Θεσμική άμυνα και επίθεση
Του Μάριου Ευρυβιάδη*
H Τουρκία ασκεί ασφυκτική πίεση πάνω στο κυπριακό κράτος. Επιδιώκει να το καταλύσει. Γνωρίζει πως όσο υφίσταται και λειτουργεί κυπριακό κράτος στην ανατολική Μεσόγειο οι ιμπεριαλιστικές της φιλοδοξίες να καταστεί ηγεμονική δύναμη στη περιοχή, να προσπορίζεται οικονομικά και πολιτικά οφέλη – και στην περίπτωση των κατοίκων της Κύπρου να τους μετατρέψει σε σατράπηδες της εσαεί – δεν μπορούν να υλοποιηθούν.
Μόνο με τον έλεγχο του γεωγραφικού χώρου που ελέχγει το κυπριακό κράτος μπορεί να ανατραπεί η γεωγραφικά “δυσμενής”- κατά την ιμπεριαλιστική Τουρκία, όχι για τον υπόλοιπο κόσμο – κατάσταση. Και ακριβώς επειδή δεν μπορεί να εξαφανίσει τον γεωγραφικό όγκο της Κύπρου, επιδιώκει να καταλύσει πολιτικά την υπόσταση του κράτους που τον ελέχγει, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και εδώ υπογραμμίζω πως μπορεί η Τουρκία να κατέχει μέρος της επικράτειας της ΚΔ με όπλα και με υποτελείς. Αυτό όμως δεν καταλύει την γεωγραφία, ούτε επιτρέπει στην Άγκυρα να νομιμοποιήσει και να κεφαλαιοποίησει πολιτικά και οικονομικά την στρατιωτική κατοχή των περιοχών που ελέχγει. Αν μπορούσε θα το είχε κάνει προ πολλού. Ο πολιτικός αυτός σκόπελος δεν ξεπερνιέται όσο και να βυσσοδομεί η Άγκυρα και οι πάτρωνες της στην Εσπερία.
Σήμερα ο άμεσος πολιτικός στόχος της Άγκυρας είναι ο καταναγκασμός της Λευκωσίας να εγκαταλείψει “αυτόβουλα” το ενεργειακό της πρόγραμμα. Αλλά στρατηγικός της στόχος- από το 1964- παραμένει η κατάλυση του κυπριακού κράτους. Προσπάθησε το 1974, με αφορμή το προδοτικό πραξικόπημα, να καταλύσει το κράτος με τη βία αλλά απέτυχε. Ναι, κατέκτησε εδάφη αλλά ο στρατηγικός στόχο του πολέμου δεν επετεύχθει. Και με την ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ ο πολιτικός στόχος της Άγκυρας παραμένει ανέφικτος.
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει σήμερα για να πετύχει στρατηγικά η Άγκυρα. Αυτός είναι να αυτοκαταλυθεί το κυπριακό κράτος. Και ο μόνος προσφερόμενος μηχανισμός είναι μέσω της εφαρμογής της εσκεμμένα ρατσιστικά (απαρχάιτ) δομημένης “διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας”. Την οποία οι θιασώτες της έχουν βαφτίσει, οργουελιανά, “reunification”/ “επανένωση”. Όμως για να εφαρμοστεί, πρέπει να συναίνεση ο λαός με κάποιο τρόπο.
Ο ανομολόγητος λόγος πίσω από το δημοψήφισμα του 2004- και πίσω από τη επιτήδεια προπαγάνδα των εκατομυρίων- ήταν η υποκλοπή της συναίνεσης του λαού η οποία ήταν απαραίτητη για τη διεθνή νομιμοποίηση της “λύσης”. Που δεν δόθηκε και μάλιστα εμφατικά. Αλλά όχι διότι ο λαός δεν θα την παραχωρούσε, αν οι πολιτικά άθλιοι οργανωτές του ρατσιστικού Σχεδίου Ανάν του διασφάλιζαν την επιβιώσή του. Δηλαδή την ασφάλειά του, έστω και σε ένα ρατσιστικό μόρφωμα. Αλλά ούτε αυτή την “παραχώρηση” δεν ήθελαν οι άθλιοι να κάνουν επειδή θα δυσαρεστούσαν, έστω και ολίγον τι, τη βουλιμική νατοϊκή σύμμαχος τους.
Ο περιβόητος ντε Σότο, ειδικός αντιπρόσωπος ΟΗΕ στη Κύπρο το 2004 κατάλαβε αυτή την πραγματικότητα της ανασφάλειας του κόσμου, ως το κυρίαρχο κριτήριο για την έκβαση του δημοψηφίσματος- όπως παραδέχθηκε δημόσια χρόνια μετά – κυριολεκτικά λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα. Και έτρεχε…. Ουσιαστικά κατάλαβε πως δεν θα περνούσε η πολιτική παγαποντιά που οικοδόμησε με τις πλάτες των Άγγλο-αμερικανών και των Τούρκων, που όλοι μαζί ποδηγετούσαν τον ασπόνδυλο Κόφι Ανάν και την Γραμματεία του στον ΟΗΕ. Όσο για την ακελική ηγεσία, αυτή σώθηκε την τελευταία στιγμή από το αίσθημα αυτοσυντήρησης του λαού.
