Τα εργασιακά των δημοσιογράφων και ο κόμπος που έφτασε στο χτένι
Του Γιώργου Φράγκου
Πρόεδρου της Ένωσης Συντακτών Κύπρου*
Οι δημοσιογράφοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ανήκουν στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Πολύ λίγοι αυτοεργοδοτούνται. Το ίδιο λίγοι είναι και όσοι απασχολούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, αναπτύσσοντας συνεργασίες μερικής απασχόλησης με διάφορους εργοδότες, ως «freelancers».
Ό,τι πιέσεις υφίσταται η συνολική αγορά εργασίας, τις υφίσταται και ο δημοσιογραφικός κλάδος. Ενδεχομένως μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό διότι το επίπεδο συνδικαλιστικής συσπείρωσης συνεχώς κατεβαίνει. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι δημοσιογραφικές ταυτότητες, εκτός από την Ένωση Συντακτών Κύπρου εκδίδει και μια κρατική υπηρεσία, το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, διευκολύνει περαιτέρω την εργοδοτική πλευρά να παρακάμπτει και να αγνοεί τη συντεχνία.
Η τελευταία συλλογική σύμβαση μεταξύ Ένωσης Συντακτών και Συνδέσμου Εκδοτών φέρει ημερομηνία έναρξης την 1η Ιανουαρίου 2011 και ημερομηνία λήξης την 31η Δεκεμβρίου 2013. Έκτοτε, παρά τις επανειλημμένες προτροπές, εκκλήσεις και εισηγήσεις της ΕΣΚ, τόσο προς τον Σύνδεσμο Εκδοτών όσο και προς την ΟΕΒ, στην οποία ο τελευταίος ανήκει, απέβησαν άκαρπες. Δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση, ούτε καν διευθέτηση έστω εθιμοτυπικής συνάντησης των συλλογικών οργάνων των δύο οργανώσεων.
Η συλλογική σύμβαση, μπορεί τυπικά να βρίσκεται σε ισχύ με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, αλλά επί της ουσίας και στην πράξη πολλές από τις κύριες, τις κεφαλαιώδεις πρόνοιες της δεν εφαρμόζονται και έχουν καταργηθεί μονομερώς από την εργοδοτική πλευρά. Τελευταίο παράδειγμα, η άρνηση αρκετών εκδοτών να καταβάλουν την ΑΤΑ ως έπρατταν μέχρι το τέλος του 2022 και ως οφείλουν να πράττουν. Αφού η ΑΤΑ αποτελεί συμβατική υποχρέωσή τους ρητώς καταγραμμένη και υπογραμμένη από αμφότερες τις πλευρές.
Οι μισθοί των δημοσιογράφων παραμένουν συρρικνωμένοι κατά 25% από την εποχή του κουρέματος των καταθέσεων και εντεύθεν. Τίποτα δεν έχει αποκατασταθεί, τίποτα δεν έχει επιστραφεί έστω και μερικώς. Οι νεότεροι συνάδελφοι, που εισήλθαν στον κλάδο μετά την κρίση στην οικονομία, έχουν μισθολογικές απολαβές που κυμαίνονται γύρω στα χίλια ευρώ μηνιαίως χωρίς προοπτικές μισθολογικής ανέλιξης.
Την περίοδο από το 2015 μέχρι τις μέρες μας, κατά καιρούς και αποσπασματικά, έχουν συνολικά πλεονάσει γύρω στους 100 δημοσιογράφους, από όλους τους μεγάλους δημοσιογραφικούς ομίλους. Σήμερα οι πλείστοι από αυτούς παραμένουν χρόνια άνεργοι, ενώ κάποιοι έχουν πια συνταξιοδοτηθεί ύστερα από μερικά χρόνια ανεργίας.
Τα αρνητικά εργασιακά φαινόμενα που παρατηρούνται στον δημοσιογραφικό κλάδο συνεχώς διευρύνονται και κλιμακώνονται. Δημοσιογράφοι πλήρους απασχόλησης καθίστανται, ασφαλώς όχι με τη θέλησή τους, «συνεργάτες» με πασιφανώς λιγότερα ωφελήματα και απολαβές. Η λίστα των ανέργων μακραίνει. Οι πλείστοι νεότεροι προσοντούχοι δημοσιογράφοι αντέχουν στον χώρο μόνο μερικά χρόνια μέχρι να βρουν εργασία με καλύτερες συνθήκες και απολαβές και να εγκαταλείψουν τη δημοσιογραφία. Το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας έχει ενταθεί και στον δημοσιογραφικό κλάδο. Ακόμη, προσλαμβάνονται φοιτητές δημοσιογραφίας στο τελευταίο έτος των σπουδών τους, δουλεύουν «μαύρα» με την αμυδρή προοπτική μονιμοποίησης και τυγχάνουν άγριας εκμετάλλευσης.
Πλέον σε καμία επιχείρηση ΜΜΕ δεν υπάρχει η έννοια της υπερωριακής απασχόλησης 1 προς 1,5 και 1 προς 2, όπως προνοείται στη συλλογική σύμβαση. Όποιος εργαστεί υπερωριακά αμείβεται με την παραχώρηση ρεπό ή με κάποιο ευτελές αδήλωτο ποσό! Οι άδειες αναπαύσεως συρρικνώνονται κατά το δοκούν, κανένα ωράριο δεν τηρείται, ενώ η εργασία – κυρίως λόγω υποστελέχωσης – συνεχώς ογκούται.
Ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Ο δημοσιογραφικός κόσμος βιώνει έναν εργασιακό μεσαίωνα. Οι δημοσιογράφοι είναι ελεύθεροι να γράψουν για τα συνδικαλιστικά αιτήματα, για τα εργασιακά προβλήματα όλων των υπολοίπων μισθωτών, εκτός από τα δικά τους. Δεν μας μένει άλλη οδός από τη δυναμική διεκδίκηση. Ευελπιστούμε ότι η Κυβέρνηση και το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο Εργασίας θα σταθούν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, στην πλευρά των αδύνατων και των αδικημένων.
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους