Σμύρνη, 1922
Του Ηλία Μαγκλίνη*
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Στο βιβλίο του «Σμύρνη (Χρονικό του 1922)», χωρίς έτος έκδοσης, ο Κώστας Στούρνας παραθέτει τη μαρτυρία στρατιώτη σύμφωνα με την οποία, στα καράβια στη Σμύρνη, οι ρακένδυτοι στρατιώτες έστρεψαν τα όπλα τους εναντίον των καπετάνιων για να σαλπάρουν μια ώρα αρχύτερα, ενώ απ’ τα υψώματα του Καρατάση, βλέπει Τούρκους κατοίκους και Εβραίους εμπόρους να συναλλάσσονται με Ελληνες στρατιώτες. «Σ’ αυτούς δικοί μας φαντάροι, φυγάδες, ψόφιοι απ’ την πείνα, με το λογικό σχεδόν σαλεμένο απ’ τη συμφορά, πωλούν ό,τι ακόμα τους απομένει… Μπότες, αρβύλες, μουλάρια όπως είναι φορτωμένα με τις κουβέρτες τους, ακόμα και με τα σπαθιά τους και με τα όπλα τους και με τα φυσίγγια».
Ο Αλέκος Παναγιωτόπουλος, μέλος της μπάντας της Σμύρνης, θα καταγράψει στο «Ημερολόγιο ενός Σπαρτιάτη μουσικού»: «Ντρέπομαι τώρα όταν θυμάμαι την αναισθησία όλων μας των φαντάρων, εκείνες τις θλιβερές ημέρες! Κανένας από τους στρατιώτες της Σμύρνης δεν λυπόταν όταν άκουγε πως ο στρατός μας υποχωρούσε τροχάδην χωρίς να δίνη σχεδόν μάχη… Δεν εσκεπτόμεθα τίποτε άλλο από το πότε θα γυρίσουμε στα σπίτια μας, γιατί είχαμε απογοητευτή πως τα κόκαλά μας θα έμεναν στη Μικρά Ασία. Γι’ αυτό μόλις ακούγαμε πως ο στρατός μας πετούσε τα όπλα και όλο κατέβαινε προς τη Σμύρνη, γεμίζαμε από χαρά αντί να κλαίμε! Ολοι οι φαντάροι επάνω τώρα στο βαπόρι που ξεκίνησε αντί να είμαστε στενοχωρημένοι και μελαγχολικοί, γελούσαμε και είμαστε ενθουσιασμένοι που εγλυτώσαμε και θα επηγαίναμε στα σπίτια μας. Μεγάλη ντροπή!..».
Οι στρατιώτες νομίζουν πως θα τους πάνε στον Πειραιά. Οταν μαθαίνουν ότι θα τους αποβιβάσουν στη Μυτιλήνη, για να επιστρέψουν στη Σμύρνη και να επιβιβάσουν νέες φουρνιές στρατιωτών και προσφύγων, στασιάζουν. «Οι φαντάροι [όμως] που είχαν πια στασιάσει και είχαν ανακηρύξει αρχηγό τους έναν ξυπόλυτο που είχε δέσει στο κεφάλι του ένα μαντήλι, αγρίεψαν και εφώναζαν δυνατά: “Στον Πειραιά, στον Πειραιά!”. Κάτι προσπαθούσε να πη και ο καπετάνιος αλλά δεν ακουγόταν. Εξαφνα οι ξυπόλυτοι άρχισαν να πυροβολούν με τα μάνλιχερ και από τις σφαίρες είχε σχηματισθή ένας κύκλος γύρω στην ατμάκατο από το νερό που πηδούσε. Ο καπετάνιος εκιτρίνισε και τα έχασε: “Καλά-καλά έρχομαι επάνω παιδιά και φεύγουμε για τον Πειραιά”, είπε και ανέβηκε. Σε λίγα λεπτά το καράβι έβαλε πλώρη για τον Πειραιά…».
Ανάλογο σκηνικό περιγράφει με άλλο καράβι στη Σμύρνη ο δικηγόρος Αλέκος Τριανταφυλλίδης: «Ο όχλος, γιατί δεν επρόκειτο περί στρατιωτών αλλά περί όχλου οπλισμένου, δεν λογικεύεται ποτέ. Τα λόγια του πλοιάρχου καλύφθηκαν από ομοβροντίες στον αέρα και το πλοίο άλλαξε πορεία προς τη Θεσσαλονίκη. Πώς διάβολο μάθανε για την πορεία του πλοίου και πώς συνεννοήθηκε ο όχλος παρέμεινε μυστήριο»…
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr ΦΩΤΟ: Μουσείο Μπενάκη