Τα 10 επίμαχα σημεία του Κυπριακού
Του Χρήστου Παναγιωτίδη*
1.Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ:
Η προσωπική «ασφάλεια» και, γενικότερα, η εξασφάλιση συνθηκών σταθερότητας και ειρήνης είναι το σημαντικότερο θέμα που απασχολεί τόσο τους Ελληνοκύπριους όσο και τους Τουρκοκύπριους. Η ανησυχία και των μεν και των δε είναι απόλυτα κατανοητή και δικαιολογημένη. Είναι το θέμα στο οποίο πρέπει να δοθεί η μέγιστη δυνατή προσοχή και φροντίδα.
Είναι γνωστό ότι και στις δύο πλευρές υπάρχουν ανεγκέφαλοι, αριθμητικά λίγοι αλλά ικανοί να προκαλέσουν επεισόδια δυνάμενα να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Στις εξτρεμιστικές αυτές ομάδες εντάσσονται και τα διαταραγμένα πρόσωπα, τα πρόσωπα που ευρίσκονται υπό την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών και γενικά τα περιθωριοποιημένα πρόσωπα που επιζητούν εύκολους τρόπους να ξεχωρίσουν και να διακριθούν. Η διαχείριση και ο έλεγχος των προβληματικών αυτών ομάδων απαιτεί μεθοδικότητα και προγραμματισμό αλλά απαιτεί και τη σύμπραξη της υγιώς σκεπτόμενης κοινωνίας, που μπορεί να εγείρει προστατευτικά τείχη κατά τέτοιων παραβατικών συμπεριφορών.
Η Κύπρος έχει στη διάθεσή της τα αναγκαία όπλα για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους θανάσιμους αυτούς κινδύνους, τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά, αρκεί να τα επιστρατεύσει εκ των προτέρων και να τα χρησιμοποιήσει με σύνεση. Το μεγάλο όπλο που έχει σήμερα η Κύπρος (που δεν το είχε το 1960) είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, που μπορεί να στηρίξει και να εξασφαλίσει την ασφάλεια στην Κύπρο με πολλούς τρόπους, που πρέπει να αξιοποιηθούν εις το έπακρον, ώστε να διασφαλισθεί η Κύπρος και το σύνολο των Κυπρίων έναντι κάθε εξωτερικής και εσωτερικής επιβουλής. Για σκεφθείτε πόσο εύκολο θα ήταν να ενσωματωθεί η ΟΥΝΦΙΚΥΠ (ή κάτι ανάλογο) στην Ομοσπονδιακή Αστυνομία της Κύπρου, για τουλάχιστον ένα μεταβατικό στάδιο μερικών ετών.
2 . Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ:
Πολλά λέγονται για την «πολιτική ισότητα» αλλά το πράγμα εκρίθη το 1990/91 (με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνοκυπριακής πλευράς) και έκτοτε επαναλαμβάνεται σε όλα τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφα- λείας, τα οποία η ελληνοκυπριακή πλευρά επικροτεί και αποδέχεται. Στην 11 Παράγραφο, του Παραρτήματος Ι της Έκθεσης του Γενικού Γραμματέα της 8 Μαρτίου 1990 (5/21183) αναφέρονται, επί λέξει, τα εξής: «Αν και η πολιτική ισότητα δεν σημαίνει ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλα τα ομοσπονδιακά κυβερνητικά όργανα, εντούτοις θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται ποικιλοτρόπως, μεταξύ άλλων, και στα εξής: Στον όρο ότι το ομοσπονδιακό σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας θα εγκρίνεται και θα τροποποιείται με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο κοινοτήτων, στην αποτελεσματική συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, σε δικλίδες ασφαλείας που θα εξασφαλίζουν ότι η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν θα έχει τη δύναμη να υιοθετεί οποιαδήποτε μέτρα κατά των συμφερόντων της μιας κοινότητας, και στην ισοδυναμία και την ταύτιση των εξουσιών και των λειτουργιών των δύο ομόσπονδων πολιτειών». Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αλέκος Μαρκίδης, «η αποτελεσματική συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων στο ομοσπονδιακό κράτος, είναι εδώ και χρόνια «τσιμεντωμένη», είτε αρέσει είτε όχι, στα σχετικά ψηφίσματα του ΣΑ».