Είναι πλέον αξίωμα – και η βουλιμική Τουρκία το επιβεβαιώνει καθημερινά – πως ο κόσμος δεν θα συναίνεσει σε καμια νέα κατάσταση στο έδαφος που δεν τον διασφαλίζει την αμέσως επόμενη μέρα. Και αυτό σημαίνει, κατά το ελάχιστον, “να φύγει ο στρατός, να αρθούν οι εγγυήσεις”-(“asker gitsin, garanti kalksin”).
Χωρίς “μηδέν στρατεύματα και μηδέν εγγυήσεις” το κυπριακό κράτος παραμένει το αποκούμπι του κυπριακού λαού για την ασφάλειά του. Το κυπριακό κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει δυναμικά την τουρκική βουλιμία, ειδικά όταν η Άγκυρα συμπεριφερεται με πειρατικές μεθόδους, όπως συμβαίνει πρόσφατα με τις διαδοχικές εισβολές του Αττίλα στη θαλάσσια επικράτειά του. Μπορεί όμως να αμυνθεί αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση με πολλούς άλλους τρόπους.
Θα γράψω μόνο δυο λόγια για τη στρατιωτική άμυνα έναντι στον Αττίλα. Συντελείται εδώ και χρόνια ένα πολιτικό και οικονομικό ανοσιούργημα με την διασπάθιση των λεφτών του κόσμου “για την άμυνα”, τάχατες. Όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει και που παν τα λεφτά, πέραν της καθεαυτής διαφθοράς με τις όποιες αγορές όπλων, κλπ. Αλλά κανένας θεσμικός αξιωματούχος, ούτε η Βουλή δεν αγγίζουν το μείζον αυτό σκάνδαλο που κάνει όλα μαζί-τα πολύ γνωστά υπόλοιπα σκάνδαλα- να ωχριούν. Αν όμως με την διασπάθιση και κακοδιαχείρηση δεν μπορούμε να αντισταθούμε στρατιωτικά για να κερδίσουμε κρίσιμο χρόνο, ή έστω και για την τιμή των όπλων, ας κηρύξουμε το κράτος ανοχύρωτη πολιτεία…
Στο μεσοδιάστημα, άμυνα αλλά και επίθεση μας κατά του τουρκικού ιμπεριαλισμού (που σήμερα εκφράζεται με τη μορφή του ισλαμοφασισμού) και με μοχλό πάντοτε την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν μπορεί να είναι παρά μέσω των θεσμών. Πρέπει δηλαδή με ευρηματικούς τρόπους να εκμεταλλευόμαστε τη συμμετοχή του κυπριακού κράτους σε όλους τους διακρατικούς, διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς και στις όποιες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις οι οποίες λειτουργούν ως τέτοιες και όχι ως ενεργούμενες.
Στην πολιτική άμυνας και επίθεσης η συμμετοχή μας στην ΕΕ παραμένει η πιο σημαντική. Η ΕΕ είναι, κυριολεκτικά, μια “σαρανταποδαρούσα” που προσφέρεται, δικαιωματικά, ώστε τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν μέσω νομοθεσιών, κανόνων και αλληλεγγύης, τα συμφέροντά τους. Αυτό συνεπάγεται την επάνδρωση των διακρατικών, διεθνών και περιφερειακών θεσμών στους οποίους συμμετέχει η ΚΔ με τους ικανότερους λειτουργούς. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζουμε αυτούς που μας επιβουλεύονται με μετριότητες, με προβληματικές προσωπικότητες και με κριτήρια τον κομματικό νεποτισμό. Αλλά και χωρίς οργανωμένη προπαγάνδα.
Και ναι, πολύ καλά πράττει η παρούσα κυβέρνηση με την πολιτική της οικοδόμησης περιφερειακών πολιτικών συμμαχίων και θεσμών. Η πολιτική αυτή δεν “ανήκει” στην κυβέρνηση Αναστασιάδη. Έχει καταβολές και ρίζες. Είναι μια διαχρονική πολιτική. Και είναι μια πολιτική που δεν αποκλείει την Τουρκία. Αντίθετα την προσκαλεί να συμμετάσχει εφόσον αποδέχεται τους κανόνες του παιγνιδιού που αποδέχονται όλοι οι υπόλοιποι κρατικοί δρώντες.
Και επειδή πολλά γράφονται τον τελευταίο καιρό για ποδόσφαιρο στην
“νήσο Κύπρο”, θέτω και το παρακάτω ερώτημα. Αν μια ομάδα με χιλιάδες οπαδούς χούλιγκαν τους κατεβάσει όλους στην εξέδρα απέναντι σε μια άλλη με πολύ λιγώτερους και απαιτεί να παίζει με 12 παίκτες, να κάνει αλλαγές όσες θέλει, ακόμη και να χρησιμοποιεί τα χέρια, αλλιώς απειλεί να αμολήσει τους χούλιγκαν μέσα στο γήπεδο, πως αντιμετωπίζεται; Στο τέλος θα αντιμετωπιστεί συλλογικά αλλιώς δεν θα υπάρχει πρωτάθλημα. Στο μεσοδιάστημα η Κύπρος δεν μπορεί παρά να οχυρώνεται πίσω , αλλά και να χρησιμοποιοί επιθετικά την κρατική της υπόσταση, μέχρι η Τουρκία να μην έχει άλλη επιλογή παρά να παίξει με 11 παίκτες και με τους λοιπούς κανόνες, όπως όλες οι ομάδες.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους