ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ
∆ιπλωµατική εργασία του ΝΙΚΟΛΑΟΥ Σ. ΤΣΙΡΕΛΗ, που υποβλήθηκε στο Τµήµα Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.
Έξι χρόνια , πριν από την χορήγηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Τόμου Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, η διπλωματική εργασία του κ. Νικόλαου Σ. Τσιρέλη, δίνει αποστομωτική απάντηση στις κατηγορίες , που εκτοξεύουν εδώ και δύο χρόνια κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και των Εκκλησιών Κύπρου και Ελλάδος, η Μόσχα και Εκκλησίες και Ιεράρχες , που δέχονται την ασφυκτική πίεση και ενίοτε τους εκβιασμούς της ή για δικούς τους λόγους θέλουν να συμπλέουν μαζί της. Βέβαια, υπάρχουν και Ορθόδοξες Εκκλησίες, που δεν αναγνώρισαν ακόμα την Ουκρανία, αλλά δεν έχουν συνταυτιστεί με την Μόσχα και την αντιεκκλησιολογική προπαγάνδα της. H διπλωματική εργασία υποβλήθηκε στο Τµήµα Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ) .
Σύμβουλος καθηγητής στην εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας ήταν ο διακεκριμένος Κύπριος καθηγητής , Θεόδωρος Γιάγκου, του οποίου γνωστικό Αντικείμενο είναι : Πηγές Κανονικού Δικαίου.
O καθηγητής κ. Θεόδωρος Γιάγκου είναι Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Διδάσκει Κανονικό Δίκαιο στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
Ο Νικόλαος Σ. Τσιρέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Δικηγόρος Λάρισας, πτυχιούχος της Νομικής και τελειόφοιτος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στην Ειδίκευση του Κανονικού Δικαίου του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ. Έχει παρουσιάσει ομιλίες σε πολλές πόλεις αναφορικά με τα ελληνικά Εθνικά θέματα, την παρουσία του Ελληνισμού στη Χερσόνησο του Αίμου, τον Εύξεινο Πόντο και την Εγγύς Ανατολή, καθώς και τη γεωπολιτική και ενεργειακή θέση της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Στον πρόλογο της εργασίας του ο Νικόλαος Σ. Τσιρέλης σημειώνει ότι , σύµφωνα µε το Μητροπολίτη Τυρολόης και Σερεντίου , μακαριστό Παντελεήµονα Ροδόπουλο, η πιο αξιόπιστη µέθοδος διερεύνησης τουπεριεχοµένου του Κανονικού ∆ικαίου είναι η «ιστορικοδογµατική», διότι «αφ’ ενός µεν ερευνά και κατανοεί τας δογµατικάς και θεολογικάς προϋποθέσεις του Κανονικού ∆ικαίου, αφ’ ετέρου δε την ιστορίαν αυτού, τα ιστορικά πλαίσια εντός των οποίων ανεπτύχθη»
Ο Ν. Τσιρέλης επισημαίνει ότι διαχρονικά, η παροχή καθεστώτος εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας σε µία εθνική οµάδα και η απόσχισή της από τη «µητέρα-Εκκλησία» ήταν άρρηκτα συνδεδεµένη, πλέον των άλλων, µε την απόκτηση εθνικής ανεξαρτησίας και αυτοδιοίκησης και την αποκοπή αυτής από την υπέρτερη και ευρύτερη κρατική εξουσία, συνήθως «αυτοκρατορική» και
πολυεθνική. Σε ορισµένες περιπτώσεις προηγείται η δηµιουργία κρατικής υπόστασης, ενώ σε άλλες προηγείται η ανακήρυξη, de facto ή
de jure, διακριτής εκκλησιαστικής αρχής και δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο η διαµόρφωση της υπάρχουσας σήµερα( 2013) εκκλησιαστικής κατάστασης στο χώρο της Ορθοδοξίας, µε τις δεκατέσσερις (14) Αυτοκέφαλες, κατά τόπους, Εκκλησίες, είναι, εν πολλοίς, αποτέλεσµα των ιστορικών συγκυριών και της εν γένει ιστορικής εξελίξεως των λαών της Ευρωπαϊκής ηπείρου, ιδιαίτερα κατά τη Βυζαντινή περίοδο και τους νεώτερους χρόνους.
