Συγκλονιστικές μαρτυρίες από το ναυάγιο της Πύλου
Της Ιωάννας Καρδάρα*
Διέσχιζαν το δρόμο του λιμανιού της Καλαμάτας που οδηγούσε στον χώρο όπου διέμεναν οι διασωθέντες μετανάστες και πρόσφυγες του ναυαγίου που συνέβη ανοιχτά της Πύλου πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Κρατούσαν τα κινητά τους και έδειχναν φωτογραφίες των δικών τους ανθρώπων που γνώριζαν ότι είχαν επιβιβαστεί στο αλιευτικό σκάφος που βυθίστηκε, αλλά δεν είχαν ακόμη νέα τους. Πρόσωπα βουβά και σκυθρωπά, πλησίαζαν την περιφραγμένη είσοδο, κοιτούσαν από τις χαραμάδες μήπως και βρουν τον/την συγγενή τους και ρωτούσαν συνεχώς τις λιμενικές αρχές με την ίδια αγωνία πάντοτε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Ορισμένοι λύγιζαν, ξεσπούσαν κι άλλοι παρέμεναν στον χώρο μήπως μάθουν κάτι παραπάνω. Καθώς περνούσαν οι ώρες όλο και περισσότεροι συγγενείς αγνοουμένων κατέφταναν στο λιμάνι της Καλαμάτας, άλλοι έχοντας μαζί τους ελάχιστα πράγματα και άλλοι με βαλίτσες στα χέρια τους.
Το δεύτερο βράδυ από την ημέρα που έγινε το ναυάγιο ο Ταχίρ Ραζάρ από το Πακιστάν που εδώ και χρόνια μένει στην Ελλάδα πλησιάζει στην είσοδο της αποθήκης στο λιμάνι της Καλαμάτας και ρωτάει τις αρχές μήπως έχουν δει τον 18χρονο ξάδερφό του. Δείχνει τη φωτογραφία του νεαρού συγγενή του από το Πακιστάν που έφυγε από τη χώρα του, πήγε στη Λιβύη και επιβιβάστηκε στο αλιευτικό σκάφος. «Ήθελε να φύγει από το Πακιστάν και να πάει στην Ιταλία. Δεν άντεχε άλλο την κατάσταση και τη φτώχεια στη χώρα του, μας έλεγε δεν αντέχεται άλλο, πρέπει να φύγουμε από εδώ», αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, δείχνοντάς μας τη φωτογραφία του ξαδέρφου του. « Πλήρωσε 5.000 δολάρια για να φύγει να πάει να βρει δουλειά», εξηγεί. Μια μέρα πριν ταξιδέψει, επικοινώνησε με τους δικούς του και τους είπε «να κάνουν την προσευχή τους για να φτάσει». Δεν έφτασε ποτέ όμως. « Μίλησα με τους γονείς του προσπαθούσα να τους καθησυχάσω, αλλά δεν τον βρίσκουμε πουθενά», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αποχωρώντας από το λιμάνι, δίχως να έχει κάποιο νεότερο για τον συγγενή του.
