Το ορθώς και σεμνώς ψάλλειν
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΦΙΛΩΝ ΠΕΡΑΝ*
Του Μέγα Πρωτοπρεσβυτέρου
της Μ.τ.Χ.Ε. Γεωργίου Τσέτση
Ἐκ βαθέων καί εὐγνωμόνως εὐχαριστῶ τήν ἔντιμον Ἡγεσίαν τοῦ Συνδέσμου Μουσικοφίλων Πέραν γιά τήν τιμή τῆς ἀναθέσεως στήν ἐλαχιστότητά μου τοῦ προνομίου ἐκφωνήσεως τῆς ἐπετειακῆς ὁμιλίας, ἐπί τῇ συμπληρώσει ἑβδομηκονταετίας ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ Συνδέσμου τῆς Πολίτικης Ρωμιοσύνης.
Κύλησαν ἑπτά ὁλόκληρες δεκαετίες ἀπό τήν σύσταση, τό ἔτος 1948, τοῦ βραχύβιου «Συνδέσμου τῶν Φίλων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς», τόν ὁποῖο διαδέχθηκε ἔπειτα ἀπό μιά περίπου πενταετία, τόν Μάρτιο τοῦ 1953, ὁ ἑορτάζων σήμερα Σύνδεσμος Μουσικοφίλων. Ἱδρυτές του, μιά δράκα ἐπώνυμων καί καταξιωμένων Ἱεροψαλτῶν πού διακονοῦσαν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σέ Ἱερούς Ναούς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν παρακειμένων Μητροπόλεων. Ἕνας ὅμιλος, ὁ ὁποῖος εἶχε ὁραματισθεῖ τήν ὕπαρξη ἑνός συλλογικοῦ Σώματος πού θά εἶχε ὡς σκοπό τήν ἀνάπτυξη τῶν μουσικῶν γνώσεων τῶν μελῶν του, τήν ἐξοικείωσή τους μέ τήν μουσική γενικά, ἀλλά καί τήν σύσταση μιᾶς Χορῳδίας, μέλημα τῆς ὁποίας θά ἦταν ἡ προβολή στό εὐρύτερο φιλόμουσο κοινό τῆς Πόλης, τῶν θησαυρῶν τῆς πατρῴας ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς.
Ἄκρως ἐνδιαφέρουσα ἦταν ἡ σύνθεση τῆς δωδεκαμελοῦς αὐτῆς ἱδρυτικῆς ὁμάδας τοῦ Συλλόγου, στήν ὁποία συγκαταλέγονταν καί μερικοί ψάλται πού ἐκ τῶν ὑστέρων εἴχαν κοσμήσει τά Πατριαρχικά Ἀναλόγια, ὅπως λ.χ, οἱ μακαριστοί Βασίλειος Νικολαΐδης ὡς Ἄρχων Πρωτοψάλτης καί Ἐλευθέριος Γεωργιάδης ὡς Ἄρχων Λαμπαδάριος. Νά σημειωθεῖ, γιά τήν ἱστορία, ὅτι ὅταν τήν Ἄνοιξη τοῦ 1945 εἰσόδευσα στόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὡς κανονάρχης, ὁ ἐκ τῶν ἱδρυτῶν τοῦ Συλλόγου Νικόλαος Συμεωνίδης ἦταν Β΄Δομέστιχος, δίπλα στόν Ἄρχοντα Λαμπαδάριο Θρασύβουλο Στανίτσα. Τό μόνο κληρικό μέλος τῆς ὁμάδας αὐτῆς ἦταν ὁ τότε Μέγας Ἀρχιδιάκονος (καί μετέπειτα Μητροπολίτης Καρπάθου καί Κάσου) Γεώργιος Ὀρφανίδης, τό δεύτερο κατά τήν τάξιν, μετά τόν Μέγα Πρωτοσύγκελλο, στέλεχος τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς, ἁρμόδιο, μεταξύ ἄλλων, γιά τά ψαλτικά θέματα. Πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει πώς ὁ Σύλλογος εἶχε λάβει σάρκα καί ὀστᾶ μέ τίς εὐλογίες καί τήν ἐνθάρρυνση τοῦ Σεπτοῦ Κέντρου. Καί τοῦτο διόλου παράδοξον, διότι τό Πατριαρχεῖο ἐνέκαθεν εἶχε δείξει ἰδιαίτερη μέριμνα στήν διατήρηση καί διαφύλαξη τῆς προγονικῆς μουσικῆς κληρονομίας μας. Οἱ Πατριάρχες πάντοτε ὑποστήριζαν καί ἐνθάρρυναν τό ἔργο τῶν ψαλτῶν τῆς Πόλης, ἀναγνωρίζοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν σημαντική ἐπίδραση πού ἀσκοῦσε στό πλήρωμα ἡ ἐκκλησιαστική μουσική.
