Τα αίτια της μεταστροφής του Πούτιν στο ουκρανικό.
Της Agathe Demarais*
Η Μόσχα σύντομα θα μπορούσε να δυσκολευτεί να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, και η δημοσιονομική «ανάσα» ίσως είναι αυτό που πραγματικά αναζητά ο Ρώσος ηγέτης, αναφέρει άρθρο της συνεργάτιδας της δεξαμενής σκέψης European Council on Foreign Relations, Agathe Demarais, στο Politico, αναζητώντας τα αίτια της μεταστροφής του Πούτιν στο ουκρανικό.
Καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, εξετάζουν το ενδεχόμενο να συναντηθούν τις επόμενες εβδομάδες, αξίζει να αναφερθεί γιατί η Μόσχα φαίνεται τώρα διατεθειμένη να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, σημειώνει η Ντεμαρέ και επισημαίνει:
«Τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, ο Πούτιν έχει δείξει στον κόσμο ότι δεν νοιάζεται για την αιματοχυσία. Και αν ο στόχος του ήταν να εγκαθιδρύσει μια φιλορωσική κυβέρνηση στο Κίεβο, απέχει ακόμα πολύ από την επίτευξή του. Ωστόσο, υπάρχει μια τρίτη, λιγότερο διερευνημένη υπόθεση που εξηγεί γιατί ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί τελικά να έρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων: Η Μόσχα σύντομα θα μπορούσε να δυσκολευτεί να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο».
Αναλυτικότερα, στο άρθρο της αναφέρει τα εξής:
«Η συνήθης αφήγηση για τη δημοσιονομική κατάσταση της Μόσχας υποστηρίζει ότι η Ρωσία καταγράφει ένα μικρό έλλειμμα προϋπολογισμού και ότι το δημόσιο χρέος της είναι χαμηλό (περίπου στο 20% του ΑΕΠ), γεγονός που υποδηλώνει ισχυρούς δημοσιονομικούς δείκτες.
Αυτή η ανάλυση ισχύει για τις περισσότερες οικονομίες, αλλά στην περίπτωση της Ρωσίας υπάρχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα: Με τις δυτικές κυρώσεις να περιορίζουν την ικανότητα της Μόσχας να αντλήσει κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές χρέους, το Κρεμλίνο έχει ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για να χρηματοδοτήσει το μικρό – αλλά υπαρκτό – δημοσιονομικό του έλλειμμα.
Αφού το εξωτερικό χρέος βγήκε από την εξίσωση, το αρχικό σχέδιο Β της Μόσχας ήταν να αναγκάσει τις ρωσικές τράπεζες να αγοράσουν κρατικό χρέος. Αυτή η στρατηγική λειτούργησε αρκετά καλά το 2022 και το 2023, αλλά πέρσι άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές.
Αντιμετωπίζοντας πιέσεις από το Κρεμλίνο για τη χορήγηση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων σε φθηνά δάνεια προς τις αμυντικές βιομηχανίες, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να αγοράζουν τεράστιες ποσότητες κρατικών ομολόγων, οι εγχώριες τράπεζες βρέθηκαν σε τόσο δύσκολη οικονομική θέση που πλέον διστάζουν να επωμιστούν επιπλέον χρέος.
Μάλιστα, στα τέλη του περασμένου έτους, το Κρεμλίνο αναγκάστηκε να ακυρώσει αρκετές δημοπρασίες κρατικών ομολόγων επειδή δεν υπήρχαν αγοραστές.
Έτσι, με τον εγχώριο δανεισμό να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος, η Μόσχα στράφηκε στο σχέδιο Γ: την αξιοποίηση των αποθεματικών του Εθνικού Ταμείου Πρόνοιας της Ρωσίας (NWF).
Στα χαρτιά, αυτή φαίνεται να είναι μια λογική στρατηγική. Με συνολικά σχεδόν 10 τρισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια) στις αρχές του 2022, το ρευστό τμήμα αυτών των αποθεματικών φαινόταν αρχικά επαρκές για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού λόγω πολέμου για αρκετά χρόνια.
Ωστόσο, ακόμα και οι μεγαλύτερες οικονομίες αποταμίευσης τελικά εξαντλούνται, και τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, τα ρευστά αποθέματα του NWF έχουν ήδη μειωθεί κατά περίπου 60%.
Για το Κρεμλίνο, η φετινή χρονιά φαίνεται πως θα είναι δύσκολη σε δημοσιονομικό επίπεδο. Τον Ιανουάριο, το μηνιαίο έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας ήταν περίπου 45% υψηλότερο από τον ετήσιο στόχο για το 2025.
Από τη σκοπιά της Μόσχας, αυτά τα δεδομένα φαίνονται ανησυχητικά: Αν οι δαπάνες παραμείνουν στα επίπεδα του Ιανουαρίου για το υπόλοιπο έτος, τα αποθέματα του NWF θα μπορούσαν να εξαφανιστούν σε μόλις τρεις μήνες. Ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί – όπως είναι το πιο πιθανό – το 2025 είναι μάλλον η τελευταία χρονιά που η Μόσχα θα μπορέσει να καλύψει πλήρως το δημοσιονομικό της έλλειμμα μέσω αυτών των αποταμιεύσεων.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: Τι θα συμβεί αν η Ρωσία ξεμείνει από χρήματα για να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα;
Με τις εγχώριες τράπεζες να ασφυκτιούν από το χρέος, μια κρατική χρεοκοπία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ολοκληρωτική χρηματοπιστωτική κρίση. Αν αυτό συνέβαινε, το Κρεμλίνο θα δυσκολευόταν να στηρίξει τον τραπεζικό τομέα του. Με τα αποθέματα του NWF να εξαντλούνται, δεν θα υπήρχε διαθέσιμο κεφάλαιο για ανακεφαλαιοποιήσεις. Το ετοιμόρροπο οικοδόμημα της ρωσικής οικονομίας θα άρχιζε να καταρρέει.
Από δημοσιονομική άποψη, η Ρωσία χάνει τον χρόνο της. Το Κρεμλίνο δεν έχει ένα “σχέδιο Δ” για τη χρηματοδότηση του ελλείμματός του, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητά του να συνεχίσει τον πόλεμο. Από αυτή την οπτική, η αναζήτηση δημοσιονομικής ανάσας θα μπορούσε να είναι ο πραγματικός λόγος πίσω από τις συνομιλίες του Πούτιν με τις ΗΠΑ – είτε μέσω της χαλάρωσης των κυρώσεων (για παράδειγμα, της άρσης των αμερικανικών περιορισμών στην ικανότητα της Ρωσίας να εκδίδει εξωτερικό χρέος) είτε μέσω μιας παύσης στη σύγκρουση (που θα επέτρεπε στη Μόσχα να ανασυγκροτήσει τα οικονομικά της μέσω της μείωσης των αμυντικών δαπανών).
Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών της Ουκρανίας, Κύριλλος Μπουντάνοφ, προέβλεψε ότι, αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα, η Μόσχα θα προσπαθούσε να επιδιώξει τον τερματισμό του πολέμου το 2025. Αυτά τα λόγια ίσως αποδεικνύονται προφητικά.
Ο λόγος που ο Πούτιν μπορεί να είναι τελικά έτοιμος να διαπραγματευτεί φαίνεται εκπληκτικά απλός: Θέλει να αποφύγει μια ταπεινωτική χρεοκοπία».
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους. Πηγή: liberal.gr