Στρατηγική σχέση της Τουρκίας με την Ουκρανία. Πόσο θα την ανεχθεί η Ρωσία;
Η αμυντική συνεργασία της Τουρκίας με την Ουκρανία έχει αρκετό βάθος και δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα διευρύνει τις συμμαχίες της ακόμη και με τρόπο που αμφισβητεί τις πάγιες θέσεις της Ρωσίας.
Του Παναγιώτη Σωτήρη*
Την ίδια ημέρα – 16 Οκτωβρίου – που η Τουρκία έκανε – όπως παραδέχτηκε η ίδια εκ των υστέρων – την πρώτη δοκιμή των ρωσικής κατασκευής αντιβαλλιστικών συστοιχιών S-400, η προοπτική ενεργοποίησης των οποίων αποτελεί εδώ και καιρό αιτία της επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποδεχόταν τον Ουκρανό ομόλογό του Βολοντιμίρ Ζελένσκι στην Κωνσταντινούπολη για συνομιλίες πάνω στην προώθηση της συνεργασίας των δύο χωρών στον τομέα της αμυντικής συνεργασίας.
Τη σημασία των συμφωνιών που υπογράφηκαν υπογράμμισε ο ίδιος ο Ερντογάν όταν δήλωσε ότι «η Τουρκία βλέπει την Ουκρανία ως μια κομβική χώρα για την εγκαθίδρυση της σταθερότητας, της ασφάλειας, της ειρήνης και της ευημερίας στην περιοχή». Από τη μεριά του ο Ζελένσκι υποστήριξε ότι οι συμφωνίες ανοίγουν το δρόμο για «νέες ευκαιρίες» και υπογράμμισε ότι η συνεργασία στην αμυντική βιομηχανία «είναι σημαντική για την ανάπτυξη της στρατηγικής μας σχέσης».
Οι δηλώσεις αυτές απλώς επικύρωναν την πραγματικότητα μιας εκτεταμένης αμυντικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ουκρανία είναι βασικός συνεργάτης της Τουρκίας σε μια σειρά από κρίσιμες αμυντικές συνεργασίας που αφορούν κινητήρες τουρμποπρόπ και ντίζελ, ηλεκτρονικά συστήματα για αεροσκάφη, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, πυραυλικά συστήματα και συστήματα ραντάρ και επιτήρησης, τεχνολογίες του διαστήματος και για δορυφόρους, ενεργητικές και παθητικές θωρακίσεις, κινητήρες και συστήματα διεύθυνσης πυραύλων.
Το εύρος της συνεργασίας Τουρκίας – Ουκρανίας ως προς την αμυντική βιομηχανία
Η κρίσιμη συμφωνία ήταν αυτή του 2018, όταν η Ουκρανία απέκτησε τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB2. Αυτή τη στιγμή τουρκικές και ουκρανικές εταιρείες συνεργάζονται σε περίπου 50 κοινά αμυντικά προγράμματα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το κοινό joint venture ανάμεσα στην Baykar Makina, την κατασκευάστρια των μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar και την Ukrspecexport, την κρατική ουκρανική εταιρεία για το εμπόριο όπλων, έχει μια ιδιαίτερη σημασία, κυρίως γιατί μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με ελλείψεις κινητήρων η τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Ενδεικτική της σημασίας που αποδίδει η Τουρκία σε αυτή τη συνεργασία και το γεγονός ότι κατά την επίσκεψή του στο Κίεβο τον Φεβρουάριο ο Ερντογάν προσέφερε 40 εκατομμύρια για ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης στην τεχνολογία κινητήρων. Σε εκείνη τη συνάντηση ήταν που τα δύο μέρη αποφάσισαν να επεκτείνουν τη συνεργασίας του και στον τομέα του διαστήματος και της τεχνολογίας για κατασκοπευτικούς δορυφόρους. Η Ουκρανία συμφώνησε να μεταφέρει τεχνική γνώση στην Τουρκία, έτσι ώστε η τελευταία να αναπτύξει ακόμη περισσότερο την διαστημική της υπηρεσία – όπως και να συνεισφέρει σε ένα εργαστήριο έρευνας και ανάπτυξης δορυφόρων στην Roketsan, που είναι η ηγετική κρατική εταιρεία ως προς την παραγωγή κινητήρων για πυραύλους και δορυφόρων.
