Συμπεριφορές σύγκρουσης συμφέροντος, που καλλιεργούν την διαφθορά και την διαπλοκή
Του Αχιλλέα Δημητριάδη*
Στις 25 Οκτωβρίου γιορτάστηκε η Ευρωπαϊκή Ημέρα Δικαιοσύνης. Βασική εγγύηση για την προστασία των Ευρωπαϊκών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι το Κράτος Δικαίου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εκδόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 η Πρώτη ετήσια έκθεση για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η έκθεση καλύπτει 4 βασικούς πυλώνες:
(α) Τα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης.
(β) Τα πλαίσια καταπολέμησης της διαφθοράς
(γ) Την πολυφωνία και την ελευθερία των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
(δ) Διάφορα θεσμικά ζητήματα που σχετίζονται με τους ελέγχους και τις ισορροπίες για ένα αποτελεσματικό σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Δεν θα σας παραθέσω τα αποτελέσματα που μπορείτε να βρείτε στο Δελτίο Τύπου και το κείμενο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52020SC0312&from=EN Θα ήθελα όμως σήμερα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις για την έννοια της Σύγκρουσης Συμφέροντος και πως αυτή επηρεάζει το Κράτος Δικαίου, ειδικά στην χώρα μας αυτές τις μέρες.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν δήλωσε, μεταξύ άλλων, «Το κράτος δικαίου και οι κοινές μας αξίες αποτελούν το θεμέλιο των κοινωνιών μας. Αποτελούν μέρος της κοινής μας ταυτότητας ως Ευρωπαίων. Το κράτος δικαίου προστατεύει τους πολίτες ενάντια στην εξουσία των ισχυρών…»
Παίρνω για παράδειγμα την διαδικασία επί παράβασει κατά της Κύπρου που άρχισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20 Οκτωβρίου 2020 λόγων «πώλησης» της ενωσιακής ιθαγένειας.
Είναι αυτό που όλοι γνωρίζουμε σαν το σύστημα «χρυσών διαβατηρίων» που είδαμε στο διαδίκτυο και τις τηλεοράσεις μας να εξευτελίζουν την Κύπρο οι πράξεις ορισμένων.
Η χορήγηση της ενωσιακής ιθαγένειας (με αντάλλαγμα προκαθορισμένες πληρωμές χωρίς να υπάρχει πραγματικός δεσμός με το κράτος μέλος) υπονομεύει την ουσία της ιθαγένειας αυτής, δημιουργώντας επίσης εγγενείς κινδύνους.
Αυτοί σχετίζονται με την ασφάλεια, την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, την φοροδιαφυγή και γενικά την διαφθορά.
Είναι αυτή την διαφθορά που θέλω να υπογραμμίσω και να παρουσιάσω ως το αποτέλεσμα της σύγκρουσης συμφέροντος σε πράξεις ατόμων που εξασκούν εξουσία στο Κράτος μας.
Η έννοια αυτή περιγράφεται στους νομικούς, τουλάχιστον, κύκλους από την Λατινική έκφραση «Nemo judex in causa sua». Κανείς δεν δικάζει δική του υπόθεση.
Η λογική είναι ότι όταν κάποιος ενεργεί σε ένα κρατικό θεσμό – όπως ακριβώς ο δικαστής δεν μπορεί να δικάζει την δική του υπόθεση, έτσι και το άτομο αυτό δεν μπορεί να λειτουργεί σε μία περίπτωση όπου υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος.
Δεν θέλω να μπω σε άλλες νομικές θεωρίες ή αναλύσεις και γι’αυτό παραθέτω απλά μερικά παραδείγματα προς γνώση και αποφυγή.
Δεν πιστεύω ότι είναι σωστό, είτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είτε οι Υπουργοί να παρακάθονται σε συνεδρίες του Υπουργικού Συμβουλίου, στις οποίες δικηγορικά ή ελεγκτικά γραφεία με τα οποία συνδέονται να παρουσιάζουν αιτήσεις για εγκρίσεις «χρυσών διαβατηρίων».
Με την ίδια λογική νομίζω δεν μπορεί ο Γενικός Εισαγγελέας (που όχι μόνο πρέπει να είναι αλλά και να φαίνεται ανεξάρτητος και αμερόληπτος) και να ενεργεί για το δημόσιο συμφέρον ότι δεν είναι ορθό να διορίζει ερευνητική επιτροπή για το θέμα των χρυσών διαβατηρίων, με όρους εντολής να διερευνήσει και το Υπουργικό στο οποίο ο ίδιος συμμετείχε κατά τον υπό εξέταση χρόνο.
Μάλιστα, για 18 από αυτά (σε σχέση με την απόφαση του Υπουργικού στις 25 Ιουλίου 2019) φαίνεται να έγιναν πολιτογραφήσεις χωρίς να ικανοποιούνται τα κριτήρια σε ισχύ τότε.
Παρόμοια είναι η λογική της σύγκρουσης συμφέροντος και σε Βουλευτές που ψήφιζαν για θέματα δανείων από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενώ την ίδια ώρα είχαν δάνεια σε αυτά και μάλιστα μη εξυπηρετούμενα.
Τέτοιες συμπεριφορές σύγκρουσης συμφέροντος καλλιεργούν την διαφθορά και την διαπλοκή και δυστυχώς μας φέρνουν στα χάλια που η Χώρα μας βρίσκεται σήμερα με το διεθνές ρεζίλεμα για το οποίο ακόμη κάποιος να πάρει έστω την πολιτική ευθύνη
*Ο Αχιλλέας Δημητριάδης είναι δικηγόρος – χειρίζεται υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωµάτων ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων (ΕΔΑΔ), της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων των Ηνωµένων Εθνών καθώς και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.