Στο φως το κάλλος δύο μνημείων

Στο φως το κάλλος δύο μνημείων

ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΓΙΑΛΟΥΣΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΩΝ ΚΑΡΠΑΣΙΑΣ

Του Α. Βικέτου*

Το αρχαίο κάλλος δύο χριστιανικών μνημείων-αρχαιολογικών χώρων, της παλαιοχριστιανικής βασιλικής της Αγίας Τριάδας (αρχές 5ου μ.Χ αιώνας) , στην Γιαλούσα, και του ναού του Αγίου Φίλωνα, πρώτου Επισκόπου Καρπασίας, (5ος και 11ος μ.Χ αιώνας) στο Ριζοκάρπασο, έφεραν στο φως και αποκατέστησαν , όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν , με το επίπονο έργο τους ο δρ. Ελευθέριος Χαραλάμπους, συντηρητής στο Τμήμα Αρχαιοτήτων , και οι Doruk Akal, Παναγιώτης Παναγή και Στέλιος Χριστοδούλου. Μαζί τους εργάστηκαν Τουρκοκύπριοι τεχνίτες.
Τα δύο μνημεία , μετά τα έργα συντήρησης-αποκατάστασης , θαύμασαν όσοι ήταν παρόντες κατά την τελετή των εγκαινίων στην παρουσία της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά, της υπεύθυνης του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP), κ. Τιτσιάνα Τζεννάρο, και του κ. Κιάρταν Μπγιόρνσον, ο οποίος είναι επικεφαλής της Μονάδας Στήριξης της επίλυσης του Κυπριακού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που χρηματοδότησε τα έργα.

Στο κάθε μνημείο έκανε ενημέρωση η αρχαιολόγος-ιστορικός Άννα Μαραγκού, η οποία ειδικά για την Αγία Τριάδα επεσήμανε ότι στο κεντρικό κλίτος υπάρχει μεγάλος σολέας, δηλαδή ένας υπερυψωμένος διάδρομος που ξεκινά από τη δυτική είσοδο και καταλήγει στον άμβωνα. Ο σολέας είχε χωρίσματα στις δυο πλευρές από τους εκκλησιαζόμενους και στη νότια μεριά φαίνεται ακόμη ένα κομμάτι του διάκοσμου. «Είναι ο μοναδικός που υπάρχει στην Κύπρο», τόνισε και σημείωσε ότι ο σολέας φαίνεται ότι κτίστηκε, αφού έγιναν τα επιδαπέδεια ψηφιδωτά (μαρμαροθετήματα), γιατί πατάει πάνω σε αυτά.
Όπως εξήγησε η κ. Μαραγκού, τα μοναδικής ποιότητας ψηφιδωτά είναι παρόμοια με αυτά στην Οικεία του Ευστόλιου, στο Κούριο, ενώ πιθανώς ο τεχνίτης να είναι το ίδιο άτομο.
Εξάλλου, ο συντηρητής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, δρ. Ελευθέριος Χαραλάμπους, είπε ότι οι ψηφίδες στην Αγία Τριάδα, που μάλλον έχουν μάλλον προέλευση τη Μαμώνια της Πάφου, είχαν αποκολληθεί και χάθηκε ένα μέρος τους.

Σε ερώτηση , κατά πόσο συμπληρώθηκαν  με την συντήρηση οι ψηφίδες, ο κ. Χαραλάμπους απάντησε αρνητικά και εξήγησε ότι τα ψηφιδωτά και τα μαρμαροθετήματα «δεν είναι τουριστικό προϊόν» και ως εκ τούτου δεν έχουν αντικατασταθεί οι ψηφίδες που λείπουν. Με την αντικατάσταση, επεσήμανε, αλλοιώνεται η πραγματική αρχαιολογική εικόνα του έργου.

Ανέφερε ακόμη ότι η ποιότητα των ψηφίδων είναι αδιαμφισβήτητα σημαντική, κάτι, σημείωσε, που φαίνεται από την ακρίβεια των γεωμετρικών μοτίβων που κατασκεύασαν τοπικά εργαστήρια της εποχής.
Στον Άγιο Φίλωνα η κ. Μαραγκού σημείωσε ότι τα μαρμαροθετήματα, που διασώζονται στον προαύλιο είναι και αυτά μοναδικής και απαράμιλλης αξίας . Ο κ. Χαραλάμπους επεσήμανε ότι πολλές από τις ψηφίδες προέρχονται από την νήσο Προικόννησο, που βρίσκεται στην θάλασσα της Προποντίδας.

