι εδώ εννοώ τώρα τη λογοτεχνία, είναι αληθινή, όταν ξεκινά από την αρχή. Η «αρχή» για την Κύπρο είναι ο αγώνας της για ελευθερία, όπως διαμορφώθηκε μέσα από τους αιώνες και κατέληξε στο επικό 55-59 για ελληνική ελευθερία. Ως λογοτέχνης όποιας αξίας και όποιου επιπέδου δεν ξέφυγα ούτε σκοπεύω να ξεφύγω από αυτή την αρχή.

Η αποτυχία του αγώνα της Κύπρου, λόγω της άρνησης τής ντόπιας ηγεσίας μας να συνεργαστεί έντιμα με την Ελλάδα, μας έριξε σε μεγάλη διανοητική σύγχυση, με αποτέλεσμα πολλοί που διακηρύττουν ότι ξέρουν την αλήθεια, να ξεπέφτουν για το προσωπικό τους συμφέρον και να γίνονται συνεργοί σε απόπειρες εξάλειψης τής αλήθειας.

Με την ευκαιρία που η Πολιτεία τιμά έναν τέτοιο συνεργό στις απόπειρες εξάλειψης τής αλήθειας στις 4 Οκτωβρίου (Καστελιώτισσα, 20.00) για την «προσφορά» του, κοινοποιώ το πιο κάτω κείμενο, προς τιμή και στη μνήμη των ποιητών που στάθηκαν άξιοι του λειτουργήματός τους.

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον λυρικό λόγο του Κύπρου Χρυσάνθη είναι, όπως το λέει ο ίδιος, το πάθος της Ελλάδας.

Γράφει στα πρώτα «στιχηρά» της Ακολουθίας που έγραψε για τον Εθνομάρτυρα Κυπριανό:

“Η γαλανή του βίου σου έκταση γεμίζει την κενότητα

του βίου με αγγέλων ήχους.

Η άσκηση της αρετής διάδημα εκατόφυλλο

σε υάκινθους βοστρύχους.

Το ξίφος της αρχής ψηλά σα μέτωπο βουνό

το κράτησες γενναία.

Ένας δικέφαλος αητός οι λεύτεροι ουρανοί.

Η Ελλάδα φως ωραία”.

 Κι αμέσως μετά, στο «Δοξαστικό» τεσσάρων στίχων:

“Στον ήρωα καταστάλαξε, γούρνα βωμού πνευματικού,

το πάθος της Ελλάδας.

Κυπριανέ, μια στάλα φως στην άβυσσο το νόημα

δίνει της ομορφάδας”.

Είναι πολύ λίγα, αλλά σπουδαία τα στοιχεία που δημιουργούν την ιδιαιτερότητα τού προσώπου των εθνών. Ποια θα ήταν η Αγγλία χωρίς τον Σαίξπηρ, η Ιταλία χωρίς τον Δάντη, η Ισπανία χωρίς τον Θερβάντες, η Ρωσία χωρίς τον Ντοστογιέφσκι, η πιο πλούσια απ’ όλους Ελλάδα χωρίς τον Όμηρο, τους τραγικούς της ποιητές, τους πατέρες τής ορθόδοξης Εκκλησίας της, τον Διονύσιο Σολωμό της, που μας έμαθε και μας ζύμωσε με τον Ύμνο της Ελευθερίας; Τον ύμνο που μας εξηγεί -όσο κι αν κωφεύουμε σε καιρούς ανελλήνιστους- ότι είναι από την κόψη την τρομερή του σπαθιού της που γνωρίζεται η μια και μόνη, αληθινή Ελευθερία;

Γράφει η Γαλλίδα Σιμόν Βέιλ: «Η αρχαία ελληνική ποίηση είναι εκατό φορές πιο κοντά στον γαλλικό λαό, αν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει, από ό,τι θα μπορούσε να είναι ποτέ η κλασσική ή η μοντέρνα γαλλική λογοτεχνία». Κι έχει ήδη εξηγήσει γιατί: «Τουλάχιστο ο Σοφοκλής είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ πιο χριστιανός από οποιονδήποτε άλλον τραγικό ποιητή στους τελευταίους είκοσι αιώνες».

Ο ανθρωπισμός της αρχαίας Ελλάδας, στην Αντιγόνη, στην Ηλέκτρα, στον Πλάτωνα, στον Προμηθέα, ακόμα και στον Όμηρο, και αλλού, δεν είναι παρά ένα προοίμιο χριστιανισμού, όπως με το αίμα της στήριξε και στηρίζει πάντα η αληθινή Ελλάδα.