Στο επίπεδο του 11-μελούς Υπουργικού Συμβουλίου, η υφιστάμενη «συμφωνία» βασίζεται στην ανάγκη εξασφάλισης 1 «θετικής ψήφου» από τις 4 «τουρκοκυπριακές ψήφους», δηλαδή για να εγκριθεί μια απόφαση θα πρέπει να υποστηρίζεται από 5 Ελληνοκύπριους και 1 Τουρκοκύπριο ή από 2 Ελληνοκύπριους και 4 Τουρκοκύπριους ή από κάποιον ενδιάμεσο συνδυασμό.
3.Η ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑ:
Η «εκ περιτροπής προεδρία» θεωρείται προέκταση του κεφαλαίου της «πολιτικής ισότητας». Το πρόβλημα εδώ εστιάζεται στην δυστοκία που αναμένεται ότι θα προκληθεί από την εναλλαγή στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της Κύπρου δύο ανθρώπων που μπορεί να έχουν διαμετρικά αντίθετες πολιτικές απόψεις επί καίριων θεμάτων, όπως εκείνο της οικονομίας.
Ένας τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού είναι ένα κοινό εκλογικό πρόγραμμα (μανιφέστο) και, κατ’ επέκταση, μια κοινή ή μια «συνδεδεμένη» εκλογική πλατφόρμα. Όμως, η προσέγγιση αυτή δεν είναι αποδεκτή από την τουρκοκυπριακή κοινότητα γιατί θα μπορούσε να οδη- γήσει στην εκλογή Τουρκοκύπριων «αχυρανθρώπων», ελεγχόμενων από την πολυπληθέστερη ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Κατά την προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού προέκυψε η σύγκλιση Χριστόφια-Ταλάτ για την εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου με «διασταυρούμενη σταθμισμένη ψήφο», δηλαδή με τρόπο που θα εξασφαλίζει ότι η εκλογική δύναμη της κάθε κοινότητας θα λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Με βάση την πρόταση αυτή, το σύνολο των εχόντων δικαίωμα ψήφου πολιτών της Κύπρου θα εκλέγει έναν Ελληνοκύπριο και έναν Τουρκοκύπριο πρόεδρο για θητεία 4 και 2 ετών, αντίστοιχα. Όμως, ενώ ο Ελληνοκύπριος πρόεδρος θα εκλέγεται από το σύνολο των ψηφοφόρων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων), ο Τουρκοκύπριος πρόεδρος θα εκλέγεται από τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους ψηφοφόρους, αφού μειωθεί η εκλογική «ισχύς» των Ελληνοκυπρίων με τρόπο που να εξισώνεται με την εκλογική «ισχύ» των Τουρκοκυπρίων.
Η ρύθμιση αυτή θα γίνει καλύτερα κατανοητή με ένα παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι η εκλογική δύναμη των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων είναι 80% και 20%, αντίστοιχα, του συνόλου των ψηφοφόρων. Ο Ελληνοκύπριος πρόεδρος θα είναι εκείνος που θα λάβει τις περισσότερες συνολικά ψήφους σε όλη την επικράτεια. Ο Τουρκοκύπριος πρόεδρος θα είναι εκείνος που λάβει τις περισσότερες ψήφους, που θα προκύψουν από την άθροιση των τουρκοκυπριακών ψήφων με το 20% των ελληνοκυπριακών ψήφων, που έλαβε ο συγκεκριμένος Τουρκοκύπριος υποψήφιος.
Με τη ρύθμιση αυτή παραμένει ο κίνδυνος της εκλογής δύο προέδρων με ουσιωδώς διαφορετικές πολιτικές απόψεις, πράγμα που πιθανότατα θα είναι αιτία προστριβών. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αντιμετωπισθεί με την προ-επιλογή από κάθε υποψήφιο πρόεδρο ενός υποψήφιου προέδρου της άλλης κοινότητας, με τον οποίο διαφαίνονται καλές προοπτικές αγαθής συνεργασίας, λόγω ταύτισης απόψεων επί της ακολουθητέας πολιτικής / λόγω της ένταξης στην ίδια πανευρωπαϊκή πολιτική πλατφόρμα. Οι επιλογές αυτές των υποψηφίων δεν θα καθιστούν υποχρεωτική την επιλογή και των δύο υποψηφίων από τους εκλογείς αλλά – έμμεσα πλην σαφώς – θα μεταφέρουν την ευθύνη για το ενδεχόμενο δημιουργίας προβλημάτων συνεργασίας στους ψηφοφόρους, στο στάδιο της άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος.
4.Η ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ:
Η οικονομική και η πολιτική «απεξάρτηση» των Τουρκοκυπρίων από τον εναγκαλισμό της Τουρκίας είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την επιβίωση και την ομαλή λειτουργία της ομοσπονδιακής Κύπρου. Είναι προφανές και στον ποιο αδαή ότι η οικονομική και πολιτική εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία και η συνεπακόλουθη προσπάθεια της Τουρκίας να υπαγορεύει τις επιλογές της Κύπρου αναπόφευκτα θα οδηγεί σε προστριβές και συγκρούσεις, εις βάρος της Κύπρου αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης της οποίας η Κύπρος τυγχάνει πλήρες μέλος.
Σπεύδω να τονίσω ότι η οικονομική και πολιτική απεξάρτηση της Κύπρου από την Τουρκία δεν συνεπάγεται μια συγκρουσιακή πορεία. Κάθε άλλο. Με αμοιβαία καλή θέληση, θα μπορούσαν η μεγάλη Τουρκία και η μικρή Κύπρος να αναπτύξουν μια υποδειγματική συνεργασία στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, αξιοποιώντας τους πολιτιστικούς και πολιτισμικούς δεσμούς που ήδη υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών. Απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική και την πολιτική απεξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία είναι η εξίσωση της κοινωνικής και της οικονομικής υπόστασης όλων των επιμέρους στοιχείων της κυπριακής κοινωνίας και προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να συνδράμουν τόσο η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
5. Ο ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ:
Έχει λεχθεί ότι η οικονομική εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου της Κύπρου μπορεί να εξελιχθεί είτε σε ευλογία, είτε σε κατάρα. Δυστυχώς, οι ενέργειες της κυπριακής κυβέρνησης τείνουν να οδηγήσουν στην κατάρα για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η Κύπρος επεδίωξε να αποστερήσει την Τουρκία από οποιοδήποτε ρόλο στην διαχείριση του υποθαλάσσιου πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου και να την θέσει προ τετελεσμένων γεγονότων, ερμηνεύοντας το διεθνές δίκαιο της θάλασσας κατά τρόπο υποκείμενο σε αμφισβήτηση και δεύτερο αρνούμενη την με οποιοδήποτε τρόπο ανάμιξη των Τουρκοκυπρίων στη διαχείριση της εμπορικής εκμετάλλευσης της κυπριακής ΑΟΖ.
Η υπεροπτική αυτή συμπεριφορά της κυπριακής κυβέρνησης σε σχέση με τον υποθαλάσσιο πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου ήταν φυσικό και αναμενόμενο ότι θα προκαλούσε την μήνη της Τουρκίας, πράγμα το οποίο συνέβη και είχε, μεταξύ άλλων, και την υπόσκαψη των προοπτικών επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Η συστηματική υπερεκτίμηση (από πλευράς της κυπριακής κυβέρνησης) των ικανοτήτων της κυπριακής διπλωματίας και η υποβάθμιση των δυνατοτήτων της τουρκικής διπλωματίας έχει οδηγήσει στην αποτελμάτωση του κυπριακού, ύστερα από αγώνες και θυσίες ενός αιώνα.
Η μόνη φωτεινή εξαίρεση στην καταστροφική αυτή πορεία ήταν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που επιτεύχθηκε κατά κύριο λόγο από τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης (Σημίτη-Κρανιδιώτη) με τη συνεργασία των Κληρίδη και Βασιλείου, αλλά οδήγησε, στον χαρακτηρισμό των Ελληνοκυπρίων στην Ευρωβουλή από τον Επίτροπο της Διεύρυνσης Γκίντερ Φερχόιγκεν ως «ανακόλουθων», λόγω της καταψήφισης του Σχεδίου Αννάν (η έγκριση του οποίου είχε άτυπα συμφωνηθεί ως προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση).
Το πρόβλημα της οικονομικής εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου της Κύπρου μπορεί και πρέπει να επιλυθεί – παράλληλα με την επίλυση του κυπριακού – με την παραπομπή του θέματος της οριοθέτησης της κυπριακής και της τουρκικής ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και την άμεση εμπλοκή των Τουρκοκυπρίων στην διαχείριση του πλούτου αυτού. Οι τεχνικές δυσκολίες που συχνά προβάλλονται ως εμπόδιο για την επίτευξη προόδου στο κεφάλαιο αυτό μπορούν εύκολα να παρακαμφθούν με λίγη καλή θέληση από τις εμπλεκόμενες πλευρές.
6. «ΣΦΙΧΤΟΔΕΜΕΝΗ» vs «ΧΑΛΑΡΗ» ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ:
Παρά τα επανελημμένα μου κελεύσματα προς τον πρόεδρο Αναστασιάδη να διευκρνίσει το νόημα της «χαλαρής» ή της «αποκεντρωμένης» ομοσπονδίας, της οποίας είναι υπέρμαχος, δεν έχω λάβει σαφή απάντηση. Πάντως, με αυτή τη θέση φαίνεται να συν- τάσσεται ο Αλέκος Μαρκίδης, τις απόψεις του οποίου γενικά εκτιμώ και σέβομαι αλλά επί του προκειμένου, ας μου επιτρέψει να έχω διαφορετική άποψη. Ο Αλέκος Μαρκίδης λέει ότι δεν πρέπει να φορτώσουμε το Ομοσπονδιακό Κράτος με σωρεία εξουσιών, η τυχόν αδυναμία στην άσκηση των οποίων θα επηρεάζει την καθημερινή ζωή. Το Ομοσπονδιακό Κράτος πρέπει να έχει τόσες εξουσίες, μόνο όσες είναι αναγκαίες για την ενότητά του. Το σκεπτικό είναι ότι όσο περισσότερες εξουσίες έχει το Ομοσπονδιακό Κράτος τόσο πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι διαφωνιών και προστριβών. Τη λογική του «ας γίνει ότι θέλει στον βορρά αρκεί να κάνω ότι θέλω στον νότο» εγώ την απορρίπτω γιατί είναι η λογική του διαμελισμού. Όπως έχω ήδη εξηγήσει, θεωρώ ότι είναι ύψιστης σημασίας να απεξαρτηθεί η βόρεια Κύπρος από την Τουρ- κία, ώστε οι Τουρκοκύπριοι να κρίνουν και να αποφασίζουν με γνώμονα τα δικά τους συμφέροντα και όχι εκείνα της Τουρκίας. Όμως, αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, ιδιαίτερα στο πρώτο στάδιο της ζωής της ομοσπονδιακής Κύπρου. Σ’ αυτό ακριβώς το στάδιο, είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας να έχει η ελληνοκυπριακή πλευρά τη δυνατότητα να εμποδίσει την Τουρκία από το να επιβάλει θέσεις και ενέργειες στους Τουρκοκύπριους, που θα είναι επιζήμιες για ολόκληρη την Κύπρο, ανεξάρτητα αν, εκ πρώτης όψεως, αφορούν μόνο τη βόρεια Κύπρο.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι η διαμόρφωση των κανόνων (και δεν αναφέρομαι σε θέματα ήσσονος σημασίας, όπως πρέπει να είναι έργο των ομόσπονδων πολιτειών, με τη δυνατότητα, όμως, προσφυγής στην ομοσπονδιακή δικαιοσύνη στις περιπτώσεις κακοδιοίκησης (κακής εφαρμογής των κανόνων). Με δεδομένο ότι ένας συνεχώς αυξανόμενος όγκος κανό- νων διαμορφώνεται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με λίγη καλή θέληση η συνδιαμόρφωση των κυπριακών κανόνων σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν θα είναι δύσκολο πρόβλημα. Στο τέλος της ημέρας, αν μια από τις ομόσπονδες πολιτείες είναι τόσο εναντίον μιας συγκεκριμένης κανονιστικής διάταξης, ώστε να μην μπορεί να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη μία θετική ψήφος, ας μην παρθεί απόφαση ή ας υπάρχει ένας διαιτητικός μηχανισμός.
Η «χαλαρή» ομοσπονδία είναι μια τεράστια παγίδα στην οποία κινδυνεύουν να πέσουν και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Παγίδα είναι και η επιλεκτική και επιφανειακή επίκληση των κανόνων λειτουργίας άλλων ομοσπονδιακών κρατών. Χρειάζεται προσοχή.
7.ΤΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ:
Πολλούς Ελληνοκύπριους φοβίζει το προηγούμενο του 1963 και, συγκεκριμένα, η τότε άρνηση των Τουρκοκύπριων βουλευτών να ψηφίσουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό, με συνέπεια να διαφανεί ο κίνδυνος πρόκλησης κρατικών δυσλειτουργιών. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι το συγκεκριμένο αυτό περιστατικό είναι εκείνο που φοβίζει και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι σπεύδουν να τονίσουν ότι η άρνηση ψήφισης του προϋπολογισμού ήταν ενταγμένη στην προσπάθειά τους να πείσουν τους Ελληνοκύπριους να σεβασθούν τις συνταγματικές διατάξεις για τη δημιουργία 5 ξεχωριστών τουρκοκυπριακών δημοτικών αρχών, σε ολόκληρη την Κύπρο, τουλάχιστον για ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα 4 ετών.
Το ενδεχόμενο πρόκλησης αδιεξόδων δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να αποκλεισθεί αλλά ελπίζει κανείς ότι οι εμπειρίες του παρελθόντος και οι ανεύθυνες συμπεριφορές των τότε ηγετών της Κύπρου, οι οποίες επισώρευσαν μύρια δεινά τόσο στους Ελληνοκύπριους όσο και από τον εκτεταμένο κανονιστικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τον εποπτικό ρόλο της ΕΕ σε επιμέρους τομείς (όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά όχι μόνο), από τη δυνατότητα προσφυγής στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια αλλά και με τη δημιουργία ad hoc διαιτητικών μηχανισμών, τουλάχιστον για ένα μεταβατικό στάδιο.
8. Η ΠΑΙΔΕΙΑ:
Η «παιδεία» είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα και για τις δύο κοινότητες γιατί, αφενός, αντιμετωπίζεται ως το βασικό εργαλείο που θα διασφαλίσει την πολιτιστική και την πολιτισμική συνοχή των δύο κοινοτήτων (στόχος καθόλα επιθυμητός) και, αφετέρου, ως το όχημα καλλιέργειας εθνικιστικής και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και αντιπαράθεσης (στόχος ανεπιθύμητος).
Η σωστή ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών αλληλοσυγκρουόμενων στόχων είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατον να επιτευχθεί. Η λειτουργία των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων πρέπει να είναι στα χέρια της αντίστοιχης κοινότητας με την αναγκαία εναρμόνιση να επιτυγχάνεται στο ομοσπονδιακό επίπεδο μέσω ενός συντονιστικού οργάνου στελεχωμένου από φωτισμένους εκπαιδευτικούς. Στη σύνθεση αυτού του συντονιστικού οργάνου δεν πρέπει να αποκλεισθεί η συμμετοχή φωτισμένων ιερωμένων.
Νοείται ότι η έννοια «παιδεία» δεν περιορίζεται στην σχολική εκπαίδευση αλλά επεκτείνεται στην διά βίου παιδεία και, ιδιαίτερα, στην ενημέρωση και την διαπαιδαγώγηση των πολιτών μέσω των κρατικών φορέων των επιφορτισμένων με το δύσκολο αυτό έργο.
Και στο θέμα της παιδείας θα πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως η εκτεταμένη εμπειρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην άμβλυνση των αντιπαραθέσεων και στην επούλωση των πληγών που προξενήθηκαν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Οι πληγές αυτές ακριβώς κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη της συμφιλίωσης και οδήγησαν στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
τικά, είτε αρνητικά) τα οικονομικά συμφέροντα όλων των Κυπρίων. Δυστυχώς, με την πάροδο του χρόνου οι «χρήστες» των περιουσιών έχουν αποκτήσει δικαιώματα, όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Προφανώς, αυτή η παράμετρος δεν εκτιμήθηκε ορθά από τους υπέρμαχους του «μακροχρόνιου αγώνα». Το πρόβλημα του περιουσιακού έχει πολλές πτυχές που δεν είναι δυνατό να αναλυθούν σε ένα σύντομο σημείωμα όπως το παρόν. Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να διακρίνει τις εξής βασικές υπο-κατηγορίες του προβλήματος:
9.ΤΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟ:
Το «περιουσιακό ίσως είναι η δυσκολότερη πτυχή του κυπριακού προβλήματος γιατί αγγίζει άμεσα (είτε θετικά, είτε αρνητικά) τα οικονομικά συμφέροντα όλων των Κυπρίων. Δυστυχώς, με την πάροδο του χρόνου οι «χρήστες» των περιουσιών έχουν αποκτήσει δικαιώματα, όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Προφανώς, αυτή η παράμετρος δεν εκτιμήθηκε ορθά από τους υπέρμαχους του «μακροχρόνιου αγώνα». Το πρόβλημα του περιουσιακού έχει πολλές πτυχές που δεν είναι δυνατό να αναλυθούν σε ένα σύντομο σημείωμα όπως το παρόν. Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να διακρίνει τις εξής βασικές υποκατηγορίες του προβλήματος:
Ακίνητα περιουσιακά στοιχεία
• Περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν και παραμένουν εγκαταλειμμένες.
• Περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους αλλά έχουν καταληφθεί και χρησιμοποιούνται από τρίτους.
• Περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους αλλά έχουν καταληφθεί και αναπτυχθεί από τρίτους (π.χ. οικόπεδα επί των οποίων έχουν αναγερθεί κτίρια, ή προϋπάρχουσες οικοδομές που ανακαινίσθηκαν και βελτιώθηκαν εκ βάθρων).
• Περιουσίες δημόσιες (χαλίτικες περιουσίες) που διατέθηκαν σε ιδιώτες.
Κατά μία εκτίμηση, οι ελληνοκυπριακές περιουσίες στα κατεχόμενα ανέρχονται σε 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα από τα οποία 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα αναμένεται ότι θα επιστραφούν κάτω από ελληνοκυπριακή διοίκηση. Οι τουρκοκυπριακές περιουσίες στις ελεύθερες περιοχές ανέρχονται σε 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Βάσει αυτού του χονδροειδούς υπολογισμού, εκτάσεις στα κατεχόμενα της τάξεως των 1.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων πρέπει να επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους (αν το επιθυμούν) ή θα πρέπει να αποζημιωθούν.
Κινητά περιουσιακά στοιχεία
Τα κινητά περιουσιακά στοιχεία (όπως τα μηχανήματα, τα εμπορεύματα, οι πρώτες ύλες, τα οχήματα, τα έπιπλα και σκεύη, τα τιμαλφή, τα μετρητά κλπ.) δημιουργούν το πρόσθετο πρόβλημα της τεκμηρίωσης της ύπαρξης, της κυριότητας και της αξίας τους, κατά το χρόνο που κατέστησαν απροσπέλαστα και απωλέσθηκαν.
Η αντιμετώπιση του περιουσιακού προβλήματος κατά απολύτως ακριβοδίκαιο τρόπο είναι ίσως ανέφικτη. Όμως, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Κύπριοι έχουν επωμισθεί τα βάρη του πολέμου και της κατοχής κατά έναν κατάφωρα άδικο και ανισομερή τρόπο. Με τη λύση, η μεγάλη αυτή αδικία πρέπει να αναιρεθεί. Όμως, ανεξάρτητα της λύσης, είναι παράλογο να διαιωνίζεται αυτή η αδικία με το πρόσχημα ότι είναι πρακτικά αδύνατο να εξευρεθεί μια απόλυτα δίκαια ρύθμιση. Ταυτόχρονα, οι ζημιωθέντες θα πρέπει να δείξουν κατανόηση και να αποδεχθούν ρυθμίσεις τακτοποίησης της μεγάλης αυτής εκκρεμότητας, έστω και αν δεν καλύπτουν το σύνολο της ζημιάς που προκλήθηκε. Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να έρθει αρωγός η Κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία και το ΕΒΚΑΦ ( Ίδρυμα Διοίκησης Θρησκευτικής Περιουσίας Μουσουλμάνων), διαθέτοντας για τον σκοπό αυτό ένα μεγάλο μέρος της ακίνητης περιουσίας που έχουν στην ιδιοκτησία τους.
10.Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ:
Όπως ορθά υπέδειξε ο επί μακρόν χρονικό διάστημα, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, Ιωάννης Κασουλίδης, ένα κρίσιμο θέμα είναι η ασφάλεια της εφαρμογής της λύσης που θα συμφωνηθεί. Η ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής της, δημιούργησε πολλά αισθήματα ανασφάλειας. Οι Τουρκοκύπριοι έζησαν την εμπειρία του εξοστρακισμού τους από τα όργανα διακυβέρνησης που προνοούσε το Σύνταγμα της Ζυρίχης. Οι Ελληνοκύπριοι έζησαν την εμπειρία της κατάχρησης των δικαιωμάτων της αρνησικυρίας, που παρέλυσαν το κράτος με την άρνηση ψήφισης των προϋπολογισμών, οδηγώντας σε μια κατάσταση που είχε άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών (συντάξεις, μισθούς, νοσοκομεία, σχολεία).
Στις τελευταίες συνομιλίες μέχρι το Κραν-Μοντανά καλύφθηκε σημαντικό έδαφος σε σχέση με το θέμα αυτό και ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών κατέθεσε έγγραφο μιας νέας «Συνθήκης Εφαρμογής». Το πότε είναι σωστό να δοθεί ένα τέτοιο έγγραφο στη δημοσιότητα δεν είμαι σε θέση να το κρίνω εγώ. Όμως, η επίτευξη και η δημοσιοποίηση μιας τέτοιας συμφωνίας αναμφίβολα θα βοηθήσει στη δημιουργία της αναγκαίας θετικής προδιάθεσης έναντι ολόκληρης της συμφωνίας και, κατ’ επέκταση, των προοπτικών έγκρισής της και από τις δύο κοινότητες. Η ασφάλεια της εφαρμογής τόσο των Συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης όσο και του Σχεδίου Ανάν ήταν αδιαμφισβήτητα ανεπαρκής και η ανεπάρκεια αυτή ήταν ένας από τους βασικούς λόγους των αρνητικών εξελίξεων που ακολούθησαν.
*Ο Χρήστος Παναγιωτίδης είναι τακτικός αρθρογράφος της Αλήθειας και της Cyprus Mail. Τα ενυπόγραφα κείμενα εκφράζουν τον συγγραφέα τους.