Από την άλλη πλευρά, στο επιχειρησιακό κέντρο που είχε στηθεί, κλιμάκιο του τομέα αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού προσπαθούσε να βοηθήσει τους διασωθέντες να επικοινωνήσουν με κάποιο οικείο τους πρόσωπο. «Το βράδυ της Πέμπτης 15 Ιουνίου κάναμε πάνω από 78 τηλέφωνα. Όσοι είχαν διασωθεί και θυμούνταν κάποιο τηλέφωνο συγγενή τους απευθύνονταν σε εμάς για να μιλήσουν με τους δικούς τους. Οι κλήσεις διαρκούσαν περίπου 3 λεπτά ώστε να επικοινωνήσουν για να πουν ότι είναι καλά και σώοι», επισημαίνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η τομεάρχης αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Μαρία Λιανδρή. Μπορεί να μην καταλάβαιναν τη γλώσσα ωστόσο, όπως εξηγεί, στο πρόσωπο των διασωθέντων μεταναστών και προσφύγων αποτυπώνονταν όλα τους τα συναισθήματα. « Εμείς δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα , αποτυπώνονται όμως όλα τα συναισθήματα και στο πρόσωπο και στους ήχους, την ίδια ώρα που από την άλλη μεριά της γραμμής μπορεί να ακούσεις μία κραυγή χαράς, ένα κλάμα, μία φωνή. Συμμετέχεις. Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Αυτό που είναι κοινό και συζητούσαμε είναι ότι όλα τα πρόσωπα όταν έρχονται είναι κατηφή και όταν κλείνουν τα τηλέφωνα λάμπουν», περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Λιανδρή προσθέτοντας ότι το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να μην θυμάται κάποιος το τηλέφωνο ή να μην μπορείς να πιάσει εύκολα γραμμή. «Η επικοινωνία είναι ένα δικαίωμα όπως και να ψάχνουν και να αναζητούν οι άνθρωποι τους δικούς τους. Κι εμείς αυτή την υποχρέωση έχουμε να καλύπτουμε αυτό το δικαίωμα. Εμάς μας δηλώνουν ποιους θα καλέσουν και ρωτάμε και τη συγγένεια για να δούμε υποστηρικτικά μήπως χρειαστούμε. Οι πιο πολλοί κάλεσαν τα αδέρφια τους και τις μαμάδες τους», τονίζει.
Η κ. Λιανδρή θυμάται χαρακτηριστικά τον πρώτο άνθρωπο που προσπάθησε να μιλήσει με κάποιον δικό του. « Ο πρώτος που κάθισε για να μιλήσει φαινόταν ότι ήταν ταλαιπωρημένος. Ήταν πάρα πολύ ήσυχος και αμίλητος που φαινόταν σαν να μην έχει συναίσθημα μόλις μίλησε άρχισε να κλαίει. Ήταν τελείως άλλος άνθρωπος ήταν σαν να ξέσπασε», λέει και τονίζει ότι ήταν αρκετοί αυτοί που ξέσπασαν σε λυγμούς.
Στην αρχή, όπως αναφέρει, οι περισσότεροι νιώθουν μια αγωνία. Την ίδια αγωνία νιώθουν κι εκείνοι που μεσολαβούν για να μιλήσουν με τις οικογένειές τους.
«Εμείς έχουμε πιο πολύ την ανάγκη να βρούμε τον δρόμο να καθοδηγήσουμε τους ανθρώπους για το τι πρέπει να κάνουν, ειδικά όταν πρόκειται για ένα τόσο μεγάλο δυστύχημα με τόσους νεκρούς και αγνοούμενους. Αυτό που είναι το πιο δύσκολο είναι να μπούνε τα πράγματα σε μια σειρά και να ξέρουν οι άνθρωποι που να ψάξουν και πως να ψάξουν οπότε εμείς αισθανόμαστε όλοι αυτή την πίεση», σημειώνει ενώ προσθέτει ότι χρειάζεται να κοινοποιηθεί ότι ο ερυθρός σταυρός είναι το ίδιο ακριβώς σε όλο τον κόσμο οπότε σε όποια χώρα και να είναι κάποιος μπορεί να απευθυνθεί στον αντίστοιχο Ερυθρό Σταυρό για να αναζητήσει κάποιο οικείο του πρόσωπο.
