Σπουδαίο ο εξομολόγος να αγαπά και να θυσιάζεται, όπως έκανε ο γέροντας Αιμιλιανός Δημοσθένους

Σπουδαίο ο εξομολόγος να αγαπά και να θυσιάζεται, όπως έκανε ο γέροντας Αιμιλιανός Δημοσθένους

Ομιλία στην εορτή του Αγίου Αιμιλιανού Κυζίκου. Ο Άγιος Αιμιλιανός Ομολογητής (ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ) ήταν επίσκοπος Κυζίκου (Μ. Ασία)  μετά το Νικόλαο, στα χρόνια 787 – 815 μ.Χ. Αγωνίστηκε με όλη τη δύναμη που του παρείχε ο Θεός για την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων, όταν αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων ο Ε’.  Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 8 Αυγούστου

 

Tης Δρος. Παναγιώτας Μάμα Αγαπίου*

Είναι τιμή και χαρά να βρίσκομαι σήμερα εδώ ανάμεσά σας και ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνει η αγάπη σας. Είναι αλήθεια ότι προβληματίστηκα πολύ τι θα μοιραζόμουν μαζί σας σήμερα σε αυτή την πνευματική σύναξη. Και το βάρος της ευθύνης γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, όταν πριν από λίγη ώρα κοσμούσαν την ατμόσφαιρα οι γλυκοί ήχοι της Παράκλησης στην Κυρία Θεοτόκο, «την Εγγυήτριά στην ελεεινότητά του»1, όπως συνήθιζε να λέει ο Γέροντας Αιμιλιανός, τονίζοντας τη δύναμη των Πρεσβειών της. 

Και επειδή οι μόνες λέξεις που ίσως χωράνε μετά από μια κατανυκτική παράκληση είναι λέξεις αληθείας, θα σας μιλήσω εξομολογητικά, όπως ακριβώς ενθάρρυνε και ο παππούλης να μιλάμε – εκ βάθους καρδίας… 

Δε σας κρύβω λοιπόν ότι αισθάνομαι αμηχανία και δισταγμό να μιλήσω για κάποιον με ασύγκριτα  μεγαλύτερα πνευματικά μέτρα από μένα. Παίρνω θάρρος όμως από τη δική του ταπείνωση, η οποία ελευθέρωνε το συνομιλητή να μιλήσει, όπως ο τελευταίος αισθανόταν και σκεφτόταν. Άνθρωπος βιωμένης ορθοδόξου πίστεως, αφουγκραζόταν με την ίδια αφοσίωση και δίψα, όπως ο καλός μαθητής το δάσκαλο, τι είχες να του πεις και το επεξεργαζόταν με σοβαρότητα, προσευχή και διάκριση. 

Δεν έδινε βιαστικές, στερεότυπες απαντήσεις, τις φαινομενικά σωστές για κάποιους, αλλά σεβόμενος τη δική σου μοναδικότητα, εξατομικεύοντας τις απαντήσεις κάθε φορά. Αυτό για μένα ως ψυχίατρο αποτελεί έμπνευση, αφού κι εγώ με ένα άλλο τρόπο καλούμαι να αφουγκραστώ τον άλλο άνθρωπο ως μοναδικό πρόσωπο και ανεπανάληπτο και να συμπορευτώ μαζί του με κατανόηση στη δική του πραγματικότητα, χωρίς να χάσω τον προσανατολισμό της θεραπευτικής διαδικασίας που είναι η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης, αναδεικνύοντας τη μοναδικότητα του κάθε προσώπου ξεχωριστά.

Τον θυμάμαι σαν χτες να κάθεται στην καρέκλα του, στην ίδια στάση αναμονής και προσμονής, όπως η μαία προσμένει την εγκυμονούσα γυναίκα να γεννήσει καρπόν αγάπης. Με απόλυτο σεβασμό και προσευχόμενη σιωπή, μοιάζοντας ακούραστος, να ακούσει τα εσώψυχα του είναι σου, σαν άλλον «ευήκοον ους», προσπαθώντας να καταλάβει τη δική σου πραγματικότητα. Xωρίς να επιβάλλει και χωρίς να επιβάλλεται, χωρίς να σκέφτεται την ώρα ή την όποια δική του ανάγκη, μεταβάλλοντας τη στιγμή της συνάντησης μαζί του σε συνάντηση με την αιωνιότητα, με γνώμονα πάντα την αξιοποίηση των φθαρτών ως μετάβαση στα άφθαρτα και αιώνια.