Το πρόγραμμα συντήρησης των δύο αρχαιολογικών χώρων  περιελάμβανε:
1. Εργασίες καθαρισμού των αρχαιολογικών καταλοίπων και στους δύο αρχαιολογικούς χώρους.
2. Εργασίες σωστικής συντήρησης των δαπέδων και στους δύο αρχαιολογικούς χώρους (αποκάλυψη δαπέδων από την περιοδική κάλυψη, αρμολογήσεις, περιμετρικές στερεώσεις, καθαρισμοί κ.λπ.). Στον αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Φίλωνα δεν αποκαλύφθηκαν τα δύο καταχωμένα δάπεδα και τέθηκαν σε καθεστώς μόνιμης κατάχωσης.
3. Αποτύπωση των χώρων.
4. Τεκμηρίωση των εργασιών.
5. Εργασίες σωστικής συντήρησης τοιχοποιϊών.
6. Τοποθέτηση πινακίδων και στους δύο αρχαιολογικούς χώρους και λήψη μέτρων προστασίας των καταλοίπων (τοποθέτηση κιγκλιδωμάτων, διαμόρφωση πορείας, καταχώσεις κ.λπ.).
7. Τοποθέτηση περίφραξης και στους δύο αρχαιολογικούς χώρους.
8. Εργασίες καθαρισμού του περιβάλλοντα χώρου.
9. Δημιουργία πορείας επισκεπτών (οι πορείες έγιναν με την διαμόρφωση του χώρου και την τοποθέτηση αποτρεπτικών κιγκλιδωμάτων στις πορείες).
10. Προετοιμασία ενημερωτικών κειμένων (σε τρεις γλώσσες Ελληνική, Αγγλική και Τουρκική)  για  πινακίδες, που τποθετήθηκαν στους δύο αρχαιολογικούς χώρους. 
11. Καταχώσεις χώρων για προστασία της στρωματογραφίας, για απομάκρυνση των ομβρίων υδάτων και για προστασία των θεμελίων των τοιχοποιιών στον Αρχαιολογικό Χώρο της Αγίας Τριάδας.
12. Δημιουργία προειδοποιητικών πινακίδων για τις εισόδους των αρχαιολογικών χώρων.

Σύμφωνα με τους συντηρητές επιβάλλεται η εξεύρεση μιας λύσης για την παρακολούθηση των μνημείων και την αντιμετώπιση των προβλημάτων (βλάστηση, ανάπτυξη βιολογικών επικαθήσεων, εξάρσεις αλάτων, προβλήματα τοιχοποιιών κ.λπ.). Επίσης, επιβάλλεται η περιοδική κάλυψη των δαπέδων, γιατί είναι αδύνατη η ολοκληρωτική απομάκρυνση των ομβρίων από τα δάπεδα, λόγω των κλίσεων των δαπέδων.
Και στα δύο μνημεία έγινε αποκάλυψη αναμνηστικών πλακετών.

Ο Ε/κ επικεφαλής της Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά, Τάκης Χατζηδημητρίου, αφού υπέμνησε τα λόγια του Γ. Σεφέρη: «…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, Είμαστε εμείς», τόνισε «Όσα ερείπια συναντούμε γύρω μας είναι δική μας υπόθεση, δική μας ευθύνη». Η εργασία για τη συντήρηση και τη διάσωσή τους , επεσήμανε, «είναι απλά ένα συγγνώμη στα μνημεία και μια υπόσχεση στους ανθρώπους για συμπόρευση και ειρήνη».
Ο Τουρκοκύπριος επικεφαλής στην Επιτροπή, Αλί Τουντζάϊ, είπε ότι ο Άγιος Φίλωνας «έχει το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα σε ολόκληρη την Κύπρο».
Η πολιτιστική κληρονομιά και τα μνημεία «θα πρέπει να συμβάλουν στην επίτευξη μιας κουλτούρας ειρήνης και συνεργασίας», τόνισε ο κ. Τουντζάϊ.
Επίσης , χαιρετισμό απηύθυναν ο κ. Κιάρταν Μπγιόρνσον και η κ. Τιτσιάνα Τζεννάρο.

