Ταξίδι στον αιώνα του Μίκη
Σπάνιο φωτογραφικό υλικό που βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, χειρόγραφες παρτιτούρες θρυλικών έργων, πολιτικά κείμενα, αλλά και τα σημειώματα που αντάλλασσε με τον Μάνο Χατζιδάκι περιλαμβάνει το αφιέρωμα στον κορυφαίο Ελληνα συνθέτη που φιλοξενείται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Για να γράψω αυτή τη μουσική έπρεπε να ζήσω αυτά τα γεγονότα», έχει εξομολογηθεί ο ίδιος εξηγώντας αυτή την αδιάρρηκτη σύνδεση που δένει τα έργα του με τα αμέτρητα επεισόδια της προσωπικής του διαδρομής. Μιας διαδρομής που παρουσιάζεται με εξαιρετικό τρόπο σε μια έκθεση βασισμένη στο πλούσιο και ανεκτίμητο αρχείο του. Ο ίδιος το εμπιστεύτηκε το 1997 στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», που συνεργάστηκε με το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σε αυτό το εκθεσιακό αφιέρωμα.
Ο ήλιος και ο χρόνος
Το να παρουσιαστεί η ζωή και η διαδρομή ενός τόσο σπουδαίου καλλιτέχνη και ταυτόχρονα ενεργού, επί δεκαετίες, πολιτικά και κοινωνικά ανθρώπου αποτελεί, αναμφισβήτητα, ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Γι’ αυτό και η πιο σίγουρη συνταγή είναι να αφήσεις τον ίδιο να διηγηθεί την ιστορία του. Ο Μίκης Θεοδωράκης εξιστορεί τη μακρά και πολυτάραχη ζωή του μέσα από μια σειρά ντοκουμέντων που έρχονται για πρώτη φορά στο φως. Θησαυροί που αντλήθηκαν μέσα από τα 100.000 και πλέον φύλλα του προσωπικού του αρχείου και παρατίθενται, προσεγμένα και οργανωμένα, σε 16 ειδικά διαμορφωμένους χώρους, που αποτελούν τους σημαντικότερους σταθμούς του γαλαξία του.
Το υλικό είναι πραγματικά εντυπωσιακό: χειρόγραφες παρτιτούρες από σπουδαία έργα του, όπως αυτές του εμβληματικού «Αξιον Εστί» και του «Μαουτχάουζεν», τετράδια με στίχους του που συνδυάστηκαν με κάποιες από τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του, όπως αυτοί του έργου «Ο ήλιος και ο χρόνος», που γράφτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1967, στο υγρό και σκοτεινό κελί της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών ή εκείνους της «Ομορφης πόλης» που ξεπήδησαν από το μυαλό του το 1962, την εποχή όπου νοσηλευόταν σε σανατόριο του Λονδίνου χτυπημένος βαριά από φυματίωση που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή του. Το έχει παραδεχτεί εξάλλου κι ο ίδιος πως η τέχνη του τον έσωσε πολλές φορές: «Εμένα η μουσική μου είναι υπαρξιακή, βιωματική. Δεν με ενδιαφέρουν οι κανόνες. Δεν θα καταλάβει κανείς την Πρώτη Συμφωνία αν δεν ξέρει την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου που τη συνέθεσε. Δεν νομίζω να έχει γραφτεί άλλη συμφωνία σε σκηνή στρατοπέδου. Για μένα ήταν ένας πρωτότυπος μηχανισμός λύτρωσης. Κανείς δεν το καταλάβαινε αυτό. Εγώ απομονωνόμουν, λυτρωνόμουν και γλίτωνα την τρέλα»!
Μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό παρουσιάζεται, καρέ-καρέ, το ταξίδι της ζωής του, από τον Γαλατά των Χανίων μαζί με τους γονείς και τον αδελφό του, μέχρι το Παρίσι, όπου έζησε για χρόνια μαζί με τη Μυρτώ και τα δυο παιδιά τους, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο, και από τα χρόνια της εξορίας μέχρι τα ατελείωτα ταξίδια του για συναυλίες σε κάθε γωνιά του κόσμου. Κάπου εκεί ανάμεσά τους και το τετράδιο με τις ιστορικές σημειώσεις και τα χειρόγραφα σχέδια λογοτύπων για το Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο (ΕΑΣ) από το 1971, ιδέες και σκέψεις του αποτυπωμένες πάνω σε άδεια πακέτα από τσιγάρα, τα δημοσιεύματα του ξένου τύπου που καλούσαν τη χούντα να τον απελευθερώσει, οι πρώτες του εκθέσεις στο Δημοτικό, η φοιτητική του ταυτότητα, τα μολύβια και οι γόμες του, τα πολυάριθμα μετάλλια με τα οποία έχει τιμηθεί, αλλά κι εκείνο το υπέροχο ποίημα που είχε αφιερώσει το 1946 στην αγαπημένη του Μυρτώ: «Ετσι, μύριζε το χώμα ύστερα από την ανοιξιάτικη βροχή»…
Τα σημειώματα με Χατζιδάκι
Οι δύο αναμφισβήτητες κορυφές της ελληνικής μουσικής, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, διένυαν, για δεκαετίες, παράλληλους καλλιτεχνικούς δρόμους. Οι διαφορές ανάμεσά τους πολλές, η μουσική ιδιοφυΐα που διέθεταν και οι δύο όμως αλλά και ο θαυμασμός και η αγάπη που έτρεφε ο ένας για τον άλλον αποτελούσαν, διαχρονικά, στοιχεία που τούς έδεναν άρρηκτα.
«Με τον Μάνο γνωριστήκαμε την άνοιξη του 1945
στα κεντρικά γραφεία της ΕΠΟΝ Αθήνας και έκτοτε μείναμε αχώριστοι. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο ίδιος για μένα πέρα από τη φιλία, την εκτίμηση και την αγάπη που μας συνέδεε. Εγώ όμως τον θαύμαζα, πίστευα εξαρχής ότι ήταν ιδιοφυής και έγινα για πάντα αιχμάλωτος της γοητείας που εξέπεμπε ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Με μια λέξη, ήταν και είναι μοναδικός», έχει πει Μίκης.
Αρκετοί ίσως να μη γνωρίζουν ότι ένα μεγαλειώδες μουσικό έργο, ο «Επιτάφιος», στάθηκε η αφορμή να συναντηθούν καλλιτεχνικά, να διαφωνήσουν και να προκαλέσουν, άθελά τους, έναν, προσωρινό ευτυχώς, διχασμό. Οι συγκλονιστικοί στίχοι από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου στάλθηκαν από τον ίδιο τον ποιητή στον Θεοδωράκη το 1958, στο Παρίσι όπου σπούδαζε τότε με υποτροφία.
Εκείνος τα διάβασε μέσα στο αυτοκίνητο περιμένοντας τη Μυρτώ να γυρίσει από το μπακάλικο. Τα λόγια και οι κυρίως τα συναισθήματα που γεννούσαν οι εικόνες που περιέγραφαν οι στίχοι τον συγκλόνισαν. Το ίδιο απόγευμα κάθισε και τους μελοποίησε σε ένα πραγματικό κρεσέντο έμπνευσης και δημιουργίας.
Οταν τελείωσε έστειλε ένα αντίτυπο στον Ρίτσο, ένα στον φίλο του Βύρωνα Σάμιο κι ένα τρίτο στον Μάνο Χατζιδάκι. Εκείνος εξέφρασε την επιθυμία να ενορχηστρώσει και να ηχογραφήσει το έργο στην Αθήνα με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Τελικά ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Αύγουστο 1970 από τη Fidelity και ήταν η πρώτη αλλά και πιο άγνωστη στο ευρύ κοινό δισκογραφική εκδοχή του «Επιταφίου».
Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση του δίσκου οι δύο συνθέτες επικοινωνούσαν συχνά μέσα από σύντομα γραπτά, κωδικοποιημένα μηνύματα: «Μάνο, όπως συνήθως συνέβη το 10%…Να με συγχωρείς. Αύριο πρωί θα βρίσκομαι εδώ. Εως τις 11 και μισή. Αν μπορείς έλα. Κάτσε και γράψε με την ησυχία σου. Γεια χαρά. Μίκης», έγραφε σε ένα από αυτά τα σημειώματα ο Θεοδωράκης για να λάβει την παρακάτω απάντηση από τον Χατζιδάκι: «Θα έρθω αύριο στις 10 περίπου. Η εργασία μου σήμερα ήτο μόνον και άκρως αισθητική. Γεια χαρά. Μάνος».
Η ενορχηστρωτική προσέγγιση του Χατζιδάκι στον «Επιτάφιο», μαζί με την ερμηνεία της Μούσχουρη προσέδιδαν έναν ιδιαίτερα όμορφο ακουστικά μεν αλλά λυρικό δε μουσικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως δεν συμβάδιζε με τον επαναστατικό χαρακτήρα και τα έντονα συναισθήματα που κουβαλούσε μέσα του ο Μίκης, εκείνη ειδικά την περίοδο. Επιστρέφοντας λοιπόν από το Παρίσι, αποφάσισε να ηχογραφήσει ξανά τον «Επιτάφιο», με πρωτοφανή για την εποχή λαϊκή ενορχήστρωση και ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο ήχος του μπουζουκιού και η ανεπανάληπτη δωρικότητα της φωνής του Μπιθικώτση γέννησαν ένα έργο τελείως διαφορετικό το οποίο και επικράτησε στη συλλογική συνείδηση.
Οι δύο δίσκοι του «Επιταφίου» κυκλοφόρησαν με πολύ μικρή χρονική διαφορά, καθιστώντας αναπόφευκτες τις συγκρίσεις οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις, πήραν χαρακτήρα εθνικού διχασμού. Εφημερίδα της εποχής, μάλιστα, έκανε χαρακτηριστικά λόγο για «ελάσσονα εμφύλιο πόλεμο που υπάρχει ενδεχόμενο να ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο εκτελέσεις με φανατικούς υποστηρικτές σε κάθε συνοικία της»! Μέχρι και ψηφοφορίες στις γειτονιές είχαν στηθεί…
Οι πιο συντηρητικοί κύκλοι της εποχής κατέκριναν τον Μίκη για τη χρήση ορχήστρας μπουζουκιών και αναγνώριζαν στην προσέγγιση του Χατζιδάκι ένα ποιοτικό έργο που σέβεται τους στίχους του ποιητή. Ο λαός, όμως, που πλημμύριζε τα γήπεδα για να ακούσει τον Μπιθικώτση να τραγουδά «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω», είχε διαφορετική γνώμη…Ο Θεοδωράκης υπερασπιζόταν πάντα τη λυρική εκδοχή του Χατζιδάκι, δεν έκρυβε ωστόσο πως η ερμηνεία του Μπιθικώτση ήταν εκείνη έδενε στον λαιμό του τον «κόμπο» της βαθιάς, της αυθόρμητης και λυτρωτικής συγκίνησης.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ
08 Ιουνίου – 31 Ιουλίου και 01 Σεπτεμβρίου – 30 Οκτωβρίου
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών -Εκθεσιακός χώρος του συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής και Φουαγιές ισογείου αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης
ΩΡΑΡΙΟ
Τρίτη – Σάββατο 11:00 – 19:00
Ελεύθερη είσοδος με δελτία εισόδου κατόπιν ηλεκτρονικής κράτησης στο www.megaron.gr
Θα τηρηθούν όλα τα μέτρα ασφαλείας.Διάρκεια περιήγησης στην έκθεση: 45 λεπτά