Το Διεθνές Δίκαιο και οι τουρκικές διεκδικήσεις
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Ι. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ*
Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία επικαλούνται διαρκώς το Διεθνές Δίκαιο για να θεμελιώσουν τις θέσεις τους στις μεταξύ τους διαφορές, αλλά παρόλα αυτά οι διαφωνίες παραμένουν. Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα ως προς το τι πράγματι ορίζει το Διεθνές Δίκαιο επί των επίμαχων θεμάτων επί των οποίων διαφωνούν οι δύο χώρες.
Ισχυρίζεται η Τουρκία ότι με τη Συνθήκη της Λοζάνης η Ελλάδα δεν απέκτησε την κυριαρχία όλων των νησιών του Αιγαίου αλλά ορισμένων από αυτά, επομένως τα υπόλοιπα νησιά ανήκουν στην Τουρκία, ως καθολικής διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, τουναντίον, από τη διατύπωση του άρθρου 12 της Συνθήκης προκύπτει ακριβώς το αντίθετο. Στο άρθρο 12, ορίζεται ότι «επικυρώνεται η κυριαρχία της Ελλάδας επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου εξαιρουμένων των νήσων Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών (Μαυρυών), καθώς και των νήσων των κειμένων σε απόσταση μικροτέραν των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή, αι οποίαι παραμένουν υπό την τουρκική κυριαρχία». Επίσης, «δεν περιέρχονται στην Ελλάδα οι νήσοι που τελούν υπό την κυριαρχία της Ιταλίας», οι οποίες αργότερα, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, εκχωρήθηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Με βάση τη γραμματική ερμηνεία του ανωτέρω άρθρου, στην Ελλάδα περιήλθαν κατά πλήρη κυριαρχία όλα τα νησιά του Αιγαίου πλην των τριών κατονομαζομένων νήσων και όλων των νήσων, που απέχουν από την «ασιατική ακτή» μέχρι τρία ναυτικά μίλια (ν.μ.), οι οποίες περιήλθαν στην Τουρκία. Τι ποιό σαφές!
Από τη γραμματική ερμηνεία του ανωτέρω άρθρου της Συνθήκης των Παρισίων, καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα απέκτησε από την Ιταλία, εν πλήρει κυριαρχία, όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό νησιά καθώς και τις παρακείμενες νησίδες.
Επιπλέον, το άρθρο 16 της Συνθήκης της Λοζάνης ορίζει ότι «η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθεί αυτή δια της παρούσης Συνθήκης».
Περαιτέρω, το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λοζάνης ορίζει ότι η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστιν, της Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας, και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων ως και της νήσου Καστελόριζου.
Ως προς την στρατιωτικοποίηση των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, είναι αλήθεια ότι δυνάμει του άρθρου 13 της Συνθήκης της Λοζάνης, «προς εξασφάλισην της Ειρήνης επιβάλλεται στην Ελληνική κυβέρνηση η υποχρέωση όπως εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου». Επίσης, δυνάμει του άρθρου 14, Παρ. 2. Της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατικοποιμέναι.
Εάν η Ελλάδα διατηρεί πράγματι ορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις ή εγκαταστάσεις στις ανωτέρω νήσους, αυτό δεν γίνεται για επιθετικούς σκοπούς, αλλά προς άσκηση του υπό του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ αναγνωριζόμενου δικαιώματος νομίμου αμύνης κάθε κράτους και οφείλεται στην συνεχή απειλή που δέχονται επί δεκαετίες τα ελληνικά νησιά από την Τουρκία, καθώς και από την ίδρυση της τουρκικής στρατιάς του Αιγαίου απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Επομένως, πρόκειται για άσκηση δικαιώματος νομίμου αμύνης, που γίνεται για «εξασφάλιση της Ειρήνης» και προβλέπεται από τον Χάρτη του ΟΗΕ. Άλλωστε, η Ελλάδα ουδέποτε έχει απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.
Όσον αφορά τις θαλάσσιες ζώνες, χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) κλπ, όλα αυτά ρυθμίζονται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση αυτή, παρά ταύτα όμως δεσμεύεται από τις διατάξεις της διότι, όπως έχει κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, οι διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης δεσμεύουν και τα κράτη, που δεν την έχουν υπογράψει, ως διεθνές εθιμικό δίκαιο.
Η Σύμβαση αυτή προβλέπει, στα άρθρα 2 και 3, ότι η κυριαρχία κάθε παράκτιου κράτους εκτείνεται στην παρακείμενη θαλάσσια ζώνη, που ορίζεται ως χωρική θάλασσα. Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίζει το εύρος της χωρικής του θάλασσας, το οποίο δεν υπερβαίνει τα δώδεκα (12) ν.μ.. Στην περίπτωση που δύο χώρες είναι αντικείμενες ή συνορεύουσες, τότε για τον καθορισμό των χωρικών τους υδάτων ισχύει η μέση γραμμή.