——————————-

*Παραθέτουμε στοιχεία από τις ενημερωτικές πινακίδες, που ετοίμασαν το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου και το UNDP  , και έχουν τοποθετηθεί στους δύο αρχαιολογικούς  χώρους.  
ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ
Το συγκρότημα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής της Αγίας Τριάδας βρίσκεται στην τοποθεσία Οπτομύλια, στην περιοχή Αγίας Τριάδας, σε έναν άγνωστο αρχαίο αγροτικό οικισμό. Η τυχαία ανακάλυψη μέρους των ψηφιδωτών δαπέδων της βασιλικής το 1957 προκάλεσε το ενδιαφέρον για αρχαιολογική έρευνα του χώρου. Η ανασκαφή άρχισε το 1963 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου, υπό την διεύθυνση του Αθανάσιου Παπαγεωργίου και ολοκληρώθηκε το 1971.
Αυτό το εκκλησιαστικό συγκρότημα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα και αποτελείται από τη βασιλική, το νάρθηκα, το αίθριο, το βαπτιστήριο και πολλούς βοηθητικούς χώρους.
Τα ερείπια της βασιλικής  καλύπτουν κατά μήκος 17,3 μ. (συμπεριλαμβανομένης της αψίδας) και πλάτος 13,6 μ. Αυτή η προσανατολισμένη τρίκλιτη βασιλική κατέληγε σε τρεις προεξέχουσες ημικυκλικές αψίδες στο ανατολικό της άκρο. Το κεντρικό κλίτος πλάτους 6,9 μ., διαχωριζόταν από τα κλίτη με κιονοστοιχία από πέντε κίονες από ασβεστόλιθο τοποθετημένες σε στυλοβάτη, σε ψηλότερο επίπεδο από τα δάπεδα 0,10 μ.. Η πρόσβαση στους διαδρόμους και το ναό της βασιλικής από τον νάρθηκα γινόταν από τρεις εισόδους στο δυτικό τοίχο, που χρησίμευε ως ανατολική στοά του αίθριου. Ο νάρθηκας τερμάτιζε προς τα νότια σε ένα δωμάτιο με μια εγγεγραμμένη αψίδα π, που ερμηνεύτηκε από τον Παλλά ως ασπαστικός οίκος (salutatorium). Το βόρειο άκρο του νάρθηκα φαίνεται να τελείωνε σε ορθογώνιο δωμάτιο. Προς τα δυτικά του νάρθηκα αναπτύσσεται ο χώρος του αιθρίου , που περιβάλλεται από τρεις πλευρές από στοές, που στηρίζονται σε κίονες από ασβεστόλιθο, δύο για κάθε πλευρά (βόρεια, δυτικά και νότια). Το ελεύθερο συγκρότημα του Βαπτιστηρίου επεκτείνεται στα νοτιοανατολικά του περιβόλου και επικοινωνεί με το νάρθηκα της βασιλικής μέσα από έναν μακρύ διάδρομο με πάγκους στους βόρειους και νότιους τοίχους του. Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο κτίριο και αποτελείται από αρκετούς χώρους που είναι διατεταγμένοι γύρω από τον κεντρικό θάλαμο. Το σταυροειδής μορφής Βαπτιστήριο βρίσκεται στο κέντρο της νότιας πτέρυγας. Στα δυτικά είναι ένας τετράγωνος χώρος που πιθανώς λειτουργούσε ως το αποδυτήριο. Προς τα ανατολικά, το επιμήκες δωμάτιο με αψίδα στο ανατολικό άκρο του, φαίνεται να λειτουργεί ως χρισμάριο. Η βασιλική περιβάλλεται από πολλά προσκτίσματα. Στα βόρεια του βόρειου διαδρόμου, ένα ορθογώνιο δωμάτιο με μια μικρή αψίδα στην ανατολική του πλευρά έχει ερμηνευτεί ως διακονικό .
AΡXITEKTONIKH TOY MNHMEIOY
Λίγα στοιχεία διατηρήθηκαν από την αρχιτεκτονική του ναού και είναι αρκετά για να προσδιοριστούν σαφώς τα εσωτερικά του χαρακτηριστικά. Ορισμένοι από τους ασβεστολιθικούς κίονες που συγκρατούσαν την ξύλινη οροφή βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών και επανατοποθετήθηκαν το 1970-1971 στις βάσεις τους. Μπροστά από την κεντρική αψίδα τοποθετήθηκε μια ορθογώνια εξέδρα που προεξέχει στο κεντρικό κλίτος μέχρι τη μέση του δεύτερου κίονα από ανατολικά. Στο πρώτο στάδιο, κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα, όμως, δεν καταλάμβανε ολόκληρο το πλάτος του ναού, όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη ψηφιδωτού δαπέδου μεταξύ της εξέδρας και των δύο στυλοβατών. Αυτό το αρχικό Ιερό Βήμα είχε ανυψωθεί περίπου 0,40 μ. πάνω από το επίπεδο του υπόλοιπου ναού. Τρία σκαλοπάτια στη μέση της δυτικής πλευράς παρείχαν πρόσβαση σε αυτό. Σε μεταγενέστερη φάση, γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα, το αρχικό Ιερό Βήμα διευρύνθηκε καταλαμβάνοντας όλο το πλάτος του κεντρικού κλίτους και εκτείνεται περαιτέρω προς τα δυτικά. Αυτή την περίοδο, στο κεντρικό κλίτος της βασιλικής εγκαταστάθηκε επίσης ένας σολέας μήκους 9 μέτρων. Φαίνεται ότι αφαιρέθηκε μέρος του ψηφιδωτού δαπέδου για να τοποθετηθούν οι βάσεις των θωρακίων.