“Η µελέτη των διατάξεων του κοσµικού ∆ικαίου, των Ιερών
Κανόνων και της Εκκλησιαστικής παράδοσης, καθώς και το ενδιαφέρον
και η ενασχόλησή µου µε τη Βυζαντινή και τη Σύγχρονη Ιστορία, µου
δηµιούργησαν την επιθυµία, µε την συνεξέταση των από κάθε
προέλευση προερχοµένων στοιχείων, να ερευνήσω τις βαθύτερες
σχέσεις που συνδέουν τα ανωτέρω και που οδήγησαν στη
διαµορφωθείσα κατάσταση στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνο
µέσα από το πρίσµα της εκάστοτε ιστορικής πραγµατικότητας και των
ιστορικών δεδοµένων και συγκυριών της κάθε εποχής, µπορούν να
ερµηνευτούν, όσο το δυνατόν ακριβέστερα, οι λόγοι και οι αιτίες που
οδήγησαν στη χάραξη συγκεκριµένης εκκλησιαστικής πολιτικής, στη
διατύπωση και καταγραφή των Ιερών Κανόνων και στη διαµόρφωση της
Εκκλησιαστικής Παράδοσης”, γράφει ο Ν. Τσιλένης και προσθέτει:
“Αφορµή για τη συγγραφή της παρούσας ∆ιπλωµατικής Εργασίας, στο πλαίσιο του Προγράµµατος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τµήµατος Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, απετέλεσε η εσχάτως αναφυείσα διχογνωµία µεταξύ αφ’ ενός του Οικουµενικού Πατριαρχείου και αφ’ ετέρου του Πατριαρχείου Μόσχας, αναφορικά µε τον τρόπο ανακηρύξεως µίας Εκκλησίας ως Αυτοκεφάλου. Στην παρούσα ∆ιπλωµατική Εργασία θα εκθέσουµε τη διαδικασία µε την οποία ανακηρύχθηκαν αυτοκέφαλες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες κατά το 19ο και 20ό αιώνα, και ειδικότερα οι Εκκλησίες της Ρωσίας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Τσεχίας–Σλοβακίας, καθώς και την εξέλιξη του ∆ιορθόδοξου διαλόγου κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αναφορικά µε το Αυτοκέφαλο και τον τρόπο ανακήρυξης του.
Ο Νικόλαος Σ. Τσιρέλης
Το «Αυτοκέφαλο» ως εκκλησιαστικός θεσµός δεν έχει προβλεφθεί και δεν έχει προκαθοριστεί από τους Ιερούς Κανόνες εξ αρχής, στατικά και µε απόλυτη ακρίβεια. Τον γέννησε η ιστορική πορεία της Εκκλησίας µέσα από την ανά τους αιώνες εµπειρία της, µε αποτέλεσµα και η µορφή και τα όριά του να εµφανίζονται σε µια κατάσταση ανοιχτή σε προσαρµογές, εξέλιξη και κατά περίπτωση διαµόρφωση10 . Ο Κανονικός όρος «Αυτοκέφαλο», που απορρέει από τη σύνθεση των δυο λέξεων αυτός (=ο ίδιος) και κεφαλή –ετυµολογικά “από το δικό του κεφάλι”– σηµαίνει το δικαίωµα που χορηγείται στην Εκκλησία –στην τοπική σύνοδο των Επισκόπων– µιας συγκεκριµένης περιοχής (τοπικά) να ορίσει κανονικά, να εκλέξει, να διατάξει και να δικάσει (κρίνει) τον εαυτό της (µε τα δικά της µέσα) τη δική της Αρχή (Πατριαρχική ή Αρχιεπισκοπική), ενώ, επίσης, εκφράζει και προσδιορίζει µια διοικητική εκκλησιαστική δικαιοδοσία11 . Ο όρος «Αυτοκέφαλη» Εκκλησία εισήχθη µε την πάροδο του χρόνου, όχι µε την έννοια ότι αποτελεί µια ανεξάρτητη Εκκλησία που δεν έχει σχέση µε την καθόλου Εκκλησία, αλλά µε την έννοια ότι αποτελεί µια ενιαία εκκλησιαστική διοίκηση και καθορίζει τα της εκλογής, χειροτονίας και δίκης των Επισκόπων και ρυθµίζει όλα τα εκκλησιαστικά θέµατα της τοπικής Εκκλησίας, αλλά έχει οπωσδήποτε σύνδεσµο µε όλη την Εκκλησία, ιδιαιτέρως µε τη Μητέρα των Εκκλησιών, το Οικουµενικό Πατριαρχείο. ∆εν
πρόκειται για αυτόνοµη και ανεξάρτητη κεφαλή, που ξεχωρίζεται από την ενιαία και µία κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά για την
διοικητική ελευθερία µέσα στο ενιαίο Σώµα του Χριστού, σύµφωνα µε το πρότυπο του µελισµού του ευχαριστιακού άρτου.
