Στα Βαρώσια των ποιητών, των δακρύων…
Οδοιπορικό στην πόλη του Ευαγόρα 46 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή
Του Α. Παράσχου*
«Το σπίτι μου ήταν το τελευταίο της περίκλειστης πόλης πριν από το ξενοδοχείο Golden Coast. Μετά την εισβολή, μια φορά τη βδομάδα πήγαινα στη Δερύνεια κι από τη βεράντα του γυμνασίου καθόμουνα και το κοίταζα. Στην αρχή ήταν κλειστό. Μετά άνοιξαν πόρτες και παράθυρα κι έβλεπα τις κουρτίνες να “μπαινοβγαίνουν” με τον αέρα. Υστερα έκλεισαν όλα ερμητικά. Κι η Αμμόχωστος έμεινε να μας κοιτά, μ’ ένα δάκρυ παγωμένο στο μάγουλο», λέει στην «Κ» η Κλειώ Χατζησάββα, η Κυρά της Αμμοχώστου. Ο Σεφέρης τη φώναζε «Κερά Κλειώ», όπως αφηγείται η 95χρονη σήμερα, κομψότατη Βαρωσιώτισσα, καλή φίλη του Νίκου Καββαδία και των νομπελιστών Γιώργου Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη κι εξαδέλφη του Ευάγγελου Λουίζου. Με την αρχαιολόγο Αννα Μαραγκού μάς υποδέχθηκε εγκάρδια στο διαμέρισμά της στην Εγκωμη της Λευκωσίας, αφού προηγουμένως η κ. Μαραγκού είχε αποδεχθεί πρόσκληση – παράκληση της «Κ» να μας ξεναγήσει στο τμήμα της περίκλειστης πόλης που η κατοχική Τουρκία άνοιξε εσχάτως με διακηρυγμένη πρόθεση να το εποικίσει.
Η Κερά Κλειώ, όπως ήταν φυσικό, ήθελε να μάθει πώς βρήκαμε την αγαπημένη πόλη κι έτσι βγήκαμε ξανά στον πηγαιμό για την Αμμόχωστο. Τούτη τη φορά παρέα με τους ποιητές που ερωτεύτηκαν την πόλη και της αφιέρωσαν έργα τους. Ισως για να πληρωθεί το γραμμένο στον «Μικρό Ναυτίλο» από τον Ελύτη: «Κάποτε νιώθω να ’μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου». Και να, ξεπερνώντας κατά 24 χρόνια την ηλικία του, περπατάμε ξανά στην παραλία που τόσο αγάπησε. Αυτή με το ξενοδοχείο King George, όπου ερωτευόταν με το φως («Ηλιόδεντρο»), έπαιζε με το Ρω των κυμάτων («Τα ρω του έρωτα») και χάραξε την άμμο με το δάκτυλο («Το μονόγραμμα»). Κι όπως περπατούσαμε, το είδαμε στην άμμο, φρέσκο, ολοζώντανο, λες και το ’γραψε εκείνη τη στιγμή ο ακριβός φίλος του Ελύτη, ο Γκάτσος, κι ύστερα τον πήρε το κύμα και τον έσβησε στους αφρούς… «yarem»! «Με βασιλικό γιαρέμ και δυόσμο/ στόλισ’ ο θεός γιαρέμ τον κόσμο». Της Βασιλεύουσας! Της Κλειούς τα μάτια υγράνθηκαν όταν ρώτησε: Τη χάσαμε την πόλη μας, Οδυσσέα; Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς τη Γλώσσα και σιγοψιθύρισε: Μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια/ Δε γελάνε μήτε κλαίνε μόνο λένε μόνο λένε/ Μια φορά στα χίλια χρόνια γίνεται η αγάπη αιώνια/ Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη κι η χρονιά να σου πετύχει.
Του Λουίζου φίλοι
Πριν φτάσουμε στο King George, κοντοσταθήκαμε στην Παράγκα (εξοχικό) του Ευάγγελου Λουίζου (1913-1993), ευπατρίδη, κοσμοπολίτη και μαικήνα, ο οποίος (κατά τον Γιάγκο Κλεόπα) ήταν γνωστός στο νησί για την εκκεντρικότητα, τις ιδιορρυθμίες, την αριστοκρατική του ιδιοσυγκρασία, αλλά και για την αξιόλογη προσφορά του στον πολιτισμό και στην ανάπτυξη της Αμμοχώστου.