Αλλά ποιο θα ήταν το πρόσωπο της Κύπρου, θα είχε πρόσωπο η Κύπρος χωρίς τον υπέρ ελευθερίας μαχόμενο Ονήσιλό της, τον Λεόντιο Μαχαιρά, τον Αρχιεπίσκοπό Κυπριανό, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τους πεσόντες υπέρ Ελλάδος ήρωες της ΕΟΚΑ με τους δεκαπεντασύλλαβους των συζύγων τους, των παιδιών τους, των γονέων τους; Πρώτοι θα έρχονται πάντα οι άψογοι στίχοι της Αντωνούς Αυξεντίου, προς τον γιο της.

“Ξύπνα να δεις τη μάνα σου που στέκεται κοντά σου

τζ’ έκαμεν σίερον καρκιάν όπως τη λεβεντιά σου.

Θέλω δκυο λόγια να μου πεις, γιέ μου, ’που την καρκιά σου.

Μεν κλαίεις μάνα, μεν κλαίεις, που έχασες τον γιο σου,

την ώραν του θανάτου σου θα είμαι στο πλευρό σου”.

Τι θα ήταν, λοιπόν, η Κύπρος χωρίς τον αγροτικό λαό της, με τον δεκαπεντασύλλαβο λόγο του, μέρος αναπόσπαστο της καθημερινής ζωής του, χωρίς τους ποιητές της, λογίους και μη, Δημήτρη Λιπέρτη, Παύλο Λιασίδη, Θεοδόση Πιερίδη, Κώστα Μόντη, Παντελή Μηχανικό, Κύπρο Χρυσάνθη;

Πολλοί στίχοι αυτών των ποιητών θα μπορούσαν να είναι μέρος χορικών ίσως, μιας ελληνικής τραγωδίας που δεν γράφτηκε ποτέ, αφού ο αγώνας της ΕΟΚΑ αντί να στεφανωθεί με μια πανελλήνια ακμή οδηγήθηκε στην παρακμή της ψευδούς «ανεξαρτησίας», που ξεχέρσωσε πνευματικά τον τόπο κι έταξε σχεδόν αμέσως για σκοπό της την «απεξάρτηση» από την Ελλάδα.

Γράφει ο άλλος πυλώνας της σύγχρονης ποίησης της Κύπρου, Κώστας Μόντης, είκοσι χρόνια μετά, στο ποίημα «Κύπρος 1984», όταν δεν μπορούσε πια να χωρά αμφιβολία στη σκέψη των τίμιων ανθρώπων:

“Σήμερα είναι τελείως έρημο το νησί.

Οι τελευταίοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν

πριν εικοσιπέντε τόσα χρόνια”.

Ναι, άλλοι οι άνθρωποι της Κύπρου ως το 1959 κι άλλοι εκείνοι του 1984 και του σήμερα. «Το παρελθόν», λένε, «είναι μια άλλη χώρα».

Ο ποιητής Κύπρος Χρυσάνθης, πάντως, είναι μια από εκείνες της μνήμες Ελλάδας της Κύπρου, που πολύ θα δυσκολευθεί η Ιστορία, αν βίαια εξαναγκασθεί να διαγράψει. Το είπε άλλωστε ο Αριστοτέλης και ποιος τολμά να τον διαψεύσει.

«φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· η μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει».

Ακολουθώντας με την έμπνευση του ο ποιητής όλες τις φάσεις τού αγώνα της Κύπρου για την Ένωση, φτάνει με το ίδιο πάθος στο 1964, όταν η ελλαδική συμμετοχή γίνεται πια άμεση και ένοπλη, με την παρουσία της ελληνικής μεραρχίας. Στη συλλογή «Ώρα πατρίδας», που κυκλοφόρησε το 1964, ένα από τα ποιήματα έχει τίτλο «Εκμυστήρευση άγνωστου Ελλαδίτη στα χώματα της Τηλλυρίας». Οι στίχοι του ποιήματος είναι φορτωμένοι με την αίσθηση Ελλάδας που κυριαρχούσε τότε στην Κύπρο, αλλά και με την αίσθηση των εξ Ελλάδος Ελλήνων, που ένιωθαν και ζούσαν την Κύπρο σαν κομμάτι τής μιας ελληνικής πατρίδας όλων, ακόμα σκλαβωμένο.

Ο ποιητής βάζει στο στόμα του «άγνωστου» Ελλαδίτη, στίχους σαν κι αυτούς:

“Περιδιαβάζω το τοπίο κι ονειρεύομαι

μεταλλικό θυμό.

