Τ. Χατζηδημητρίου: Σήμερα η ΕΔΕΚ δεν με αντιπροσωπεύει

Τ. Χατζηδημητρίου: Σήμερα η ΕΔΕΚ δεν με αντιπροσωπεύει

“Η ΕΔΕΚ ήταν μία μεγάλη πάλη στη ζωή μου για να δημιουργηθεί ένα κόμμα που θα μπορούσε να αναπλάσει την Κύπρο και να δώσει έναν καινούργιο αέρα στην πολιτική ζωή που ήταν πολωμένη μεταξύ εθνικόφρονης Δεξιάς και του ΑΚΕΛ”

Συνέντευξη στην εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος” , 23. 2.2020*

Ο πολιτικός, αγωνιστής, ιδρυτικό στέλεχος της ΕΔΕΚ και πρόεδρος σήμερα της σπουδαίας Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική μας Κληρονομιά, Τάκης Χατζηδημητρίου, πιο καίριος από ποτέ, αποφασίζει να μιλήσει πρώτη φορά για όλα, επίκαιρα και μη, αρκετά «άγνωστα» και μη ειπωμένα μέχρι σήμερα.

Τον θυμάμαι σε εκείνο τον πρώτο όροφο του παραδρόμου της Ονασαγόρου, στο οδοντιατρείο του: ψηλός, με κοφτερή ματιά, χέρια γερά και ακόμη πιο οξυμένο νου που ήταν ταυτόχρονα «σκορπισμένος» σε δεκάδες σκέψεις – ανέκαθεν αεικίνητος, μονίμως σε συνεννοήσεις με τους συνεργάτες του «γιατί πάντα κάτι ήθελε το κόμμα». Στη συνάντησή μας την προηγούμενη βδομάδα, αρκετά χρόνια μετά πια, στο σπίτι της οδού Γεωργίου Χατζηδάκη, ο Τάκης είναι το ίδιο εγκάρδιος και «ζεστός» όπως τότε –σαν να μην πέρασαν τα χρόνια και να ‘χουν αλλάξει όλα.

– Τι απέμεινε από εκείνο το οδοντιατρείο της οδού Σοφοκλέους;  Το οδοντιατρείο (χαμογελάει) ήταν ταυτισμένο με τη ζωή μου – αγάπησα το επάγγελμά μου, αφοσιώθηκα στην οδοντιατρική. Παλαιότερα είχα και επιστημονικές φιλοδοξίες, έκανα προσπάθειες για μετεκπαιδεύσεις και εξειδίκευση, όμως στο τέλος με απορρόφησε το Κυπριακό. Αισθάνθηκα, ως πρωταρχικό μου καθήκον, τη συμμετοχή: ξέσπασαν οι διακοινοτικές ταραχές, υπήρχε η απειλή της Τουρκίας, πήγα εθελοντής εθνοφρουρός τον Γενάρη του ’64 -με εκπαίδευση στον Μαχαιρά, αργότερα στον Πενταδάχτυλο, στην Άσπρη Μούττη-, μετά στον Άγιο Ιλαρίωνα, στη Νεάπολη, και έζησα όλο το πολυτάραχο 1964 με όλες τις συγκρούσεις και τους κινδύνους.

– «Μίλησε» το DNA του πατέρα σας; Υπήρχε η οικογενειακή παράδοση που είχε έννοια συμμετοχής. Και από τον πατέρα μου –που είχε πάει εθελοντής κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες της Ελλάδας το 1912, πολέμησε στο Μπιζάνι, μπήκε ελευθερωτής στα Γιάννενα, πήγε στο Τεπελένι, στη Βόρειο Ήπειρο και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, πολέμησε στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο και συνελήφθηκε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία το 1922– αλλά και από την οικογένεια της μητέρας μου. Είμαστε μία οικογένεια η οποία ταυτίστηκε με την ιστορία της Ελλάδας, η οποία βέβαια είχε και τη συνέχειά της με τον αδελφό της μητέρας μου, τον Λουκή Ακρίτα, πρότυπο στη ζωή μου, που πολέμησε το 1940 στα βουνά της Αλβανίας.

– Μεσοαστική οικογένεια; Έζησα απόλυτα φτωχικά χρόνια. Υπήρχε πάντοτε ένα μόνιμο οικονομικό πρόβλημα που σφράγισε τη ζωή μας. Η αδελφή μου θυμόταν ότι όταν πρωτοπήγε Γυμνάσιο, στην πρώτη τάξη, επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκε μια κατήφεια, μια στεναχώρια, γιατί στο μεταξύ είχε κηρυχθεί σε πτώχευση ο πατέρας μου διότι δεν είχε πληρώσει τα ενοίκια του καφενείου του στο άνοιγμα Μεταξά. «Κάθε εμπόδιο για καλό» έλεγε εκείνος, κάτι που συνήθιζα να λέω κι εγώ αργότερα, στις δικές μου δυσκολίες και αποτυχίες. Ήταν απλή η ζωή μας. Η μάνα μας έπλεκε ένα πουλόβερ το οποίο φορούσαμε και τον επόμενο χειμώνα –αν δεν είχαμε μεγαλώσει αρκετά στο μεταξύ–, η τσάντα μας ήταν ρούχινη, μια φορά είχα φορέσει τα παπούτσια της αδελφής μου όταν πια είχαν λιώσει τα δικά μου, αλλά παρόλο που αισθανόμουν τη διαφορά στο σχολείο από τα παιδιά που έρχονταν από τα πλουσιόσπιτα –που μπορούσαν, για παράδειγμα, να πηγαίνουν στην καντίνα, ενώ εγώ δεν μπορούσα– ποτέ μου δεν αισθάνθηκα υποδεέστερος. Ήμουν περήφανος για το σπίτι μου, για τον πατέρα μου, για την ιστορία μας. Είχαμε αξιοπρέπεια!

– Μιλήστε μου λίγο για τις αποτυχίες σας, στις οποίες αναφερθήκατε προηγουμένως… Μια κλασική αποτυχία ήταν όταν δεν εξελέγηκα βουλευτής το 2001. Αν και δεν ήταν, τελικά, κάτι κακό γιατί ήταν και μία εποχή που είχα αρχίσει να διαφοροποιούμαι πολιτικά και να έχω περισσότερες προσωπικές απόψεις που δεν ταίριαζαν με κομματικές γραμμές.

 

 

Στη συνέχεια, βέβαια, βρήκα την ευκαιρία να εργαστώ επάνω σε τομείς που με απορρόφησαν –το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, τη συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους, την Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά μέσα σε κλίμα εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης, προκειμένου να σώσουμε τα Μνημεία μας–, αλλά και με την οικογένειά μου, η οποία με είχε στερηθεί πολύ τα προηγούμενα χρόνια και την παραγνώρισα. Τα εγγόνια μου μού δίνουν ευτυχία, ψυχική ευχαρίστηση. Οι δικοί μου άνθρωποι έχουν μεγάλη σημασία για μένα! Και θα θυμάμαι πάντα την κουβέντα της μάνας μου, της Ευρούς: «Να ‘ναι καλά τα παιδιά τα δικά μας και τα παιδιά όλου του κόσμου!». Τώρα το καταλαβαίνω απόλυτα, στα 86 μου. Η αγάπη στην οικογένεια, μου προσφέρει ευδαιμονία (συγκινείται).

– Η αδελφή σας, η Ήβη Μελεάγρου, αυτή η σπουδαία μορφή των γραμμάτων, σε ποιες περιπτώσεις σας λείπει; Η Ήβη μού λείπει κάθε μέρα… Από τότε που πέθανε, τον Ιανουάριο του 2019, δεν έχω μιλήσει ποτέ δημόσια γι’ αυτήν. Δεν μπορώ. Μου είναι δυσβάσταχτο. Δυσκολεύομαι ακόμη και το να περάσω από το σπίτι…Με την Ήβη συνεννοούμασταν πριν καν μιλήσουμε. Για τους άλλους θα έπρεπε να επιχειρηματολογήσω –με την Ήβη δεν χρειαζόταν. Μιλούσαμε για τα πάντα: για τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας, τη λογοτεχνία, την ΕΔΕΚ…

 

– Θα λέγατε πια πως η ΕΔΕΚ σας έδωσε περισσότερες πίκρες παρά χαρές; Εγώ δεν μετανιώνω για τη ζωή μου μέσα στην ΕΔΕΚ. Μπήκα μέσα στην ΕΔΕΚ με όλες μου τις δυνάμεις και, πέρα από την πρωτοβουλία του Λυσσαρίδη, πάλεψα πολύ προσωπικά για τη δημιουργία της ΕΔΕΚ, εργάστηκα συστηματικά για την οργάνωσή της –κάτι που θέλω να πιστεύω πως είναι αναγνωρισμένο–, μου πρόσφερε μεγάλη ικανοποίηση η επαφή που είχα με τους ανθρώπους της ΕΔΕΚ, πάλεψα για τη δημοκρατία.