Τό Σωματεῖο τό ὁποῖο εἶχε συσταθεῖ τό 1948, πιθανῶς μέ τήν συμβολή καί τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Πρίγγου, θεωρεῖται «πρόδρομος» τοῦ Συνδέσμου πού ἑορτάζει σήμερα τά ἑβδομήκοστα γενέθλιά του. Ὡστόσο, ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ ἀπό τό 1970 μέχρις ἐσχάτων Ἐπίτιμος Πρόεδρός του, ὁ ἀλήστου μνήμης Μητροπολίτης Πέργης Εὐάγγελος, ὁ Γαλάνης, στόν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ ἀποψινή ἐκδήλωση, φρονοῦσε πώς οἱ ρίζες τοῦ Συνδέσμου πᾶνε πολύ πιό βαθειά˙ ὅτι ἀνάγονται στό ἔτος 1919, ὅταν, ἐπί Τοποτηρητείας τοῦ Μητροπολίτου Προύσης Δωροθέου, εἶχεν ἱδρυθεῖ ὁ «Σύνδεσμος Ἱεροψαλτῶν Κωνσταντινουπόλεως», μέ πρωτοβουλία τῶν Ἀρχόντων, Πρωτοψάλτου Ἰακώβου Ναυπλιώτη καί Λαμπαδαρίου Εὐσταθίου Βιγγοπούλου. (βλ. Βυζαντινή Μουσική-Ἰάκωβος Ναυπλίωτης, ἔκδ. Kalan, σελ. 12).
Σύμφωνα, ὅμως, μέ πληροφορία τήν ὁποία μᾶς παρέχει ἡ Merih Erol, καθηγήτρια στό Πανεπιστήμιο Özyegin, ἐξειδικευμένη σέ ζητήματα σχετικά μέ τήν Ρωμιοσύνη τῆς Πόλης στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία τόν 19ο αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ 20ου, ὁ πρῶτος ἑλληνικός μουσικός σύλλογος τῆς Πόλης εἶχε ἱδρυθεῖ περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, τό 1863, μέ πρωτοβουλία Ρωμιῶν διανοούμενων, ἐκκλησιαστικῶν ὑμνῳδῶν καί μουσικῶν, καί εἶχε δραστηριοποιηθεῖ ἐπί μία ἑπταετία, ἔως τό 1870, μέ σκοπό τήν προαγωγή καί διάδοση τῆς ἑλληνικῆς-ρωμαίικης κοσμικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. (Βλ. Merih Erol, «Μουσικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως», Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11421). Νά σημειωθεῖ ὅτι μία μονογραφία στήν ἀγγλική τῆς ἐν λόγῳ ἐρευνήτριας, τιτλοφορούμενη «Τό ʺΜουσικό ζήτημαʺ καί ἡ μορφωμένη ἐλίτ τῆς Ἑλληνορθόδοξης κοινωνίας τῆς Κωνσταντινούπολης φθίνοντος τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος», (The “Musical Question” and the Educated Elite of Greek Orthodox Society in Late Nineteenth-Century Constantinople), δημοσιεύθηκε τόν Μάϊο τοῦ 2014 στό «Περιοδικό Νεοελληνικῶν Σπουδῶν» («Journal of Modern Greek Studies»), (τ. 32, ἀρ. 1, σελ. 133-163).
Ὁ ἀγαπητός καί νεώτερος στήν ἡλικία ὁμογάλακτος Χαλκίτης ἀδελφός Ἀντώνιος Χατζόπουλος, σέ μιά σύντομη, ἀλλά περιεκτικότατη πραγματεία του σχετικά μέ τήν πορεία καί δραστηριότητα τοῦ Συνδέσμου κατά τίς τελευταῖες ἑπτά δεκαετίες, τονίζει πώς ἡ συμβολή τοῦ μουσικοῦ αὐτοῦ Συνδέσμου τῆς Πόλης ὑπῆρξε ἐξαιρετικά σημαντική, ὄχι μόνο διότι συνέβαλε στήν καλλιέργεια καί τήν διατήρηση τῆς παραδοσιακῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς, ἀλλά καί διότι συνετέλεσε στήν ἐξοικείωση τῶν ὁμογενῶν νέων μέ τόν ὀρθό τρόπο τοῦ ψάλλειν, κατ’ ἐπέκταση δέ καί μέ τήν ὅλη λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πάμπολλοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξαίρουν τήν πολυδιάστατη αὐτή δραστηριότητα τοῦ Συνδέσμου, σέ καιρούς μάλιστα δύσκολους γιά τή Ρωμιοσύνη, περί τῆς ὁποίας κάμει λόγο ὁ φίλος κ. Χατζόπουλος. Οὐδείς, ὅμως, θά μποροῦσε νά περιγράψει τήν πολύτιμη συμβολή τοῦ Συνδέσμου Μουσικοφίλων στά Ἱεροψαλτικά δρώμενα τῆς Πόλης μας μέ τόση γλαφυρότητα καί ποιητική ἔξαρση, ὅσο ὁ προαναφερθείς λόγιος, ἀλλά καί ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων μουσικόφιλος, Μητροπολίτης Πέργης.