Τα αδέρφια από τη Συρία που επανενώθηκαν και οι αγωνιώδεις αναζητήσεις των συγγενών
Η εικόνα των δύο αδερφών από τη Συρία που αγκαλιάζονται μέσα από τα κιγκλιδώματα στο λιμάνι στης Καλαμάτας και δίνουν φιλί στο μέτωπο και στο μάγουλο με δάκρυα στα μάτια έχει κάνει τον γύρο του κόσμου. Η ιστορία όμως που κρύβεται πίσω από αυτή την οικογένεια είναι εξίσου συγκινητική. Τους συναντήσαμε τυχαία μπροστά από το ξενοδοχείο, όπου διαμέναμε κατά τη διάρκεια της αποστολής του Πρακτορείου στην Καλαμάτα και όπως είπαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η οικογένειά τους είναι από το Χαλέπι της Συρίας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, λόγω της κατάστασης στη χώρα τους, αναγκάστηκαν να φύγουν και να σκορπιστούν σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες. Ο πρώτος αδερφός ζει στη Γερμανία και εργάζεται σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, ο Φάρντι, που είναι ο δεύτερος αδερφός, ζει στην Ολλανδία και δουλεύει σε ένα εστιατόριο ενώ ο 18χρονος Μοχάμεντ θα έφευγε τελευταίος από τη Συρία με προορισμό την Ιταλία. Είτε για να βρει δουλειά εκεί είτε μήπως καταφέρει να επανενωθεί με ένα από τα άλλα δύο αδέρφια του. Τελικά και τα τρία αδέρφια κατάφεραν να συναντηθούν στην Ελλάδα, ανάμεσα από τα κιγκλιδώματα που τους χώριζαν, και όπως είπαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι δύο μεγαλύτεροι, θα φύγουν για τη Μαλακάσα ώστε να δουν τον αδερφό τους, να δουν αν είναι καλά και να μάθουν ποια θα είναι η τύχη του από δω και πέρα.
Οι αναζητήσεις, ωστόσο, συγγενών μεταναστών που επέβαιναν στο αλιευτικό σκάφος συνεχίζονται με αμείωτη ένταση. Όπως επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Καλαμάτας, Θανάσης Βασιλόπουλος, το γραφείο τής Πολιτικής Προστασίας του Δήμου δέχεται καταιγισμό τηλεφωνημάτων από συγγενείς που ψάχνουν τους δικούς τους και γνώριζαν ότι βρίσκονταν στο συγκεκριμένο σκάφος. Οι περισσότεροι που τηλεφωνούν σύμφωνα με τον κ. Βασιλόπουλο ζουν στη Γερμανία και ζητούν εναγωνίως πληροφορίες.
Οι μαρτυρίες των διασωθέντων
«Βυθίστηκε, έπεσε, η μηχανή σταμάτησε. Δεν μπορούσαμε να βρούμε κανέναν», ανέφερε ένας από τους διασωθέντες μιλώντας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της μεταφοράς στο ΚΥΤ της Μαλακάσας. «Δεν ξέρω πόσα παιδιά και γυναίκες ήταν στο πλοίο. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Δεν είπαμε όχι στη βοήθεια των ελληνικών αρχών. Προσέφεραν βοήθεια οι ελληνικές αρχές. Δεν ξέρω τι συνέβη», επισήμανε.
Την μαρτυρία ενός 24χρονου οδοντιάτρου Σύρου πρόσφυγα μετέφερε ο δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας, Τάσος Πολυχρονόπουλος. Όπως είπε, κατά την ώρα της αναχώρησης, ο 24χρονος άκουσε ότι το αλιευτικό σκάφος είχε 750 άτομα. «Στην πορεία, όπως μαρτυρεί και ο ίδιος, είπαν κατά τη διάρκεια της αναχώρησης, 750 άτομα, κλείσαμε», ανέφερε ο κ. Πολυχρονόπουλος. «Τους έδεσε με κάποιο σχοινί το σκάφος του Λιμενικού και προσπάθησε να τους ρυμουλκήσει τραβώντας προς τα αριστερά το καΐκι και ξαφνικά για λόγους που ούτε εκείνος κατάλαβε πήρε δεξιά κλίση και αστραπιαία βυθίστηκε το σκάφος, κάτι που μαρτυρείται και διασταυρώνεται κι από άλλες ειδήσεις δυστυχώς. Αυτή είναι η μαρτυρία του», επισήμανε ο κ. Πολυχρονόπουλος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