Σημειώνουμε εδώ ότι η Ουκρανία έχει μια ιδιαίτερα αναπτυγμένη αμυντική βιομηχανία, που αποτελεί και «κληρονομιά» της Σοβιετικής Ένωσης (εντός της οποίας η Ουκρανία ήταν υπεύθυνη για το 30% της αμυντικής παραγωγής και για μεγάλο μέρος της σχετικής έρευνας και ανάπτυξης).
Μια κρίσιμη καμπή στη ουκρανοτουρκική αμυντική συνεργασίας ήταν τον Αύγουστο του 2020, όταν ο Όλεγκ Ουρούσκι, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ουκρανίας με τομέα ευθύνης τις στρατηγικές βιομηχανίες, επισκέφτηκε την Τουρκία. Εκεί η συνεργασία των δύο χωρών βάθυνε ακόμη περισσότερο με το ένα τέταρτο των μετοχών της Motor Sich, ουκρανικής εταιρείας κατασκευής κινητήρων, σε τουρκικές εταιρείες συνδυασμένη με συμφωνία για τη μεταφορά know-how, την πώληση από την Τουρκία στην Ουκρανία πυραύλων επιφανείας – αέρος Atmaca που έχουν βεληνεκές 200 χιλιομέτρων και μπορούν να αλλάξουν τη στρατηγική ισορροπία στη Μαύρη Θάλασσας σε βάρος της Ρωσίας και αγορά από την Ουκρανία συστημάτων ραντάρ και επικοινωνίας κατασκευασμένων από την τουρκική εταιρεία Aselsan (που ανήκει στο Ίδρυμα των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων που είναι η ομπρέλα των δημόσιων αμυντικών βιομηχανιών). Επιπλέον, υπογράφηκαν συμφωνίες που αφορούν συνολικά τη συνεργασία, τη μεταφορά τεχνολογίας, τη συνεργασία για την ανάπτυξη πυραύλων cruise μεγάλου βεληνεκούς, τη συνεργασία στο τουρκικό πρόγραμμα για το μαχητικό αεριωθούμενο TFX και την εκκίνηση ενός προγράμματος για την ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών μεγάλου βεληνεκούς.
Στα πιθανά πεδία συνεργασίας των δύο χωρών περιλαμβάνονται η προμήθεια των ουκρανικών μεταγωγικών αεροσκαφών Antonov An-178 (η Τουρκία θέλει να ανανεώσει το στόλο των μεταγωγικών της αεροσκαφών) αλλά και το ενδεχόμενο από συνεργασίας για την από κοινού ανάπτυξη ενός κατασκοπευτικού δορυφόρου.
Είναι προφανές ότι για την Τουρκία η Ουκρανία έχει διάφορα πλεονεκτήματα την αμυντική συνεργασία, καθώς είναι χώρα με πολύ αναπτυγμένη βιομηχανία και ταυτόχρονα δεν εμπλέκεται στο φάσμα των περιορισμών και των απαγορεύσεων που θέτουν οι ΗΠΑ σε σχέση με τα ρωσικά αμυντικά συστήματα, με δεδομένη τη στήριξη που έχει το Κίεβο από την Ουάσιγκτον.