Αυτοκεφαλία, δε σηµαίνει διχαστικότητα, διαίρεση. Μια Εκκλησία αυτοκέφαλη, ως τοπική Εκκλησία διοικείται από την δική
της «Αγία Σύνοδο όλων των Επισκόπων (εν ενεργεία)», η οποία, από μόνη της –σύµφωνα µε το κανονικό δικαίωµα που της παρέχεται από την Εκκλησία– καθορίζει το πρωτείο της και διαχειρίζεται ελεύθερα τις σχέσεις της µε τις κρατικές αρχές και τις άλλες Εκκλησίες”
Ειδικά για την Ρωσίας τονίζει ότι , “σύµφωνα µε το Κανονικό ∆ίκαιο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η Εκκλησία της Ρωσίας, που ιδρύθηκε από Βυζαντινούς Ιεραποστόλους, έπρεπε να υπαχθεί κανονικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, κατ’ εφαρµογή του ΚΗ΄ Κανόνος56 της ∆΄ Οικουµενικής Συνόδου . Αναφορές στον τρόπο οργάνωσης και σχέσης της µε τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως κάνουν ο Νείλος ∆οξαπατρή και ο Θεόδωρος Βαλσαµών , σύµφωνα µε τους οποίους, το Οικουµενικό Πατριαρχείο διατηρεί το δικαίωµα να χειροτονεί και αποστέλλει το «Μητροπολίτη Κιέβου» στη Ρωσική Εκκλησία.
Η ανάπτυξη της Ρωσικής εθνικής και θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας, περί τα µέσα του 14ου αιώνα, θα οδηγήσει στην άρνηση της ρωσικής πλευράς να δεχτεί Μητροπολίτη χειροτονηµένο στην Κωνσταντινούπολη και µε αφορµή την υπογραφή, εκ µέρους της Μητρός Εκκλησίας, της ένωσης µε την παπική στη Σύνοδο Φερράρας–Φλωρεντίας (1438-1439), η Κωνσταντινούπολη τόσο στη ρωσική πολιτική όσο και στη συνείδηση των Ρώσων πιστών κατατάσσεται πλέον µεταξύ των αιρετικών–ουνιτικών εκκλησιών, ενώ αρχίζει να καλλιεργείται η αντίληψη ότι η µόνη Εκκλησία που είναι προορισµένη να διαφυλάξει την Ορθόδοξη πίστη είναι η Ρωσική.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεµίας δέχθηκε, στις 26 Ιανουαρίου 1589, να αναγορευτεί ο Μητροπολίτης Μόσχας Ιώβ σε Πατριάρχη , µε τον τίτλο του «Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών και των υπερβορείων µερών», ο οποίος έγινε ο «πέµπτος Πατριάρχης» , συναριθµούµενος µε τους άλλους τέσσερις και κρατώντας µερίδιο από την άξια τους. Έµελλε να αναγνωρίσει «και κεφαλήν και πρώτον έχειν και νοµίζειν τον αποστολικόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, ως και οι λοιποί έχουσι Πατριάρχαι». Οι Ρώσοι, αφού πέτυχαν το σκοπό τους, άρχισαν έντεχνα να παρουσιάζουν νέους όρους, που έκαναν την πρόταση λιγότερο ελκυστική, υποχρεώνοντας έτσι τον Ιερεµία να την απορρίψει υποδεικνύοντας την ανάγκη εκλογής Ρώσου Πατριάρχη. Από τη Σύνοδο του 1590 απουσίαζε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς και γι’ αυτό κατ’ επιθυµία της Ρωσικής Κυβέρνησης συνεκλήθη εκ νέου Σύνοδος το 1593, µε τη συµµετοχή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, η οποία επικύρωσε την ίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας. Η ενθρόνισή του έγινε από τον Οικουµενικό Πατριάρχη Ιερεµία Β΄ στον Καθεδρικό Ναό Κοιµήσεως της Θεοτόκου Κρεµλίνου. Ο Πατριάρχης Ιώβ εκοιµήθη το 1607. Η Ρωσική Σύνοδος τον ανακήρυξε Άγιο το 1989, µε την ευκαιρία της συµπληρώσεως 400 ετών από την ανύψωση της Ρωσικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο.