Τα πλούσια γεωμετρικά και εικονιστικά ψηφιδωτά δάπεδα του συγκροτήματος διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό. Δύο επιγραφές δίνουν στοιχεία που αφορούν το ψηφιδωτό και τον δωρητή. Όλη η αρχιτεκτονική διακόσμηση της βασιλικής είναι από τοπική πέτρα. Τα μόνα θραύσματα μαρμάρου που φάνηκαν στο φως κατά την ανασκαφή ήταν οι τράπεζες και τα στηρίγματά τους.
Η αρχική φάση του συγκροτήματος χρονολογείται στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα με βάση ένα νόμισμα Honorius (395-425) που βρίσκεται στο επίπεδο θεμελίωσης του δαπέδου και στο ύφος των ψηφιδωτών. Η προαναφερθείσα χρονολογία επιβεβαιώθηκε από μια συγκριτική μελέτη των ψηφιδωτών δαπέδων, σύμφωνα με την οποία η υλοποίηση των ψηφιδωτών δαπέδων μπορεί να χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια, ίσως στα μέσα του 6ου αιώνα, προστέθηκε το συγκρότημα του Βαπτιστηρίου και κάποιες μικρές προσθήκες στον χώρο της Βασιλικής, το Ιερό Βήμα και ο Σολέας.
Φαίνεται ότι το συγκρότημα διατηρείται μέχρι τον 10ο αιώνα, αν και μπορεί να εντοπιστούν κάποιες λειτουργικές μεταβολές που πιθανόν να χρονολογούνται μετά τον 7ο αιώνα. Ο χώρος λατρείας φαίνεται ότι περιορίστηκε στον διάδρομο νότια της βασιλικής, που αρχικά οδηγούσε από το νάρθηκα στο συγκρότημα του Βαπτιστηρίου. Αυτός ο περιορισμός του χώρου της λατρείας, μαζί με την επαναχρησιμοποίηση του αρχιτεκτονικού υλικού της βασιλικής, αντικατοπτρίζει την εξαθλίωση της αγροτικής εγκατάστασης στους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα. Επιπλέον, ορισμένες δομές μετατράπηκαν σε οικιακούς χώρους που συνδέονται επίσης με βιομηχανικές / μεταλλουργικές δραστηριότητες. Η περιοχή εγκαταλείφθηκε μόνιμα στις αρχές του 10ου αιώνα.
Μεταξύ των ετών 1965 και 1973 πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης στο μνημείο. Τα ανασκαμμένα ερείπια αποκαταστάθηκαν και επανατοποθετήθηκαν στις βάσεις τους, οι κίονες του ναού και του αίθριου. Τα ίχνη της επέκτασης του πρεσβυτερίου του 6ου αιώνα απομακρύνθηκαν για να διερευνηθεί η φάση και η μορφή του πρεσβυτερίου του 5ου αιώνα. Τα ψηφιδωτά δάπεδα ανασηκώθηκαν, χωρίστηκαν σε τεμάχια και επανατοποθετήθηκε σε νέο θεμέλιο και δημιουργήθηκαν σύγχρονοι αγωγοί απομάκρυνσης ομβρίων υδάτων κάτω από τα δάπεδα του ψηφιδωτού.

ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΗΡΙΟΥ

Το ελεύθερο συγκρότημα του Βαπτιστηρίου  επεκτείνεται στα νοτιοανατολικά του περιβόλου και επικοινωνεί με το νάρθηκα της βασιλικής μέσα από έναν μακρύ διάδρομο με πάγκους στους βόρειους και νότιους τοίχους του. Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο κτίριο και αποτελείται από αρκετούς χώρους που είναι διατεταγμένοι γύρω από τον κεντρικό θάλαμο. Το σταυροειδής μορφής Βαπτιστήριο βρίσκεται στο κέντρο της νότιας πτέρυγας. Στα δυτικά είναι ένας τετράγωνος χώρος που πιθανώς λειτουργούσε ως το αποδυτήριο. Προς τα ανατολικά, το επιμήκες δωμάτιο με αψίδα στο ανατολικό άκρο του, φαίνεται να λειτουργεί ως χρισμάριο.
Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση του συγκροτήματος του Βαπτιστηρίου της Βασιλικής της Αγίας Τριάδας αντικατοπτρίζει την τελετουργική διαδικασία που ακολουθούνταν στα παλαιοχριστιανικά βαπτιστηρία της Κύπρου. Στα κυπριακά βαπτιστήρια, οι υποψήφιοι νεοφώτιστοι, αφού συμμετείχαν στις προ του βαπτίσματος τελετές, που λάμβαναν χώρα στην κεντρική αίθουσα , προχωρούσαν στο αποδυτήριον . Εκεί, έβγαζαν τα ρούχα τους και, αφού χρίζονταν με λάδι, εισέρχονταν στα Άγια των Αγίων (δηλαδή στην κολυμβήθρα/ φωτιστήριο), μέσω ενός στενού περάσματος, το οποίο διαπερνούσε το τοίχωμα του δωματίου που στέγαζε την κολυμβήθρα. Στη συνέχεια έμπαιναν στην κολυμβήθρα μέσω μιας μικρής καθοδικής κλίμακας και, μετά την τριπλή βύθιση, έβγαιναν από την κολυμβήθρα και προχωρούσαν προς την άλλη πλευρά μέσω άλλης ανοδικής κλίμακας. Τέλος, ο επίσκοπος τους έχριζε με ΄Αγιο Μύρο στο χρισμάριον , ένα δωμάτιο το οποίο ήταν προσβάσιμο μέσω ενός στενού περάσματος από το φωτιστήριο. Οι νεοφώτιστοι λάμβαναν έπειτα λευκά ενδύματα και εισέρχονταν στον κυρίως ναό με πομπή κρατώντας αναμμένα κεριά για την πρώτη τους Θεία Κοινωνία.

ΤΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΔΑΠΕΔΑ
Σημαντικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική των μνημείων αποτελούν τα εντοίχια και τα επιδαπέδια ψηφιδωτά ή «λιθόστρωτα», όπως αλλιώς αναφέρονται σε αρχαία κείμενα, όρος ο οποίος υποδηλώνει οποιοδήποτε τύπο δαπέδου στρωμένου με πετρώδες υλικό.
Οι ψηφίδες μπορεί να είναι από φυσικά υλικά (πέτρες, μάρμαρα, φιλύτιον, κοράλλι, ημιπολύτιμους λίθους, κόκαλο, κοχύλια, κ.ά.), και από τεχνητά υλικά (κεραμικό, υαλόμαζα, σμάλτο, κ.ά.) ανάλογα πάντα με το επιθυμητό τελικό αισθητικό αποτέλεσμα. Οι ψηφίδες κόβονταν σε διαστάσεις, που ποίκιλλαν σύμφωνα με την περίσταση, τις ανάγκες του χώρου, την αισθητική και την οικονομική κατάσταση του εντολοδόχου και δημιουργούσαν την όλη σύνθεση δίνοντάς της τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να προβληθεί το έργο σωστά, αφού πρώτα στερεώνονταν με τη βοήθεια ενός κονιάματος (είδος λάσπης), σε ένα σταθερό υπόστρωμα, το οποίο τηρούσε όλες τις προδιαγραφές διατήρησης και αντοχής του στον χρόνο. Τα ψηφιδωτά δάπεδα που αποκαλύφθηκαν στην Κύπρο μαρτυρούν τη μεγάλη ανάπτυξη αυτού του είδους τέχνης – τεχνολογίας που υπήρξε κατά την Ύστερη αρχαιότητα και την Παλαιοχριστιανική περίοδο.
Η τέχνη αυτή έχει ως βάση ένα θεματολόγιο και μια σειρά από μοτίβα, ως βασικά στοιχεία της. Η χρήση τους απηχεί την ποικιλομορφία που ο τεχνίτης επινοεί και χρησιμοποιεί, κατά τη διαδικασία κατασκευής και διακόσμησης των μνημείων και αρκετές φορές ακολουθεί το κοινό πλαίσιο, χωρίς βέβαια να αποφεύγονται και οι ιδιωτικές πρωτοτυπίες ή ακόμη και οι καινοτόμες προτάσεις των εργαστηρίων.
Τα πλούσια γεωμετρικά και εικονιστικά ψηφιδωτά δάπεδα του συγκροτήματος της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό. Στο συγκρότημα επτά χώροι φέρουν ψηφιδωτά δάπεδα: Το Ιερό Βήμα, το κεντρικό κλίτος, το νότιο κλίτος, το βόρειο κλίτος, ο νάρθηκας, το αψιδωτό πρόσκτισμα και ο χώρος δυτικά του αψιδωτού προσκτίσματος.
Δύο επιγραφές δίνουν στοιχεία που αφορούν το ψηφιδωτό και τον δωρητή.

ΦΩΤΟ: Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου

ΗΡΑΚΛΙΟC ΔΙΑΚΟΝΟC ΕΥΞΑΜΕΝΟC
ΕΠΟΙΗCE ΜΕCΟΧΩΡΟΝ
Επίσης ακόμη μια επιγραφή καταγράφεται αμέσως στην είσοδο του κλίτους η οποία αναφέρει:
ΑΕΤΙC ΕΥΘΑ/ΛΙC ΕΥΤΥΧΙ/ΑΝΟC
ΕΥΞΑ/ΜΕΝΟΙ ΤΗΝ Ε/ΥΧΗΝ ΑΠΕΔΟ(ΚΑΝ)
(Αέτις Ευθαλίς Ευτυχιανός για τη σωτηρία τους απέδωσαν την ευχή)

Τα δάπεδα χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 5ου μ.Χ. αιώνα.Ο