Προλογίζοντας πρό δεκαετίας τήν, μερίμνῃ τοῦ Συνδέσμου, ἔκδοση σέ ὀπτικούς δίσκους τῶν ὕμνων πού ἔψαλλε μαζί μέ τόν Κωνσταντῖνο Πρίγγο ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης σέ 78 στροφῶν δίσκους τῶν Ἑταιρειῶν Orfeon καί Odeon, ὁ μακαριστός Πέργης, μέ τό γνωστό ποιητικό του τάλαντο καί τήν παροιμιώδη λεξιπλασία του, ἔλεγε τά ἑξῆς: «Ὁ Σύνδεσμος τῶν Μουσικοφίλων τῆς Πόλεώς μας, κρούωντας τήν μυρίπνοο μουσική κιθάρα τοῦ Δαυΐδ, μᾶς θυμίζει τήν φωνή τοῦ χρέους πρός τόν Θεό, τήν φύση, τά σύμπαντα, τήν ἁρμονία τοῦ κόσμου, τό χρέος τῶν ἀνθρώπων πρός κάθε τί τό ὡραῖο, τό πολύτιμο, τό ἀληθινό, πρός κάθε τί πού ἐνσαρκώνει πολιτισμό καί παράδοση αἰώνων. Ἀλλά, (συνέχιζε ὁ Πέργης), μᾶς θυμίζει καί τήν φωνή τοῦ χρέους ἔναντι τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ἡ ὁποία μνημειωμένη στά ἄδυτα τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί αὐτῆς τῆς Πόλης, ἀποτελεῖ τό μοναδικό ἠχολόγημα τῆς καρδιᾶς τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν». (βλ. ὅ.π.).
Αὐτό, ἀκριβῶς, τό «ἠχολόγημα» τῆς καρδιᾶς τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμιῶν τῆς Πόλης γιά τό ὁποῖο μιλοῦσε ὁ Πέργης, θέλησε νά ἀναδείξει καί νά προβάλει ὁ Σύνδεσμος Μουσικοφίλων, δημιουργῶντας μιά Ἐκκλησιαστική Χορῳδία, ἡ ὁποία στό διάβα τοῦ χρόνου ἔφθασε σέ ἐπίπεδο ἑρμηνευτικῆς τελειότητας, καί κατέστη, κατά κοινή ὁμολογία, πρότυπο καί ὑπόδειγμα τοῦ ὀρθῶς καί σεμνῶς ψάλλειν.
Τήν Χορῳδία αὐτή συγκροτοῦσαν οἱ κατά καιρούς Πρωτοψάλται, Λαμπαδάριοι, Δομέστιχοι καί Παραδομέστιχοι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, -μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ἀπόψε ἐν μέσῳ ἡμῶν εὑρισκόμενος Β΄Δομέστιχος δίπλα στό Στανίτσα, σήμερα δέ Ἄρχων Μουσικοδιδάσκαλος τῆς ΜτΧΕ, κυρ-Δημοσθένης Παϊκόπουλος, ἕνας ἀπό τούς δύο τελευταίους τῶν Μοϊκανῶν, μαζί μέ τόν ἡδύφωνο καί δεξιοτέχνη τ. Λαμπαδάριο Βασίλειο Ἐμμανουηλίδη -, ἀλλά καί πληθύς ὅλη ταλαντούχων Ἱεροψαλτῶν τῶν Κοινοτικῶν Ναῶν τῆς Πόλης. Ψαλτῶν πού εἶχαν ἐξασκηθεῖ εἰς τό ψάλλειν εἴτε στόν Πατριαρχικό Ναό ὡς Δομέστιχοι, ὅπως λ.χ. ὁ Δημήτριος Μαγούρης, ὁ Ἀνδρέας Πετρόχειλος, ὁ Νικόλαος Τόλαρος, εἴτε ὡς κανονάρχαι παρά τούς πόδας ἑνός πεπειραμένου «Δάσκαλου» στό σκαλοπάτι ἑνός Ἀναλογίου. Οἱ ψάλται μας δέν φοιτούσαν σέ Ὠδεία. Ὠδεῖο γι’αὐτούς ἦταν τό Ἀναλόγιο. Σχεδόν ὅλοι ἔψαλαν μέ τό λεγόμενο Κωνσταντινουπολίτικο ὕφος τό ὁποῖο, ὡς γνωστόν, διαφέρει σέ πολλά ἀπό τό καθιερωμένο Πατριαρχικό ὕφος.
Οἱ ψάλται τῶν Ἐνοριακῶν μας Ναῶν εἶχαν, καί ἴσως ἔχουν ἀκόμη, κάποια ἐλευθερία στό νά ἀποκλίνουν ἀπό τά παραδεδομένα, δίνοντας πολλές φορές μιά ἐξεζητημένη, δική τους ἑρμηνεία στά ψαλλόμενα. Μέ πρώτους καί καλύτερους, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, τούς Μαγούρη καί Πετρόχειλο, ἔστω καί ἄν ἀμφότροι εἶχαν θητεύσει κάποτε στόν Πατριαρχικό Ναό ὡς Δομέστιχοι καί γνώριζαν, φυσικά, τήν Πατριαρχική ἐκφορά εἰς τό ψάλλειν. Κατά τήν Ἀρχιδιακονία μου λ.χ. στά Πριγκηπόννησα ἀρχές τῆς δεκαετίας του ’60, θυμᾶμαι τόν ἡδύμολπο καί συμπαθέστατο Ἀνδρέα Πετρόχειλο, Πρωτοψάλτη Πριγκήπου τότε, νά ψάλλει σέ τεχνοτροπία ἑπτανησιακῆς καντάδας τό «Πάτερ ἡμῶν…» τό ὁποῖο ἔψαλλαν τά παιδιά τοῦ Ὀρφανοτροφείου, στόν λόφο τοῦ Χριστοῦ, πρίν τό μεσημβρινό γεῦμα!!