– Τότε τι έγινε στην πορεία; Δημιουργήθηκαν εσωτερικά προβλήματα μέσα στην ΕΔΕΚ. Εσωτερικά προβλήματα προσανατολισμού, χαρακτήρα της ΕΔΕΚ. Δημιουργήθηκε εσωτερική ένταση, στην οποία δεν νομίζω να ήταν αμέτοχη και η ίδια η ηγεσία.

– Κάτι που συμβαίνει και σήμερα; Δεν θέλω να το συγκρίνω με τα σημερινά. Δεν έχουν καμία σχέση. Τότε ήταν καθαρά ιδεολογικοί προσανατολισμοί και πολιτικές οι διαφορές, αλλά όλοι –και οι μεν και οι δε– ήμασταν ταυτισμένοι με το κόμμα και ιδιαίτερα στις δύσκολες ώρες. Άνθρωποι αγωνιστές που πολέμησαν ενάντια του πραξικοπήματος –και εγώ, προσωπικά, γιατί το αν επιβίωσα μέσα στο πραξικόπημα ήταν ένα τυχαίο συμβάν–, κι έτσι ενάντια στις αντιπαραθέσεις μας και στις αντιθέσεις, μπορούσαμε εύκολα να συνεννοηθούμε. Ήταν άνθρωποι που δεν είχαν ούτε καιροσκοπισμούς, ούτε άλλες βλέψεις, ενώ ήταν άλλες οι μετέπειτα νοοτροπίες, οι οποίες μεγάλωσαν μετά το ’74, οπότε και δημιουργήθηκαν ρήξεις μέσα στο κόμμα. Από το ’90 κι έπειτα, προστέθηκαν και διαφορετικές αντιλήψεις επάνω στην έννοια του Κυπριακού. Τότε είχα καταθέσει έγγραφα στο κόμμα, για τα οποία, δυστυχώς, παραγνωρίστηκα, για να μην πω άλλη λέξη. Σημείο καμπής ήταν το 2004, με το Σχέδιο Ανάν, όπου εγώ είχα τοποθετηθεί υπέρ. Αυτό ήταν το καθοριστικό σημείο που με οδήγησε τελικά εκτός κόμματος.

– Τι είναι σήμερα για σας η ΕΔΕΚ; Η ιστορία της ζωής μου. Ώς το 2004, όμως.

– Τα όσα συμβαίνουν σήμερα, δεν σας αφορούν; Όχι. Η ΕΔΕΚ ήταν μία μεγάλη πάλη στη ζωή μου για να δημιουργηθεί ένα κόμμα που θα μπορούσε να αναπλάσει την Κύπρο και να δώσει έναν καινούργιο αέρα στην πολιτική ζωή που ήταν πολωμένη μεταξύ εθνικόφρονης Δεξιάς και του ΑΚΕΛ, που ήταν το κομμουνιστικό κόμμα. Ούτε κομμουνιστής ήμουν, ούτε εθνικόφρων. Αυτός ήταν ο σοσιαλιστικός χώρος που ονειρευτήκαμε να δημιουργηθεί, ο οποίος έχω την εντύπωση πως ναυάγησε πια. Η προσπάθεια ναυάγησε.

 

– Άλλη μία αποτυχία, λοιπόν; Η ιστορία δεν έχει μια συνεχή πορεία, έχει σκαμπανεβάσματα. Η πάλη για τα ιδανικά δεν τελειώνει σε κάποιο κεφάλαιο, συνεχίζεται με άλλο τρόπο. Εξακολουθεί να είναι ανοιχτή αυτή η αναγκαιότητα μέσα στην κοινωνία, που κάποτε θα βρει τις διεξόδους της.

– Η σημερινή ΕΔΕΚ, ο Μαρίνος Σιζόπουλος, ο Δημήτρης Παπαδάκης, για να αναφέρω ονόματα της επικαιρότητας, είναι κάτι ξένο για σας; Η σημερινή ΕΔΕΚ μού είναι κάτι άγνωστο. Αυτή η ΕΔΕΚ, και μιλώ γενικά, χωρίς ονοματολογίες, δεν είναι η ΕΔΕΚ για την οποία εμείς παλέψαμε. Είναι κάτι άλλο. Δεν θα ήθελα να σταθώ, ωστόσο, κριτής της σημερινής ΕΔΕΚ. Αυτό ανήκει σε εκείνους που είναι σήμερα μέσα στο κόμμα. Θα σας πω, βέβαια, πως η ΕΔΕΚ σήμερα είναι σίγουρα κάτι που δεν με αντιπροσωπεύει. Γι’ αυτό είμαι και παραμένω εκτός.

– Από τη σχέση σας με τον Βάσο Λυσσαρίδη, τι κρατάτε; Κρατώ τις εποχές που συνέπιπταν οι απόψεις μας και για τις οποίες συμπορευτήκαμε. Γι’ αυτές δεν μετανιώνω ποτέ. Όσο καιρό συνεργαζόμασταν. Μετά χώρισαν οι δρόμοι μας και δεν είχαμε πια επικοινωνία.

– Γιατί χρησιμοποιήσατε τη λέξη «συνεργασία» και όχι «φιλία»; Θα σας πω. Είναι δύσκολο στα ηγετικά επίπεδα να έχεις φιλίες. Αλλά, με τους απλούς ανθρώπους, τους γνήσιους ΕΔΕΚίτες, είχα απέραντες φιλίες. Οι οποίες επιβιώνουν. Εγώ δεν έκανα πολιτική του γραφείου ή των ΜΜΕ, έκανα πολιτική συνάντησης με τους ανθρώπους στα καφενεία τους, στα χωριά τους, στις δουλειές τους. Και έμαθα πολλά από αυτούς τους ανθρώπους! Οι ήρωες της Κύπρου είναι αυτοί οι απλοί άνθρωποι, αυτοί γέμιζαν πάντα την ψυχή μου.

– Νιώθετε προδομένος; Το αντίθετο. Έκανα μία επιλογή στη ζωή, για την οποία είμαι απόλυτα υπεύθυνος εγώ. Και δεν αισθάνομαι ότι με αδίκησε κανένας! Είμαι συμφιλιωμένος μέσα στην ψυχή μου για τον δρόμο που διάλεξα στη ζωή μου. Άλλωστε, ποτέ δεν επιζήτησα την έννοια της θεωρητικής επιτυχίας. Από το 1952 που είχα την πρώτη μου εμπλοκή, ως γραμματέας της ΠΕΟΝ Λευκωσίας, μέχρι σήμερα, δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα της ζωής μου που να μην ήταν δοσμένη στην Κύπρο και στους αγώνες.

– Δεν είχατε ποτέ φιλοδοξίες; Να ηγηθείτε της ΕΔΕΚ, να υπουργοποιηθείτε; Όχι, όχι. Η φιλοδοξία μου αφορούσε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Δεν είμαι ματαιόδοξος. Ούτε με νοιάζει η υστεροφημία μου. Μου αρκεί, σήμερα, να αναστηλώνουμε τις εκκλησίες μας και να έρχονται οι άνθρωποι, κλαίγοντας, να με αγκαλιάζουν –υπάρχει μεγαλύτερο δώρο;

– Όσο ήσασταν μέλος και αντιπρόεδρος της ΕΔΕΚ, αισθανόσασταν ταυτόχρονα και ξένο «σώμα» στο κόμμα; Ήμουν ένας άνθρωπος που υποστήριζε τις απόψεις του. Και αισθανόμουν ότι μπορούσε να γίνει διάλογος μέσα στο κόμμα. Η ρήξη συνέβη, όταν δεν υπήρχε πια δυνατότητα διαλόγου, μετά το 2004, όταν μια μέρα διάβασα στις εφημερίδες, από δηλώσεις αξιωματούχων, πως «ο Τάκης δεν είναι πια στην ΕΔΕΚ, είναι παρελθόν!». Πάντοτε αντιλαμβανόμουν την άποψή μου ως μία άποψη που μπορούσε να συζητηθεί μέσα στο κόμμα, γι’ αυτό και υπέβαλλα έγγραφα στο κόμμα – δεν έκανα παρασκήνιο. Οι τοποθετήσεις μου ήταν πάντα ανοιχτές.

– Δεν απομονωνόσασταν έτσι από την ηγεσία; Δεν επιζήτησα ποτέ μου να είμαι με το «ρεύμα». Υποστήριζα τις απόψεις μου και είχα το θάρρος να είμαι και εναντίον του «ρεύματος». Πάλευα πάντα για τις ιδέες μου, για τις θέσεις μου, ανεξαρτήτως κόστους. Αυτό συνέβη και το 2004.

– Γιατί επιμένετε τόσο πολύ στο 2004; Γιατί το θεωρώ μία καμπή στην κυπριακή ιστορία. Πρόσφερε δυνατότητες επίλυσης του κυπριακού – χωρίς να είναι τέλειο το Σχέδιο Ανάν, αλλά ήταν μία καλή βάση. Ήταν η συγκυρία. Ένταξη και λύση πήγαιναν μαζί.