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΩΝΑ

Κατά τους χριστιανικούς αιώνες, η Καρπασία αποτέλεσε μια από τις δεκαπέντε επισκοπικές έδρες της Κύπρου. Ο Φίλων, ο πρώτος γνωστός επίσκοπος της πόλης, χειροτονήθηκε από τον Επιφάνιο, επίσκοπο της Σαλαμίνας, προς τα τέλη του 4ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Βίο του Αγίου Επιφανίου, ο Φίλων πέθανε στην Κύπρο και ενταφιάστηκε στον καθεδρικό ναό της Καρπασίας. Έτσι, μετά το θάνατό του (περίπου το 394 μ.Χ.), ο χώρος ταφής του αποτέλεσε κέντρο λατρείας. Ο Φίλων να τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Άγιος.
Τα ανεσκαμμένα και ορατά κατάλοιπα του αρχαιολογικού χώρου της Καρπασίας αποτελούνται από το παλαιοχριστιανικό επισκοπικό σύμπλεγμα του 5ου αιώνα (βασιλική , νάρθηκας , αίθρια , βαπτιστήριο  και ένας αριθμός βοηθητικών χώρων) και από το βυζαντινό ναό του Αγίου Φίλωνα (12ος αιώνας) , ο οποίος κτίστηκε πάνω στα κατάλοιπα της πρωιμότερης και μεγαλύτερης παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Η αρχαιολογική σπουδαιότητα της περιοχής γύρω από τον ναό του Αγίου Φίλωνα ήταν γνωστή ήδη από τους περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα, οι οποίοι επισκέφθηκαν και περιέγραψαν τη θέση. Η πρώτη αρχαιολογική έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 1935 και του 1938 από την Joan du Plat Taylor, για λογαριασμό του νεοϊδρυθέντος τότε αποικιακού Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κύπρου. Οι ανασκαφές, που έφεραν στο φως υλικό από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. έως τη Μεσαιωνική εποχή, επικεντρώθηκαν κυρίως στην παλαιοχριστιανική βασιλική και τα παρακείμενα κτήρια.
Η παλαιοχριστιανική βασιλική
Τα κατάλοιπα της βασιλικής  μαρτυρούν ότι πρόκειται για ένα δρομικό ναό μήκους 20,80 μ. (συμπεριλαμβανομένης της αψίδας) και πλάτους 13,40 μ. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες από τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην Κύπρο, έχει προσανατολισμό προς τα ανατολικά και διαθέτει τρία κλίτη, τα οποία καταλήγουν στα ανατολικά σε τρεις προεξέχουσες ημικυκλικές αψίδες. Κιονοστοιχίες αποτελούμενες από έξι μονολιθικούς κίονες από εισαγόμενο μάρμαρο διαχώριζαν το κεντρικό από τα πλευρικά κλίτη. Οι κίονες στηρίζονταν σε μαρμάρινες βάσεις και επιστέφονταν από κορινθιακά κιονόκρανα. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν επίσης την ύπαρξη εξώστη.
Η βασιλική, η οποία στεγαζόταν με ξύλινη οροφή, είχε νάρθηκα στα δυτικά  και ένα τρίπλευρο κιονοστήρικτο αίθριο , το οποίο καταστράφηκε εξαιτίας της διάβρωσης του βράχου από τη θάλασσα. Στο νότιο τοίχο της βασιλικής, μια θύρα επέτρεπε την πρόσβαση στο συγκρότημα του βαπτιστηρίου .
Στα νοτιοανατολικά του συμπλέγματος του βαπτιστηρίου ανασκάφηκε μερικώς ένα μεγαλύτερο αίθριο . Αυτό το δεύτερο αίθριο, το οποίο πιθανώς περιβαλλόταν από στοές, είχε στο κέντρο του μια κρήνη (φιάλη) . Η κρήνη (πλάτους 1,40 μ.) είχε εξαγωνικό σχήμα εξωτερικά και κυκλικό εσωτερικά.
Τα παλαιοχριστιανικά δάπεδα
Τα δάπεδα της βασιλικής και του βαπτιστηρίου ήταν πλούσια διακοσμημένα με μαρμαροθετήματα (τεχνική opus sectile), ένα είδος επιδαπέδιας διακόσμησης όπου πλάκες από χρωματιστούς λίθους και μάρμαρα συνδυάζονται για να δημιουργήσουν περίπλοκα γεωμετρικά σχήματα. Τα δωμάτια μικρότερης σημασίας ήταν καλυμμένα με πλάκες γυψομαρμάρου (το λεγόμενο κυπριακό μάρμαρο) και ασβεστόλιθο.

