Τα ΟΧΙ σήμερα
Της Κατερίνας Λάμπρου
Με την ευκαιρία της επετείου του « ΟΧΙ» στο ιταλικό τελεσίγραφο και της εισόδου της Ελλάδας στο Β΄ΠΠ, του έπους στα βουνά της Ηπείρου, της αντίστασης και των δεινών που υπέστη ο ελληνικός λαός στην τριπλή κατοχή, σκέφτομαι πόσα ωραία λόγια, συχνά καλογραμμένα, θα ακουστούν, στις περιορισμένες λόγω κορωνοϊού εκδηλώσεις.
Ας μου επιτραπούν κι εμένα λίγα προσωπικά λόγια.
Κατάγομαι από την πλευρά του πατέρα μου από ένα Καλαβρυτοχώρι, τον αρχαίο Κλείτωρα, πλούσια και ισχυρότατη αρκαδική πόλη, της οποίας νομίσματα ανευρέθηκαν μέχρι τη γη της Κύπρου, τη σημερινή Κλειτορία ή Μαζέικα του νομού Αχαΐας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 δεν ξεχνώ το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων με την ομαδική εκτέλεση του συνόλου των αντρών και αγοριών της κωμόπολης και των εν ψυχρώ εκτελέσεων άμαχου πληθυσμού στα γύρω Καλαβρυτοχώρια. Αμέσως μόλις έγινε η ομαδική σφαγή στο λόφο του Καπή, το νέο διαδόθηκε από βοσκούς που έτρεχαν στα γύρω χωριά να ειδοποιήσουν μέσα σε πανικό «Κρυφτείτε!!!!», όπως μας διηγούνταν ο πατέρας μου. Πληθυσμοί χωριών κατέφυγαν μέσα στον παγετό του χειμώνα σε σπηλιές του Χελμού για εβδομάδες, τρώγοντας καρπούς και χόρτα, για να γλιτώσουν από την οργή των Ναζιστών. Οι δε Καλαβρυτινές μέσα σε ένα καμένο, γεμάτο λάσπες και αίματα δυστοπικό σκηνικό έθαβαν με τα χέρια τουλάχιστον επί τρεις ημέρες τους νεκρούς άντρες, πατέρες, αδερφούς και παιδιά. Είπαν τα δικά τους Όχι, άντεξαν, παντρεύτηκαν με προξενιά άντρες από όλη την Πελοπόννησο για να συνεχιστεί η ζωή, να συνεχιστεί ο τόπος μας. Και η γιαγιά, ο παππούς και ο 4χρονος τότε πατέρας μου άντεξε, τελείωσε με θυσίες το επτατάξιο Γυμνάσιο, πήγε στη Γερμανία με την πρώτη διακρατική συλλογική σύμβαση των δύο χωρών για εργάτες, έμαθε μόνος του σε μαυροπίνακα τη γερμανική γλώσσα μέσα σε λίγους μήνες, τα βράδια, ενώ την ημέρα δούλευε οξυγονοκολλητής, και τον επόμενο χρόνο διεκδίκησε και πήρε υποτροφία της DAAD ως επιζών των Καλαβρύτων, δούλευε και τέλειωσε τις σπουδές του, γύρισε και πρόκοψε στην Ελλάδα. Είπε τα δικά του Όχι και ως το τέλος πάλεψε με ήθος Έφυγε το 2010, αλλά δεν ξεχνώ.
Θυμάμαι πάντα με συγκίνηση κάτι που ανέφερε για τις σύγχρονες κρίσεις και μνημόνια ο έλληνας λογοτέχνης στη Σουηδία, Θοδωρής Καλλιφατίδης, με καταγωγή από τους Μολάους Λακωνίας, για το λιμό που έζησαν οι Έλληνες τον καιρό του Β’ ΠΠ. Η εικόνα της αλληλεγγύης σήμερα είναι γι΄αυτόν η θύμηση με τις αποστεωμένες, μαυροντυμένες γριές στις πλατείες των χωριών να μασούν πικρά χόρτα για να τα κάνουν εύπεπτα για να επιβιώσουν τα παιδιά.