Η εξέλιξη των γεγονότων καταδεικνύει την κυρίαρχη από τότε αντίληψη ότι ο Οικουµενικός Πατριάρχης, ως άµεσος κληρονόµος των υπολειµµάτων της Βυζαντινής εξουσίας, παρέµενε στη συνείδηση και στα πιστεύω, όλων των Ορθοδόξων, ακόµη και των φιλόδοξων ηγετών της Ρωσίας, ο φυσικός και νόµιµος φορέας της εκκλησιαστικής εξουσίας, ο µόνος που µπορούσε να προσδώσει Κανονικότητα και κύρος στο Πατριαρχικό αξίωµα της Μόσχας, το οποίο υποχρεωτικά έπρεπε να εκπορευθεί από τον Οικουµενικό Θρόνο. Αυτό επιβεβαιώνει τη σταθερή και αδιασάλευτη αντίληψη των Ορθοδόξων λαών της Ανατολής, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και µέχρι σήµερα, ότι η πρωτοβουλία για την ανύψωση µιας Εκκλησίας σε Πατριαρχείο και συνακόλουθα η αναγνώριση µιας Εκκλησίας ως «Αυτοκεφάλου», ανήκε, και όσο ισχύει αυτή η παράδοση θα ανήκει, στο Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ………………………………………………….. 4
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………………….. 9
∆ΙΑ∆ΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………….. 18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ …………………………………………………… 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ & ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ
Εκκλησιολογικές προϋποθέσεις …..………….…..………………… 23
Ο θεσµός του Αυτοκεφάλου ………………..……………..………. 26
Η καθιερωθείσα από τις Συνόδους πρακτική ……………………………. 31
Το Αυτοκέφαλο µετά τις Οικουµενικές Συνόδους ……………………… 33
Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη χορήγηση Αυτοκεφάλου ……… 35
Το Αυτοκέφαλο κατά τους νεώτερους χρόνους …..……..………… 38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Η Εκκλησία της Ρωσίας ..…………………………………….…….. 45
Η Εκκλησία της Βουλγαρίας ……………..…..………….…….…… 55
Η Εκκλησία της Σερβίας ………………………..……..…………… 74
Η Εκκλησία Τσεχίας & Σλοβακίας ………..……………………….. 89
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ∆ΙΟΡΘΟ∆ΟΞΟΥ ∆ΙΑΛΟΓΟΥ
Η αρχή της πορείας ………………………………………………. 103
Τα πρώτα στάδια ……..…………………………..………………. 107
Α΄ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (Ρόδος, 1961) ……………………… 108
Β΄ & Γ΄ Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις (Ρόδος, 1963 & 1964) ……… 110
∆΄ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (Σαµπεζύ, 1968) …..……..………..… 110
∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Σαµπεζύ, 1971) …. 112
Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος ∆ιάσκεψη (Σαµπεζύ, 1976) …… 113
Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος ∆ιάσκεψη (Σαµπεζύ, 1982) …… 115
∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Σαµπεζύ, 1986) …. 116
Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος ∆ιάσκεψη (Σαµπεζύ, 1986) …… 118
∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Σαµπεζύ, 1990) …. 121
∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Σαµπεζύ, 1993) ….. 122
Σύναξη Ορθοδόξων Προκαθηµένων (Κων/πολη, 2008) ………..… 130
∆΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος ∆ιάσκεψη (Σαµπεζύ, 2009) ……… 132
∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Σαµπεζύ, 2009) …. 133
∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Σαµπεζύ, 2011) ….. 138
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆΄
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ & ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το σηµερινό «αδιέξοδο» ..……………..…………………….…… 142
Το ιστορικό της διαφωνίας – Η άποψη της Μόσχας …..………… 146
Συµπεράσµατα …………………………………………………. 153
9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγές & Βοηθήµατα
*Παρατίθεται αυτούσια η διπλωματική εργασία του κ. Νικόλαου Σ. Τσιρέλη
ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ by ARISTEIDIS VIKETOS on Scribd