 

Το συγκρότημα του βαπτιστηρίου
Το συγκρότημα του βαπτιστηρίου βρίσκεται στα νότια της βασιλικής και είναι ένα ορθογώνιο κτήριο, το οποίο αποτελείται από ένα κεντρικό ορθογώνιο δωμάτιο με αψίδα στα ανατολικά και τέσσερα μικρότερα δωμάτια κατά μήκος της νότιας πλευράς. Η δεύτερη αίθουσα από τα ανατολικά διέθετε μια σταυρόσχημη κολυμβήθρα.
Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση του συγκροτήματος του βαπτιστηρίου του Αγίου Φίλωνα αντικατοπτρίζει την τελετουργική διαδικασία που ακολουθούνταν στα παλαιοχριστιανικά βαπτιστηρία της Κύπρου. Στα κυπριακά βαπτιστήρια, οι υποψήφιοι νεοφώτιστοι, αφού συμμετείχαν στις προ του βαπτίσματος τελετές, που λάμβαναν χώρα στην κεντρική αίθουσα , προχωρούσαν στο αποδυτήριον. Εκεί, έβγαζαν τα ρούχα τους και, αφού χρίζονταν με λάδι, εισέρχονταν στα Άγια των Αγίων (δηλαδή στην κολυμβήθρα/φωτιστήριο) , μέσω ενός στενού περάσματος, το οποίο διαπερνούσε το τοίχωμα του δωματίου που στέγαζε την κολυμβήθρα. Στη συνέχεια έμπαιναν στην κολυμβήθρα μέσω μιας μικρής καθοδικής κλίμακας και, μετά την τριπλή βύθιση, έβγαιναν από την κολυμβήθρα και προχωρούσαν προς την άλλη πλευρά μέσω άλλης ανοδικής κλίμακας. Τέλος, ο επίσκοπος τους έχριζε με ΄Αγιο Μύρο στο χρισμάριον , ένα δωμάτιο το οποίο ήταν προσβάσιμο μέσω ενός στενού περάσματος από το φωτιστήριο. Οι νεοφώτιστοι λάμβαναν έπειτα λευκά ενδύματα και εισέρχονταν στον κυρίως ναό με πομπή κρατώντας αναμμένα κεριά για την πρώτη τους Θεία Κοινωνία.

Η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Φίλωνα

Ο ερειπωμένος σήμερα τρουλλαίος ναός ανεγέρθηκε στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα μ.Χ. Κατασκευάστηκε με επιμελημένο ορθογώνιο σύστημα δόμησης καταλαμβάνοντας το κεντρικό και το νότιο κλίτος της παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Η εκκλησία ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλλο, που αποτελούσε τον πιο συνηθισμένο αρχιτεκτονικό τύπο κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο. Κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του ρυθμού είναι ο σχηματισμός σταυρού εσωτερικά και εξωτερικά στο σχεδόν τετράγωνο κτίσμα, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ο τρούλος.

Τέσσερις πεσσοί διαιρούν την εκκλησία σε εννέα διαμερίσματα και στηρίζουν το τρούλο, ο οποίος στεγάζει το κεντρικό και μεγαλύτερο διαμέρισμα. Ο τρούλος, ο οποίος έχει καταρρεύσει, ίσως παρουσίαζε ομοιότητες με τον τρούλο της εκκλησίας στο Τρίκωμο/Iskele. Ο τελευταίος, ο οποίος μπορεί να είναι σύγχρονος με βάση την παρόμοια κλίμακα και τεχνική τοιχοποιίας, διέθετε δώδεκα παράθυρα.
Το Ιερό Βήμα βρίσκεται σε μια υπερυψωμένη θέση στα ανατολικά. Αποτελείται από τα τρία ανατολικότερα διαμερίσματα της εκκλησίας, το καθένα από τα οποία καταλήγει σε μια αψίδα, η οποία καλύπτεται από μια κόγχη (τεταρτοσφαίριο). Η κεντρική αψίδα είναι μεγαλύτερη από τις αψίδες προς τα βόρεια και τα νότια, οι οποίες είναι γνωστές ως πρόθεση και διακονικό αντίστοιχα.

Η διαμόρφωση των εξωτερικών όψεων του ναού είναι ασυνήθιστα επιμελημένη, με τυφλά αβαθή αψιδώματα στις εγκάρσιες κεραίες του σταυρού και στα γωνιακά διαμερίσματα, καθώς και γύρω από τα παράθυρα των αψίδων.

*Οι φωτογραφίες, εκτός αυτής του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, είναι του Α. Βικέτου

 

Share this post