Ο Λουίζος φιλοξένησε αρκετές φορές στο αρχοντικό του στην οδό Ηρακλέους 14 και στην Παράγκα ή Bungalow τους Σεφέρη και Ελύτη. Τώρα κατέβηκε να υποδεχθεί τους φίλους του και φώναξε τον ζωγράφο Πολ Γεωργίου από το διπλανό εξοχικό, το Blue Bungalow. Το ένα παραθύρι έχασκε –σαράβαλο του καιρού–, στο άλλο όμως ο Δον Κιχώτης επέμενε να στέκει στη βίγλα αγέρωχος ατενίζοντας τη θάλασσα, αγνοούμενος μέχρι πρότινος, αλλά φωτεινός και ακμαίος εις πείσμα όσων τον κρατούν αλυσοδεμένο σχεδόν μισό αιώνα. Ο Πολ κατέβηκε κάτω συνοφρυωμένος, που δεν έφτασε που η προδοσία κρατούσε την πόλη αιχμάλωτη 47 χρόνια, τώρα τη μαγάριζαν εποικίζοντάς την. Ευτυχώς πολλά έργα του είναι πια ελεύθερα στη Λευκωσία: «Πηγαίνετε, δείτε τα στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης – απέναντι από την Πύλη Αμμοχώστου», ακούγεται σαν προσταγή η φωνή του καλλιτέχνη. «Ηταν άνθρωπος απόμακρος ο Πολ Γεωργίου», λέει η Κερά Κλειώ. «Λίγοι ήταν οι άνθρωποι τους οποίους συναναστρεφόταν. Αντίθετα, ο Σεφέρης ήταν ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. Ο ποιητής αγαπούσε την Κύπρο πολύ και το έδειχνε. Να φανταστείτε ότι όταν πέθανε (20 Σεπτεμβρίου 1971), βρήκανε στην τσέπη του εισιτήριο για την Κύπρο. Νομίζω ήταν με το “Απολλώνια”, το πλοίο στο οποίο εργαζόταν ο φίλος μας ο Νίκος (Καββαδίας)».
Οσο η «πτήση» συνεχιζόταν, ξεθαρρέψαμε κι εμείς και πλησιάσαμε στο μπαρ του King George με τα ασπρογάλαζα πλακάκια (ερείπιο σήμερα), που η παρέα των ποιητών, του Πολ Γιωργίου, του Λουίζου και της Κλειούς, έπινε το κοκτέιλ της εποχής, το παγωμένο μπράντι σάουαρ, και μεταξύ απτού και άπιαστου ακούσαμε τον Σεφέρη να απαντά στο ερώτημα αν είναι αλήθεια πως «οι άνθρωποι δεν θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών». Σήκωσε το φρύδι, κοίταξε προς τον ορίζοντα και είπε: «Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού/ δεν είναι της Ανάστασης/ μα είν’ της φωτιάς και του καπνού/ της ζωής της άχαρης». Αυτά ακούσαμε να λέει, κι ύστερα χαιρέτισε, έκαμε μεταβολή και τράβηξε κατά το περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι…
«Το βιβλίο “Ανοιχτά χαρτιά” μού το χάρισε ο Ελύτης, αλλά με την τουρκική εισβολή έμεινε στο σπίτι μου στην Αμμόχωστο. Ωστόσο, σε ένα ταξίδι μου στην Αθήνα, ο Ελύτης μού χάρισε ένα δεύτερο», λέει η κυρία Κλειώ. Εκεί λοιπόν θυμάται που ο ποιητής έγραφε για τα όνειρά του. Κι εγώ θυμήθηκα που στα «Εκ του πλησίον» ο Ελύτης λέει: «Στη Βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τελευταίο μου όνειρο». Στα «Ανοιχτά χαρτιά», λοιπόν, ο ποιητής περιγράφει ένα προφητικό για την Κύπρο όνειρό του: «Βρίσκομαι στο παλιό τούρκικο σπίτι του φίλου μου του Ε.Λ. – “ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό”, όπως έλεγε κάποτε ο Σεφέρης, στην Αμμόχωστο, μέσα στο ίδιο δωμάτιο που έμενα άλλοτε. Κάθομαι πάνω στο κρεβάτι ντυμένος, γύρω μου βαλίτσες και τσάντες συσκευασμένες, βιβλία πακεταρισμένα, έτοιμα, δε μου μένει παρά να ξεκινήσω. Αδημονώ. Στο βάθος από την ανοιχτή πόρτα, βλέπω να μπαινοβγαίνουν εργάτες. Κουβαλάνε ζεμπίλια με χώματα, είναι βουτηγμένοι μες τους ασβέστες, και από όλο το σούρτα-φέρτα σχηματίζω την εντύπωση ότι το σπίτι κάτι έχει πάθει, ότι μπορεί και να κατεδαφίζεται. Παρατηρώ τους τοίχους αντίκρυ μου: μεγάλες ρωγμές, πεσμένοι σοβάδες, σα να ’γινε πριν από λίγο σεισμός»…
