ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ

ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ

Του Μητροπολίτη 

Γέροντος Χαλκηδόνος 

Αθανασίου

 

“Μέγας εἶναι, ὁ πτωχὸς ἐν τῷ πλούτῳ”

(Σενέκας)

 

Μεταξὺ τῶν πολλῶν λησμονημένων Ἀγιασμάτων τῆς Βασιλευούσης, τῶν συγκινητικῶν καὶ τούτων σεβασμάτων τῆς Ρωμιοσύνης, εὑρίσκετο καὶ τὸ ταπεινόν, κεκρυμμένον καὶ παλαιότερα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φτωχοῦ στὸ Kızıltoprak τῆς Χαλκηδόνος, δεξιόθεν τῆς ὁδοῦ πρὸς τὸν ἱ. ναὸν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Καλαμησίων.

Κατὰ τὸ 2018 ἐπὶ προϊσταμενίας Πρωτοπρ. Ναυκρατίου ὁ νέος νεωκόρος τοῦ ναοῦ, ἀνεκάλυψε ἐντὸς σωροῦ παλαιῶν μικρῶν ἱ. εἰκόνων εἰς τὸν γυναικωνίτην περὶ τὰς 15, αἱ ὁποῖαι ἐζητήθη ἀπ’ αὐτὸν νά “καρατομηθοῦν” διὰ καύσεως εἰς τὴν θερμάστραν ξύλων τοῦ ναοῦ αὐθαιρέτως ὑπὸ τοῦ Ἀντωνίου Καλφάκη, προέδρου, ὡς μὴ ὤφελε, τῆς Ἐφοροεπιτροπῆς τοῦ ναοῦ, καὶ μίαν μεγαλυτέραν τοῦ Ἁϊ-Γιώργη τοῦ Φτωχοῦ, προερχομένην ἐκ τοῦ ὁμωνύμου Ἁγιάσματος. Οὗτος εὐτυχῶς τὴν παρέδωσεν εἰς τὸν Ἱερομ. Ἐλευθέριον Ἀλοῦκον, Προϊστάμενον τοῦ Ἀϊ-Γιάννη πρὸς συντήρησιν, διασώσας τοιουτοτρόπως αὐτήν.

Τὸ Ἁγίασμα τοῦτο ἦτο πολὺ παλαιόν, ἡ δὲ ἐφέστιος εἰκόνα του, τοῦ 1802. Ὁ ἑκάστοτε ἐφημέριος τῶν Καλαμησίων μετέβαινε εἰς αὐτὸ συχνάκις καὶ ἐτέλει ἁγιασμὸν καὶ παράκλησιν. Ὁ κόσμος ὅμως τῆς περιοχῆς ἐδυσκολεύετο διὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ εὐλαβεῖτο τὸν Ἁϊ-Γιώργη καὶ δὲν ἠμποροῦσεν νὰ προσφέρει πολλά, οὕτως δὲ ἔλαβε τὸ προσωνύμιον “ὁ Φτωχός“.

Εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Ἁγιάσματος ἔχουν κτισθεῖ σήμερον, ἀπέναντι ἀκριβῶς τοῦ τεμένους Zühtü-Paşa εἰς τὴν ἄκρην ἑνὸς κήπου μὲ φυτείαν ἄλλοτε καὶ καστανιάς. Μεταξὺ λοιπὸν τῶν πολυκαταστημάτων Carrefour, Mopaş, καὶ τοῦ ζαχαροπλαστείου Mado, ὑπάρχει κενὸς χῶρος ὅπου ἔκειτο τὸ Ἁγίασμα, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἠμπόρεσαν ποτὲ νὰ κτίσουν ἢ νὰ τὸν ἀξιοποιήσουν οἱ ἰδιοκτῆται του, καὶ ὁ ὁποῖος παραμένει κενὸς μέχρι σήμερον! Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀγροτεμαχίου ἦτο πλούσιος ἐπιχειρηματίας. Ὅταν δὲ ἐζήτησε νὰ τὸ ἐκκενώσουν ὥστε νὰ κτισθεῖ πολυκατοικία, μετὰ μερικὰ ἔτη ἀπεβίωσε, ὅπως καὶ ἡ οἰκογένειά του ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν υἱόν του. Εἰς τὸ σημεῖον μάλιστα αὐτὸ ὅποτε ἔστρωναν σκυρόδεμα, τὴν ἑπομένην ἡμέραν αὐτὸ δὲν ἐστερεοποιεῖτο ἀλλὰ ἐγίνετο χῶμα! Ἄγνωστον τέλος ἐὰν εἶχον καὶ ἄλλους κληρονόμους ἤ τὸ Ἁγίασμα περιῆλθεν εἰς τὴν κατοχὴν τοῦ κράτους, ὑπηρεσίας ἤ τραπέζης τινός. Τοιαῦτα δὲ συνέβαινον συχνά καὶ εἰς ἄλλα τινὰ Ἁγιάσματα τὰ ὁποῖα ἔκειντο ἑντὸς οἰκίας τινός, ὅπως προσφάτως εἰς τὸν Ἁϊ-Γιάννη Πασαλιμανίου τοῦ Κουσγουντζουκίου[i].