Πρέπει, ὅμως, νά τονισθεῖ πώς ὅταν τά τριανταπένε-σαράντα μέλη τῆς Χορῳδίας, πού τό καθένα ἀπό αὐτά εἶχε τόν δικό του τρόπο ἐκφοράς, τόν δικό του ρυθμό, τούς δικούς του ἰδιοπρόσωπους λαρυγγισμούς, τίς δικές του ἀναλύσεις τῶν ψαλλομένων μελῶν, ἔψαλλαν ὁμαδικά μέ τό χορῳδιακό συγκρότημα τοῦ Συνδέσμου σέ Ἱερές Ἀκολουθίες ἤ σέ πλαίσια συναυλιῶν, τότε, Ναοί καί αἴθουσες γέμιζαν ἀπό τούς γλυκύτατους, ἤπιους καί κατανυκτικούς ἤχους πού δημιουργοῦσε τό σεμνό καί ἀπέριττο Πατριαρχικό ὕφος καί ἦθος τοῦ ψάλλειν. Καί δέν μποροῦσε νά γίνει διαφορετικά ἔχοντας ἡ Χορῳδία ὡς Μέντορα καί Χοράρχη ἕνα Πρίγγο, ἕνα Στανίτσα, ἕνα Νικολαΐδη, ἕνα Ἀστέρη.
Δοθέντος ὅτι ἔγινε λόγος περί Πατριαρχικοῦ μουσικοῦ ὕφους θά ἦταν ἴσως ἐνδεδειγμένο νά γίνει κάποια σύντομη ἀναφορά στό ἰδιαίτερο αὐτό χαρακτηριστικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Μέσα στό διάβα τῆς πολυτάραχης ἱστορίας του, τό Σεπτό μας Κέντρο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήρησε μιά πάγια Λειτουργική «Τάξη» καί ἕνα Λειτουργικό «Τυπικό», τῶν ὁποίων ἡ πιστή ἐφαρμογή ἀποτέλεσε τόν συνεκτικό κρίκο ἀνάμεσα στίς ἐποχές, τά πρόσωπα καί τίς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τοῦ Φαναρίου καί γενικά τῆς Κωνσταντινούπολης. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα αὐτό καλεῖται «παράδοσις». Καί ἡ ἀξία τῆς «παραδόσεως» αὐτῆς ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο θά περιέλθει αὐτή ἀτόφια καί ἀνόθευτη στούς ἐπίγονους καί πῶς θά διασφαλισθεῖ ἀπό γενέα σέ γενεά.
Ἡ μουσική παράδοσις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί ὁ Λειτουργικός αὐτός θησαυρός πού ἀποκαλεῖται «Πατριαρχικόν ὕφος», ἀνέκαθεν ἀπετέλεσαν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ζωῆς καί μαρτυρίας τοῦ πανάρχαιου αὐτοῦ Θεσμοῦ πού ὀνομάζεται Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Χωρίς Λειτουργική «Τάξη» καί χωρίς ψαλτικό «Τυπικό», ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, θά ἦταν καταδικασμένη νά μεταβληθεῖ σέ μιά ἀπείθαρχη Ἐκκλησία, – ὅπως βλέπουμε νά συμβαίνει σέ διάφορες κατά τόπους Ἐκκλησίες-, καί νά ἀπομακρυνθεῖ τοιουτοτρόπως ἀπό τήν παράδοση. Ἡ μουσική αὐτή παράδοση τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, πού διά μέσου τῶν αἰώνων ἀγκάλιασε τά πλήθη καί ἀγκαλιάστηκε ἀπό αὐτά, ἀνεδείχθη τελικά ἡ δύναμη καί ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Στή διαφύλαξη καί προαγωγή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς, ἔτσι ὅπως κωδικοποιήθηκε αὐτή μέσα στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ Φαναρίου, συνετέλεσαν κυρίως τρία πράγματα: α) ἡ πιστή ἐφαρμογή τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τοῦ 75ου Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553), πού ἀποδοκιμάζει τόν τρόπο τοῦ ψάλλειν μέσα στόν Ναό μέ ἄτακτες, ἄναρθρες καί ἀνοίκειες κραυγές, β) ἡ σχολαστική προσήλωση τῶν ψαλτῶν στά διαχρονικῆς ἀξίας καί σπουδαιότητος μουσικά κείμενα, καί γ) ἡ ὕπαρξη σειρᾶς ὅλης χαρισματικῶν καί ταλαντούχων Πρωτοψαλτῶν, Λαμπαδαρίων καί Δομεστίχων, οἱ ὁποῖοι λάμπρυναν τά Πατριαρχικά Ἀναλόγια.
Πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει πώς οἱ ψάλλοντες στόν Πατριαρχικό Ναό Πρωτοψάλτες, Λαμπαδάριοι καί Δομέστιχοι, δέν ἐπετρέπετο νά αὐτοσχεδιάζουν. Ὄφειλαν νά ἐκτελοῦν τά μουσικά μαθήματα, ἔτσι ὅπως εἶχαν καθιερωθεῖ καί διατηρηθεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων, καί ἔτσι ὅπως τά εἶχαν παραλάβει ἀπό τούς προκατόχους των. Οἱ Πατριαρχικές Ἐγκύκλιοι πού ἐξαπολύονταν κατά καιρούς, καί πού ὅριζαν ἀκόμη καί τά ψαλτέα μουσικά μαθήματα, ἀπέβλεπαν ἀκριβῶς στό νά ὑπενθυμίζουν στούς ὑμνῳδούς ὅτι ἔπρεπε νά ψάλλουν «ὡς τεθέσπισται καί παρεδόθη ἡμῖν».
Προηγουμένως ἔγινε λόγος περί «πατριαρχικῆς ψαλτικῆς παραδόσεως», ὅπως καί περί «πατριαρχικοῦ ὕφους» καί «ἤθους» τοῦ ψάλλειν. Τί εἶναι ὅμως τό θρυλικό αὐτό, ἀλλά καί συχνά παρερμηνευμένο ἀπό τούς μή εἰδότας, «πατριαρχικό ὕφος»;
Τό ὕφος αὐτό διακρίνεται γιά τόν ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο τρόπο τοῦ ψάλλειν, στήν ἑδραίωση τοῦ ὁποίου συνέβαλε κατά πολύ Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος. Μπορεῖ δέ νά λεχθεῖ ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τοῦ ψάλλειν δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά συνεπής ὑπακοή στό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ 75ο Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά τόν ὁποῖο ἔγινε ἤδη λόγος, πού ὁρίζει ὅτι οἱ ὑμνῳδοί δέν πρέπει νά ψάλλουν κατά τρόπο ἀπρεπῆ καί ἀνάρμοστο, ἀλλά νά ἀναμέλπουν ὕμνους καί ᾠδές μέ προσοχή καί κατάνυξη. [«Τούς ἐπί τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι, καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή τῇ ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκείων˙ ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως, τάς ψαλμῳδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ»]. (βλ. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμος δεύτερος, Ἀθήνησιν, 1852, σελ 478). Γι’αὐτό καί τό πατριαρχικό αὐτό ὕφος διακρίνεται γιά τόν σωστό τονισμό τῶν λέξεων, γιά τήν σεμνότητα, τήν λιτότητα καί τήν σοβαρότητά του. Καί πάνω ἀπ’ὅλα, γιά τήν ἐκκλησιαστική του ἱεροπρέπεια.
Αὐτό τό ὕφος παρέλαβαν διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό τούς κορυφαίους προκατόχους των οἱ διάφοροι Πρωτοψάλτες καί Λαμπαδάριοι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, καί αὐτό τό ψαλτικό ἦθος μετέδωσαν στούς διαδόχους των, προκειμένου νά δοξάζουν «τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μετ΄ᾠδῆς» καί γιά νά μεγαλύνουν «αὐτόν ἐν αἰνέσει» ὅπως λέγει ὁ 68ος (ΞΗ΄) Ψαλμός τοῦ Δαυΐδ. Καί αὐτό, ἀκριβῶς, τό ἰδιότυπο καί ἀπαράμιλλο ψαλτικό ἦθος καί ὕφος θέλησε νά προβάλλει ὁ Σύνδεσμος Μουσικοφίλων Πέραν, δημιουργῶντας τήν ξακουστή του Χορῳδία.