O Νίκος Καζαντζάκης, που ήρθε στην Κύπρο το 1926, μιλώντας το 1954 για τα ταξίδια του σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα», λέει: «Και για την Κύπρο. Η Αμμόχωστος. Πόσο την πεθύμησα. Τίποτα δεν υπάρχει στον κόσμο που να μου δίδει την αίσθηση της Γυναίκας όσο η Αμμόχωστος. Είναι απ’ τα ωραιότερα μέρη της Γης. Δε θα ’θελα να πεθάνω πριν ξαναπάω στην Αμμόχωστο». Πέθανε τρία χρόνια μετά χωρίς να έχει έρθει ξανά. Ο Καζαντζάκης, στο έργο του «Ταξιδεύοντας», περιγράφει κι ένα όνειρό του στην Κύπρο: «Τη νύχτα κοιμήθηκα, σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο. Τα ξημερώματα είδα όνειρο. Κρατούσα στην απαλάμη μου ένα μαύρο, κατάμαυρο ρόδο. Κι ως το κρατούσα, ένιωθα σιγά, λιμασμένα, αθόρυβα να μου τρώει το χέρι».
«Εδώ έκανα τα πρώτα μου βήματα»
Δώδεκα Βαρωσιώτες αντίκρισαν πάλι τις περιουσίες τους, από τις οποίες τούς εκδίωξε ο κατοχικός στρατός
Oταν η παρέα με τα μεγάλα ονόματα χάθηκε στην αχλή της αυγής ενός περασμένου αιώνα, άφησα την Aννα Μαραγκού να με ξεναγήσει στα χρόνια της νιότης της στο Βαρώσι της ακμής. Στην πόλη που γεννούσε διαρκώς: έρωτες, ιδέες, τέχνη, επιχειρήσεις και ιστορίες. Πολλές ιστορίες. Σήμερα που τα κτίρια στέκονται άδεια, λεηλατημένα και βουβά, η περίκλειστη πόλη μοιάζει ένας σουρεάλ έως και σχιζοφρενικός πίνακας, που η άσφαλτος στους δρόμους στρώθηκε κυριολεκτικά πριν από μερικές μέρες, ενώ τα κτίρια, σκεπασμένα με αγάπη από τα φυτά τους, ειδικά τις βουκαμβίλιες, μετρούν πολιτείες ανθρώπων αποκλεισμένα πίσω από απαγορευτικές κορδέλες και αστυνομεύονται από νεαρούς «αστυνομικούς» που κυκλοφορούν με πατίνια… Εκεί συναντήσαμε δώδεκα ανθρώπους της πόλης που την έζησαν πριν από πέντε δεκαετίες και την «ξανασυναντούν» σήμερα.
Η κλινική
Ευτυχία Χατζηκακού (Κλινική Χατζηκακού, Ιπποκράτους 17, Αμμόχωστος): «Ο Κώστας Χατζηκακού (1924-1982), ο ειδικός ορθοπεδικός γιατρός της πόλης, κέρδισε τη φήμη του “Ανάργυρου Ιατρού”, αφού δεν έπαιρνε αμοιβή από φτωχούς. Εξέταζε καθημερινά εκατοντάδες ασθενείς από όλο το νησί ανεξαρτήτως θρησκείας, φυλής ή ιδεολογίας, κερδίζοντας και την εμπιστοσύνη των Τουρκοκυπρίων. Ως αυθεντικός πατριώτης πίστευε στη συνύπαρξη ελληνόφωνων και τουρκόφωνων Κυπρίων. Κατά τα γεγονότα 1964-1967 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιατρός. Αρκετές ήταν οι περιπτώσεις που Τουρκοκύπριοι του ζήτησαν να εμποδίσει σφαγή αμάχων από φανατικούς Ελληνοκυπρίους, πράγμα που πέτυχε. Και κατά την εισβολή όμως περιέθαλπε Τουρκοκυπρίους που για την ασφάλειά τους είχαν μεταφερθεί στην οικία του γιατρού, πάνω από την κλινική. Με την κατάληψη της Αμμοχώστου, το 1974, ο γιατρός εξέταζε σε αντίσκηνο στην Ορμήδεια και μετά εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα».