Η Ελλάδα, για τη διευκόλυνση της διεθνούς ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο, έχει καθορίσει το εύρος των χωρικών της υδάτων στα έξι (6) ναυτικά μίλια, δυνάμει όμως των ανωτέρω άρθρων της Σύμβασης για το δίκαιο της Θάλασσας έχει το δικαίωμα να τα επεκτείνει ανά πάσα στιγμή μέχρι τα δώδεκα (12) ν.μ. Το δικαίωμα αυτό ασκείται μονομερώς από κάθε παράκτιο κράτος και δεν εξαρτάται από τη συναίνεση κανενός άλλου κράτους. Επομένως, το «Ψήφισμα της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης» το οποίο ορίζει ότι η τυχόν επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας πέρα των έξι ν.μ αποτελεί αιτία πολέμου (casus belli) είναι νόμω αβάσιμο, παράνομο και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου.
Ισχυρίζεται η Τουρκία ότι η Ελλάδα, έχοντας ορίσει τον εθνικό εναέριο χώρο της στα δέκα (10) ναυτικά μίλια, παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο ενώ θα έπρεπε, κατ’ αυτήν να είχε τα έξι ν.μ., όσο είναι και τα χωρικά της ύδατα. Η απάντηση είναι ότι αφού η Ελλάδα, κατά τα ανωτέρω, έχει ανά πάσα στιγμή το αποκλειστικό δικαίωμα να επεκτείνει μονομερώς τα χωρικά της ύδατα και κατά συνέπεια και τον εθνικό εναέριο χώρο της μέχρι τα δώδεκα ναυτικά μίλια, γιατί δεν μπορεί να επεκτείνει μόνο τον εναέριο χώρο της στα δέκα; Αν δε η Τουρκία ενοχλείται τόσο πολύ από αυτή τη διαφορά, η Ελλάδα μπορεί να επεκτείνει, αύριο, τα χωρικά της ύδατα στα 10 ν.μ, για να παύσει η τουρκική ενόχληση.
Ως προς την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), σύμφωνα με το άρθρο 55 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, ως ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της χωρικής θάλασσας περιοχή.
Στην ΑΟΖ η παράκτια χώρα έχει, μεταξύ άλλων, κυριαρχικά δικαιώματα εξερεύνησης, εκμετάλλευσης, διατήρησης και διαχείρισης των φυσικών πόρων. Η ΑΟΖ δεν εκτείνεται πέραν των διακοσίων ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεως από τις οποίες μετράται το εύρος της χωρικής θάλασσας.
Ως προς την υφαλοκρηπίδα, το άρθρο 76 της Σύμβασης ορίζει ότι η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της χωρικής του θάλασσας….. σε μια απόσταση 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης. Επί της υφαλοκρηπίδας το παράκτιο κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει και να ρυθμίζει τις γεωτρήσεις για όλους τους σκοπούς.
Θαλάσσιες ζώνες δεν έχει μόνο η ηπειρωτική χώρα, όπως ισχυρίζεται η Τουρκία, αλλά και τα νησιά. Σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης για το δίκαιο της Θάλασσας, τα νησιά έχουν χωρική θάλασσα, Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, που καθορίζονται όπως και στην ηπειρωτική χώρα, εξαιρουμένων των βράχων που δεν μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση και δική τους οικονομική ζωή.
Η οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα κράτη προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο μέρος ΧV, όπου το άρθρο 279 της Σύμβασης ορίζει ότι τα κράτη θα πρέπει να επιλύουν οποιαδήποτε μεταξύ τους διαφορά σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της Σύμβασης με ειρηνικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 33 παρ. 1 του Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό είναι που επί δεκαετίες ζητάει η Ελλάδα.
Αυτές είναι οι διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου που ρυθμίζουν τα επίμαχα θέματα μεταξύ των δύο χωρών και είναι απορίας άξιον πως η Τουρκία τολμάει να ισχυρίζεται ότι οι διεκδικήσεις της είναι σύμφωνες με το Διεθνές Δίκαιο. Είναι επίσης απορίας άξιον πως τα άλλα κράτη και οι Διεθνείς Οργανισμοί ανέχονται αυτή τη συμπεριφορά της Τουρκίας.
* Ο κ. Παναγιώτης Ι. Κανελλόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής του Δικαίου της ΕΕ, καθηγητής ευρωπαϊκής έδρας Jean Monnet, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρώην μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Υπουργείου Εξωτερικών.
ΠΗΓΗ: “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Αθηνών
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους