ΣΕ ΟΓΔΟΝΤΑ (ΠΕΡΙΠΟΥ) ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ
Του Άντη Ροδίτη*
Ταξίδεψα κι εγώ μέσα στο μέλλον και να μην νοιάζει κανέναν πώς. Είναι μυστικό δικό μου. Άμα το πω θα αρχίσει ο πάσα ένας να πετάγεται στο μέλλον, δεν θα μείνει κανένας εδώ στο «τώρα» και τότε θα χαλάσει και το μέλλον αφού δεν θα έχει παρελθόν, και θα μείνουμε όλοι κρεμάμενοι στο κενό. Ξέρω τι λέω. Άρα μόνο εγώ θα πηγαίνω στο μέλλον, όποτε θέλω.
Πετάχτηκα μια στιγμή στο 2100 μ.Χ. Όλοι οι Κυπραίοι ήταν άγγελοι. Είχαν και φτερούγες αλλά ήταν μικρές ακόμα και δεν μπορούσαν να πετάξουν.
Ρώτησα έναν στον δρόμο.
– Κοίτα, μου λέει. Οι φτερούγες άρχισαν να φυτρώνουν, πιο μικρές και από αυτές που βλέπεις τώρα, πριν καμιά ογδονταριά χρόνια, τότε που ο Οδυσσέας έγινε Πρόεδρος και ο Νικόλας υφυπουργός παρά των προέδρω, τότε που πάταξαν τη διαφθορά και γίναμε όλοι άγγελοι. Αν πάμε και στο μέλλον τόσο καλά, υπολογίζουμε ότι οι απόγονοί μας σε άλλα 80, ας πούμε, χρόνια θα έχουν μεγαλύτερες φτερούγες και θα πετάμε κιόλας κοντά στον θεό!
– Τι λες ρε μαλάκα; του είπα.
– Α, μου είπε, σε παρακαλώ. Η λέξη αυτή δεν χρησιμοποιείται πια, τη βγάλαμε και από τα λεξικά. Είμαστε όλοι καλοί και ενάρετοι άνθρωποι πλέον – διαφθορά τέλος!
Σκέφτηκα ότι ο άνθρωπος πρέπει να ήταν τρελός, αλλά μετά είδα κι άλλους -όλους- με φτερά, άρα ήμουν εγώ ο μαλάκας.
– Κοίτα, μου λέει ο τρελός, να πας στον Κύκκο, όπου παν όλοι για προσκύνημα. Έφυγαν από κει το τέρας-Μακάριος κι έβαλαν άλλο άγαλμα δυο φορές πιο ψηλό από το παλιό.
– Ποιον έβαλαν εκεί; του λέω.
– Πήγαινε να δεις, μου λέει, και πετάχτηκε τρία μέτρα μακριά σαν κοτόπουλο.
Πήρα ένα ελικόπτερο-ταξί από τον προμαχώνα που ήταν παλιά ο Μπαϊρακτάρης και σε 15 λεπτά με κατέβασε στον Κύκκο, μπροστά στο άγαλμα. Έμεινα εκεί και έχασκα γιατί το πρόσωπο τού αγάλματος, ύψος ίσο με εφταόροφη πολυκατοικία, ήταν πολύ ψηλά και δεν ήμουν σίγουρος ποιού η φάτσα ήταν.
Με πλησίασε ένα μοναχός για να μου εξηγήσει, αλλά αυτός δεν είχε σχεδόν καθόλου φτερά. Μόλις που ξεμύτιζαν κάτι πούπουλα από τους ώμους του.
– Καλά, του λέω, εσύ δεν έχεις φτερούγες;
– Άσε, μου λέει, εμείς οι μοναχοί είμαστε οι πιο διεφθαρμένοι και κάνουμε μεγάλο αγώνα να φτάσουμε τους άλλους. Εγώ είμαι από τους καλούς. Υπάρχουν άλλοι που ντρέπονται να βγουν έξω από τα κελιά τους ένεκα δεν έχουν βγάλει ούτε πούπουλο ακόμα.
– Τι λες ρε μ… του είπα κι έπιασα το στόμα μου, μην πω τη λέξη.
– Βλέπεις, μου λέει, το άγαλμα του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, παλιά Γενικού Ελεγκτού και τώρα Προέδρου της Δημοκρατίας!
– Κι ο μικρός; του λέω.
Το άγαλμα του Οδυσσέα κρατούσε από το χέρι ένα παιδάκι, έναν γιο της μάμμας του με γκρίζους κροτάφους, αλλά αυτός ο «μικρός», μόλις τρία μέτρα ύψος, ήταν ένα βήμα μπροστά, σαν να έδειχνε τον δρόμο στο μεγάλο άγαλμα.
– Είναι ο Νικόλας, μου λέει ο άπτερος μοναχός, οδηγεί τον Οδυσσέα στον δρόμο κατά της διαφθοράς!
– Fuck, του λέω!
– Και πού ’σαι, μου λέει, για να φτιάξουν τον Νικόλα έλιωσαν το άγαλμα του Μακαρίου, είναι από το ίδιο μέταλλο, κι ύστερα έκαμαν εισαγωγή κι άλλο χαλκό για να συμπληρώσουν το άγαλμα του Οδυσσέα!
– Ε, fuck ξανά, του λέω.
– Fuck, μου λέει, δεν λέει τίποτε, και πάνω που ακούστηκε το σήμαντρο έτρεξε για το δείπνο.
– Και οι Τούρκοι, του φώναξα, τι έγινε με τους Τούρκους;
– Α, μου λέει, και γύρισε τρέχοντας πισινή ανεμίζοντας το χέρι του, τους πήρε όλους ο διάολος.
– Μα όλους-όλους; του λέω. Δεν άφησε ούτε μισό τουρκοκύπριο για δείγμα;
– Όλους, μου λέει, όλους-όλους. Μέχρι και τα κόκκαλα του Ντενκτάς.
Και χάθηκε μέσα στην μεγάλη πόρτα. Πετάχτηκα αμέσως πίσω στο παρόν, μην πεθάνω άξαφνα από ευτυχία εκεί στο μέλλον!
ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι Κυπραίοι του 2080 (περίπου)
*Τα ενυπόγραφα κείμενα απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων τους