***
Κατά τήν ἐπετειακή ἐκδήλωση πού εἶχε διοργανωθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στίς 2 Νοεμβρίου 2014, μέ Πατριαρχική καί Συνοδική Λειτουργία στό Φανάρι καί στή συνέχεια μέ μιά ἐπιστημονική ἑσπερίδα στό Σισμανόγλειο, ἐπ΄εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 200 ἐτῶν ἀπό τήν μουσική μεταρρύθμηση τῶν τριῶν Διδασκάλων, Γρηγορίου Πρωτοψάλτου, Χρυσάνθου Προύσης καί Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, ὁ κύριος ὁμιλητής στήν ἑσπερίδα αὐτή, ὁ γνωστός φιλόλογος καί μουσικός ἑρευνητής Δρ Μανόλης Χατζηγιακουμῆς, ἔλεγε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά καί βαρυσήμαντα:
«Ἡ μουσική Μεταρρύθμιση τοῦ 1814 εἶναι γεγονός πολυσήμαντο στήν καθόλου ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τόσο γιά τήν ἀποφασιστική τομή, πού καθόρισε ἀμετάκλητα τήν πορεία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὡς τίς ἡμέρες μας, ὅσο καί γιά τόν γενικότερο πολιτισμικό της συμβολισμό καί τή σημειολογία της. Σ’ αὐτόν τόν τόπο, (τήν Πόλη δηλαδή) καί σ’ αὐτόν τόν χῶρο, στόν χῶρο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησιαστική Μουσική, ἕνας τομέας παράλληλος σέ σημασία μέ τήν ἐκκλησιαστική Ἀρχιτεκτονική, τήν Ἁγιογραφία, καί τήν Ποίηση, ὑπῆρξε πάντοτε Κειμήλιο, ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς παρακαταθήκης, ἀλλά καί μέ τήν ἀρχική, Ὁμηρική ἔννοια, τῆς πολυτιμότητας καί τῆς ἀξίας». Σήμερα, συνέχιζε ὁ Χατζηγιακουμῆς, «ὅταν στόν καθαυτό Ἑλλαδικό χῶρο ἡ Έκκλησιαστική μουσική ὀλισθαίνει σταθερά σέ τραγουδιστική ἐκδοχή, ὅταν ἀπό αὐστηρά λειτουργική καί λατρευτική μεταλλάσσεται σέ συναυλιακή καί ψυχαγωγική (μέ ἰσοπεδωτικές χορωδιακές ἐκτελέσεις, τυποποίηση πού αἴρει τήν ἐλευθερία τῆς ἱστορικής προφορικότητας, ἐκτελέσεις Κρατημάτων ὡς ὀργανικῶν συνθέσεων), [μέ κανονάκια, οὔτια καί κλαρίνα θά προσέθετα!!], ὅταν ἐπιπλέον προβάλλονται ὡς αὐθεντική παράδοση, δηλαδή ὡς ἀντικειμενική ἱστορική πραγματικότητα, ὀργανικές διαστηματικές καί μελισματικές ἐκφορές, ἡ Πατριαρχική μουσική πραγματικότητα διατηρεῖ στό ἀκέραιο τόν ἀκραιφνῆ ἱστορικό καί λειτουργικό της χαρακτῆρα». (βλ. Μανόλης Χατζηγιακουμής, Η Μουσική Μεταρρύθμηση του 1814 και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων, Αθήνα 2014, σελ. 26).
Δέν νομίζω πώς φρονοῦσε διαφορετικά ὁ ἀΐδιος Μητροπολίτης Πέργης Εὐάγγελος, ὁ ἀκλόνητος αὐτός τηρητής καί ἐνθουσιώδης ὑμνητής τῆς Φαναριωτικῆς λειτουργικῆς καί μουσικῆς παραδόσεως, ὅταν διασάλπιζε πώς ἡ Πατριαρχική Μουσική Παράδοσή μας εἶναι ἕνα «ἀρχαιοτίμητο κεφάλαιο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς μας» πού τίμησε τό Γένος καί τιμήθηκε ἀπό αὐτό ὡς «μέρος τῆς Ὀρθόδοξης ἐποποιίας» καί ὡς «ἔκφραση τῶν γνησίων αἰσθημάτων τοῦ λαοῦ πρός τό Θεῖο» ἀπό τό στόμα γνησίων ἐκπροσώπων, (δηλ. τῶν ψαλτῶν), τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. (Εὐαγγέλου Γαλάνη, Έκ Φαναρίου…Γ΄, Ἐκδ. Μίλητος, σελ. 158).
Ὁ φίλτατος Πέργης, τόν ὁποῖο ἀπόψε τιμᾶ ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καί ὁ ὑπό τήν σκέπην αὐτῆς λειτουργῶν «Σύνδεσμος Μουσικοφίλων Πέραν», ἐπί 48 ὁλόκληρα χρόνια στάθηκε στό πλευρό αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ στό εἶδος του Πολίτικου σωματείου καί τό ἐνίσχυσε ποικιλοτρόπως. Σέ τί ὀφείλεται ἆρά γε ἡ ἀδιάπτωτη, ἐπί μισό σχεδόν αἰῶνα, ἀγαπητική σχέση τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου μέ τόν Σύνδεσμο; Μήπως στό θαυμασμό πού εἶχε ἀπό τά χρόνια τῆς Ἀρχιδιακονίας του στό πρόσωπο τοῦ Στανίτσα, ὁ ὁποῖος, καθώς ἔλεγε, «εἶχε καί ὄψη καί ἔκφραση καί κατάρτηση μεταβυζαντινοῦ χανεντέ»; (Εκ Φαναρίου…Β΄, ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ 245). Ἤ στήν μακροχρόνια φιλία του μέ τόν Ἀστέρη, τόν «σύγχρονο αὐτό «μουσεραστή τῆς Ρωμιοσύνης» ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε, καί τόν ὁποῖο θεωροῦσε «ἀσχήματο συλλειτουργό» στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ Φαναρίου; (ὅπ.π., σελ 238). Ἀσφαλῶς, ὀφείλεται καί στά δύο!