Θα γράψω εδώ, θα γράψω εδώ

της μοίρας μου τη βούλα,

την τελευταία μου θέληση: «Ελλάδα».

Βόλι θα βρέξω αρσενικό,

η λόγχη θα παραμιλήση…

Σου δίνω τον παλμό μου, νήσος,

και με τις φλέβες μου σε στεφανώνω”.

Η κατάρα της ασυνέπειας, της πρόταξης των ατομικών ιδεοληψιών και συμφερόντων σε βάρος των ευρύτερων τού έθνους, δεν είχαν μόνο οδηγήσει σε μια πρώτη αποτυχία τον ενωτικό αγώνα, με «έπαθλο» μια κάθε άλλο παρά «ανεξάρτητη» Κύπρο. Η διαφαινόμενη συνέχεια της αποτυχίας, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τις πιο ευαίσθητες κεραίες, τους ποιητές. Έτσι, όταν ακολούθησε και η δεύτερη αποτυχία, εκείνη του 1964 -αφού δεν αξιοποιήθηκε η ντε φάκτο Ένωση που επετεύχθη με την παρουσία της ελληνικής μεραρχίας- σε μια απόπειρα του ο ποιητής να διαψεύσει τις μαύρες σκέψεις, που κατέκλυσαν τόσο τον ίδιο όσο και πολλούς άλλους, που πήγαζαν από τις πολλές ενδείξεις ότι επρόκειτο πια για ηθελημένη πορεία αποτυχίας τού ενωτικού αγώνα, γράφει, το 1965 τον «Διθύραμβο του Κυριάκου Μάτση», ένα μακροσκελές ποίημα 560 στίχων που τελειώνει με τους στιχους:

“Οι ιδέες μπροστά και πρώτες και μοναδικές.

Τα αρχαίο το πάθος οδηγός και σύμβουλός μου.

Το χρέος μου θα το κάμω”.

 Η ποίηση, βέβαια, δεν εξορκίζει το κακό. Μπορεί μόνο να προειδοποιεί· κι ο Άρχων του κόσμου τούτου, ξέρει καλά να φυλάγεται από τους ποιητές, διαβάλλοντάς τους (γι’ αυτό άλλωστε είναι και «διάβολος») στους πολιτικούς, οι οποίοι απέχουν γενικώς των τεχνών και ιδιαιτέρως της ποιήσεως, ασόφως παραβλέποντας τις «πεπαλαιομένες» απόψεις του Σταγειρίτη, του πολυμαθέστερου και σοφότερου, ίσως, ανδρός, Έλληνος, που γέννησε ο κόσμος: «φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν». Η ποίηση είναι σοφότερη και σπουδαιότερη από την Ιστορία.

Οι υποψίες και η επιμονή του Χρυσάνθη, οι καταγγελίες και οι επικλήσεις του Παντελή Μηχανικού, οι κωδικοποιημένες επισημάνσεις και καταγγελίες του Μόντη, μένουν στο περιθώριο, ακόμα και σήμερα όταν η προδοσία αποδεικνύεται είτε ξεκάθαρα ηθελημένη είτε ως προϊόν απολύτως επιπόλαιων σκοτεινών ή απερίσκεπτων ενεργειών και προθέσεων.

Περιμένοντας μιαν άλλη εποχή φωτεινότερων, απαιτητικότερων και πιο ευαίσθητων συνειδήσεων, και επί ζωής του ο Κύπρος Χρυσάνθης, είδε τις χειρότερες υποψίες του να επιβεβαιώνονται με τον πιο στυγνό και ανελεύθερο τρόπο, στο όνομα της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Όταν του ζητήθηκε το 1977 να γράψει ένα επίγραμμα για ανάγλυφο τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που εντοιχίσθηκε τελικά στον προθάλαμο τού Παγκυπρίου Γυμνασίου, είδε ότι το επίγραμμά του είχε ΛΟΓΟΚΡΙΘΕΙ από το Υπουργείο Παιδείας.

Το επίγραμμα ήταν:

ΣΤΕΚΕΙΣ ΨΗΛΑ ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ

ΓΙΑ ΛΕΥΤΕΡΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

ΜΑΚΑΡΙΕ ΠΟΛΥΑΘΛΕ

ΣΤΑΥΡΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕ

ΚΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΛΩΝΑ.

Από το επίγραμμα, πάνω στο ανάγλυφο, απουσιάζουν οι δυο τελευταίοι στίχοι, η ουσία, οι δυο πυλώνες της κυπριακής ταυτότητας: Ο Ελληνισμός και το Βυζάντιο.

*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους

Share this post