Η Τουρκία δοκιμάζει τις ανοχές της Ρωσίας
Η εκτεταμένη αμυντική συνεργασία της Τουρκίας με την Ουκρανία έρχεται να υπογραμμίσει πόσο εσφαλμένη είναι μια εκτίμηση για συνολική στροφή της Άγκυρας προς τη Μόσχα. Σε πείσμα τέτοιων εύκολων αναλύσεων είναι σαφές ότι η Τουρκία κυρίως διεκδικεί έναν αναβαθμισμένο ρόλο σε μια ευρύτερη περιοχή, κάνοντας συμμαχίες με βάση τις κατά περίπτωση προτεραιότητες και με βασικό κριτήριο τι μπορεί να τη διευκολύνει να κάνει αποτελεσματικότερες «προβολές ισχύος». Αυτό μπορεί να εξηγήσει πώς την ίδια μέρα δοκιμάζει ένα αμυντικό σύστημα ρωσικής κατασκευής, η προμήθεια του οποίου επιδείνωσε τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, και αναβαθμίζει τις αμυντικές σχέσεις της με μια κυβέρνηση που όχι μόνο βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη Μόσχα αλλά και αποτελεί τμήμα της προσπάθειας της Δύσης να οικοδομήσει «υγειονομική» ζώνη απέναντι στη Ρωσία.
Όμως, την ίδια στιγμή η Τουρκία αρχίζει να δοκιμάζει τις ανοχές της Ρωσίας και μάλιστα σε περιοχές όπου η Ρωσία θεωρεί ότι ανήκουν στο άμεσο ενδιαφέρον και στην άμεση ευθύνη της. Δεν μιλάμε πια για την αντιπαράθεση αρχικά και στη συνέχεια αναγκαστική συνεργασία στη Συρία, με σκοπό να αποφύγει η Τουρκία τα χειρότερα για αυτή και σε σχέση με την προοπτική μιας οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας και σε σχέση με την τύχη των ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων που χρηματοδοτεί και επηρεάζει η Τουρκία για να έχει λόγο στην «επόμενη μέρα» της Συρίας. Ούτε καν απλώς για την αντιπαράθεση στη Λιβύη, όπου σε τελική ανάλυση η Ρωσία κυρίως ήθελε να μεθοδεύσει μια πολιτική λύση και προς αυτό το σκοπό κατέτεινε η υποστήριξη που έδωσε στην πλευρά του Κοινοβουλίου.
Εδώ μιλάμε για την Τουρκία να παρεμβαίνει πολύ πιο κοντά στη Ρωσία. Από τη μια, με τον τρόπο που έχει αναμειχθεί ενεργά στη σύγκρουση γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, με υποσχέσεις ενεργότερης στρατιωτικής ανάμειξης (συμπεριλαμβανομένης της αποστολής μισθοφόρων από τις ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις της Συρίας) που υπονομεύουν την ειρηνευτική προσπάθεια αλλά και το ρόλο της Ρωσίας ως της δύναμης που εγγυάται τη σταθερότητα στον Καύκασο. Από την άλλη, με την αναβάθμιση της συνεργασίας με την κυβέρνηση στο Κίεβο και μάλιστα με όρους που αφορούν και τη στρατηγική ισορροπία στη Μαύρη Θάλασσα, την ώρα που η ρωσο-ουκρανική διένεξη παραμένει ενεργή.
Η ρωσική διπλωματία δεν συνηθίζει να απαντάει με τρόπο αντανακλαστικό και αρκετές φορές έχει δείξει μια ικανότητα για «στρατηγική υπομονή» και διαμόρφωση όρων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ιδίως στη Συρία αλλά και σε άλλα κρίσιμα μέτωπα έχει αντικειμενικά το περιθώριο να δείξει στην Τουρκία ότι υπάρχουν όρια σε αυτού του είδους την ανάμειξη σε ανοιχτά μέτωπα.
Όλα αυτά αποκτούν και μια ιδιαίτερη σημασία ενόψει της επίσκεψης Λαβρόφ στην Αθήνα, καθώς καταδεικνύουν ότι το πλέγμα των ρωσοτουρκικών σχέσεων είναι αρκετά πιο περίπλοκο και ότι η Ρωσία είναι που μια δύναμη που δεν έχει μόνο αντικειμενικό περιθώριο αλλά και λόγους να ασκήσει πίεση προς την Τουρκία.
*Ο Παναγιώτης Σωτήρης διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. / Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους.
ΠΗΓΗ: in.gr