Ὡστόσο, ἡ ὤσμωση τοῦ Πέργης μέ τήν πατρῴα ἐκκλησιαστική μουσική δέν πραγματοποιήθηκε ὅταν εἰσῆλθε στήν Πατριαρχική Αὐλή τό 1953. Εἶχε ἀρχίσει παιδιόθεν, στό σοφά τοῦ κελλιοῦ τῆς Βλάγκας ὅπου ἱεράτευε ὁ μουσοτραφής, καί μαθητής τοῦ Ναυπλιώτη, πατέρας του, ὁ παπα-Γιάννης Γαλάνης. Στό βιβλίο του «Ἐκ Φαναρίου….Β΄» ὁ μακαριστός Πέργης μέ πολλή νοσταλγία περιγράφει τίς ἀτέλειωτες ὧρες πού περνοῦσε μέ τόν γεννήτορά του ψάλλοντας Ὠδές καί Ὕμνους και Μελωδήματα ἀπό τήν «Φόρμιγγα» τοῦ κάποτε Α΄ Δομεστίχου Ἰακώβου Ναυπλίωτη. (Τό 1894 εἶχε ἐκδοθεῖ ἀπό τό Πατριαρχικό Τυπογραφεῖο μουσική αὐτή συλλογή). «Πρῶτα, (μᾶς ἀφηγεῖται ὁ Πέργης) ἕνα ἀπήχημα διαρκείας, πάνω στόν Πα. Ἔπειτα τά ἰσοκρατήματα, καί ὕστερα ἡ ἐκτέλεση τοῦ πρώτου ʺἄσματος τῶν Σιναϊτῶν κατ΄ἀλφάβητονʺ: ʺἌναρχος Θεός καταβέβηκε καί ἐν τῇ Παρθένῳ κατῴκησεʺ. Καί ἀμέσως μετά, τό Κράτημα: ʺΤε ρι ρι ρι ρεμ, τεν το τε ρου ρεμ, Χαῖρε Ἄχραντεʺ. Μιά ἀνάπαυλα, καί στή συνέχεια ἄλλα πολλά. Μέχρι τήν Ὠδή στόν Πατριάρχη Ἰωακείμ τόν Γ΄, σέ στίχους τοῦ Ἠλία Τανταλίδη». (ὅπ.π. σελ 242).
Ἦταν λοιπόν πολύ φυσικό, κάποιος πού ἀπό μικρό παιδί εἶχε ἐξοικειωθεῖ μέ πατρῴα ἀκούσματα, νά πλησιάσει καί νά ἀγκαλιάσει ἕνα Σύνδεσμο, σκοπός τοῦ ὁποίου ἦταν, καί εἶναι, ἡ περιφρούρηση καί ἡ προβολή τῆς πολύτιμης αὐτῆς κληρονομιᾶς πού καλεῖται Ἐκκλησιαστική Μουσική. Στήν πιό ἀτόφια, μάλιστα, καί ἀνόθευτη ἐκδοχή της.
Νά εἶναι αἰωνία καί ἄληστος ἡ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πέργης Εὐαγγέλου καί ὅλων ἐκείνων πού μόχθησαν γιά τήν πρόοδο καί εὐμάρεια τοῦ Συλλόγου Μουσικοφίλων Πέραν, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει σήμερα τά ἑβδομηκοστά γενέθλιά του.
Χρόνια πολλά!
* Ἐπετειακή ὁμιλία γενομένη στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος Σταυροδρομίου τήν 1η Δεκεμβρίου 2018, κατά τόν ἑορτασμό συμπληρώσεως ἑβδομηκονταετίας ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ «Συνδέσμου Μουσικοφίλων Πέραν», παρουσίᾳ τῆς ΑΘΠ, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Θρόνου καί πλήθους κόσμου.
ΣΤΗΝ εκδήλωση απηύθυνε χαιρετισμό ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, π. Θεόδωρος Μεϊμάρης, ο οποίος είπε:
Θείᾳ βουλήσει συμπληροῦνται ἐφέτος ἑβδομήκοντα ἔτη ἀπό τῆς συστάσεως τοῦ ἐν Πέρᾳ Συνδέσμου Μουσικοφίλων. Τό γεραρόν τοῦτο Σωματεῖον τῆς Πόλεως ἡμῶν ἀνεγνωρίσθη μέν ὑπό τῶν ἐντοπίων Ἀρχῶν τό 1953, ἱδρύθη ὅμως κατ’ οὐσίαν τό 1948 ὡς Σύνδεσμος Φίλων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, ἐνῷ τήν ἄμεσον καταγωγήν του ἕλκει ἐκ τοῦ Συνδέσμου Ἱεροψαλτῶν Κωνσταντι-νουπόλεως, ἱδρυθέντος κατά τό 1919 ὑπό Ἰακώβου Ναυπλιώτου καί Εὐσταθίου Βιγγοπούλου.