Εκτός των άλλων αρετών που είχε ο Γέροντας Αιμιλιανός, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η αρετή της σοφίας που γεννά τη διάκριση και τη διορατικότητα – στοιχείο σημαντικό του κατ’ εικόνα, αφού ο Θεός μας είναι Πάνσοφος. Στέκομαι στην αρετή αυτή γιατί η επαφή μου 25 χρόνια τώρα με ανθρώπους κάθε ηλικίας με κάνει να συνειδητοποιώ ότι ίσως στις μέρες μας να είναι από τις πιο σπάνιες αρετές, που όλο και πιο δύσκολα τη συναντάς στους ανθρώπους. Στις μέρες μας παρατηρείται το εξής οξύμωρο φαινόμενο: ενώ πλέον οι επιστημονικές/ακαδημαϊκές γνώσεις και η μόρφωση του μέσου ανθρώπου έχει κάνει άλματα και αυτό είναι πολύ καλό βέβαια, η σοφία των ανθρώπων από την άλλη, μοιάζει να έχει στραγγαλισθεί μεταξύ της αυτονόμησης ενός άκρατου δικαιωματισμού, που εγκλωβίζει τη σκέψη και ενός στείρου εγωισμού που τυφλώνει το νου. 

                                                                      Ο μακαριστός π. Αιμιλιανός Δημοσθένους  (1932-2016) ήταν έγγαμος κληρικός.  Έφερε το οφφίκιο του Οικονόμου και διακονούσε στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Κελλακίου, στην Λεμεσό. 

Στο Γέροντα Αιμιλιανό όμως, όντας απελευθερωμένος από το πιο πάνω δίπολο, αγαπών ανιδιοτελώς και με αυταπάρνηση, διευρύνεται η σοφία του νοός του, αφού ως καλός υιός, μιμείται τον Πατέρα του, τον Πατέρα μας, τον Εσταυρωμένο Θεό της Αγάπης.

Είναι αυτή η σοφία που τον κάνει βαθύ γνώστη της ψυχολογίας του ανθρώπου, κάνοντας τον να βλέπει τις προθέσεις και την προαίρεση πίσω από τις πράξεις, νοηματοδοτώντας θεραπευτικά. Πράγματι είναι άνθρωποι που δεν αντέχουν την κοντινότητα και την εγγύτητα που δημιουργεί η προσπάθεια προσέγγισής τους, ακριβώς όπως ο σκαντζόχοιρος, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Γέροντας. Στο σκαντζόχοιρο η κοντινότητα και η εγγύτητα βάζει σε κίνδυνο και αυτόν που πλησιάζει και τον ίδιο το σκατζόχοιρο, αφού κι ο ίδιος στρεσάρεται και αναγκάζεται να προτάξει περισσότερο τα αγκάθια του και να κλειστεί στον εαυτό του. 

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να σταχυολογήσω ένα χαριτωμένο απόσπασμα που αναφέρεται στο «Πάθη και Αρετές» του Αγίου Παϊσίου, αρκετά επίκαιρο με αφορμή τη χτεσινή Δεσποτική εορτή της Μεταμορφώσεως και πόσο αυτό το χαριτωμένο συγκλίνει με τη σοφία του Γέροντα Αιμιλιανού. Αναφέρει λοιπόν ο Άγιος Παϊσιος: «Με τη ζήλεια αποδυναμώνεται κανείς πνευματικά. Γιατί νομίζετε οι Απόστολοι δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από το δαιμονισμένο παιδί, ενώ είχαν λάβει αυτή την εξουσία από το Χριστό και είχαν βγάλει άλλα δαιμόνια; Επειδή ζήλεψαν, που ο Χριστός πήρε στην Μεταμόρφωση μόνον τους 3 Μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Μπορούσε ο Χριστός να πάρει όλους τους μαθητές, αλλά δεν ήταν όλοι σε κατάσταση να χωρέσουν αυτό το μυστήριο, γι’ αυτό πήρε αυτούς που μπορούσαν να το χωρέσουν. Λέτε να μην αγαπούσε τους άλλους Μαθητές; Ή μήπως αγαπούσε τον Ιωάννη περισσότερο από τους άλλους; Όχι, αλλά ο Ιωάννης αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους Μαθητές το Χριστό και γι’ αυτό καταλάβαινε την αγάπη του Χριστού καλύτερα»! 