Το φαρμακείο
Νίκος Κάρουλας (οδός Αισχύλου 46 γωνία με λεωφόρο Ευαγόρου): «Μια λαχτάρα 46 χρόνων ή καλύτερα 16.820 ημερών. Να περπατήσουμε ξανά στην ομορφότερη πόλη του κόσμου. Αυτό είναι το φαρμακείο του πατέρα μου… να μας θυμίζει πόσο καταστροφικός και πόσο τυφλός είναι ο φανατικός εθνικισμός. Να μας θυμίζει ότι μαζί εμείς οι Αμμοχωστιανοί μπορούμε να ξαναφτιάξουμε την πόλη μας, μαζί μπορούμε να ονειρευτούμε ξανά μια κοινή ενωμένη πατρίδα. Θέλουμε να αγγίξουμε κάθε σπίτι, να αγκαλιάσουμε την πόλη και τη θάλασσα, να αφήσουμε τη χρυσή αμμουδιά να ξεγλιστρήσει πάλι από τη χούφτα μας. Είμαστε εδώ γιατί δεν δεχόμαστε υποκατάστατα των σπιτιών μας, της γειτονιάς μας, της πατρίδας μας».
Το κινηματοθέατρο
Δημήτριος Χατζηχαμπής (κινηματοθέατρο): «Ζώντας το παρελθόν βιωματικά ως παρόν και έτσι και το παρόν ως μέρος του παρελθόντος, δεν πιστεύω πως ό,τι γίνεται χάνεται, αφού καταγράφεται ανεξίτηλα στη μνήμη ως το υπόβαθρο της αλήθειας – εξ ου και η αλήθεια ετυμολογείται ως α-λήθη, δηλαδή αυτό που δεν ξεχάστηκε. Ετσι, οι φωτογραφίες του κινηματοθεάτρου που έκτισε ο παππούς Δημήτρης Χατζηχαμπής στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και που για πάνω από μισό αιώνα ταυτίστηκε με κάθε άποψη της ζωής της Αμμοχώστου, κάθε άλλο παρά οίκτο μού προκάλεσαν. Η αξιοπρέπεια των ανθρώπων και των έργων τους εξαρτάται μόνο από τους ίδιους. Το κινηματοθέατρο Χατζηχαμπή, όπως και οι άνθρωποί του, παραμένει αξιοπρεπές και ζωντανό ό,τι και να του έχει κάνει ο χρόνος και η πολιτική».
Αναμνήσεις
Ρένος Τουμαζής (οικία Γιάννη και Ευαγγελίας Τουμαζή, οδός Αποστόλου Ανδρέα 7): «Το σπίτι αυτό χτίστηκε από τους Γιάννη και Ευαγγελία Τουμαζή και μετακόμισαν με τα πέντε παιδιά τους εκεί το 1963. Είχα την τιμή να ζήσω εκεί την παιδική μου ηλικία μέχρι τα έντεκά μου χρόνια. Οι αναμνήσεις, άπειρες. Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα. Το 1974 μας στέρησε την καλύτερη ηλικία μας και τώρα, μετά 46 χρόνια, να βλέπεις το σπίτι σου σε αυτή την κατάσταση πνιγμένο στη φύση. Τα συναισθήματα δυστυχώς έντονα και ευχαριστώ τον Θεό που πήρε κοντά του τους γονείς μου που έφυγαν με την προσδοκία να επιστρέψουν στο σπίτι τους, γιατί πιστεύω ότι αν έβλεπαν αυτή την κατάσταση δεν θα το άντεχαν έτσι κι αλλιώς».
Η «ξενάγηση»
Στις 27 Αυγούστου 2019, ο τότε «αντιπρόεδρος» των Κατεχομένων, Κουντρέτ Οζερσάι, «ξενάγησε» στην περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων Τουρκοκύπριους και Τούρκους δημοσιογράφους και εξήγησε τα τουρκικά σχέδια για εποικισμό τού επί 46 χρόνια κλειστού τμήματος της Αμμοχώστου. Πίσω από τον Οζερσάι διακρίνεται αξιωματικός του κατοχικού στρατού. Οι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού συντηρούν ζωντανή μέσα στην περίκλειστη πόλη μια περιοχή με ξενοδοχεία πάνω στην παραλία, η οποία αποτελεί το κέντρο αναψυχής και μόνιμων διακοπών των ιδίων και των οικογενειών τους.