– Είστε απαισιόδοξος πια; Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου την ηττοπάθεια. Στα προβλήματα απαντώ με πάλη. Ακόμη και αυτό που κάνουμε τώρα, στην Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς, είναι μία μεγάλη συμβολή στο να δημιουργηθεί το κλίμα για ένα διαφορετικό αύριο, για μια νέα εποχή στην ιστορία της Κύπρου. Ας ελπίσουμε ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια. Υπάρχουν κοινά σημεία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για τη διαφύλαξη αυτής της έννοιας που λέγεται Κύπρος. Με κοινά κυπριακά χαρακτηριστικά, στα οποία θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε μαζί. Θα σας πω και κάτι άλλο που πιστεύω ακράδαντα: η τυχόν μη επανεκλογή Ακιντζί, τον Απρίλιο, θα είναι μια αρνητική εξέλιξη. Η πολεμική της Τουρκίας είναι μεγάλη, το ίδιο και η κινητοποίηση των εποίκων, ενώ και από πλευράς Τουρκοκυπρίων υπάρχει πια ισχυρό εθνικιστικό κίνημα. Αλλά, όπως και σ’ εμάς, έτσι και σ’ εκείνους, δεν είναι όλοι το ίδιο. Με συμμαχίες θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα νέο μέλλον για την Κύπρο.

– Υπάρχει κάτι από το παρελθόν σας που θα θέλατε να αλλάξετε; Έζησα με οράματα. Με πίστη. Με πεποιθήσεις. Όλα μου πρόσφεραν εμπειρίες για το επόμενο βήμα. Πολλές φορές, χρειάστηκε να αναθεωρήσω απόψεις, όπως ήταν η σταδιακή μου μετάβαση από την απόρριψη της Ζυρίχης μέχρι του να κατανοήσω πως η Κυπριακή Δημοκρατία έπρεπε να επιβιώσει. Μέχρι να καταλάβω πως είμαστε Έλληνες Κύπριοι και έχουμε τα κοινά στοιχεία του ελληνισμού, αλλά πως έχουμε ταυτόχρονα και διαφορετικά δεδομένα, πολιτικά, γεωγραφικά, κοινωνικά. Μου πήρε χρόνο για να το συνειδητοποιήσω. Χρειάστηκε, επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, να αναζητήσω αναπροσαρμογή προς τα δεδομένα με την ελπίδα ότι αυτά θα μας προχωρήσουν παρακάτω και διαψεύστηκα. Αλλά, έζησα τη ζωή μου με το να εμπιστεύομαι τον άλλον. Αν ο άλλος δεν ανταποκριθεί, δεν είναι δική μου ευθύνη. Γιατί, τι νόημα έχει το να είσαι περιχαρακωμένος και όχι ανοιχτός στους ανθρώπους; Ας είναι ξεκάθαρο πια: δεν μπορούμε να διώξουμε τους Τούρκους με πόλεμο. Μόνο με τη διπλωματία. Και διπλωματία σημαίνει συμβιβασμός! Και θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με την έννοια του συμβιβασμού. Είναι πολύ βαριά η λέξη «λύση». Αλλά, μπορούν να γίνουν διευθετήσεις που θα μας επιτρέψουν να επιβιώσουμε. Μία συνέχιση του κυπριακού προβλήματος, μία συνέχιση της σύγκρουσης, εκείνο που ευνοεί είναι τον ισχυρό: την Τουρκία.

– Γιατί είπατε πως η «λύση» είναι βαριά λέξη; Μπορούμε να επανέλθουμε στην προ του ’74 κατάσταση; Οι απώλειες που συνέβησαν τότε ήταν ιστορικές. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο συνύπαρξης πια, και να γίνουμε Κύπριοι ολόκληρης της Κύπρου. Να βρούμε και τρόπους συνεννόησης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αλλά και με την Τουρκία –αυτοί είναι οι απαραίτητοι όροι για να έχει η Κύπρος ένα μέλλον.

Ήδη, ο χρόνος που έχει παρέλθει είναι ένα μεγάλο τραύμα στην πορεία της Κύπρου. Ένα επεισοδιάκι να γίνει, η Κύπρος καταστράφηκε, δεν θα μείνει τίποτε. Το έχω ζήσει: στον διεθνή χώρο, η Κύπρος δεν θεωρείται ένα κράτος κανονικό που είναι εξασφαλισμένο το μέλλον του. Είμαστε ένα κράτος με αστερίσκο.

*Συνέντευξη: Γιάννης Χατζηγεωργίου Παναγιώτης Μηνά

 

Share this post