Ο Γέροντας με τα λόγια και τη σοφία του καθοδηγούσε και προστάτευε τα πνευματικά του παιδιά από τα πρόσκαιρα πάθη.

Στη συνέχεια θα ήθελα να σταθώ σε άλλο ένα σημείο της πνευματικής του διακονίας. Κάθε τόσο έβγαινε έξω στον κόσμο που ήταν σε αναμονή για εξομολόγηση και του έλεγε ένα λόγο ψυχοφελή και μετά συνέχιζε. Πέραν της ευαισθησίας του στο να ανακουφίσει την αναμονή του κόσμου και να ξεδιψάσει λίγο την υπομονή τους, σκέφτομαι ότι αυτή είναι κίνηση ενός ανθρώπου που από τη μια είναι μια ανοικτή αγκαλιά για όλους ως στοργικός πατέρας που θέλει να φροντίσει ταυτόχρονα και αρχοντικά τα παιδιά του, αλλά και ενός βαθιού γνώστη της αγιοπνευματικής ζωής και ασκήσεως, αφού οι άνθρωποι της βιωμένης αγιοπνευματικής ζωής γνωρίζουν πολύ καλά τον πόλεμο των λογισμών, ο οποίος πραγματικά θεριεύει τις ώρες της αναμονής. Βγαίνοντας λοιπόν έξω για να δώσει ανάσα πνευματικού υλικού, έδινε ταυτόχρονα και εφόδια και καλούς λογισμούς, δημιουργώντας πνευματικό ανάχωμα στη μάχη των λογισμών προ της εξομολόγησης.

Κλείνοντας υποκλίνομαι ως οικογενειακός θεραπευτής στο πώς αντιμετώπιζε τη γυναίκα του Ηλέκτρα. Την είχε βοηθό, όπως ακριβώς αναφέρεται στη Γένεση και στη Δημιουργία της γυναικός, αποκαθιστώντας στη δική του κατ’ οίκον εκκλησία την αρμονία προ της πτώσεως … «Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν. […] 21 καὶἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν ᾿Αδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς. 22 καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ ᾿Αδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν ᾿Αδάμ. 23 καὶ εἶπεν ᾿Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· 24 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν». Το να κλείνει η κα Ηλέκτρα τα ραντεβού με τα πνευματικά του παιδιά, ήταν τρόπος έμπρακτης εμπιστοσύνης, αναγνώρισης και αγάπης στο πρόσωπό της. 

Ήταν επίσης η δυνατότητα να βάζει εκείνη το όριο της προσφοράς του, όπως εκείνη αναπαυόταν, δείχνοντας ότι μετά τον Ένα, ήταν η 1η του αγάπη και παντοτινή, καθώς το χωρίο της Γεννήσεως αποκαλύπτει.

Κλίνοντας θα αναφερθώ σε στίχους του αγαπημένου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, αισθανόμενη ότι, αν γνώριζε τον πάτερ Αιμιλιανό ο ποιητής,  θα αναφωνούσε με ενθουσιασμό ότι για αυτόν έγραψε το ποίημα:

Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος.

Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Χιλιάδες ευχαριστώ στο Θεό, που μας τον χάρισε. 

Ας έχουμε την ευχή του!

Δρ . Παναγιώτα Μάμα Αγαπίου είναι Παιδοψυχίατρος/ Συστημική Θεραπεύτρια Οικογένειας-Ομάδος./Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους.

 

 

 

Share this post