Παρά τάς κατά καιρούς προκλήσεις, τάς ὁποίας τόσον ὁ Σύνδεσμος Μουσικοφίλων ὅσον καί ἡ ἐνταῦθα Ὁμογένεια ἀντιμετώπισαν, εὑρισκόμεθα σήμερον αἰσίως εἰς τήν λίαν εὐχάριστον θέσιν τοῦ ἑορτασμοῦ, δι’ εὐχῶν τῆς Ὑμετέρας Σεπτῆς Κορυφῆς, μιᾶς ἀκόμη ἐπετείου τοῦ Συνδέσμου, ἀναλογιζόμενοι τούς μουσικο-λογιωτάτους ἄνδρας, οἵτινες ἐκόσμησαν τήν διοίκησιν τοῦ Συνδέσμου, τήν διεύθυνσιν τῆς χορῳδίας του καί αὐτήν ταύτην τήν χορῳδίαν ὡς μέλη. Κατά τό παριππεῦσαν χρονικόν διάστημα τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν, δεκαεπτά συμπολῖται μας ὑπηρέτησαν ὡς Πρόεδροι τόν Σύνδεσμον, ἐν οἷς καί οἱ Ἄρχοντες τῆς Μ.τ.Χ.Ε. Κωνσταντῖνος Κενάνογλου, Νικόλαος Ἰστεκλῆς καί Ἀντώνιος Παριζιάνος. Ἑπτά κορυφαῖοι ἱεροψάλται, Ἄρχοντες τῶν ἀναλογίων τοῦ Πανσέπτου Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, διηύθυναν τήν χορῳδίαν του, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Κωνσταντῖνος Πρίγγος, ὁ Θρασύβουλος Στανίτσας, ὁ Βασίλειος Νικολαΐδης καί ὁ Λεωνίδας Ἀστέρης. Δεκάδες ὑπῆρξαν ἀκόμη οἱ δόκιμοι ἱεροψάλται τῶν Ναῶν τῆς Πόλεως, οἵτινες ὡς μέλη ἐπλαισίωσαν τήν χορῳδίαν τοῦ Συνδεσμου, ἐνῷ πολυάριθμοι νέοι, φοιτῶντες εἰς τήν ἄτυπον σχολήν τοῦ Συνδέσμου – ὅπου ὡσαύτως ἐδίδαξαν διακεκριμένοι μουσικοί – κατηρτίσθησαν εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν Μουσικήν καί ἐπήνδρωσαν ἐπί δεκαετίας τά ἱερά τῆς Πόλεώς μας ἀναλόγια.
Τὴν πολυσχιδῆ καί πολυεπίπεδον αὐτήν δρᾶσιν τοῦ Συνδέσμου μετ’ ἀγάπης καί στοργῆς πολλῆς ἐπέβλεψαν, κατηύθηναν καί ποικιλοτρόπως ὑποβοήθησαν, οἱ δεκατέσσαρες ἀπό ἱδρύσεως τοῦ Συνδέσμου ἕως σήμερον πρός τοῦτο ταχθέντες κληρικοί, Μεγάλοι Ἀρχιδιάκονοι τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, μέ πρῶτον ἀσφαλῶς τόν Ἱδρυτικόν Πρόεδρον τοῦ Συνδέσμου Μέγαν Ἀρχιδι-άκονον Γεώργιον Ὀρφανίδην, τόν μετέπειτα Μητροπολίτην Καρπά-θου καί Κάσου, ἀλλά καί τόν πρό ὀλίγων μηνῶν κοιμηθέντα Μουσικολογιώτατον καί λογιώτατον Μητροπολίτην Πέργης κυρόν Εὐάγγελον τόν Γαλάνην, ὅστις ἐπί σχεδόν μίαν πεντηκονταετίαν ὑπῆρξεν ὁ Ἐπίτιμος Πρόεδρος αὐτοῦ.
Ἐφ’ ᾧ καί μετά μεγάλης συγκινήσεως χαιρετίζω, ἀπό τῆς θέσεως τοῦ Μ. Ἀρχιδιακόνου, τήν σημερινήν ἐκδήλωσιν καί ἰδιαιτέρως τήν μετά χείρας ἐπετειακήν ἔκδοσιν, ὑπό τόν τίτλον «Σύνδεσμος Μουσικοφίλων Πέραν, 1948 – 2018: Ἑβδομήντα ἔτη ζωῆς καί δράσεως», διά τῆς ὁποίας ἐπιχειρεῖται ποιά τις σύντομος, πλήν ὅμως σφαιρική σκιαγράφησις τῶν τόσων πολλῶν καί σπουδαίων κατά τά ἑβδομήκοντα αὐτά ἔτη ἐντός τῶν ὁρίων τῆς δράσεως τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ σωματείου διαδραματισθέντων, καί ἐκ μέσης καρδίας συγχαίρω τό ὑπό τόν Ἄρχοντα β’ Δομέστιχον τῆς Μ.τ.Χ.Ε. κ. Γεώργιον Μπακόπουλον Διοικητικόν Συμβούλιον τοῦ Συνδέσμου διά τήν εὔστοχον πρωτοβουλίαν ταύτην, εὐχόμενος ἅμα ὅπως ἀξιωθῶμεν ἅπαντες ἀπό κοινοῦ, ὑπό τήν σκέπην πάντοτε τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τοῦ σεπτοῦ Προκαθημένου αὐτῆς, ἵνα ἑορτάσωμεν πολλάς ἀκόμη ἐπετείους τοῦ αἰσίως ἐφέτος συμπληροῦντος ἑβδομηκονταετίαν Συνδέσμου Μουσικοφίλων Πέραν.