Τὸ Ἁγίασμα εὑρίσκετο ἐντὸς ξυλίνης καλύβης μετὰ κεραμοσκεπῆς. Εἰς τὸ ἐσωτερικόν του ὑπῆρχεν πίδαξ μετὰ μονοκόμματου μαρμαρίνου περιστομίου[ii]. Οἱ παλαιοὶ ἰδιοκτῆται του τὸ 1958 περίπου ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἐφοροεπιτροπὴν τοῦ Ἁϊ-Γιάννη νὰ τὸ ἐκκενώσουν καὶ νὰ μὴν χρησιμοποιηθεῖ καὶ πάλιν. Ἐφ’ ὅσον δὲ τοῦτο ἀνῆκε εἰς τὸν ναὸν αὐτόν, τὸ ἄδειασαν καὶ μερικαὶ εἰκόνες του οἱ ὁποῖες, ὡς “μαῦρα ξύλα”[iii] δὲν ἠδύναντο νὰ διασωθῶσιν!, ἐστάλησαν ὑπὸ τῆς τότε Ἐφοροεπιτροπῆς τοῦ ναοῦ εἰς τὸ Πατριαρχεῖον διὰ νὰ καῶσιν ὡς συνήθως κατὰ τὴν ἔψησιν τοῦ Ἁγίου Μύρου. Βεβαίως τότε ἡ ἔννοια τῆς συντηρήσεως ἦτο ἄγνωστος σχεδόν, κατεστραφέντων ἢ κλαπέντων πολλῶν ἀριστουργημάτων[iv].

Τέλος ἡ εἰκὼν του εἶναι ἐπὶ πανὼ καὶ ξύλου (0,36 x 0,51,5). Παριστᾶ τὸν Ἁγ. Γεώργιον ὡς Δρακοκτόνον, ἔφιππον ἐπὶ λευκοῦ ἵππου, στρατιωτικὸν μετὰ δόρατος καὶ χρυσίζουσαν ἐκ μανδύου ἐνδυμασίαν ἐπὶ καστανοπρασίνου τοπίου, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ὑπῆρχεν χρυσοῦν φόντο. Κάτωθεν δὲ τοῦ ἀλόγου εἰκονίζεται λίαν μικρὰ ἡ πριγκήπισσα τὴν ὁποίαν ἔσωσεν ἐκ τοῦ δράκοντος. Ἐπὶ τῆς ρἀχεώς του εὑρίσκεται παιδίον, τὸ ὁποῖον ἠλευθέρωσεν ἐκ τῆς ἁρπαγῆς τῶν Σαρακηνῶν.

Ὁ δράκων εἶναι μέγας, ὄρθιος, γκριζομέλανος μετ’ ἐρυθρῶν “πτερῶν” καὶ πούλιας. Εἰς τὴν ἄνω δὲ δεξιὰν γωνίαν ὑπάρχει ὁ Χριστὸς ἐπὶ νεφῶν, εὐλογῶν καὶ εἰς τὴν ἀριστερὰν Ἄγγελος. Κάτωθεν Αὐτοῦ εὑρίσκεται τεῖχος φρουρίου μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης. Εἰς τὴν κάτω παρυφὴν μία μικρογράμματος ἐκ τριῶν σειρῶν δυσανάγνωστος καὶ ἀφιερωματικὴ μᾶλλον ἐπιγραφὴ ρουφετίου τινός, ἐλλειπής. Ἡ εἰκὼν εἶχεν καὶ ἀργυροῦν ὑποκάμισον, μὴ ὑπάρχον βεβαίως σήμερον. Τὸ ἔργον τέλος εἶναι λαϊκῆς τεχνοτροπίας μαριονετικοῦ πως χαρακτῆρος, καὶ εἰς οὐχὶ καλὴν κατάστασιν (σκωληκόβρωσις, ἀμαυρώσεις ἐκ τῶν κηρίων καὶ τοῦ θυμιάματος, ἀποφλοιώσεις κλπ.). Συνετηρήθη δὲ ὑπὸ τῆς A.-M. Pertan.

Ὁ γράφων εὐχαριστεῖ καὶ ἀπὸ τὴν θέσιν αὐτὴν τὰς κ. Ἀ. Ἀργυροῦ, Ἀ. Χονδρογιωργάκη καὶ Β. Μπέκα διὰ τὰς πολυτίμους πληροφορίας των, καὶ τὸν Ἱερομ. Ἐλευθέριον διὰ τὴν ἐργώδη ἔρευνάν

[i] – A. Papas (Χαλκηδόνος),, Τὸ Ἁγίασμα τοῦ Ἁϊ-Γιάννη στὸ Πασάλιμανι, Ἀπογευματινή 28.1.95 (2020) 3.

[ii] – Ν. Ἀτζέμογλου, Τ’ Ἁγιάσματα τῆς Πόλης, Ἀθήνα 1990, 139.

[iii] – W. Soluchin, Schwarze Bretter, Σάλτσμπουργκ 1978, 129-131.

[iv] – A. Papas (Χαλκηδόνος), Die Verbrennung der “ausgedienten” heiligen Ikonen, Hermenia ἀρ. 4, 8 (1992) 203-210.

 

Share this post