Και σκέφτομαι πόσες εντυπωσιακές εκδηλώσεις ετοιμάζονται για τα 200 χρόνια της εθνικής επετείου το 2021. Κάθε χωριό και κοινότητα στην Πελοπόννησο διεκδικούν στη συλλογική μνήμη την τιμητική πρωτιά της μάχης αντίστασης στον τουρκικό ζυγό. Η τοπική παράδοση στα μέρη μας αναδεικνύει τη «Χελωνοσπηλιά», μία μικρή στροφή, βγαίνοντας από τα Μαζέικα και στο δρόμο προς την Τρίπολη, ως το πρώτο μέρος που στις 16 Μαρτίου μια χούφτα ανθρώπων ξεσηκώθηκαν εναντίον των Οθωμανών. Το περιστατικό, όπως τόσα άλλα της ιστορίας της Επανάστασης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ληστεία, αν δεν συνοδευόταν με άλλα που συνδέουν το νήμα της εξέγερσης. Σύμφωνα με το θρύλο της Αγίας Λαύρας η επανάσταση κηρύχθηκε στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων όταν στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και όρκισε σε αυτό τους αγωνιστές.
Θα ακουστούν και φέτος πολλές μεταμοντέρνες φωνές για τις ανακρίβειες και τους μύθους του τουρκικού ζυγού και την πορεία της εθνεγερσίας. Εγώ κρατώ το δυνατό μήνυμα που συνόψισε ένας φίλος που ζει σαν εμένα χρόνια στην Κύπρο, με καταγωγή από την Πελοπόννησο, με την ακόλουθη φράση: «Σκέψου πως μια χούφτα εξαθλιωμένων, ρακένδυτων, αμόρφωτων υποτελών πήραν τα καριοφίλια, κουμπούρια και σπάθες και ξεσηκώθηκαν τότε για την ελευθερία εναντίον του δυνάστη».
Από την πλευρά της μητέρας μου κατάγομαι από το Πισοδέρι του νομού Φλωρίνης, ένα ακριτικό βλαχοχώρι με ελληνικό πληθυσμό προερχόμενο από τη Ρουμανία και τη Β. Ήπειρο, που συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις του Ελληνισμού. Μια χούφτα ανθρώπων, όπως διηγούνταν ο παππούς μου Χαράλαμπος Βάσκος, έκρυψε τον Οκτώβριο του 1904 για χρόνια κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής την κάρα του Παύλου Μελά, του επονομαζόμενου Καπετάν Μίκη Ζέζα, για να μην τη βρουν οι κομιτατζήδες και τουρκικό απόσπασμα που πλησίαζε στα Στάτιστα, σημερινό χωριό Μελάς. Το σώμα και η κάρα ενώθηκαν και τάφηκαν 46 χρόνια μετά, το 1950 στην Καστοριά. Ο πληθυσμός στο Πισοδέρι υπέφερε και μετά τη μάχη της Φλώρινας στον αδελφοκτόνο πόλεμο, μετά το τέλος του Β΄ ΠΠ, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να τα πάρουν οι αντάρτες υποχωρώντας, όπως την μητέρα μου που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο της πόλης Nis της Γιουγκοσλαβίας. Είπε κι αυτή τα δικά της «Όχι» και άντεξε, δεν ξέχασε την ελληνική γλώσσα και το ήθος της, επέστρεψε 15χρονη στην Ελλάδα με τη συμφωνία Tito-Καραμανλή για τα Ελληνόπουλα του παιδομαζώματος, μορφώθηκε, πρόκοψε. Αντέχει ακόμα.
Όταν μιλάμε με την αδερφή μου, όπως ο καθένας μας φαντάζομαι στο μικρόκοσμο της οικογένειας, είμαστε περήφανες για πόση δύναμη ψυχής και θάρρος και πείσμα είχαν οι δικοί μας και τόσοι άλλοι στη μακραίωνη, πολύπαθη ελλαδική και κυπριακή ιστορία να καταθέσουν τα Όχι τους. Σκεφτόμαστε αν το ήθος, η ευσυνειδησία, η αξιοκρατία, η αριστεία, η αλληλεγγύη, ο αγνός πατριωτισμός και η πίστη στις ευρωπαϊκές και δυτικές αξίες τελικά ανταμείβονται. Αξίζει να λέμε σήμερα τα δικά μας Όχι; Θα μου επιτρέψετε να αποφύγω απλοϊκές απαντήσεις. Ο καθένας διαθέτει την ελευθερία προσωπικής έκφρασης και δράσης σήμερα.
Θα κλείσω τις σκέψεις μου με μία μικρή συμβουλή, διαβάστε απομνημονεύματα και ιστορικά βιβλία για το 1821 και το 1940, να δείτε πόσο καθημερινοί, απλοί και συνάμα δύσκολοι, με πολλά ελαττώματα ήταν ήρωες, ηγέτες και θρύλοι. Και όμως είπαν τα δικά τους βροντερά “Όχι”.